Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

TA ΠΡΩΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

 
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ  ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

 

clip_image002

 

   Άρχισε από νωρίς το χιόνι απόψε , σε λίγη ώρα όλα γύρω είχαν πασπαλιστεί με...ζαχαρένιο χιόνι , λες κι' ήταν κουραμπιέδες , χαρές τα παιδιά , που την άλλη μέρα , μετά τα κάλαντα , θα παίζαμε χιονοπόλεμο , και δεν πέρναγε κι' αυτή η βραδιά , να ..ψευτοξημερώσει , να μαζευτούμε , η..παλιοπαρέα της γειτονιάς , αχάραγα , να πάμε για τα κάλαντα .

   Η μάνα μου , από νωρίς , με γκρίνιαζε , λέγοντάς μου πως έξω..ψήνει τα ..φίδια , και να καθίσω στ' αυγά μου , γιατί κάνει ψόφο , κι' είχα κι'ένα..γαϊδουρόβηχα..λάλαγα σαν κοκοράκι , αλλά που εγώ , δεν έπαιρνα χαμπάρι από τέτοια , ήταν βλέπεις τα πρώτα μου κάλαντα με συνοδεία..φυσαρμόνικας , έκανα το ντεμπούτο μου ...λίγο το ‘χεις...

   Όλη τη μέρα έκανα πρόβες , τα μαθα καλά τα κάλαντα , γιατί ήταν καινούρια η φυσαρμόνικά μου , Γερμανικιά Ηohner , μέχρι τώρα είχα μια Picolo , και ήθελα η πρώτη μου εμφάνιση να είναι θριαμβευτική , μια και ήμουν ο μόνος ...οργανοπαίχτης που θα τα λεγε .

   Το ραντεβού είχε ορισθεί για τις 4 το πρωί , μαύρα σκοτάδια δηλαδή , αλλά ποιός τα κοίταγε αυτά , έξω το ‘χε στρώσει κανονικά και έριχνε συνέχεια , απ' το τζάμι παρακολουθούσα , και στα κάγκελα του μπαλκονιού κόντευε να φτάσει μια παλάμη , κι' οι νιφάδες , χοντρές-χοντρές , όλο και πύκνωναν , τις χάζευα απ' το παράθυρο , ρίχνοντας το φως απ' το φακό μου , που λες και ..τρυπούσε τον αέρα και το χιόνι κι' έφεγγε πολλά μέτρα μακριά , σχεδόν μέχρι την άκρη της αυλής μας , μέχρι τη μάντρα , που ήταν οι τριανταφυλλιές και οι καμέλιες , λευκοντυμένες σαν... νυφούλες , καμαρωτές-καμαρωτές....΄

   Έσβησα το φως , και χαμήλωσα τη λάμπα του πετρελαίου , που είχα δίπλα στο κρεβάτι μου σε μια καρέκλα , μαζί με τη φυσαρμόνικά μου και το ξυπνητήρι , μαύρο , Big Ben παρακαλώ , Αμερικάνικο , μας το ‘χε στείλει ο μπάρμπα Χρήστος Κάρλος , ο αδερφός της μάνας μου ,απ’ το Σικάγο , και είχε και φωσφορίζοντες δείκτες και αριθμούς , το ‘χα λοιπόν δίπλα μου για να το κλείσω να μη ξυπνήσω και τους άλλους , τη λάμπα την άφησα ίσα-ίσα να καίει , γιατί στις 12 , τα μεσάνυχτα , ο Γαζής έσβηνε το ηλεκτρικό , αφού πρώτα έκανε ένα..συνθηματικό αναβόσβημα , 5 λεπτά πριν .

   Βέβαια δεν σταμάτησα , που και που , να φέγγω με το φακό μου για να παρακολουθώ τι γίνεται έξω , ενώ η μάνα μου η καημένη , ξεθεωμένη όλη τη μέρα , μαγαζί ..σπίτι , απ' τα χαράματα στο πόδι , μου φώναζε να κοιμηθώ , αλλά που εγώ....και δεν πέρναγε κι'αυτή η ρημάδα η ώρα...

   Για να νυστάξω και να κοιμηθώ , μετρούσα τα τικ-τακ του ρολογιού και παρακολουθούσα το μικρό φωσφοράκι του δείχτη , που προχωρούσε με μικρά ..πηδηματάκια , κάποια όμως στιγμή , φαίνεται , με πήρε ο ύπνος , ενώ σκεφτόμουνα τι ώρα , άραγε , θα ξυπνήσουν οι άλλοι ; ο Χρήστος , ο Μιλτιάδης , ο Γιάννης έχοντας την έννοια μη και δεν ακούσω το ξυπνητήρι...κι' αργήσω .

   Κάποια στιγμή , ένοιωσα κάποιον να με σκουντάει να ξυπνήσω , ήταν η μάνα μου , που άκουσε το ρολόι που χτυπούσε , ποιός ξέρει πόση ώρα , πετάχτηκα , δυνάμωσα λίγο τη λάμπα , κι' άρχισα να ντύνομαι , ενώ η μάνα μου έλεγε να ντυθώ καλά γιατί έκανε ..ψόφο , να βάλεις τις γαλότσες , μου πε , το’χει στρώσει για τα καλά , θα πουντιάσετε...

