Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

TA .." XΡΥΣΑ ΚΟΛΛΥΒΑ " ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΑ



ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 


Εννέα μέρες μετά την Ανάληψη του Χριστού, δηλαδή το Σάββατο πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής η Εκκλησία μνημονεύει όλους τούς κεκοιμημένους από τον Αδάμ μέχρι σήμερα.
Στην Οία -όπως και σε πολλά μέρη της Ελλάδας- τα κόλλυβα της Πεντηκοστής είναι τα «χρυσά κόλλυβα» δηλαδή το πιο σπουδαίο και σημαντικό ψυχοσάββατο υπέρ ανάπαυσης των ψυχών.
Η παράδοση και οι θρύλοι στην Οία αναφέρει πως ο Χριστός το βράδυ της Αναστάσεως δίνει στις ψυχές την ελευθερία να «σεργιανίσουν» στη γη. Ομως το Σάββατο πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής η ελευθερία τους τελειώνει και οι ψυχές πρέπει να επιστρέψουν στις θέσεις τους στον ουρανό και μάλιστα...χορτάτες!
Οι συγγενείς την παραμονή (δηλαδή την Παρασκευή) το πρωί φτιάχνουν τα κόλλυβα τα οποία πηγαίνουν στην εκκλησία το απόγευμα να τα διαβάσει ο ιερέας, ώστε οι ψυχές των νεκρών τους να «φάνε» και να επιστρέψουν στον ουρανό χορτασμένες από το συχώριο που θα τους δίνει ο κόσμος («Θεός σχωρές τον») στο μοίρασμα.
Εκείνη τη στιγμή, οι ψυχές έχουν συγκεντρωθεί και η μια ρωτάει την άλλη: «εσύ έχεις κόλλυβο να φας;;». Όποια ψυχή δεν έχει κόλλυβο, είτε γιατί την ξέχασαν οι συγγενείς, είτε γιατί δεν έχει κανέναν να την θυμηθεί, οι άλλες ψυχές της δίνουν να «φάει» από το δικό τους για να μην επιστρέψει «ξερή» όπως λένε στην Οία, δηλαδή πεινασμένη.
Ο θρύλος αυτός της Οίας που η μια ψυχή μοιράζεται το κόλλυβο της με την άλλη, έχει τη βάση του στην γενική σημασία που δίνει η Εκκλησία σχετικά με τα κόλλυβα της Πεντηκοστής όπου μνημονεύονται όλοι οι νεκροί που για διάφορους λόγους δεν είχαν την ευκαιρία να τύχουν της ωφελείας των μνημοσύνων.
Όπως και να ΄χει τα κόλλυβα είναι μέρος της παράδοσης μας, της θρησκείας μας αλλά και το πιο υγιεινό...γλυκό!
Τα υλικά πρέπει να είναι 9 γιατί 9 είναι τα τάγματα των αγγέλων. Το κάθε υλικό έχει το δικό του συμβολισμό.
1. Σιτάρι: οι νεκροί (το γήινο στοιχείο)
2. Ζάχαρη: η γλυκύτητα του Παραδείσου
3. Σταφίδες: η Άμπελος (ο Χριστός)
4. Μαϊντανός: η ανάπαυση «εν τόπω χλοερώ»
5. Φρυγανιά τριμμένη ή σουσάμι: το χώμα («..ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει..»)
6. Ρόδι: τα ελέη του Παραδείσου, η λαμπρότητα
7. Κανέλλα: η ευωδία, τα αρώματα («..αρώμασι εν μνήματι κηδεύσας απέθετο..», «..μύραναν τον τάφο αι μυροφόροι μύρα..»)
8. Αμύγδαλα: η ευγονία, η ζωή που διαιωνίζεται με τους απογόνους (αντί για αμύγδαλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν καρύδια)
9. Κουφέτα (ασημένια και λευκά): τα οστά που μένουν αναλλοίωτα καθώς το σώμα φθείρεται
Μουλιάζουμε το σιτάρι σε νερό από βραδύς και αφού το σουρώσουμε, το καθαρίζουμε από τις φλούδες που απέβαλε. Κατόπιν το βράζουμε ανάλογα πόσο μαλακό το θέλουμε. Σε κανονική κατσαρόλα ένα καλό βράσιμο διαρκεί 2-3 ώρες, ενώ σε χύτρα περίπου 1 ώρα. Όταν βράσει, το ραντίζουμε με δροσερό νερό λέγοντας «δροσιά και έλεος να έχουν οι ψυχές των….» λέγοντας τα ονόματα των νεκρών που θέλουμε να μνημονεύσουμε και το απλώνουμε πάνω σε πετσέτα βαμβακερή για να στεγνώσει. Το ανακατεύουμε με τις σταφίδες, τον ψιλοκομμένο μαϊντανό, το ρόδι, την κανέλα, τα αμύγδαλα και το στρώνουμε στην πιατέλα. Πάνω από το σιτάρι βάζουμε μια στρώση με τη θρυμματισμένη φρυγανιά ή το σουσάμι και στο τέλος την στρώση από ζάχαρη. Με ένα καθαρό χαρτί πιέζουμε την επιφάνεια να γίνει ίσια. Στο τέλος με τα κουφέτα σχηματίζουμε το σχήμα του σταυρού και διάφορα σχέδια, ανάλογα με την πείρα και την φαντασία που έχει η κάθε νοικοκυρά ώστε να το στολίσει.
Και κάτι ιδιαίτερο που οι γιαγιάδες μας στην Οία το τονίζουν με μεγάλη ευλάβεια:
1. Όση ώρα ετοιμάζουμε τα κόλλυβα πρέπει να είναι αναμμένο το καντήλι και το θυμιατό.
2. Το νερό με το οποίο βράζουμε και ξεπλένουμε το σιτάρι, ΔΕΝ το χύνουμε στο νεροχύτη ώστε να καταλήξει μαζί με τα βρώμικα νερά στις αποχετεύσεις. Το ρίχνουμε ή στην θάλασσα ή σε χώμα (π.χ. γλάστρα ή χωράφι).
πηγή:kallistorwntas

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

ΘΕΡΟΣ - ΘΕΡΙΣΜΟΣ



ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 

   Στην προσπάθειά  μας , αγαπημένοι  μας  φίλοι ,  να  σας  δώσουμε όσο πιο  ..πληρέστερη  μπορούμε , εικόνα του  παραδοσιακού  θέρου – θερισμού , δημοσιεύουμε σχετικά  κείμενα , απ’ το  βιβλίο : “ Γεωργικά  της  Ρούμελης “ , του  μεγάλου Δωριέα ( απ’ την  Αρτοτίνα ) λαογράφου Δημήτρη Λουκόπουλου .



“ Ήμος δε  σκολυμός τ’ ανθεί και  ηχέται  τέττιξ . Δενδρέω εφεζόμενος λιγυρήν κοταχεύετ’ αοιδήν πυκνόν  υπό  πτερύγων , θέρεος καματώδιος ώραη .”
          (  Ησιόδου Έργα και  ημέραι  582 – 583 )
Η επιτυχία  του  σταριού .
   Απ’ τον  καιρό  του  Ησιόδου δεν  άλλαξαν διόλου τα  πράγματα  του  θερισμού , κι’ οι  παραπάνω  στίχοι του , είναι σαν  να ‘γιναν σήμερα κι’ όχι  πολλούς  αιώνες  πΧ.
   ‘Οταν  δηλαδή τσούξει  η  ζέστα , και κάμει  αρχή  ο τζίτζικας να  χύνει μέσα απ’ τις πυκνές  φυλλωσιές των  δέντρων  το  τσιριχτό  τραγούδι  του , να τος , έφτασε  ο Θέρος…
   “ ..Επάρατε τους  οφθαλμούς  ημών  και  θεάσασθε τας  χώρας , ότι λευκαί εισι προς  θερισμόν ήδη , και  ο θερίζων μισθόν  λαμβάνει …” ( Ιωαν. δ’ 35 ) .
…γράφει συμβολικά για το  θέρο ο Ιωάννης  στο  Ευαγγέλιό  του .
   Οι  Ρουμελιώτες λένε  το  παρακάτω  χαρακτηριστικό  τετράστιχο , σε  ποίηση  διδακτική : 
            “ Όπου σπέρνει ο  πατέρας μ’ και  κλαίει , 
               θερίζειη  μάνα μ’ και  γελάει . 
               Κι’ όπ’ σπέρν’ ο  πατέρας  μ’ και  γελάει ,   
               θερίζει  η  μάνα μ’ και  κλαίει . “
   Εξήγηση : 
   Στή Ρούμελη σπανιότατα να  ιδείς γυναίκα να  πιάσει  αλέτρι και  να  κάνει  χωράφι . Το  κάμωμα και  το  σπάρσιμο είναι  αντρίκειες δουλειές , και  σχεδόν μόνο  άντρες  τις  κάνουν . Ιδίως  όταν  το  χωράφι είναι  παχύ και  πλούσιο σε  χώμα , μόνο  τα  αντρίκια  χέρια είναι  εκείνα που  μπορεί  να το  δαμάσουν , και  μάλιστα με  κόπο και  με  κλάμα που  φέρνει η  επίμονη  προσπάθεια .  Έτσι άλλωστε  υπάρχει και  η  ελπίδα να  είναι  πλούσια η  απόδοση που  ζητάει ο γεωργός .
   Εξάλλου , όπως είναι  σπάνιο να  ιδείς γυναίκα να  οδηγάει βόδια ζεμένα στο  ζυγό , το  ίδιο σπάνιο είναι να  ιδείς κι’ άντρα  στη  Ρούμελη , να σκύβει και  να  θερίζει τα  στάχυα  του  σιταριού . Το   θέρισμα είναι  γυναίκεια δουλειά , σε  γυναίκας  χέρι  πρέπει το αλαφρό  δρεπάνι , όπως το εναντίο , σ’ αντρικά  χέρια αρμόζει  η ..αλετρονουρά .
   Κατά  το παραπάνω τετράστιχο , όσο  πιο παχύ  και  βαρύ είναι  σε  χώματα το  χωράφι κι’ επομένως πιο  πολύς ο κόπος του  άντρα , τόσο πιο  μεγάλη κι’ η  απόδοση  του  σιταριού . Θερίζει  η  μάνα μ’ και  γελάει . Θερίζει η  γυναίκα με  χαρά , γιατί  τα  στάχυα είναι  βαριά και  πλούσιο  “ αμητό “ προμηνύουν .
   Εξεναντίας , αν  το  χωράφι είναι  φτωχό , και  τ’ όργωμα για  τον  άντρα  είναι  παιχνίδι .  Γελώντας οδηγεί  τα  βόδια , καμιά  κούραση δεν  αισθάνεται απ’ το  κάμωμα σε  τόσο αδύνατα  και  φτωχά  χώματα .
   Λύπη  όμως  και  κλάμα πιάνει  τη  γυναίκα τον  καιρό  στο θέρισμα .Τι  θερίζει και  να μην  κλάψει ; Κάτι  στάχυα  σα μυγόσταχα , δίχως  βάρος δίχως ελπίδα πως  θα  βάλει στο  κοφίνι το  ψωμί που  χρειάζεται σπίτι για  να βγάλει  πέρα η  οικογένεια έναν  ολάκερο  χρόνο .
   Αυτά εννοεί το  παραπάνω  τετράστιχο , που  εικονικά τα  λέει  τάχα  το  χωράφι και  σαν  παροιμία το  λένε  οι  γεωργοί , θέλοντας να  δείξουν  δογματικά ποιά  είναι  η  θέση του  άντρα και ποιά  της  γυναίκας μέσα στην  καλλιέργεια ενός χωραφιού .
   Τι  χαρά  σε  πιάνει , όταν  σταθείς στην  άκρη στο  καλοπεριποιημένο σιταροσπαρμένο χωράφι σε  ώρα  θερισμού ! Τα στάχυα όλα  ισόμετρα κι’ απ΄το  βάρος  του  καρπού σαν  κεφάλια προσκυνημένα σκυμμένα προς  τα  κάτω , περιμένουν  το  δρεπάνι να  τα  πάρει .
   - Σίτα να  ρίξεις ! λένε  οι  γεωργοί , περνάει απ’ άκρη σ’ άκρη της  θάλασσας  αυτής  των  σταχυών . Όπου  σίτα  είναι η  αλλού  λεγόμενη  κρισάρα , το με  πανένιο πάτο  κόσκινο  δηλαδή .
   Με  τα  παραπάνω  λόγια , ή κι’ αν  ειπούν : είναι  κόφτρα το  σιτάρι , φανερώνουν την  απόλυτη επιτυχία στην  καρποφορία  του . Κόφτρα είναι  δηλαδή σαν  να  το έκοψες πέρα  για  πέρα ίσια μ’ ένα  πριόνι , κι’ όχι το  ένα  στάχυ ψηλότερο και τ’άλλο  χαμηλότερο , που θα  ‘ήταν  ένδειξη πως  το  σιτάρι δεν  είναι  πετυχημένο .





          Το  βρέσιμο  του δρεπανιού 
   Το  θέρισμα στη  Ρούμελη γίνεται  μόνο  με  το  δρεπάνι , το  γνωστό καμπυλωτό οδοντωτό κοφτερό  εργαλείο . Ήταν εποχή όπου το  σιτάρι το  μάζευαν οι  άνθρωποι με  τα  χέρια , όπως κι ακόμα  τώρα  κάνουν , όταν  τα  στάχυα είναι  πολύ χαμηλά . Την  εποχή  αυτή την  ακολούθησε άλλη  εποχή που  έκοβαν με  μαχαίρι τα στάχυα , και  βέβαια πρέπει να  πέρασαν  πολλά  χρόνια , για να  μη πω  αιώνες , ώσπου να  βρεθεί  το  δρεπάνι που  ευκόλυνε πιο  πολύ  το  θέρισμα .
   Ακούεται  μια  παράδοση που  λέει την ιστορία  του  δρεπανιού .
   “ Ήταν  , λέει , μια  φορά  κι’ ένα  καιρό κάποιος  πατέρας , κι’ αυτός  ο  πατέρας άλλη  περιουσία δεν  είχε εξόν από  ένα  δρεπάνι κι ένα  γατάκι , Είχε και  δυο  παιδιά . Στο  ένα  παιδί  του  άφησε  κληρονομιά το  δρεπάνι και  στο  άλλο  το  γατάκι .
   Μακρινή  εποχή  τότε που  οι  άνθρωποι δεν  ήξεραν  ακόμα να θερίζουν  τα  σπαρτά , παρά τα έκοβαν  με  το  ψαλίδι , και  να  πως : Ένας προχωρούσε στ’ αθέριγο σιτάρι και ψαλίδιζε τα  στάχυα , απαράλλαχτα όπως  ο  κουρέας ψαλιδίζει τα  μαλλιά του  κεφαλιού . Λεύτερος ακολουθούσε πίσω του και μάζευε  τα  πεσμένα . Το  κόψιμο του  σιταριού είχε άργητα και  γινόταν με  κόπο πολύν και  δυσκολία .
   Ας  αφήσουμε  τι  γινόταν  τότε κι ας  έρθουμε και  πάλι  στα  παιδιά .
   Ήταν  εποχή  θερισμού , το  παιδί που κληρονόμησε το  δρεπάνι , σηκώνεται μια  μέρα και  πάει  σ’ ένα  χωράφι γι  να  ιδεί πως  κόβουν  τα  στάχυα .
   Είδε , τι  να  ιδεί  ! έκοβαν  τα  στάχυα  με  το  ψαλίδι .
   - Δε  μου  λέτε , πως νοματίζεται η  δουλειά  που  κάνετε ; ρώτησε .
   - Θέρος , του  είπαν . 
   - Μή  λετε  θέρος , είπε  το  παιδί , αυτό  που  εσείς  κάνετε είναι  κόφτρας , να  ποιός  είναι  ο  θέρος  ! 
   Και  βγαίνει το  παιδί το  δρεπάνι , χερώνει μια  δραξιά  στάχυα και  φραπ , τα  κόβει  μονομιάς . Κόβει κι’ άλλη  αδραξιά , κι’ άλλη ..και τις απιθώνει τη  μια  πάνω  στην  άλλη καταγής , βάνει έπειτα  το δρεπάνι στον  ώμο , παίρνει και με τα  δυο  χέρια του όσες  αδραξιές είχε  αφήσει κάτω και  τις έδεσε , έφτιασε  ένα  χερόβολο . 
   Έτσι  δρεπάνισε κι’ άλλα  στάχυα , έφτασε κι’ άλλες  χεριές , έδεσε κι’ άλλα  χερόβολα . Μάζεψε καμιά  δεκαρία  χερόβολα , τα δεσε όλα  μαζί και έφτιασε δεμάτι .
   - Να ο  θέρος τους  λέει .
   Για  πρώτη  φορά τότε έβλεπαν οι  άνθρωποι πόσο γρήγορα και με  πόση ευκολία μπορείς να  θερίζεις  με το  δρεπάνι .
   - Δε μας  το  δίνεις ; σου  πλερώνουμε όσα..όσα γι’ αυτό  το  δρεπάνι , είπαν .
   Κείνο  που  δεν  ήθελε  το  παιδί  ! Μοσκοπούλησε το  δρεπάνι , πήρε χρήματα και  ζούσε  σαν  άρχοντας .
  Αλά  και το εύρεμα του  δρεπανιού ευκόλυνε τον κόσμο να  κάνει το  θέρο του  με  όλη  την  ανέσια .





Στου  θέρου  τις παραμονές .
Στα δοσμένα σεμπρικά χωράφια , υποχρεωμένος να  κάνει  το  θέρο είναι ο   σ έ μ π ρ ο ς  , ο  αφεντικός του  χωραφιού μόνο από  καλή θέληση μπορεί να  δώσει χέρι  βοηθέιας , ειδάλλως υποχρέωση καμιά  δεν  έχει .
   Στα  τριτάρικα το  ίδιο , υποχρεωμένος να  θερίσει είναι  εκείνος που  τα πήρε με  τη  συμφωνία να  δώσει το τρίτο.
   Τα παρασπόρια τα  θερίζει ο  αφεντικός  τους . 
   Αρχή στο  θέρο κάνουν στα  καμποχώρια , γιατί και  πρωτύτερα πιάνει ξη  ζέστη του  καλοκαιριού  εκεί . Τέλος  του  Μάη ή  αρχή  του  Ιουνίου , που  τον  λένε θεριστή , μπαίνουν ( αρχίζουν ).
   Στα  βουνίσια χωριά ο  θέρος  γίνεται ανάλογα με  το  ύψος των  χωραφιών και  του  τόπου . Στα χαμηλώματα μπαίνουν τέλος  του θεριστιού , όσο απάνου είναι  τα  χωράφια , τόσο  μένουν  παραπίσω . Έτσι  καταντάει τα  ψηλώματα να  θερίζονται  τέλος του  Αλωναριού ( Ιουλίου ) . Στα πολύ ψηλά  μάλιστα ο θερισμός  γίνεται το Δεκαπεντάυγουστο . Σα να  πούμε στα ριζώματα του  Βελουχιού , των  Βαρδουσιών και  του  Παρνασσού , μόλις  της  Παναγίας ( 15 Αυγούστου ) ασπρίζουν τα  σπαρτά , τότε  αρχίζει  ο  θέρος .
   Οι παραμονές  του θερισμού βάζουν σε  κίνηση τους  γεωργούς .
   - ΄Πότε  θα  μπούμε ; 
   - Είναι  για  να μπούμε !
   - Μπήκαμε  !!
   Να , το  μεγάλο πρόβλημα που  όλο  το  χωριό  απασχολεί . Και  δος του ετοιμασία και  κόντρα  ετοιμασία .
   Ο ένας εδώ  ξεκρεμάει σκουριασμένα  δρεπάνια από  κει  που  τα  είχε κρεμασμένα και  τα  τροχάει με  τη  λίμα  του για  να κάμει  τα  δόντια  τους κοφτερά . Ο άλλος παραγγέλνει στο  γύφτο καινούργια  δρεπάνια , τρίτος  τ’ αγοράζει από  μαγαζί , γιατί και  τα  δρεπάνια τα  εμπορεύονται των  χωριών  οι  μικρέμποροι .
   Ο θέρος δεν  είναι  γενικός  όπως ο τρύγος . Γίνηκε το  δικό  σου  σπαρτό , κώλυμα δεν  υπάρχει , πας  και  θερίζεις , εγώ που  το  σπαρτό μου είναι  ακόμα μελίχλωρο , μένω δυο..τρεις  μέρες  παραπίσω .





Ο  θέρος .
   Από σύνταχα ( λίαν  πρωί ) ακόμα , το  σπίτι όλο  είναι  αναστατωμένο .  Ο γεωργός  συναρίζει ( ετοιμάζει ) τα  δρεπάνια , ετοιμάζει το  ζω , το  σαμαρώνει , βάνει τη  σαμαροτριχιά στο  σαμάρι , του  ρίχνει  τροφή να  φάει . Η γυναίκα  του βάνει  το  ψωμί στα  σακούλια , παίρνει κρεμμύδια , ελιές  απ’ τον  τάλαρο , παίρνει  τη  βαρέλα για  το  νερό , το  τσουκάλι για  να  πίνουν , το  τάσι κι’ ό,τι  άλλο .
   Κοντά  των Αγιαποστόλων τότε , κι ακόμα δεν  πάσχασε  ο  κόσμος  στο  χωριό . Κόβει και  μια  αγουρίδα απ’ την  κληματαριά να  την  έχουν  για  “ ταλατύρι “, κρύβει  και  λίγο  αλάτι σ’ ένα  πανάκι .
   ( Στύβουν την  αγουρίδα σε  σαγάνι μέσα , ρίχνουν  και  λίγο  αλάτι και  βουτούν τις  χαψιές  το  ψωμί και  τις  τρώνε . Αυτό  είναι  το  “ ταλατύρι “. Σαν ξινό , είναι πολύ δροσιστικό το  καλοκαίρι και  τρώγεται  με  πολλή  όρεξη . )
   Όλα  τα  φορτώνει στο  ζω ο  γεωργός , σακούλια κρέμονται μπρός – πίσω , στο  σαμάρι  του  ζώου , και  τα  δρεπάνια είναι  μπημένα  στο  μπροστάρι  του . Πανωσάμαρα , δένει  το μικρό  παιδί τους , πίσω  ακολουθούν τα πιο  μεγάλα  παιδιά κι’ η  γυναίκα του , φορτωμένη κανένα  σακούλι και  το  δρεπάνι  της .
   Να  το  ξεκίνημα .
   Πριν  ακόμα  ο  ήλιος ξεμυτίσει στων  γύρω  βουνών τις  κορφές , η  οικογένεια βρίσκεται στο  χωράφι , γιατί έχουν  σε  νου  την  παροιμία : Όσο βοηθάει η  νύχτα  κι’ η  αυγή , ούτε  πατέρας  , ούτε  αδερφή .
   Κι αρπάζουν τα  δρεπάνια : πρώτα  η  γυναίκα  του  γεωργού , την  ακολουθούν τα  κορίτσια  της κι’ αυτά με  δρεπάνι  στο  χέρι .
   - Ώρα  καλή κι ευλογημένη  μας  !! εύχονται  όλοι  μαζί και…μπαίνουν ..
    - Καλά μπερεκέτια ! ακούς  το  γεωργό .
   Και  φραπ – φριπ τα  δρεπάνια .
   Ανοίγουν  ένα  δρόμο ίσια  πέρα στο  σπαρτό  μέσα . Παίρνουν  κι’ αντίθετα , ανοίγουν κι’ άλλον  ένα δρόμο και  γίνεται  σταυρός για  την  καλή  αρχή .
   Με τι  χαρά γίνεται  ο  θέρος  το  πρωί  με  τη  δροσιά !
   Αδράχνει η θερίστρα όσα  πιάνει  η ζερβιά  της  χούφτα στάχυα , και  φραπ  με  το  δρεπάνι που  κρατεί  στο  δεξί  χέρι , τα  κόβει . Η πρώτη  χεριά αυτή , την  αφήνει κάτω . Πιάνει  ‘άλλα  τόσα , ίσως  και  περισσότερα στάχυα , τα  κόβει κι’ αυτά .
   Η δεήυτερη  χεριά  τούτη , τη  βάζει πάνω στην  πρώτη  . Όταν οι  χεριές  γίνουν  πέντε – έξι , βάζει το δρεπάνι  στον  ώμο , για  να ‘χει λεύτερα  τα  χέρια της , χουφτώνει και  με  τα  δυο  της τ’ απιθωμένα κάτω  στάχυα , ξεσέρνει τέσσερα  πέντε , τα πιο μακριά καλαμόσταχα , τ’ ακουμπάει  στο  γόνα , ακουμπάει και τα  στάχυα και  τα  περιδένει .
   Έφτιασε το  πρώτο  “ χερόβολο “ , τ’ αφήνει  κάτω .
   Με  καλά  τα  χερόβολα γίνονται και  καλά  τα  δεμάτια , κι’ απ’ αυτού προέρχεται η  παροιμία : Κι’ εγώ κακά  χερόβολα κι’ εσύ  κακά δεμάτια , που  τη  λέμε για  να  δείξουμε πόσο  έχει να  κάμει η  δουλειά του  άλλου , όταν  αναδεχόμαστε για να  τη  φέρουμε  σε  πέρας .
   Όταν  το  σιτάρι είναι  πυκνό και  μεστωμένο , τα  χερόβολα γίνονται κάθε  λίγο  και  λιγάκι , και τότε η  θερίστρα  λέει :
   - Τα φτιάχνω  στον  τόπο τα  χερόβολα  !
   Όταν όμως  είναι  αριά τα  στάχυα , πρέπει να θερίσει πολύ  διάστημα για  να  φτάσει ένα  χερόβολο , και  τότε  λέει η  θερίστρα : 
   - Στην  αριά και  την  καρυά τόχει το  σιτάρι  το  χωράφι  !
   Ενώ  οι θερίστρες  θερίζουν , όλο  θερίζουν , και  τα  χερόβολα όσο  πάνε και  γίνονται  πιο  πολλά στη  θερισμένη  έκταση  του  χωραφιού , ο  γεωργός έκοψε κάμποσα  καλαμόσταχα βρίζας που  την  είχαν  σπαρμένη στην  άκρη στο  χωράφι και τα  φέρνει στο  πιο  κοντινό νερό που  βγαίνει από  την  πηγή ή και  τρέχει στο  ρεματάκι . Φτιάνει  γούρνα , τα  βάζει , πιάνει δεκαριά με  το  δεξί κι’ άλλα  τόσα με  το  ζερβί και  τα  κομποθιάζει εκεί που  έχουν τα  στάχυα , έφτιασε  το  πρώτο  δεματικό .
   Φτιάνει  κι’ άλλο ..κι’ άλλο , πολλά , τα  παίρνει  και  τα  φέρνει  στο  χωράφι .
   Ο ήλιος πήγε  γιόμα τώρα , έτσουξε  η  λαύρα . Ο ιδρώτας σα  βροχή τρέχει απ’ τα  μέτωπα των  θεριστάδων , αλλ’ όσο τρέχει , τόσο και  με  πιο  πολύ  ζήλο θερίζουν .
         Το   ξεμεσημέριασμα 
   Ωστόσο , το  λιοπύρι είναι  ανυπόφορο τέτοια  ώρα , παραλύει τα  χέρια , παραλύει  και  τη  δουλειά . Ήρθε το  γιόμα κι είναι  καιρός για  το  φαγί  πια .
   Πετούν  οι θεριστάδες  τα  δρεπάνια στη  γη  κάτω και  πάνε και  πιάνουν τον  ίσκιο  τους , δέντρου  ίσκιο ή  ελατιού  που  βρίσκεται στην  άκρη  του  χωραφιού . Ή  πάνε ίσως  και  πιο  πέρα , όπου  η  βρυσούλα χύνει το  κρύο  νερό  της και  μουρμουρίζει κάτω  απ’ το  βαθύσκιωτο  πλατάνι .
   Εκεί  ξαπλώνουν . Τρώνε τα  φτωχικά  τους  φαγητά με όρεξη που  θα  τη  ζήλευε κι’ ο  πιο  πλούσιος του  κόσμου  τούτου , με  γέλια , χαρές χωρατά , κάποτε  και  τραγούδια .
   Τρώνε  και  “ γέρνουν “ ( πλαγιάζουν ). Τι  γλυκός ο  ύπνος  ! Ποιά  όνειρα  φτερουγίζουν στο  στενό  ορίζοντα που  πετάει των  γεωργών  η  φαντασία  ! Εξάπαντος γλυκά  όνειρα , το  μαρτυράει το  μακάριο  ρουχνητό του  γεωργού και  της  γυναίκας  του .
   Κάποια  ώρα  πετιέται  ο  γεωργός ..
   - Σήκω   γυναίκα , λέει , έγειραν  τ΄απόσκια .
   Κι’ αλήθεια , ο ήλιος  τσάκισε κατά  τη  δύση  του .
    - Να βρέξω τα  μάτια  μου , λέει  η  γυναίκα .
   Παίρνει με  τις χούφτες νερό απ’ τη βρύση και  νίβεται  γρήγορα – γρήγορα , ξυπνάει  και  τα κορίτσια  της , αρπάχνουν τα  δρεπάνια και  πάλι  θέρο .
   Όταν  πάρουν  τ ‘ απόσκια και  πέσει η  δροσιά και πάλι , βάζουν όλα  τους  τα  δυνατά οι  θερίστρες για  να  “ μπιτίσουν .
   Ο γεωργός  τώρα πια είναι  στα  νερά  του . Δένει  τα  δεμάτια .
            Δέσιμο  δεματιών 
   Ξαπλώνει κάτω ένα  δεματικό , παίρνει δυο  χερόβολα και  λημεριάζει : τα  βάνει  σταυρωτά , μέσα  τα  στάχυα , όξω  την  καλαμιά , ή  το ένα  με τα  στάχυα  μέσα και τ’ άλλο με τα  στάχυα όξω . Σωρώνει  κάτω  δέκα , είκοσι , τριάντα  χερόβολα , αναλόγως  τα  χερόβολα , πιάνει  το  δεματικό απ’ τις  άκρες  του , γονατίζει πάνω  τους  και  τα  ζουλάει να  συμμαζευτούν . Σφίγγει όσο μπορεί τις  άκρες  του και  στο  ύστερο κομποθιάζει το  δεματικό , και τον  κόμπο το  μπήγει στα  στάχυα μέσα . Έφτιασε  το  πρώτο  δεμάτι ..
   Φτιάνει  το  δεύτερο , το  τρίτο κι’ άλλα  πολλά .
   Η  γυναίκα με  τα  κορίτσια του έφτασαν  ως  εκεί που  είχαν  να  φτάσουν θερίζοντας , ή  και  τελείωσαν , μα  τότε αφήνουν κι’ ένα  μικρό τεμάχιο αθέριγο , το  “ αποθέρι “ που  το  λένε , για  να  φάνε τα  πράματα όταν  θα  μπούνε να  βοσκήσουν  την  καλαμιά , και  τούτο  το  αφήνουν  για  το  καλό .
   Και σαν  αποθερίσουν , κουβαλούν τα  σκορπισμένα εδώ εκεί χερόβολα , τα  βάζουν το  ένα  πάνω  στο  άλλο και κάνουν τη  “ θημωνιά “ .
   Φτιάνουν  μια  θημωνιά εδώ , την  άλλη  παραπέρα και  πάντα  τη  μια  κοντά στην  άλλη για  να  μην  τις  χαλούν  τα πράματα .
   Και  σαν  απομάσουν τα  χερόβολα όλα όσα  ήταν  σκορπισμένα στο  χωράφι  μέσα , απολάνε το ζω , τις  γίδες , κι’ ό,τι άλλο  ζώο έχουν , για  να  βοσκήσουν . Επιτρέπουν να  μπει και  ο  τσοπάνης που  περιμένει με  τα πράματά του εκεί  παραπέρα πότε  και  πότε να  μπει  να  βοσκήσει την  καλαμιά , όπως το  έθιμο που  απ’ τους  παλιούς   βρέθηκε  το  θέλει .
   Και σαν  μπούνε  τα  πράματα  μέσα , ο  τσοπάνης με  τη  γκλίτσα στέκεται κοντά στις  θημωνιές κι’ αμποδίζει τα  πράματα  να  σιμώσουν και  τις  χαλάσουν , ρίχνει  πότε – πότε και  καμιά  πέτρα , να τα  διώξει παραπέρα όταν  πλησιάσουν .
   Κάποτε δεν  είναι  εύκολο το  ίδιο  βράδυ του θέρου να  δέσει  τα  δεμάτια ο  γεωργός ή  δεν  προλαβαίνει , ή τυχαίνει το  σιτάρι παραγενωμένο , κριτσιλιάζει ( είναι  εύθραυστο  και  δεν δένεται ) , τ’ αφήνει λοιπόν  άδετο ως  το  πρωί που  θα πέσει  η  δροσιά για  να  λουρώσει και να  μη  σπάζουν τα στάχυα .
   Αλλά τότε , ανάγκη είναι να  νυχτοξημερώσει στο  χωράφι ο  γεωργός με  την  οικογένειά  του . Κι’αυτό  συνήθως  γίνεται .
   Ωστόσο , η  γυναίκα  του γυρίζει , δεν  μένει  εκεί  , στο  χωριό και  στο  σπίτι  της έχει  να “ ζυμοκουλουρίσει “ ( ζυμώσει  καμιά  κουλούρα  ψωμί ) και  να  μαγειρέψει , να  φέρει  στους  άλλους  να  φάνε , όταν θα  ξημερώσει . Και δεν  γυρίζει  στο  χωριό  άδεια , φορτώνεται στην  πλάτη της  δυο  δεμάτια , προσέχοντας  στο  δρόμο να μη  τριφτούν .
   Την  άλλη  μέρα , από  νύχτα ακόμα  βρίσκεται και  πάλι  στο  χωράφι , κι’ αν είχε  μείνει  αθέριγο , αρχίζει  και  πάλι το  θέρο απ’ την “ αποθεριά “που  ήταν  αφημένη την  προηγούμενη μέρα .
   Έτσι προχωρεί  ο  θέρος ως  το  τέλος .
     Το   νυχτοθέρι 
   Ο καλύτερος θέρος γίνεται  τη  νύχτα , μάλιστα αν  τύχουν οι  φεγγαρόλουστες  νύχτες , όπου  το φεγγάρι ρίχνει  πλούσιο το  φως και  βλέπει  κανείς να  κάνει  τη  δουλειά του  σαν  να  είναι  μέρα .
   Νυχτοθέρι λοιπόν ονομάζουν τα  νυχτερινά  τούτα  θερίσματα . Η οικογένεια  όμως  του  γεωργού πρέπει να βρίσκεται στο  χωράφι αποβραδίς , τον  παίρνει  όμως  για  λίγο και  πριν  απ’ τα μεσάνυχτα  ακόμα , νατην , στο  πόδι .
   Με τι  όρεξη θερίζει  κανείς τη  νύχτα !! Βοηθάει  η  δροσιά , βοηθάει το  μυστήριο  της  νύχτας κι’ η  φεγγαρολουσιά .
   Τα νυχτοθέρια τα  προτιμάνε γιατί : Όσο  βοηθάει η  νύχτα κι η  αυγή , ούτε  μάνα  ούτε η  αδερφή .
Το κέφι  σου  δίνει φτερά  στη  δουλειά , και  να , γιατί  τη  νύχτα μονάχα  ακούς κάπου – κάπου  και  τραγούδια . Του  θέρου   τραγούδια εξεπιτούτου  δεν  έχουν , ωστόσο μπορεί κανείς να  πει το  παρακάτω, είναι  θεριάτικο .
    “  Παπαδοπούλα  θέριζε σ’ ένα  δασύ  κριθάρι 
     Έργους , έργους το  πάϊνε , έργους κοιλοπονάει.
     Η μάνα  της τη  ρώτησε , η  μάνα  της  της  λέει .
   - Τ’ έχεις κόρη μ’ και  στέκεσαι  και  δε βαρείς δρεπάνι ;
   - Εγώ , μάνα  μου , δεν μπορώ , κι δε μπορώ θερίσω .
   - Γιατί , κόρη μου δεν  μπορείς , και  δε  μου  λες  και  μένα ;
    - Μάνα  μου , σα  με  ρώτησες , θελά  στο  μολοήσω .
       Ν’εγώ , μάνα μ’ , κοιλοπονώ ν  γίνει  το  παιδί μου . “
   Αν  ο θέρος πέσει  σε  εποχή που  έχει δειπνήσει  το φεγγάρι , κι οι  νύχτες  είναι  σκοτεινές , το νυχτοθέρι  είναι  αδύνατο .
   Ωστόσο  οι  γεωργοί βρήκαν τον  τρόπο να  θερίζουν και  τις  ασέληνες  νύχτες . Ανάβουν μεγάλες  φωτιές στις  άκρες του  χωραφιού κι οι  λαμπάδες τους που  ξεπετιούνται τον ανήφορο , ρίχνουν αρκετό  φως για  να  μπορεί κανείς  να  βλέπει να  κόβει  τα  στάχυα .
   Ή ένας απ’ τους  θεριστάδες παίρνει  αναμμένο δαυλί στο  χέρι του και  το  αιωρεί πέρα – δώθε στον  αέρα έτσι που  να  ζωογονείται η  φωτιά του και  να  φωτίζει σε  κείνους  που  θερίζουν .
τους    Ωστόσο , κάποτε  η  φωτιά του  δαυλιού  θαλαπώνει ( ωχριά ) και  τότε  οι  θεριστάδες  λένε  στ’ αστεία :
   - Ράψε ράφτη  γιατί κάηκαν  τ’ άχερα ! παροιμία  που  
ξηγιέται : Βιαστείτε , γιατί η  φωτιά σε  λίγο  σβήνει και  πια  δεν  βλέπουμε  να  θερίσουμε .
   Η παροιμία  προήλθε  από  τούτη  την  αιτία :
  Παλιά  χρόνια , τότε που  έραβε ένας  ράφτης  νύχτα . Τους  ραφτάδες τους  προσκαλούσαν άλλοτε  στα  σπίτια κι  έραβαν τα  ντύματα του  σπιτιού , όσα ήταν για  να  ραφτούν . Κι’ ούτε λυχνάρια δεν  υπήρχαν ακόμα  εκείνη  την  εποχή στα  χωριά , γι αυτό έκαιαν  στη  φωτιά κεδρόξυλα , να  ξεπετιέται η  λαμπάδα τους να  φωτίζει το  .σπίτι , ή  έριχναν άχερα  που  λαμπαδιάζουν εύκολα κα  χύνουν αναλαμπές από  στιγμή  σε  στιγμή .
   Έτσι λοιπόν και  κείνος ο  ράφτης νυχτόραβε με  τα  άχερα που  πετούσαν στη  φωτιά , ωστόσο ήταν τεμπέλης και  καρφί  δεν του  καιγόταν , αν οι  αναλαμπές περνούσαν  τόσο γρήγορα και  δεν  μπορούσε να  κάμει  βήμα στη  δουλειά  του .
    - Ράψε   ράφτη , καήκαν τα  ..άχερα  !! 
Μένει  από  τότε  για  παροιμία .
   Όχι  σπάνια , ο θέρος  γίνεται δανεικός : βοηθάω εγώ  σήμερα έναν για  να  θερίσει το  χωράφι  του , βοηθάει και  κείνος  εμέναν , όταν είναι  για  να  θερίσω το  δικό  μου  χωράφι . Έτσι  ευκολύνεται  ο  θέρος στα  χωριά , να  τι  είναι δανεικός  θέρος .
   Όταν ο  γεωργός δέσει όλα  τα  δεμάτια , αρχίζει τον..κουβάλο τη μεταφορά . Φορτώνει δυο από  δω και  δυο  από  κει . στο  σαμάρι του  μουλαριού του , κάποτε και  περισσότερα , και  τα  φέρνει  στο  χωριό και  τα  θημωνιάζει στην  άκρη  στ’ αλώνι για  να  αλωνίσει , όταν  θα  είναι  η  σειρά του .
   Ξαναγυρίζει , ξαναφορτώνει , τα  φέρνει , κι έτσι σιγά – σιγά μπιτιζει και  τον..κουβάλο .
   - Σηκωθήκαμε , λέει , κι εννοεί πως  τέλειωσαν  το  θέρο .
    - Και του  χρόνου πλειότερο να  δώσει  ο Θεός  , εύχονται  όλοι  στο  γεωργό .
   - Μακάρι , λέει , απ’ το  στόμα σας και του  Θεού  τ’ αυτιά , Παναγία  μου !
   Και  τώρα  ο  θέρος  στον  κάμπο .
Ο  Θέρος  στον  κάμπο – Το σταχολόγημα 
   Όταν η  χρονιά πάει  καλά , τα  σιτάρια στους  κάμπους θησαυρίζουν . Και  τότε με  δικά του  μονάχα χέρια ο  νοικοκύρης δε  μπορεί να βγει πέρα  στο θέρο , όση  καλή  θέληση  και  σβελτάδα  κι αν  έχει . Δεν  του απομένει  λοιπόν άλλο τότε παρά  να  βάλει με  πλερωμή ξένους θεριστάδες , να  θερίσουν  τα  σπαρτά  του .
   Κι είναι η  εποχή που  βρίσκει  θεριστάδες όσους  θέλει , γιατί τον  καιρό στο  θέρο , φτωχολογιές , γυναίκες , κι άντρες  κάποτε – πότε , κατεβαίνουν επίτηδες στον  κάμπο για  να ξενοθερίσουν να  βγάλουν το..καρβέλι  τους .
   Πιάνουν λοιπόν ένα  δυο ή περισσότερους  από  δαύτους οι  γεωργοί , πέφτουν σε  συμφωνίες και  βάζουν ομπρός . Και  σαν  τελειώσουν το  θέρισμα , ένα  τόσο τα  εκατό  απ’ το  σιτάρι  που  θα  κάνει το  χωράφι , φεύγει απ’ τον  αφέντη και  μπαίνει στο  σακί  των  θεριστάδων .
   Εξόν  όμως  απ’ την  πλερωμή  τούτη , οι  θεριστάδες  παίρνουν και  τη φάκνα  τους , όσο θερίζουν , πρωί  βράδυ , τους  φέρνει  ο αφεντικός το  φαγάκι τους  και  το  ανάλογο  κρασάκι .
   Στο  Ξηρόμερο και  Βάλτο , όπως  και  στου  Μεσολογγιού  τα  μέρη , θεριστάδες έρχονται  απ’ τη  Λευκάδα . Είναι  ξακουστοί  θεριστάδες στα  μέρη τούτα οι  Λευκαδίτες  και  δουλεύουν μόνο  με  το  μεροκάματο. Ο κάθε  θεριστής εδώ  είναι  υποχρεωμένος να  έχει  δικό  του  δρεπάνι , ενώ στ’ άλλα μέρη τους τα δίνει  ο  αφεντικός  του χωραφιού , τα  δρεπάνια .
   Ξενοθερίστρες και  ξενοθεριστάδες , μένουν και  δυο κάποτε  μήνες στον  κάμπο , για  δουλειά . Φτιάνουν από πλερωμές δέκα ..είκοσι ..κοιλά εισόδημα .. Το εξασφαλίζουν σε  κάποιο  φιλικό  σπίτι και κατεβαίνοντας έπειτα από  καιρό σε  καιρό το  κουβαλάνε με το  ράστι τους στο  χωριό .
   Είναι κι άλλες φτωχές  γυναίκες στα  βουνίσια χωριά  που  λεν :  Αντίς  να  θερίσω , δε  σταχολογάω  καλύτερα  ! Περισσότερο  σιτάρι θα  μαζέψω , και  λιγότερα νταβαντούρια  θάχω .
   Κατεβαίνουν λοιπόν  στους  κάμπους , όπου  γίνεται  θερισμός , κι’ ενώ οι  θεριστάδες πάνε  ομπρός θερίζοντας , αυτές ακολουθούν μαζεύοντας όσα στάχυα απομένουν . Και είναι  πολλά  τέτοια , είτε γιατί δεν τα  πήρε το  δρεπάνι , είτε και  μένουν  αθέριστα απ’ αναμελιά των  θεριστάδων .
   Μαζεύουν , μαζεύουν …Κάνουν σωρούς από  στάχυα . Είναι  οι   σταχολόγισσες ή σταχολογίστρες  αυτές .
   Στουμπούν τα  στάχυα τους  με ξυλένιο  ραβδί , λυχνίζουν και συμποσώνουν κάμποσο  σιτάρι , του  ιδρώτα  τους  τον  καρπό .
   Ο  καθαυτός θέρος εδώ  τελειώνει , αλλά  ο  δρόμος  του  σιταριού είναι  πολύ  μακρύς  ακόμα . 

www.lidoriki.com