   Που ν’ ακούσω εγώ , κοίταγα την ώρα που πέρναγε και φοβόμουνα μην αργήσω κι' οι άλλοι έχουν μαζευτεί , τρέμαν τα πόδια μου , όχι τόσο απ' την παγωνιά , όσο απ' την ανυπομονησία , να προλάβω , ετοιμάστηκα , πήρα τη φυσαρμόνικα , φόρεσα και κάτι πλεχτά..χακί γάντια , καθησύχασα τη μάνα μου , που συνέχισε να μου λέει να ντυθώ καλά και να προσέχω , και ξεκίνησα..

   Βγαίνοντας , αντίκρισα ένα υπέροχο θέαμα , όλα γύρω σκεπασμένα με φρέσκο..αχνιστό χιόνι , κι' έριχνε συνέχεια , χοντρές-χοντρές νιφάδες , οι γαλότσες μου χώνονταν μέχρι τη μέση στο χιόνι , και με δυσκόλευαν στο βάδισμα , ενώ το παλιό χιόνι είχε αρχίσει να παγώνει και να..γλιστράει , τότε σκέφτηκα το τι έχει να γίνει τη μέρα στον κατήφορο της Βαθειάς , που όποιος πέρναγε θα ‘κανε τσουλήθρα , την περασμένη μάλιστα χρονιά , είχαν σπάσει και χέρια και..πόδια , κι' οι φουκαράδες οι Γυφτομαχαλιώτες , θα μείνουν αποκλεισμένοι , ποιός ξέρει για πόσες μέρες....

   Προχώρησα , ο Μιλτιάδης δεν είχε φως , ούτε ο Γιάννης , απέναντι , φαίνεται θα’χαν προχωρήσει στ' Αλωνάκι , κι' ο Χρήστος βέβαια γιατί δεν είχε ούτε αυτός φως , περπατούσα και το ολόφρεσκο χιόνι έτριζε , το φχαριστιόμουνα , ολόγυρα ήταν ..θεοσκότεινα , πουθενά φως , κι'έκανε κυριολεκτικά...ψόφο , κρύωνα , θυμήθηκα τη μάνα μου την έρμη που μάλλιασε η γλώσσα της , ντύσου καλά , κάνει ψόφο , ήθελα να γυρίσω αλλά και πάλι , δεν ήθελα ν' αργήσω , ύστερα έφτασα στ' Αλωνάκι , που θα περιμένουν κι' οι άλλοι , φτάνοντας βλέπω την πλατεία κάτασπρη , το χιόνι κόντευε να φτάσει μια ..σπιθαμή , τα τραπεζάκια του μαγαζιού μας σκεπασμένα απ' το χιόνι , και στην άκρη της πλατείας , τρεις-τέσσερις καρέκλες , ξεχασμένες φαίνεται , κι' αυτές σκεπασμένες απ' το χιόνι , τα παιδιά όμως πουθενά , προχώρησα να μαζέψω τις καρέκλες , να τις βάλω σε μια γωνιά και να τις τινάξω , μουρμουρίζοντας , που ξεχάσαμε έξω τις καρέκλες χειμωνιάτικα , ενώ παράλληλα νευριασμένος με τα παιδιά , που δεν ..φαίνονταν πουθενά , άρχισα να τους τα...σούρνω...και επειδή...φοβόμουνα άρχισα να ..χαζοτραγουδάω , να λέω τα..κάλαντα , έτσι για να’χω..συντροφιά...

   Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει πυκνό και παχύ-παχύ , τα μαλλιά μου θα πρέπει να’ταν κάτασπρα , το ‘νοιωθα , κόντευα να γίνω ...χιονάνθρωπος , τα πόδια μου ξυλιασμένα , και τα χέρια μου , τα’νοιωθα..δεν τα’νοιωθα , α..ρε μάνα , είχες δίκιο που μου’λεγες να κάτσω στ' αυγά μου , αλλά ποιός σ' άκουγε....σκέφτηκα να γυρίσω στο σπίτι , αλλά τα κάλαντα...κι' αυτά τα παιδιά πουθενά , μ' είχε πιάσει απελπισία είχα γίνει ...τούρκος απ' τα νεύρα , τραγούδαγα , έβριζα , έλεγα τα κάλαντα , ούτε κι' εγώ ήξερα τι έκανα , η παγωνιά αβάσταχτη και τα νεύρα...τσατάλια...κι' αυτό το χιόνι , μου σκέπαζε τ' αυτιά και τα πάγωνε...τα’νοιωθα , κιόλας , ξυλιασμένα...

   Τότε ένοιωσα ένα ελαφρό σκούντημα στον ώμο , πετάχτηκα , κι' ακούω : άντε ρε πατέρα ξάπλωσε στο κρεβάτι , θα πιαστείς , έχεις μια ώρα που κοιμάσαι στον καναπέ , βρίζεις..τραγουδάς , λες τα κάλαντα , τι έπαθες Χριστουγεννιάτικα ; πάλι το Λιδορίκι ονειρεύεσαι ; Ξύπνααααα......

   Αλάφιασα , πετάχτηκα απ’ τον ύπνο ...ήταν ο μικρός μου γιός , ο Χάρης , και γελούσε ασταμάτητα , που να’ξερε ότι μου χάλασε το ωραιότερό μου όνειρο , τα πρώτα μου κάλαντα....αχ..βρε..Χάρη ....με 'κοψες στο..καλύτερο....τα χαλάνε τέτοια ..όνειρα …

clip_image003

Καλό σας βράδυ , ΚΑΛΕΣ  ΓΙΟΡΤΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου