Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΤΣΙ ;

         «Έχασε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα»


     Η φράση ξεκινάει και γίνεται πολύ γνωστή από το παρακάτω τραγούδι, που γράφτηκε για το θρήνο της Πόλης:
    «Τ’ απάνω βήμα πάρθηκεν. Το κάτω ποκοιμάται.

     Το μεσακό εστράγγισε, παιδιά, πάρθην η Πόλη.

     Πήραν την Πόλη! Πήραν την! Πήραν και την Ασία.

     Πήραν και την Άγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι.

     Με τετρακόσια σήμαντρα, με εξήντα καλογέρους.
     Κλαμμός, θραμμός, που γένηκε εκείνην την ημέρα !

     Έχασε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα»

   Όταν έπεφτε μια πόλη, ύστερα από μεγάλη πολιορκία, οι στρατιώτες που έμπαιναν μέσα νικητές λαφυραγωγούσαν (έπαιρναν σαν λάφυρα) αντικείμενα, αλλά και παιδιά και γυναίκες, που τους πουλούσαν, και το κέρδος τους ήταν πολύ μεγάλο. Αλλού μαζεύανε τους άντρες, αλλού τις γυναίκες και αλλού τα παιδιά, που, κλαίγοντας, φωνάζανε τους γονείς τους.
   Το ίδιο ειπώθηκε και στην οπισθοχώρηση του στρατού μας στη Μικρά Ασία και το φευγιό των προσφύγων για την Ελλάδα .

                            *       *        *


         "Άλλος πλήρωσε τη νύφη"

   Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
   Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας.
   Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε. Τι είχε συμβεί; Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε το νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν' ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει.
   Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ' ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο, έλεγε πως ο,τιδήποτε κι αν συνέβαινε προ ή μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης "δε θα ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες και τα τζοβαΐρια όπου ανταλλάξασι οι αρρεβωνιασμένοι". Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο - Φλαμής ήξερε από πριν, τι επρόκειτο να συμβεί γι' αυτό έβαλε εκείνο τον όρο.
   Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
   Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι "άλλος πλήρωσε τη νύφη".

HΡΘΑΝ ΟΙ ΣΤΟΛΕΣ ΜΑΣ !!!

IMG_0033

   Την Κυριακή 1-11-2009 και ώρα 11:00’ –13:00’, στις αίθουσές μας , στο Γυμνάσιο , θα γίνει η..παρουσίαση και..παράδοση στα παιδιά , των στολών της μπάντας μα , και παράλληλα και πρόβα με το Μαέστρο μας , όλα τα παιδιά θα πρέπει να είναι..παρόντα .

polidorikiou-sima

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

ΕΠΙ..ΤΕΛΟΥΣ !! ΕΤΟΙΜΕΣ ΟΙ ΣΤΟΛΕΣ ΜΑΣ…

 

Πεντάπολη 16-9-09 013

  Βήμα..βήμα , αργά αλλά…σταθερά , το..όνειρο της Λιδορικιώτικης μπάντας  αγαπημένοι μας φίλοι ..στρέχει , παίρνει σάρκα και..οστά…

   Σήμερα παραλάβαμε τις στολές των παιδιών , που , όπως εχουμε πολλές φορές πει , είναι προσφορά του Δήμου μας , με πρωτοβουλία του Δημάρχου μας , τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά ..

   Το..μονοπάτι που ..ανοίχθηκε , πέρυσι τέτοια εποχή , περίπου , σιγά-σιγά  , με κόπους και με..βάσανα , έγινε..δρόμος ονείρου , που τον ..ταξειδέψαν τα παιδιά ζώντας ..πρωτόγνωρες όμορφες καταστάσεις , και τώρα πιά..μπαίνουμε στην τελική..λεωφόρο , που τους επιφυλάσσει πολλά ευχάριστα…

   Ελπίζουμε , με τη βοήθεια ΟΛΩΝ , απ΄την επόμενη χρονιά , να μπορέσουμε και μεις , να καλέσουμε στο χωριό μας , μπάντες άλλων πόλεων , στα πλαίσια των πολιτιστικών ..ανταλλαγών , και έτσι να δημιουργήσουμε και στο χωριό μας, την..ατμόσφαιρα , το..κλίμα που υπάρχει σε πολλές Ελληνικές πόλεις ..βέβαια θα είμαστε ,  ίσως , η μικρότερη..πληθυσμιακά , κωμόπολη , που διαθέτει μπάντα , είναι όμως κι’ αυτό ένα..στοίχημα που πρέπει να ..κερδίσουμε , να αποδείξουμε δηλαδή , αυτό που έλεγαν και οι..αρχαίοι πρόγονοί μας , το..πάνσοφον… “ ΟΥΚ  ΕΝ ΤΩ  ΠΟΛΛΩ  ΤΟ…ΕΥ “…..

   Σύντομα , πολύ σύντομα , θα σας έχουμε και σχετικό..φωτορεπορτάζ , γιά να ..καμαρώσετε ..ένστολα τα παιδιά μας (…σας ) …ολίγη υπομονή…

                               Καλό  σα  βράδυ    

           polidorikiou-sima

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΑΔΕΣ..

 

  Τ’ ΑΪ ..ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ  ΚΑΙ ΟΧΙ..ΜΟΝΟΝ..

 

   Κάποια Εθνική Γιορτή στο χωριό μας , στο Ηρώον στ' Αλωνάκι , φαίνεται καθαρά το πως ήταν , περιφραγμένο , λουλουδοφυτεμένο , όχι..σκαλάκια γιά να παίζουν τα παιδιά....θέλουμε να δούμε μεθαύριο τις καταθέσεις στεφάνων , μετά τη γιορτή τα στεφάνια θα μείνουν εκεί ; εκτεθειμένα στα..αδέσποτα γελάδια ; γιά να...δούμε...

 

 

    Τ' Αη Δημητριού αύριο  αδέρφια , άρχισαν και τα ..πρωτοβρόχια , έτσι..όπως συνηθιζόταν ..παλιά , όταν οι εποχές ήταν ...διακριτές , τ' Αη Δημητριού , λοιπόν , εν αναμονή ..και της 28ης Οκτωβρίου , παρελάσεις κλπ , φοράγαμε τα χειμωνιάτικα , γιατί , κακά τα ψέματα , έτσουζε και το κρύο ...κι είχαμε και...βροχάδες ...
   Τώρα τα πράγματα έχουν..αλλάξει , και οι εποχές είναι...δυσδιάκριτες , και η γιορτή της 28ης Οκτωβρίου , περνάει στο...ντούκου , που λένε , αλλά πολύ φοβάμαι , δεν το γνωρίζω , ότι και η όλη ..οικιακή..εορταστική...διαδικασία έχει διαφοροποιηθεί , αν δεν έχει...διαγραφεί τελείως , πάνε οι συγγενο..φιλικές..συνάξεις , τα γλέντια στα σπίτια , τις γιορτές , αυτή η κοινωνική σχέση που υπήρχε , σαν κάτι δεδομένο , φοβάμαι πως δεν υπάρχει πιά , ο κοινωνικός ιστός του χωριού μας δεν έχει πιά..συνοχή , κι' αν υπάρχει είναι πολύ..εξειδικευμένη , και με κριτήρια ..περίεργα , πάντως διαφορετικά απο παλιά ....πολύ διαφορετικά ...
   Το τι και ποιός φταίει γι' αυτή τη...θλιβερή διαφοροποίηση , δεν είναι και τόσο εύκολο , να το εξηγήσει κανείς , αλλά κι' αν ακόμα πει κανείς την άποψή του , φοβάμαι πως θα..πυροβοληθεί , από κάποιους γι' αυτό λοιπόν ας το ξεπεράσουμε , δεν θα ξεπεράσουμε όμως και το γεγονός , αδιαμφισβήτητο , πως η..αλλοίωση του κοινωνικού Λιδορικιώτικου ιστού μαζί επέφερε , όπως ήταν φυσικό , και την διατάραξη της ..ισορροπίας μεταξύ των κατοίκων του χωριού μας .
   Τ' Αη Δημητριού λοιπόν , παραμονές Εθνικής Γιορτής , εκτός απ' τις οικογενειακές προετοιμασίες , είχαμε και τις..Σχολικές , στολισμοί , παρέλαση , καταθέσεις στεφάνων , και γιατί όχι ; και ..όργανα στα μαγαζιά...
   Επειδή όμως στο χωριό μας υπάρχουν πολλοί..Τάκηδες , κι' εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως στο Λιδορίκι , σε..πανελλαδική..πρωτοτυπία ίσως , όταν ακούς ..Τάκης , σημαίνει όοοοχι Παναγιώτης , όοοχι , αλλά Μήτσος , Μήτρος ..Δημήτρης , εκτός ελαχίστων ..περιπτώσεων , επειδή πολλά σπίτια λοιπόν γιόρταζαν , γίνονταν και πολύ όμορφα... σπιτίσια οικογενειακά γλέντια , μετά..των φίλων , βεβαίως..βεβαίως .
   Οι νοικοκυράδες , από νωρίς είχαν φροντίσει γιά όλα τα..γαστριμαργικά..καλούδια , να οι..σαρμάδες , οι πίτες , τ' αρνάκι με τις πατατούλες στο φούρνο , γιά να μην..προχωρήσουμε σε ..εξειδικευμένες.. Λιδορικιώτικες ..λιχουδιές , γαρδούμπες , κοκορέστι κλπ , και τι δεν είχε , αδέρφια , το γιορτινό τραπέζι , και το μπακλαβά του , τους κουραμπιέδες του , και τα..σοκολατάκια του , και τα φοντανάκια του αλλά και το λουκουμάκι του και τη..ρυζοριβάνή του , έχουμε το σκοπό μας που τ' αναφέρουμε ..απ' ούλα τα..καλούδια ...δόξα τω Θεώ .
   Βέβαια απ' τα...χαράματα , η νοικοκυρά ήταν στο ποδάρι , δουλειές ..δουλειές , τα πάντα έπρεπε νάναι στην εντέλεια , τα φαγητά , οι πίτες , τα γλυκά , τ' Αη Δημήτρια στα βάζα , το ..φρεσκοφτιαγμένο κυδώνι , μοσχοβόλαγε..μοσχομολόχα , κι΄η οικοδέσποινα λαμποκόπαγε από χαρά , η πάστρα δε του σπιτιού και της αυλής έβγαζε...μάτια , κι εκείνη η ..αξέχαστη , γιά τους παλιούς , περίεργη μυρωδιά του ασβέστη..να πλανιέται στις..γειτονιές και τα σοκάκια .
   Βλέπεις , τότε , ήταν ..έθιμο , αλλά κα εκ των..τοπικών αρχών..επιβεβλημένο , το ασβέστωμα των πεζοδρομίων τα Σαββατοκύριακα και τις Γιορτές , και κατ' επέκτασιν και των αυλών και των..τενεκεδο..γλαστρών....η νοικοκυρά λοιπόν απ' το πρωί στο πόδι , να γίνουν όλες οι δουλειές , γιατί τ' απίγευμα , από νωρίς , άρχιζαν οι πρώτες επισκέψεις , οι...παιδικές , τα παιδιά είχαν..οργανωμένο..σχέδιο , καταγράφανε τους εορτάζοντες , κατά..γειτονιά , εξαιρούσαν..τους..πενθούντες και μη..εορτάζοντες , και παρέες , παρέες , άρχιζαν , από νωρίς , την..γύρα , προς..άγραν..γλυκισμάτων....
  ‘Ισως σε πολλούς , νέους κυρίως , να φανεί περίεργο αυτό , όμως αγαπημένοι μου φίλοι , είναι μιά ..πραγματικότητα , πολύ...σκληρή ίσως αλλά πραγματικότητα , και δεν το αναφέρω ..έτσι στον ..βρόντο , στον ..αέρα , μιά βαθειά πληγή στο βάθος της παιδικής μου , τότε , ψυχής , ήταν το γεγονός ότι πολλά παιδιά , γειτονάκια , συμμαθητές , φίλοι μου αγαπημένοι , παιδιά που καθημερινά ήμασταν όλη μέρα ..μαζί , έρχονταν τ' απογεύματα , που έκανα...εγώ βάρδια , στο μαγαζί μας , Ζαχαροπλαστείο στ' Αλωνάκι , και με ρωτούσαν αν υπάρχουν ταψιά , από κανταίφια , μπακλαβάδες κλπ , γιά καθάρισμα , να τα..ξύσουν και να..γλυκαθούν...όπως το διαβάζετε , αδέρφια ...
   Θα πρέπει , βέβαια , να τονίσουμε και να θυμίσουμε , πως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια , η ζωή στο χωριό μας , αλλά και σ' όλη την Ελλάδα , ήταν..πολύ..πολύ..δύσκολη , οι Λιδορικιώτες μόλις και μετά βίας ...επιβίωναν , και φυσικά τα..γλυκά δεν αποτελούσαν και την πρώτη,,προτεραιότητα σε μιά οικογένεια , ο πατέρας αγωνιζόταν στον επαγγελματικό του χώρο , κι' η μάνα η..τρυγώνα , προσπαθούσε με..νύχια και με..δόντια , να..κουμαντάρει τα λιγοστά..λεφτά , αν υπήρχαν κι' αυτά , για να ταφέρει βόλτα , οικονομολόγος με πολλά...μάστερ , η Ελληνίδα μάνα και νοικοκυρά , ειδικά της εποχής εκείνης ....
   Έφτιαχνε λοιπόν τα..πρεπούμενα , φαγητά και γλυκά , αλλά και κατά την.. επικρατούσα τακτική , είχε και τις ...εναλλακτικές της λύσεις , είχε το μπακλαβά και τους κουραμπιέδες της , τα σοκολάτάκια της , αλλά..και το ..φοντανάκι και τη..ριβανή και φυσικά το πιό..οικονομικό..λουκουμάκι , είχε κι' αυτή το πρόγραμμά της , ήξερε , πάνω-κάτω , ποιοί και πόσοι , περόπου , θάρθουν , μεγάλοι μικροί , τους έβαζε σε..κατηγορίες , τους..αξιολογούσε δηλαδή , με τα δικά της..αντικειμενικά..κριτήρια , βαθμος συγγενείας , κοινωνική..θέση , φιλική σχέση , κουμπαριές κλπ , και ήξερε περίπου τι θ' αντιμετώπιζε , τι..ζήτηση θα υπήρχε δηλαδή .
   Στα παιδιά..επισκέπτες , τα ..πρώτης κατηγορίας , έδινε σοκολατάκι , συνήθως , η και γλυκό..τυλιχτό , στα άλλα..τα δευτερότερα , φοντανάκι η..λουκουμάκι , δεν είναι δε τυχαίο αυτό που λέγεται στο χωριό μας , ειδικά γι 'αυτές τις περιπτώσεις : Στα καλά-καλά πιδιά...κουραμπιέ κι.. μπακλαβά , κουμουντούρου Σαψαρή..μαλαχόζι κι..ριβανή , και...ερμηνεύω τις..άγνωστες λέξεις , μαλαχόζι είναι αδέρφια , ο γνωστός μας χαλβάς , ο σπιτικός με το αλεύρι η το σιμιγδάλι , νομίζω πως αυτή η Λιδορικιώτικη ρήση , σας δίνει πλήρη εικόνα και λύνει κάθε..απορία σας...ο μπάρμπα Κώστας ο Σαψαρής , θεός σχωρέστον , ζευζέκης ...ηξαπανέκαθιν , δεν ..καπολερνούσε φαίνεται στις..γιορτές ..
   Αφού τελείωνε η παιδική ...παρέλαση , το βραδάκι πιά άρχιζαν νάρχονται οι μεγάλοι , οι οιποίοι , ομως ήταν...μπασμένοι στο ..κόλπο , και ...εξηγούμαι , η όλη γιορτινή ..διαδικασία , είχε αδέρφια , τα..τερτίπια της , οι στενοί..στενοί συγγενείς και..φίλοι , οι...κολλητοί , που λεμε , πήγαιναν κάπω αργά , και κάθονταν μετά στο..τραπέζωμα , γι' αυτό και δεν πολυκάθονταν στον χώρο..υποδοχής , πέρναγαν , συνήθως κατ' ευθείαν στην κουζίνα , οι..περαστικοί , κάθονταν στο ..καλό δωμάτιο , τρώγαν το γλυκό τους , πίναν και το..πίπερμαν η το τριαντάφυλλό τους , λικέρια..ήταν αυτά , λέγανε και τα σχετικά και συνεχίζαν γι' αλλού , βέβαια αν κάποιοι απ' αυτούς ήταν στο..πρόγραμμα της...συνέχειας , φρόντιζε η νοικοκυρά η ο νοικοκύρης να τους το..ψιθυρίσει , και φυσικά πέρναγαν στο...βάθος , όπως λέμε..στο βάθος..κήπος .
   Αφού λοιπόν πέρναγε το..επισκεπτικό...ωράριο , στηνόταν τραπέζι μ' όλα τα καλούδια , και το σπιτικό , κρασάκι , και γινόταν το έλα...να δεις , φέρναμε και τις στροφούλες μας , ας είναι καλά τα..γραμμόφωνα , λέγαμε και τα τραγουδάκια μας , τ' τραπιζιού , π' λένι , και το γλέντι κράταγε μέχρι το πρωί , ε..μιά φορά γιορτάζει κανείς....
   Αναφερθήκαμε , πιό πάνω , φίλοι μου στο τι..τράβαγε η δόλια η νοικοκυρά , η μάνα , να τα βολέψει , να μπαλώσει τα..αμπάλωτα , κάποια στιγμή θα μπορέσουμε να θίξουμε το θέμα αυτό , με όλες του τις...προεκτάσεις , γιά το ρόλο της νοικοκυράς στη..λειτουργία της Λιδορικιώτικης οικογένειας , το ρόλο της μάνας στην οικογενειακή ζωή , που πιστεύω πως ήταν ...πρωταγωνιστικός , εκ των πραγμάτων , άλλο το τι...λέμε , κι' άλλο τι..γίνεται...
   Να περνάτε καλά , καλό σας βράδυ , ευχές απ' την καρδιά μας σε όσους και όσες γιορτάζουν και γιατί ..όχι , γλεντήστε μέχρι...πρωίας , ύστερα Σάββατο είναι αύριο....
Απ' το αγαπημένο μας χωριό , παραμονή...Αϊ Δημητριού....με αγάπη.....Κ.-

TOY ..ΣΤΟΥΜΠ’ΖΜΑ Τ’ ΚΑΛΑΜΠΟΥΚΙΟΥ…

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

 

image

 

   Όπως είπαμε αγαπημένοι μας φίλοι , με το ..” ξεμπούλτσισμα “ , το..ξεφλούδισμα δηλαδή , του καλαμποκιού , δεν τελειώνει και η..διαδικασία ΄γιά να μπει ο καρπός στ’ αμπάρι , στο…κασόνι ..όοχι φυσικά , χρειάζεται και το..ξεσπύρισμα , ο αποχωρισμός , δηλαδή , των σπυριών , απ’ τον πυρήνα του καρπού του καλαμποκιου , που τον λέμε..κότσαλο η..κότσιαλο , στα Λιδορικιωτικο..ρουμελιώτικα , το κότσαλο , το γνωρίζετε , πιστεύουμε , όλοι , είναι αυτό το κομμάτι που μένει όταν..φάμε τα σπυριά απ’ το ψημμένο καλαμπόκι .

   Το ..ξεσπύρισμα , λοιπόν , γίνεται διά του..κοπανήματος , μάλιστα , όπως ακριβώς το διαβάσατε , μετά το ξεμπούλτσισμα , κι’ αφού απλωθεί και στεγνώσει καλά το καλαμπόκι , το απλώνουν σε ένα ευρύχωρο μέρος , αλώνι , αυλή η και..βεράντα , και το ..χτυπάνε..αλύπητα , με μακριά ξύλινα κοντάρια , θα λέγαμε , μέχρι να..ξεκολλήσουν τα σπυριά , και μείνουν μόνο τα..κότσαλα …τότε το ξεσπύρισμα , ο..εκκοκισμός , όπως λέγεται ..επιστημονικά , έχει τελειώσει…

  Ας δούμε τώρα και όλα τα στάδια εξέλιξης , του καλαμποκιού..

image

  Το φυτό σε πλήρη ανάπτυξη…όταν πλέον αρχίζει να..” δένει “ καρπούς..

image

  Ώριμοι , πιά , καρποί καλαμποκιού , έτοιμοι γιά..ξεμπούλτσισμα..

image

  Καλαμπόκια , κρεμασμένα γιά στέγνωμα , μετά το..ξεμπούλτσισμα ..

image

   Ομοίως…..

image

  Καλαμπόκια γιά..φάγωμα , ψημμένα..

image

  Παλιά , χειροκίνητη εκκοκιστική μηχανή ..

   Διαβάστε , τώρα , αγαπημένοι μας φίλοι , την ..απολαυστική , ομολογουμένως περιγραφή του..” Στουμπίσματος τ’ ..καλαμπουκιού “ , όπως γινόταν τον παλιό καλό καιρό στη Ρούμελη , είναι σε..απλή..Ρουμελιώτικη..γραμματο..βόρα , διάλλεκτο , με τους..γνωστούς ..συντετμημένους ..τύπους , που εμείς οι..Λιδορικιώτες , βέβαια , τους..καταλαβαίνουμε αμέσως..απολαύστε τη…

         ΤΟΥ..ΣΤΟΥΜΠ’ΖΜΑ  Τ’ ΚΑΛΑΜΠΟΥΚΙΟΥ….

  Άμα λιαστεί του καλαμπόκ' στ' αλών' , του μαζώνουμι στ' μέσ' στ' αλών' σι τιτράγουνου σκήμα κι' σι πάχους 25 πόντ' ς . Γύρα-γύρα , μπήχνουμι παλούκια κι' λίγου κάτ' απ' εγ'κουρφή τ' παλκιού , δένουμι γύρα-γύρα τριχιές στα παλούκια κι ρίχνουμι τα χ' στγιά , δηλαδής χειράμνια , σαέζματα  κι γένιετε έτσ' ένα τείχους γιά να μη φεύγ' νι τα σπ΄ριά τ' καλαμποκιού όξου . ύστιρα έρχουντι οι στουμπστάδις μι τα ζυτράβλια να του στ'μπήσ'νι .

   Οι στουμπστάδις πέρν' νι θέσεις , οι μ' σοί απ' τ' νιά μιργιά κι' οι άλλ' οι μ'σοί απ' τ'ν άλλ’ . Σ'κών' νι τα ζυτράβλια τα κρατούνι ουρθά , σα σι παρέλασ' μι τα όπλα προυσουχή , καν' νι του σταυρό τ'ς κι' έφκουντι " κι τ' χρόν'...να χλιάσ' νι τα κ'λά ".

   Ύστιρα , η νιά ουμάδα σ' κων'  ψ'λά τα ζυτράβλια τ'ς , του καν' κι' η άλλ' κι βαράει πρώτ' μίνια απ' τ'ς δγιό . Μι του γκαπ τ' ς πρωτ' ς , τα σκών' νι απάν ' κι λίγου πίσου απ' του κιφάλ' κι   ψ'λά κι βαράει αμέσους η δεύτιρ' ουμάδα . Τα σκων' ικείν' τότις κι βαράει η πρώτ' κι έτσ' παίρ'νι αράδα κι αικούς γκαπ - γκούπ , γκαπ-γκουπ ..

   Όσου ψ'λά πάει η τζώρα απ' του ζυτράβλ' μι τρανήτιρ' δύναμ' πέφτ' κάτ' κι στ'μπάει του καλαμπόκ' . Κι' οι δγιό ουμάδις βαρούνι στ' ν' ίδγια μιργιά για να ξισπριέτι ου καρπός απ' του κότσιαλου . Προυχουράει η νιά ουμάδα , ουπισθουχουράει η άλλ' κι' ετσ' του βαράνι ούλου του καλαμπόκ' στου τιτράγουνου .

   Άμα του τσακίσ' νι απ' πάν' παίρνι τ' λανάρα κι' ανοίγνι στ' μέσ' εν' αβλάκ' ους ένα μέτρου φαρδύ κι πιρσότιρου . Μι ΄τ' λανάρα μαζών'νι τα κότσιαλα στ'ν άκρ' κι' απ' όλις τ'ς άκρις κι του καλαμπόκ' του μαζών'νι μι του φκιάρ' του ξύλ' νου στ' μεσ' κι φκιάν' νι του λαμνί .

   Ύστιρα απλών' νι τα κότσιαλα διξιά κι' αριστιρά απ' του λαμνί κι ' αρχ' νάνι πάλι του στούμπ' ζμα . Στ' ν ανάπαψ' , οι στουμπστάδις πίν' νι ούζου μι τ' μπουτίλια  η μι του παγούρ' τ' ασ'μένιου κι λένι εφκές : " κι' απού χρόν ' να δώκ' ου Θιός " , " Να ζήσ'ν οι ν' κουκοιραίοι τ' αλουνιού " , " χίλια μόδγια " . Άμ ' απουστ'μπήσ' νι τα κότσιαλα κι' ειιδούνι πως δεν έχ'νι καρπό απ'πάν' τ'ς , βγαίν' νι τα σκ'τγιά πού' ειχαν γιά τείχους κι' τ'ς τριχιές κι μι τ'ς λανάρις μαζών' νι , οι νιώτιρ ' ούλα τα κότσιαλα σουρό σι νιά ακρ' απ' τ'α λών' κι ' απλ΄ων' νι τουν καρπό στ' αλών' να λιαστή .

   Μιτά κάθουντι στουν ίσκιου κι πίν' νι ούζου , νιράκ' κρύου , κι καρτιρούνι τ' ν'κουκυρά τ' αλουνιού να φέρ' τ' γ'κανίστρα μι του ζιστό ψουμί κι του καλό φαί να φάνι . Άμα ερθ' η ν'κουκυρά , στρών' νι τ'ν' τάβλα καταής κι βάν' νι να φάνι δγιό - δγιό στα πγιάτα γιατ' είνι πουλοί , ιπειδή καλάνι γιά φαί κι τ'ς διπλανούς απ' τ' αλώνια .

   Του φαί θα νάνι η κότα μαειριμμέν' μι ρύζ' κι πίτα κουλουκ'θόπ'τα η φακές η φασούλια ξηρά τ' ς χρουνιάς τ'ς ίδγιας , ανάλουγα μι του έχουν τ' κάθι μ'νιανού . Του ψουμί θα νάνι πάντα φρέσκα κι ζιστά καρβέλια κι του τυρί απαραίτ' του .

   Κάν'νι του σταβρό τ'ς , λένι ιφκιές γιά τ' αλών' κι του ν'κουκύρ ' κι' αμ' απουφάνι κάν' νι πάλι του σταβρό τ'ς , μι τ'ν ιφκή " κι τ' χρόν' νάμαστι καλά κι πλειότιρα  " , κι πάνι οι στουμπ' στάδις σ' άλλ' αλών' για στούμπ' ζμα .

   Έτσι γινόταν αγαπημένοι μου φίλοι , του...στούμπ'ζμα , του καλαμποκιού τον παλιό καλό καιρό , στα Ρουμελιώτικα χωριά , σύμφωνα με ...αυθεντική αφήγηση - περιγραφή ενός απ' τ'ς στουμπ'στάδις , και στην..αυθεντική ,φυσικά , Ρουμελιώτικη διάλεκτο , ελπίζουμε να μην έχετε ..άγνωστες λέξεις , αν ..ναι , εδώ είμαστε , τα ξαναλέμε.........

                                     Καλό σας  απόγευμα

                             polidorikiou-sima

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ : “ ΤΑ ΠΑΡΑΣΠΟΡΙΑ “.

  ΓΙΟΡΤΕΣ  ΚΑΙ   ΕΘΙΜΑ  ΠΟΥ  ΕΣΒΥΣΑΝ  ΜΕ  ΤΟ  ΧΡΟΝΟ ..

 

image_thumb2[1]

   Tον παλιό , καλό καιρό , που υπήρχαν ακόμα στο χωριό μας , τα..Σαββατοκύριακα και τις ..γιορτάδες , ασβεστωμένα ..πεζοδρόμια κι’ αυλές , και ..μοσχοβόλαγαν τα βραδάκια , οι γειτονιές απ’ τις..μοσχομολόχες και τα ..βασιλικά , κι’αν πέρναγες κάπως ..αργά τ’ απόγεμα , έβλεπες τις γειτόνισσες στα ..πεζουλάκια , να δροσίζονται και να τα..λένε , ενώ σου ..χάϊδευε τ’ αυτιά , τ’ ανάλαφρο αεράκι που κατέβαινε απ’ τα Καλτεζιά , φέρνοντας , μαζί με τις ευωδιές της Γκιώνας , και εκείνο το..γλυκό τραγούδι τ’ αργαλειού , ψηλά ..απ’ το Βαρούσι και τον..ψαλά , χώρια τα..λιανοτράγουδα , απ’ την πανέμορφη φωνή της Ταρανοκατίνας , που..τα ‘στελν’ ο..αντίλαλος του..Παλιόραγκου , κατ’ απέναντι σε μας..εκείνη λοιπόν την ονειρεμένη εποχή , χώρια ‘π τις τόσες ομορφιές , είχε το πανέμορφο χωριό μας κι’ άλλες ..χάρες  , μεγάλες ..δυνατές..είχε κάτι..΄μικρογιορτάδες , που δεν τις..γράφουν τα ..μερολόγια , ούτε τις λένε τα..ραδιόφωνα και οι ..τηλεοράσεις , ήταν οι γιορτάδες της..ψυχούλας , όπως έλεγε κι’ ο αξέχαστος ο Ζαμπέτας ..

 

   Μάλιστα , αυτές οι γιορτάδες , αυτές οι όμορφες ..συνάξεις , ήταν γραμμένες μοναχά στα ..τεφτεράκια της ψυχής των χωριανών μας , κι’ αυτές ..κράταγαν γερά ..γερά , τους ..Λιδορικιώτες , τον ένα..πλάϊ στον άλλο , κι’ είχε το χωριό μας και..συγγένειες και..σόγια , και ..κουμπαριές και γειτονιές και..φιλίες , κι΄απ’ολα …

  Σε κάθε γειτονιά , θα  υπήρχε , κάπου-κάπου , και κάνα..ραδιόφωνο , κι’ άκουγονταν , μαζί με τις αξέχαστες φωνές , του Γούναρη , του Μαρούδα ΄, της Βέμπο και της..Χατζοπούλου , και τα..γλυκο..σεγονταρίσματα , των κοριτσιών της γειτονιάς , που συντρόφευαν στις διάφορες δουλειές τις μανάδες και τις..γειτόνισσες , που έβαζαν πάντα ένα..χεράκι , έτσι απ’ αγάπη κι’ αλληλεγγύη..

Αργαλειός 3

  Και σαν πέρναγε λιγάκι η..ώρα , σε’παιρνε κι’ η..μοσχοβολιά απ’ το..χαλβά , που .έφκιαχνε η ν’κοκυρά , γιά να φιλέψει τις αγαπημένες φιλενάδες της , σπάζοντας..βεβαίως ..βεβαίως , τις μύτες σ’ ολόκληρη τη γειτονιά , ήταν βλέπεις ο..αλευροχαλβάς , το..μαλαχόζι , όπως το ‘λεγαν , πρώτο..παραχέρι , άϊντε και κάνα..φοντανάκι , φοντάμια ..τα λέγανε οι γιαγιάδες , πολυτέλειες..βέβαια , αλλά καμιά φορά..υπήρχαν κι’ απ’ αυτά…

  Έχω αδέρφια , το..τεφτέρι με τα βερεσέδια , του μαγαζιού μας , σώθηκε ..δεν ξέρω πως , και αναφέρεται στην περίοδο 1955-1960 , και είναι ..ακτινογραφία , μιάς ..πλευράς της Λιδορικιώτικης ζωής , έγραφε η σχωρεμένη η μάνα μου , με τα μικρά ονόματα και τα..παρατσούκλια , άϊντε , να καταλάβει ο..ξένος γιά ποιά μιλούσε , το χαζο..διαβάζω , που και που , και δεν μπορώ να σας..περιγράψω , στ’ αλήθεια , τι..ακριβώς νοιώθω , τι..αισθάνομαι , ένα παράξενο ..ανακάτεμα συναισθημάτων με..πλημμυρίζει , με ..πνίγει , κι’ εκείνος ο..άθλιος ο..κόμπος στο λαιμό , να μη λέει να..φύγει..

   Παρέλαση..αγαπημένων προσώπων , που έχου από χρόνια ..φύγει , και διαβάζοντάς το , μαθαίνεις και τις..μικρο..γλυκο..προτιμήσεις της κάθε ..εποχής , ξεκινάμε με..λουκουμάκια , προχωράμε στα..φοντάμια (!!) και από κάποια στιγμή και μετά εμφανίζονται και τα..σοκολατάκια , που ήταν βέβαια , είδος..πολυτελείας..γι’ αυτό και οι..αναλογίες , ήταν 1 προς..δέκα , γιά να μην πω και παραπάνω , Ελένη π.χ. 250 δράμια ..λουκούμι , 100-150 ..φοντάν , και..άϊντε και ένα..δίφραγκο ..σοκολατάκια ..

  Τότε , βέβαια , δεν υπήρχαν όλες οι σημερινές σοκολατοποιίες , όοχι βέβαια , ήταν μία και..μοναδική η..” Γκλόρια “ , και κάθε 15-20 μέρες , ερχόταν απ’την Αθήνα , ο παραγγελιοδόχος της , ένα ευγενέστατο και..πολυμορφωμένο..γεροντάκι , πρόσφυγας απ’ την Κωνσταντινούπολη , αριστοκράτης πραγματικός , αλλά οι..καταστάσεις ..βλέπεις , έπαιρνε την παραγγελία μας , και σε καμιά βδομάδα , τα πράγματα έρχονταν με το φορτηγό του Σιώκου .Ένα βράδυ λοιπόν , το θυμάμαι σαν να ήταν..χθες , ο φίλος μας ο..Γκλόριας , μας ανακοίνωσε πως στην Αθήνα ..χαλάει ο ..κόσμος , από κάτι καινούρια σοκολατάκια , και άνοιξε τη βαλιτσούλα –δειγματολόγιο , που είχε και μας έδείξε , δίνοντάς μας και να..δοκιμάσουμε . Και ήταν οι..περιβόητες , μετά , ..Μαργαρίτες …που φυσικά ήταν και ..ακριβότερες , καινούριο..πράμα βλέπεις ..

   Με την πρώτη λοιπόν , παραλαβή Μαργαριτών , φάνηκε το..πράμα , τράβαγε ..και μέσα στο..γλυκο..μενού , στις γιορτάδες , μπήκαν πλέον..οριστικά και..αμετάκλητα και οι,,μαργαρίτες , εκτοπίζοντας σε μεγάλο ποσοστό ..φονταμάκια και..λουκούμια , γίναμε ..Αθήνα…

   Ξεφύγαμε όμως αδέρφια απ’ το…θέμα  μας , παρασυρμένοι απ’ τη νοσταλγία , μιά απ’ τις ..άγραφες λοιπόν αυτές γιορτές , ήταν τα..” ΠΑΡΑΣΠΟΡΙΑ “ , αλλά επειδή στην περίοδο της Τουρκοκρατίας , υπήρχε ένας ..σκληρά..φορομπηχτικός θεσμός , με το ίδιο όνομα “ ΠΑΡΑΣΠΟΡΙΑ “, ξεκαθαρίζουμε , προς αποφυγήν παρανοήσεων και..παρεξηγήσεων , πως τα ..παρασπόρια αυτά , δεν έχουν καμιά σχέση , με τον όμορφο εκείνο θεσμό που υπήρχε στα χωριά μας , αλλά και σ' όλη την Ελλάδα , της αλληλεγγύης , της βοήθειας μεταξύ συγγενών , φίλων και γειτόνων , στο ξεμπούλτσισμα κυρίως του καλαμποκιού αλλά και ΄σε άλλες δουλειές , όχι , τα " παρασπόρια¨" ήταν ένας φορο..μπηχτικός θεσμός , ο..βαρύτερος , κατά την Τουρκοκρατία , διαβάστε πιό κάτω τι ακριβώς ήταν .

" Αλλ' ο χωρικός εκτός απ' αυτές τις δουλειές έπρεπε να κάνει και ορισμένες αγγαρείες .
Η πιό βαρειά ήταν αυτή που ονομαζόταν < παρασπόρια > . Ήταν δηλαδή υποχρεωμένος να καλλιεργεί , για λογαριασμό του τσιφλικά και μόνο , μιά μεγάλη έκταση που είχε χωριστεί ειδικά γι' αυτό το σκοπό και ήταν πάντα η πιό εύφορη . Έπρεπε να την σπείρει , να μαζέψει τον καρπό , να τον συσκευάσει και να τον παραδώσει στον ιδιοκτήτη , αλλά και να βάλει και τα έξοδα από την τσέπη του . Ο τσιφλικάς πλήρωνε μονάχα τη δεκάτη στους σπαχήδες .
Σ΄άυτά τα τσιφλίκια η βακούφια , παραχωρούσαν πολλές φορές στους χωρικούς ένα μέρος για να φυτέψουν εκεί αμπέλια η άλλες φυτείες η να χτίσουν κι' ένα σπίτι , υπό τον όρο να πληρώνουν κάθε χρόνο ένα μικρό ποσό . Το εισόδημα απ' αυτές τις καλλιέργειες ανήκε αποκλειστικά στον χωρικό , ο οποίος είχε και το δικαίωμα να πουλήσει αυτό το κτήμα , αν ήθελε , η να το γράψει στους κληρονόμους του . Άν το άφηνε όμως ακαλλιέργητο η με οποιδήποτε τρόπο καταστρεφόταν , τότε το ξανάπαιρνε πίσω ο τσιφλικάς > . "

   Πάρτε , λοιπόν μιά πρώτη..γεύση , από μιά..περιφορά σε κάποια άλλα μέρη της Πατρίδας μας , σχετικά με τα..παρασπόρια , και κυρίως γιά το..” ξεμπούλτσισμα “ του καλαμποκιού , που όπως είπαμε , ήταν και το..κυριότερο απ’ τα..παρασπόρια..

    ΤΑ ΞΕΦΛΟΥΔΙΑ    ΤΟΥ  ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ            

  ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΑΚΙ  ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ , που βρίσκεται στα..σύνορα της  Ευρυτανίας ..

image

  Εξευγενισμένη..αναπαράσταση , του παλιού “ ξεφλουδίσματος “ του..  “ ξεμπουλτσίσματος “ , όπως το λέγαμε στα χωριά μας .

   Από το Σεμπτέμβριο και μετά αρχίζαμε τα ξεφλούδια. Η κάθε οικογένεια συγκέντρωνε στο σπίτι της ή στο αλώνι του χωριού το καλαμπόκι που ωρίμαζε. Το ξεφλούδισμα (ξεφύλλισμα), ή­ ταν μια δουλειά, που απαιτούσε χρόνο πολύ και που έπρεπε να γίνει και σύντομα, επειδή ο καιρός δεν άφηνε περιθώρια χρό­ νου, για λιάσιμο και στούμπισμα.

   Η ενίσχυση των χωριανών στην προκειμένη περίπτωση ήταν επιβεβλημένη και αναγκαία. Θα βοηθούσε το γείτονα, τον συγ­γενή, τον χωριανό, θα βοηθιέταν όμως και ο ίδιος από αυτούς αργότερα. Και παρουσίαζε αυτή την ευχέρεια να βοηθήσει ο έ­νας τον άλλον, διότι το γένομα ( ωρίμανση ) του καλαμποκιού, δεν ήταν ταυτόχρονη σε όλους. Εξαρτάταν από το χρόνο και κυρίως από τη θέση που βρίσκεταν το χωράφι. Τα καλαμπόκια, παραδείγματος χάριν, της Καναβίστρας, της Σκιαδά, των Αμπελιών, γίνονταν γρηγορότερα.

   Το ξεφλούδισμα γινόταν το βράδυ. Και τούτο γιατί την ημέ­ ρα ο καθένας μας είχε δική του δουλειά να κάνει πρώτον, και δεύτερον η δουλειά του ξεφλουδίσματος μπορούσε να γίνει βράδυ και καλλίτερα μάλιστα. Από την ημέρα ειδοποιούμαστε, ότι ο τάδε έχει ξεφλούδισμα το βράδυ και προσκαλούμαστε να πάμε. Μετά το φαγητό θα μαζευόμαστε στο συγκεκριμένο σπί­τι. Η εικόνα ήταν πάντα και παντού η ίδια. Στη μέση του σπιτι­ ού, θάταν ο σωρός του καλαμποκιού, αν ο καιρός δημιουργού­ σε υπόνοιες ότι μπορεί να μην είναι καλός, στην αυλή του σπιτιού αν ο καιρός δεν προμηνούσε βροχές. Στη κορυφή του σωρού, ένα δύο λυχνάρια θα σκόρπιζαν λίγο φως και πολύ κά­ πνα. Τόση όση το πρωί φυσώντας τη μύτη μας να βγάζουμε σχέ τη μαυρίλα.

   Γύρω στο χώρο κυκλικά, τα παιδιά, τα κορίτσια, οι γέροι, θα άρχιζαν το ξεφλούδισμα. Εκεί τότε θάρχιζαν, το κουτσομπολιά, τα τραγούδια, τα αινίγματα, τα παραμύθια, μα κυρίως θάρχιζε η κολοκυθιά. Όλοι θάπαιρναν ένα αριθμό από το ένα μέχρι τον αριθμό εκείνο που θα κάλυπτε όλους τους παίχτες. Μέχρι το τριάντα παραδείγματος χάριν, αν οι παίχτες ήταν τριάντα. Ο πρώτος θάρχιζε με τη στερεότυπη φράση " Εχω μια κολοκυ­ θιά, που κάνει πέντε κολοκύθια ". Εκείνος που είχε το πέντε, έ­ πρεπε αμέσως να απαντήσει και να πει : " Γιατί να κάνει πέντε;

   " Στη διαμαρτυρία αυτού που είχε το πέντε, απαντούσε ο πρώ­ τος και τον ρωτούσε : "Πόσα θέλεις να κάνει ;" " Να κάνει δέ­ κα " έλεγε αυτός, για να ακολουθήσει η διαμαρτυρία αυτού που είχε το δέκα και να υποδειχθεί άλλος αριθμός, που με τη σει­ ρά του θα υποδείκνυε άλλον και το παιχνίδι έτσι θα συνεχίζεταν. Και είχε το παιχνίδι πολλούς σκοπούς. Κατ' αρχήν κρα­ τούσε ξυπνητούς τους εργαζόμενους και δεν τους άφηνε να νυστάζουν. Δεύτερον, προκαλούσε γέλια και ευχαρίστηση, για­ τί όταν κανένας έχανε και έχανε εκείνος, που έλεγαν τον αριθ­ μό του και δεν πρόσεχε να διαμαρτυρηθεί και να υποδείξει άλ­ λον αριθμό. Σ' αυτή την περίπτωση η μάνα του παιχνιδιού σε συνεννόηση με τους άλλους επέβαλαν ποινή στον "χαμένο". Και η ποινή ήταν να γκαρίξει σαν γάιδαρος, να γαυγίσει σαν σκύ­ λος, να λαλήσει σαν πετεινός και άλλα. Μετά την εκτέλεση της ποινής, άρχιζε πάλι το παιχνίδι.

    Είχε και ένα άλλον κρυφό και πονηρό σκοπό, το πράγματι αθώο παιχνίδι της κολοκυθιάς. Τα παιδιά εύρισκαν την ευκαιρία να 'ρθούνε σε συζήτηση, πράγμα απαγορευμένο κάπως στην εποχή μας με κάποια κοπέλα που ή­ θελαν και συμπαθούσαν. Και δεν ήταν λίγο αυτό, όταν και αυ­ τή η καλημέρα σχεδόν δεν ήταν επιτρεπτή μεταξύ των νέων του χωριού στις μέρες μας. 8άταν βέβαια πολύ επιφυλακτικοί, μα σαν έρχεταν η σειρά τους λέγαν τον αριθμό της κοπέλας που ήθελαν, αφήνοντας έτσι να φανεί η προτίμηση τους. Και η απάντηση θα συνοδεύεταν με ένα πυγολαμπίδισμα, με μια σύ­ ντομη αστραψιά, μες το λιγοστό φως του λυχναριού, δύο μα­ τιών, που πάντα θάταν απέναντι μας, γιατί πάντα θα επιδιώκα­ με νάμαστε αντίκρυ σ' αυτά τα μάτια, που θέλαμε και που αγαπούσαμε.

   Εκτός όμως απ' όλα αυτά, θάχαμε και μια άλλη αμοιβή. Ο νοι­κοκύρης σαν τέλειωνε το ξεφλούδισμα σ' ένα μεγάλο ταψί ή σ' ένα σκαφίδι, που ζημώναμε το ψωμί, θάχε σταφύλια και σύκα για να φάμε.

   ΜΕΣΣΟΥΝΗ  -- Δήμου  Αιγείρου  Ροδόπης

Οι παραδοσιακοί τρόποι καλλιέργειας, το όργωμα με το ησιόδειο άροτρο, ο θερισμός με δρεπάνι και παλαμαριά, το αλώνισμα στα σιτηρά και το καλαμπόκι, έχουν σήμερα εν πολλοίς αλλάξει, με την κυριαρχία μηχανικών μέσων που η σύγχρονη τεχνολογία προσφέρει. Μαζί με τους παραδοσιακούς αυτούς τρόπους έχουν σχεδόν εκλείψει και ήθη ή έθιμα της λαϊκής λατρείας που κάλυπταν την ανασφάλεια του παραδοσιακού ανθρώπου μπροστά σε μια φύση που δεν γνώριζε και συχνά δαιμονοποιούσε, αλλά και έθιμα κοινωνικής οργάνωσης, ιδίως αυτά της συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας[4]. Στην περίπτωση της Μεσσούνης η συνεργασία αυτή εκδηλωνόταν στα “μιντζιά” του ξεφλουδίσματος του καλαμποκιού, που αποτελούσαν ταυτοχρόνως και ευκαιρία για κοινωνική επαφή, ακόμη και για την εκδήλωση ερωτικών συναισθημάτων ανάμεσα στους διαφορετικά μάλλον καταπιεσμένους και αυστηρά κοινωνικά ελεγχόμενους νέους και νέες.

  ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ

   Τα ξεφλουδίσματα, ήταν πανηγύρι. Ήταν κοινωνική εκδήλωση. Ήταν νυφοδιάλεγμα. Πόσοι και πόσοι κρυφοί πόθοι κι ακόμα κρυφότερες επιθυμίες δεν εκφράστηκαν με μια ματιά γεμάτη νόημα, μ’ ένα ερωτικό τραγούδι ή μ’ ένα πιάσιμο του χεριού στο χορό, που, σχεδόν πάντα, τα ακολουθούσε!

   Χαρακτηριστική μορφή αλληλοβοήθειας είναι «το ξεφλούδισμα» Όταν μαζεύεται το καλαμπόκι «σωριάζεται» στην αυλή του σπιτιού ή μέσα σ’ αυτό, αν ο καιρός δεν επιτρέπει το ξεφλούδισμά του έξω. Αποβραδίς κάποιος από το σπίτι (συνήθως ένα κορίτσι) περιέρχεται τα γειτονικά ή και όλα τα σπίτια του χωρίου και ειδοποιεί ότι «το βράδυ θα έχουμε ξεφλουδίσματα».

   Οι ειδοποιούμενοι πάνε με ευχαρίστηση, γιατί αυτό το είδος της συνεργασίας ήταν και μια θαυμάσια ευκαιρία για ψυχαγωγία. Έτσι ενώ το καλαμπόκι ξεφλουδίζεται οι εργαζόμενοι τραγουδούν, ανταλλάσσουν εύθυμα πει­ράγματα ή σκώμματα αφελή, λύνουν αινίγματα ή κουτσομπολεύουν σχολιάζοντας τα τελευταία γεγονότα του χωρίου. Στο τέλος προσφέρονται γλυκά ή φρούτα (σταφύλια, σύκα, καρύδια ή κάστανα), αφού είναι η εποχή της συγκομιδής.
   Πρόσκληση σε βοήθεια γίνεται και για «το στούμπημα» του καλαμποκιού. Γι' αυτήν όμως την εργασία συνήθως φώναζαν τους «χεροδύναμους» άνδρες, για να μπορούν ν' ανταποκρίνονται στη δυσκολία της εργασίας.

      ΞΕΦΛΟΥΔΙΣΜΑ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ

   Η διατροφή των Καρπενησιωτών αλλά και των Ευρυτάνων γενικότερα γινόταν με την μπομπότα που έφτιαχναν με καλαμπόκι. Σιταρένιο ψωμί λίγο καιρό έτρωγαν γιατί δε σπέρναμε πολλά σιτάρια. Όλα τα ποτιστικά χωράφια αλλά και πολλά άνυδρα τα σπέρναμε καλαμπόκι. Το φθινόπωρο που μαζεύαμε τα καλαμπόκια είχαμε τα ξεφλουδίσματα, στη συνέχεια το λιάσιμο, το στούμπισμα κα άλεσμα οπότε το μπομποτάλευρο πήγαινε για ζύμωμα από την κάθε νοικοκυρά.

   Στα ξεφλουδίσματα που μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς, γνωστοί και γείτονες στο σπίτι εκείνου που είχε τα καλαμπόκια, γινόταν γλέντι με χορό και τραγούδια. Κάθε νοικοκύρης προσέφερε πολλές φορές φαγητό με κρέας, χυλοπίτες, πατάτες, πίτες κλπ.

   Αργότερα σταμάτησαν το φαγητό και αντ’ αυτού προσέφεραν γλυκά, φρούτα ή καμιά πίτα, γιατί το φαγητό ήταν προβληματικό μέσα στα φύλλα του καλαμποκιού και τις φούντες. Και εδώ γίνονταν γνωριμίες νέων και ακολουθούσαν συνοικέσια. Οι άνθρωποι βοηθιούνταν μεταξύ τους, όπως φαίνεται πιο πάνω με τα ξεφλουδίσματα αλλά και γενικότερα με όλες τις δουλειές, ενώ σήμερα ακόμη και στενοί συγγενείς αδιαφορούν να βοηθήσουν τον αδύνατο.

   Μιά ..ονειρεμένη γιορτή , λοιπόν , ήταν τα παρασπόρια , ένα..πανέμορφο οικογενειακο..φιλικό πανηγύρι , που μαζί με τη..δουλειά πρόσφεραν και..διασκέδαση , δεν είχαν δα και πολλές ευκαιρίες γιά..ξέσκασμα  τότε  βλέπεις …

   Τα κορίτσια , ξαδέρφες , φίλες , γειτονοπούλες , κανόνιζαν την παρέα και στην καθορισμένη μέρα και ..ώρα , βραδυνή πάντα , κατέφθαναν στο σπίτι που θα γινόταν το..παρασπόρι , εκεί , απλωμένο γιά να στεγνώσει καλά-καλά , περίμενε το..καλαμπόκι , έτσι με τα..μπούλτσα , τα..φύλλα δηλαδή , στη μέση κάποιου χώρου , που ήταν είτε μέρος της αυλής , είτε κάποιο μπαλκόνι , ευρύχωρο όμως , κι’ έπιαναν θέσεις , ολόγυρα ..

   Εμείς , δυστυχώς , και το λέω με..ειλικρίνεια και..πίκρα , είχαμε το μαγαζί , και δεν είχαμε καμιά σχέση με τις γεωργικές δουλειές , κάτι που εμένα με..μαράζωνε , κρυφο..ζήλευα τους φίλους και συμμαθητές μου , όταν μου διηγούνταν πως περνούσαν πηγαίνοντας με τους γονιούς τους στις δουλειές , στα χωράφιακαι στα..ζωντανά , τα..γιδοπρόβατα , η χειρότερή μου δε μέρα , ήταν η..Δευτέρα , γιατί  ; ..Γιατί τα φιλαράκια , μου διηγούνταν τις όμορφες ..περιπέτειες της..Κυριακής , που πήγαιναν φαί , στον παππού η στον πατέρα , στα πρόβατα , που ..βόηθαγαν στο..άρμεγμα , γιατί όλα τα παιδιά ήξεραν να..αρμέγουν , ενώ εγώ…

   Βάσανο λοιπόν , και..μάλιστα μεγάλο , γιά μένα , και δεν το κρύβω , πως όταν μου ‘λεγαν , πως βρήκαν και φωλιές πουλιών , με..κοτρώνια , τι ήταν τα..κοτρώνια ; ..Ήταν αδέρφια η..συνθηματική..ονομασία των αυγών , που εύρισκαν στις φωλιές , και τα ‘λεγαν ..κοτρώνια , γιατί αλλοιώς , αν δηλαδή τα ‘λεγαν…αυγά , μπορεί να άκουγε κ’ανα..φίδι , και να πήγαινε να τα ‘τρωγε ,  μιλάμε γιά..ομορφιές , γιά..προχωρημένα πράγματα , ε..αυτά άκουγα και ‘γω και..μπουρλότιαζα απ τη…ζήλεια μου , βέβαια όλα τα παιδιά , είχαν κι’ αυτά μέσα τους το..σαράκι της ζήλειας , γιά ..μένα , γιατί ; …Θέλει και ..ρώτημα ; Μα γιατί ήμουνα όλη μέρα μέσα στα…γλυκά , και της εποχή εκείνη , ακόμα και ένα ..γλυκό , ήταν δύσκολο , πολύ δύσκολο μάλιστα , να το αγοράσεις ..δει..δει..χρημάτων ..π’ λένι…

  Μιά και δεν ..είχαμε λοιπόν εμείς , γεωργοκτηνοτροφικές..δραστηριότητες , εγώ ..βόλευα τον ..καϋμό μου , παρακολουθώντας , αλλά και ..συμμετέχοντας , πολλές φορές , στις δραστηριότητες της θειάς μου της Βιολέτας και του μπάρμπα Σπύρου , αδελφού του πατέρα μου , που μέναμε στο ίδιο..σπίτι , που ήταν φυσικά ..μοιρασμένο στα δυό..και είχαν , δόξα τω..Θεώ , απ’ όλα τα είδη που..μ’ ενδιέφεραν , και κότες , και μανάρες , και μπλάρ , και έσπερναν κάι ένα σωρό..χωράφια , έτσι λοιπόν , παρακολουθούσα από πολύ-πολύ κοντά τα..γεωργοκτηνοτροφικά..δρώμενα ..

   Τα καλαμπόκια λοιπόν του μπάρμπα Σπύρου , ήταν από μέρες απλωμένα στη βεράντα , που ήταν ενιαία με τη δική μας , με ένα κάγκελο στη μέση , που τις χώριζε , οπότε ήταν η..καλύτερή μου , είχα και την πρωτοξαδέρφη μου την Κατίνα , ζει χρόνια τώρα στην Αμερική , να ‘ναι πάντα καλά , που ήταν καλόψυχη , εργατικιά  , και μ’ αγάπαγε , και έτσι βρισκόμουνα σε όλες τιος παρόμοιες εκδηλώσεις ..εκεί , μπάστακας..προσφέροντας , βέβαια και κάποιες..μικροδουλίτσες , βοηθητικές πάντα , αλλά και..ουσιαστικές , κυρίως ετοίμαζα το..λουξ , απ’ το μαγαζί , γιά να ‘χουμε μπόλικο φως , και κάτι..τέτοια…ήμουνα κάτι δηλαδή σαν..φροντιστής – υπεύθυνος επί του..φωτισμού ..

   Μόλις λοιπόν σουρούπωνε , κατέφθαναν οι..καλεσμένοι , η μάλλον οι..καλεσμένεσ , γιατί όλο ..κορίτσια  ήταν , και ήταν και πολλές..Έρχονταν οι..Αρπαλοπούλες , οι μεγάλες κόρες του μπάρμπα Χαράλαμπου , που ήταν πρωτοξαδέρφες της Κατίνας , απ’ τη μάνα τους , έρχονταν οι..Τριωτοπούλες , κάτω απ’ τις..Λάκκες , οι γειτονοπούλες κόρες του Πισλαποστόλη , Κωστοπαναγιώτου το..επίθετο , από απένατι έρχονταν οι Παλαιολογοπούλες , Ασημίνα  ..Μαρία , και καμιά φορά , σπάνια όμως , έρχονταν κι’ απ’ την Κίσελη , η θειά Μαργαρώ Πανάγου , αδερφή της θειάς Βιολέτας , με τις κόρες της , Ασπασία και Κατίνα , και η γειτονοπούλα  η Τούλα του Ξερομάμμου , ενώ δεν έλειπαν και οι γύρω γείτονες , Βουλγαραίοι , Κασσιδαίοι , με ..guest ..super star , τη θειά την Πισλοκατερίνη , που ήταν το α και το..ω , σε τέτοιες συνάξεις…

   Όσες ώρες κράταγε το..καλαμποκοξεμπούλτσισμα , λέγονταν και τι..δε ..λέγονταν , παρούσης δε της Πισλοκατερίνης , όλα ήταν..πιθανά , αλλά και..απρόβλεπτα , άκουγονταν τα πιό..απίθανα καλαμπούρια , μετά..αθυροστομίας ..μπόλικης , φυσικά , αλλά ..αποδεκτής , μιάς και όλοι ξέραμε , γιά το πως ..και τι..λέει η θειά Κατερίνη ..Βέβαια , η Κατίνα , η ξαδέρφη μου με τη θειά Βιολέτα , είχαν ..μεριμνήσει , φυσικά , γιά το..κάτι τις , που θα φίλευαν τις φιλενάδες  , και..χαλβούλη και το..λουκ’μάκι και..άϊντε και κάνα..φουνταμάκι , φοντάν..δηλαδή , απ’ όλα τα..καλούδια , είχε ο..μπαξές …και κυρίως όμορφη..ατμόσφαιρα , φιλική ..ζεστασιά , καλαμπούρια..ατελείωτα και…τραγούδι…τραγούδια όμορφα , από..” Μάτια σαν και τα δικά σου “ , μέχρι..Βέμπο και..” Να ζήσουν τα..φτωχόπαιδα “ , της Χατζοπούλου , που ήταν και πολύ στη ..μόδα τότε , βέβαια είχαμε και τα ..δημοτικά μας , και τα..λαϊκά μας , και τι δεν είχαμε , αλλά κάποια έχουν μείνει..χαραγμένα , βαθειά..βαθειά, μέσα στην ψυχή ..

   Η ξαδέρφη μου , η Κατίνα , έχει υπέροχη φωνή , και θα μπορούσα άνετα να πω , πως τραγουδούσε , και θα τραγουδάει ακόμα , τραγούδια της Βέμπο και της Ελίζας Μαρέλη …καλύτερα κι’ απ’ τις..ίδιες τις ..τραγουδίστριες , τόσο όμορφα τραγουδούσε , δίνοντας με τη φωνή της μιά ..περίεργη αλλά και πολύ-πολύ..γλυκειά και..όμορφη ..μελαγχολικότητα και..νοσταλγικότητα , στα τραγούδια , που απ’ τη φύση τους είχαν ..νοσταλγία και..πάθος , και λες και σου τα..κάρφωνε ..γλυκά..γλυκά στην ψυχή..όπου μένουν ακόμα..ζωντανά..

  Κάποιο επίσης τραγούδι , που είναι ..χαραγμένο , βαθειά στην παιδική μου , τότε , ψυχή , και είναι..δεμένο..σφιχτά..σφιχτά , με τα παρασπόρια του..καλαμποκοξεμπουλτσίσματος , είναι το.. “ Θάλασσα τους ..θαλασσινούς…” , τραγουδισμένο ..σεμιναριακά , θα ‘λεγα , απ’ τη φίλη γειτονοπούλα , την Τούλα΄Ξηρομάμμου – Λαβίδα , καλή της ώρα , κλεινω τα μάτια , καμιά φορά , όταν..αναθυμιέμαι τα παλιά , κι’ αυτό το τραγούδι μου..χαϊδεύει την..ψυχή ..

  Μετά τα..μουσικά διαλείμματα , παίζονταν και διάφορα..παιχνίδια , γίνονταν..λογοπαίγνια , λέγονταν…παροιμίες και τα υπέροχα εκείνα..ερωτοαπαντητικά παιχνίδια , κάτι σαν..κουίζ , σαν..παροιμίες , που όμως ήταν πολύ διασκεδαστικά , με προεξάρχουσα βεβαίως..βεβαίως..την..κολοκυθιά , που πήγαινε..ταμαμ , με την κολοκυθόπιτα που έφκιαχναν , τα βράδια αυτά…

   Το..έργο βέβαια επαναλαμβανόταν , και τ’ άλλο βράδυ , αν δεν τελείωνε το..ξεμπούλτσισμα  , και ..τρίτο βράδυ , και μακάρι να ..κράταγε …μέρες…μήνες..χρόνια…Όλα τα όμορφα πράγματα , όμως αδέρφια , στη ..ζωή , κρατάνε..λίγο , γι’ αυτό άλλωστε και είναι όμορφα , και τα..ζητάμε , και τα..νοσταλγούμε , έχοντάς τα ..χαραγμένα στην..ψυχή μας….

   Του…καλαμποκο..ξεμπουλτσίσματος , ακολουθούσε το..¨Στούμπισμα  “ , η διαδικασία δηλαδή του..αποχωρισμού , των..σπυριών του καρπού απ’ το…΄” κότσιαλο “…μα μην..ανησυχείτε , το ‘χουμε…φροντίσει κι’ αυτό , και θα το ..απολαύσετε σε μιά..πολύ-πολύ-πολύ…απολαυστική αφήγηση , αλά όχι τώρα ..αργά το…βραδάκι..

                               Καλό  σας  βράδυ

   

                polidorikiou-sima

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ..ΕΤΣΙ ;

«Έγινε γλέντι τρικούβερτο»


Δηλαδή, έγινε γλέντι εξαίσιο, υπέροχο. Αυτή η φράση προέρχεται από τα μεγάλα καράβια. Αυτά είχαν τρεις κουβέρτες (καταστρώματα). Έτσι στη φράση μας για να δηλώσουμε ότι το γλέντι μας ήταν μεγάλο, το παρομοιάσαμε με το μεγάλο καράβι που είχε τρεις κουβέρτες. Άρα θα ήταν πολύ μεγάλο.


                                         * * *


«Καλή σταδιοδρομία»


Αυτή η φράση έχει την προέλευσή της από το δρόμο του ενός Σταδίου των αρχαίων στην Ολυμπία, εκεί που γινόντουσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες.


                                        * * *

Πήραν τα μυαλά του αέρα"

Μέσα στα όπλα, στις μηχανές και γενικά στα «μέσα» του πολέμου, το "Υγρόν Πυρ" είναι ένα από τα πιο περίεργα και θαυμαστά έργα του ανθρώπου. Την απόκρυφη εφεύρεση την έφερε - καθώς λένε - στο Βυζάντιο, τον έβδομο αιώνα, ένας καλόγερος από τη Συρία, ο Καλλίνικος.

Στην πλώρη κάθε "χελιδονιού" - δηλαδή μεγάλου βυζαντινού πλοίου με τέσσερις σειρές κουπιά - ήταν τοποθετημένη σαν προτομή, το κεφάλι ενός λιονταριού ή άλλου θηρίου ή και ανθρώπου ακόμα, καμωμένο από μπρούντζο, που είχε το στόμα του διαρκώς ανοιχτό.

Το στόμα αυτό επικοινωνούσε με κάτι σωλήνες, από τις οποίες χυνόταν το υγρό - που ήταν μαύρο σαν ακάθαρτο πετρέλαιο - ενώ την ίδια στιγμή, από ένα άλλο σωλήνα στελνόταν με ειδικές φυσούνες άφθονος αέρας, ώστε να μπορεί να τινάζεται μακριά το υγρό.

Τους σωλήνες αυτούς, που επικοινωνούσαν απευθείας με το κεφάλι, οι Βυζαντινοί τους ονόμαζαν "μυελούς".
Από το τελευταίο αυτό, λοιπόν, έμεινε ως τα χρόνια μας η πασίγνωστη φράση "π ή ρ α ν , τ α   μ υ α λ ά   τ ο υ …α έ ρ α".

 

                      Kαλό σας  βράδυ…..


polidorikiou-sima

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ..ΕΣΒΥΣΑΝ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ : “ OI AΓΩΓΙΑΤΕΣ “

    To..." Eξπρές του...Λιδορικίου ", ξεκινάει απ' το χωριό μας για το...χάνι Κουλατζή , επιβάτες ; τσολιάδες , φαντάροι , φουστανελάδες....σωτήριον έτος...1913 !!

 

   Όλοι , αγαπημένοι μας φίλοι , έχουμε ακούσει γιά τους  “ Αγωγιάτες “ και τα ..”αγώγια “ , και οι..μεγαλύτεροι έχουμε ζήσει την εποχή , που ακόμα υπήρχε αυτό το..είδος , μεταφορών και..επικοινωνιών.. Τι ήταν όμως οι..αγωγιάτες ;

   Aς δούμε τι λέει ακριβώς γι’ αυτό η εγκυκλοπαίδεια  “ ΔΟΜΗ “ .

   Αγωγιάτης , “ είναι  αυτός που παρέχει το υποζύγιό του η το  τροχοφόρο του , γιά τη μεταφορά ανθρώπων η αντικειμένων , έναντι αμοιβής . Σήμερα , ο όρος αγωγιάτης έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας , καθώς τα παλιά μέσα μεταφοράς ( κάρα , άμαξες ) έχουν ουσιαστικά εξαφανιστεί μπροστά στα σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας “.

   Ουσιαστικά , δηλαδή , δεν ..έσβυσε το επάγγελμα του “ αγωγιάτη “ γενικά , όχι , απλά εξέλιπε ο..παραδοσιακός τρόπος ..άσκησης του επαγγέλματος , και λόγω..εξελίξεως , μετονομάστηκε  σε..” μεταφορέα “ .

   Σε..ευρύτερη..έννοια , οι παλιοί μας..αγωγιάτες , θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως..θύματα  της..”  Θεσμικής..ανεργίας “ , μιά και οι..μεταφορές , πέρασαν σε άλλο..επίπεδο , πάντως το επάγγελμα , στη γενική του έννοια , εξακολουθεί  να υπάρχει αλλά , όπως προείπαμε , τώρα πιά μιλάμε γιά..” μεταφορείς “ , και όχι γιά  “ αγωγιάτες “ …

   Γιά να δούμε όμως , πως ..λειτουργούσε το..σύστημα  “ Αγωγιάτες “ – “ Αγώγια “ , προπολεμικά , στο χωριό μας  , και μάλιστα προς τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του..20ου …

    ΑΓΩΓΙΑΤΕΣ  -  ΑΓΩΓΙΑ .

   Εκείνο τον καιρό , 1880-1900 , η επικοινωνία με την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα , γινόταν απ' του Κουλατζή το χάνι , ένα χάνι εκεί που είναι σήμερα η Ερατεινή . Άμαξες κι' αγωγιάτες με υποζύγια , κατέβαιναν ομαδικά γιά να φορτώσουν εμπορεύματα και τα είδη μονοπωλίου . Τα μονοπωλιακά είδη τα χτυπούσαν στη δημοπρασία ολόκληρα χωριά κι' έτσι , καραβάνια ατέλειωτα , από ξενηστικωμένα ζώα και θεονήστικους αγωγιάτες , ξεκινούσαν άγρια μεσάνυχτα από τα ορεινά χωριά τους , να φτάσουν χαράματα στο Χάνι , να φορτώσουν και να γυρίσουν πάλι μετά σ' αυτά .
   Οι αγωγιάτες , ως επί το πλείστον , ήταν μικρά παιδιά , 12 - 15 χρονών , που τά 'στελναν οι γονείς τους γιά τα χρήματα , μιάς και δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο , αφού ήταν όλο το χωριό , σχεδόν , παρέα . Πήγαιναν άδειοι και καβάλα και γύριζαν με τα πόδια . Το καλοκαίρι , τα πράγματα΄..πήγαιναν κι' έρχονταν , το χειμώνα όμως , που το κρύο κι η παγωνιά περόνιαζε και που τα περισσότερα παιδιά δεν είχαν παπούτσια ; Τι λέω τα περισσότερα , όλα σχεδόν .

   Οι γονείς γιά ν' αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο , έχωναν τα πόδια των παιδιών τους μέσα σε μιά λινατσούλα μ' άχυρο , την έδεναν καλά-καλά , γύρω-γύρω , κι έτσι τα ποδαράκια τους δεν ξεπάγιαζαν στο πεντάωρο ταξείδι τους , καθώς κρέμονταν καβάλα πάνω στο ζώο .
   Οι αγωγιάτες του χωριού μας , πήγαιναν χαμηλά από τον Κούστη , πέρναγαν στο αμπέλι του Παπανικολάου , μύλο του Σφέτσου κι 'εβγαιναν στο Βύθλα , αποφεύγοντας το δημόσιο δρόμο . Ξεκινούσαν στις τρεις τα μεσάνυχτα κι' έφταναν το πρωί στο Χάνι , πριν καλά -καλά χαράξει . Τα ζώα απ' την κούραση και την πείνα , έφταναν τσακισμένα στον παραλιακό δρόμο , όπου αριστερά και δεξιά φύτρωναν " μπαμπζίνες "( πικροδάφνες ) κι' αν δεν τα πρόσεχαν μπορούσαν να φάνε και να ψοφήσουν . Τα ντόπια δεν τις έτρωγαν , ενώ τα δικά μας ίσως έφταναν ξεθεωμένα , ίσως γιατί δεν τις ήξεραν , τις άρπαζαν στα σκοτεινά και τις έτρωγαν κι έτσι πολλοί ορεινοί έχασαν πολύτιμα , γιά κείνα τα χρόνια της μαύρης φτώχειας , ζωντανά .
   Σ' ένα τέτοιο νυχτερινό αγώι , λοιπόν , συνέβη το εξής : Η ομάδα είχε ξεκινήσει στις 3 τα μεσάνυχτα και την αποτελούσαν μικρά παιδιά , έχοντας όλα δεμένη στα πόδια τους τη λινατσούλα μα τα άχυρα . Βρίσκονταν στο 'υψος του " Καμπλάκη " , όταν το γαιδούρι της μακαρίτισσας της Τραμποβάσιως " ξαφνιάστηκε " ( ποιός ξέρει από τι ) και πετάει τη θειά Βάσιω μέσα σε μιά πουρναρομαζιά με τα πόδια τον ανήφορο .
   Έβαλε τις φωνές και ρέκαζε το κορίτσι , αλλά ποιός να τη βοηθήσει , που όλα τα παιδιά ήταν δεμένα και δεν προλάβαιναν να λυθούν ; Ευτυχώς , έτρεξε ο Ντουμοδρόσος , που ήταν λίγο μεγαλύτερος και την έβγαλε απ' τα πουρνάρια και το " καραβάνι " συνέχισε το μαρτυρικό του δρόμο ως του Κουλατζή το χάνι .
   Ο Κουλατζής στο χάνι του είχε μιά κατσαρόλα όλη κι' όλη . Σ' αυτή έβραζε φασουλάδα γιά τους.. " Βλάχους " ( όπως μας έλεγαν οι παράλιοι ) και , μόλις έβλεπε νά 'ρχονται αγωγιάτες , έβγαινε και ρωτούσε : - Έρχονται κι άλλοι από πάνω ;
- Έρχονται , μπάρμπα , έρχονται , του απαντούσαν τα παιδιά κι εκείνος έδινε διαταγή στον παραγιό του : -- Ρίξε κι' άλλο νερό στα φασόλια , μάστορααα !!
   Ρίξε ..ρίξε όμως νερό , ο μάστορας , στο τέλος έπρεπε να κυνηγάς τα φασόλια με το..δίκανο και μερικές φορές αν τύχαινε να μείνουν πολλές μέρες στην κατσαρόλα , ελλείψει πελατείας , ξίνιζαν και τότε ο αγιογδύτης ο χανιτζής έκοβε μέσα μάραθο , μαρούλια και κρεμμυδόφυλλα , κι' άλλα ζαρζαβατικά , γιά να κόψει την ξινίλα τους .   

   Όσο γιά ψωμί , ας ήταν καλά το καλαμπόκι , που 'βγαζε το τελωνείο " ακατάλληλο προς ..βρώσιν " . Εκείνο τον καιρό , τη Δωρίδα την έσωζε το Ρουμάνικο καλαμπόκι , που το 'φερναν με καίκια απ' τον Πειραιά . Τα καίκια τα βαρυφόρτωναν ως τα μπούνια κι' αν καμιά φορά τύχαινε να πιάσει κάνα μπουρίνι , πήδαγε το κύμα μέσα κι έρεχε τα πάνω σακιά . Εκείνο , λοιπόν , το βρεγμένο καλαμπόκι άναβε και πίκριζε και το τελωνείο το 'δινε για ζωοτροφή . Ο Κουλατζής όμως , το 'φτιαχνε ψωμί και τάιζε τους ταλαίπωρους " βλάχους " , οι οποίοι , θέλοντας και μη , τό 'τρωγαν , μα τους έτρωγε .
   Το 'παιρναν οι κακόμοιροι , το 'κοβαν φέτες , το χάραζαν με το σουγιά , το καψάλιζαν στη φωτιά , κάνοντάς το " καρμάλα " ( φρυγανιά ! ) . Η καρμάλα εκείνη , έπιανε απ' το καψάλισμα μιά ροδοκόκκινη πέτσα , έξω - έξω , που τρωγόταν κάπως . Κάτω όμως απ' αυτή την πέτσα , , το υπόλοιπο ήταν " ίμπλα " ( σκέτη..λάσπη δηλαδή ). Η ίδια διαδικασία γινόταν γιά δεύτερη και τρίτη φορά , ώσπου , σιγά-σιγά να φαγωθεί όλο το ψωμί , αλλοιώς δεν πήγαινε ..κάτω με τίποτα .
   Αυτά τραβούσε , φίλοι μου , η ορεινή Δωρίδα της εποχής εκείνης , γι'αυτο και πολλοί πήραν των ..όμματιών τους και..χάθηκαν στις..τσιμεντουπόλεις...

 

   Ας κάνουμε όμως και μιά..περαντζάδα , και σε άλλα μέρη της Πατρίδας μας , να δούμε , εκεί πως ήταν οι…” αγωγιάτες “…

ΛΕΣΒΟΣ

   Οι αγωγιάτες, που επονομάζονταν και "κιρατζήδες", μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω της ορεινής μορφολογίας της Λέσβου και των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε ολοκληρώθηκε το χερσαίο οδικό δίκτυο στο νησί. Ακόμα και σήμερα όμως στα ελαιοκτήματα που αναπτύσσονται στις πλαγιές των βουνών και δεν είναι προσπελάσιμα οδικώς, χρησιμοποιείται το μουλάρι ως μέσο μεταφοράς.

   Οι αγωγιάτες προέρχονταν συνήθως από το στρώμα των ακτημόνων αγροτών και ήταν οργανωμένοι σε πολυμελή σωματεία στα χωριά και στις κωμοπόλεις της Λέσβου. Μεγάλος αριθμός αγωγιατών εργαζόταν στα εργοστάσια, στα ελαιοτριβεία, στα ταλκορυχεία και γενικότερα σε όλες τις βιομηχανικές ζώνες του νησιού, ενώ και στα επίνεια συνέρρεαν αγωγιάτες για να μεταφέρουν εμπορεύματα ή για να εξυπηρετήσουν τη διακίνηση των προσκυνητών στα μεγάλα πανηγύρια της Λέσβου. Πολλοί μουσικοί, αγρότες και άλλοι επαγγελματίες κατέφυγαν στο επάγγελμα του αγωγιάτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ανέχεια και την πείνα, μετά την κατάσχεση όλου του ελαιόλαδου και την παράλυση του εμπορίου και των συγκοινωνιών .

 

 

ΠΕΡΙΣΤΑ -  ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

   Ο αγωγιατισμός ήταν ένας πολυσήμαντος κλάδος της οικονομίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η όποια ύπαρξη και ανάπτυξη του εμπορίου στην Περίστα βασιζόταν στις μεταφορές που εξασφαλίζονταν απο τα καραβάνια. Απήχηση των μεγάλων καμιά φορά ταξιδιών των καραβανιών είναι το τραγούδι του Ηπειρώτη Ρόβα:

   Ο Ρόβας εξεκίνησε μες στη Βλαχιά να πάει.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο νύχτα το καλιβώνει.
Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια...

   Σ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας της, μέχρι και το Μάρτη του 1957 που το αυτοκίνητο έφτασε στους Αγίους Αποστόλους, οι Περιστιάνοι κουβαλούσαν τις προμήθειές τους απο τα κοντινότερα αστικά κέντρα Θέρμο και Ναύπακτο με τα υπομονετικά, ανθεκτικά μουλάρια που μπορούσαν να βαδίζουν με σιγουριά στις κακοτοπιές και να σηκόνουν άνετα το όχι ευκαταφρόνητο βάρος των 75 οκάδων.

   Οι αγωγιάτες αποτελούσαν ιδιαίτερη επαγγελματική τάξη. Ο καθένας από αυτούς έτρεφε στο σταύλο του ένα έως δύο μουλάρια καί τα περιποιόταν πολύ, γιατί απ’ αυτά εξαρτώταν το ψωμί της φαμελιάς του. Εκτός απο τους επαγγελματίες αγωγιάτες, υπήρχαν και οι ευκαιριακοί που με το δικό τους ή δανεικό για μιά διαδρομή με επάνοδο ζώο, ακολουθούσαν το μεγάλο καραβάνι, να φέρουν στο σπίτι τις δικές τους προμήθειες.

   Κορίτσια και αγόρια, πάνω στον πρωτανθό της ηλικίας τους, μαζί πολλές φορές και με μεσήλικες, σηκώνονταν τέσσερες ώρες νύχτα από την Περίστα και με πανσέληνο ή τα φανάρια τους (του λαδιού ή ηλεκτρικά), ξημερώνονταν στην πόλη. Ξεπέζευαν στο χάνι, έκαναν τις προμήθειες τους κι έπαιρναν πάλι το δρόμο του γυρισμού.

   Στις ολονύχτιες αυτές πορείες αχολογούσαν τα καμπανιστά κύπρια τα κρεμασμένα στούς λαιμούς των ζώων, το καθένα με τη δική του ποιότητα ήχου. Αχολογούσε όμως και το τραγούδι απο τα ξέγνοιαστα νιάτα. Απο την Περίστα μέχρι το Θέρμο, σ’ όλη αυτή τη διαδρομή των έξι ωρών, ακούγονταν τα πιό ωραία τραγούδια για τους καημούς κυρίως της αγάπης και της ξενιτιάς. Αφησαν όνομα που κρατεί ακόμα μέχρι σήμερα, οι κεφάτες αυτές παρέες της ξεγνοιασάς και της λεβεντιάς. Στη Βάλτσα (Κάτω Χρυσοβίτσα) που διαρκώς την αναστάτωναν τα νυχτάτικα τραγούδια της ασυγκράτητης νεολαίας, αναρωτιούνταν : «Απο που έρχεται όλο αυτό το συνεχούμενο κέφι των Περιστιάνων; Δεν έχουν σκοτούρες στο χωριό αυτό; Δεν έχουν πένθη; ΄Η μπας κι ο χάρος στην Περίστα είναι άσπρος;».

   Ο χάρος βέβαια και στην Περίστα είναι μαύρος, όπως κι αλλού, μα οι Περιστιάνοι έχουν συμφιλιωθεί μαζί του και τον γνωρίζουν σαν ένα απλό φυσικό φαινόμενο που δεν έχει σοβαρές μεταφυσικές προεκτάσεις και δε μπορεί σε καμιά περίπτωση να κόψει την πορεία του ρεύματος της ζωής.

   Πόσα ειδύλλια δεν πλέχτηκαν στις πορείες αυτές και πόσες ιστορίες αληθινές ή του μυαλού γεννήματα δεν ακούγονται μέχρι σημερα. Μια απ’ αυτές, αληθινή πέρα για πέρα, μας λέει για ενα ζευγάρι που έμενε συχνά πίσω απο το καραβάνι αρχίζοντας τις γλυκιές εργολαβίες του έρωτα. Ωσπου κάποτε στο σκοτάδι, κοντά στο Βαλτσόρεμα, γλίστρισε ο ερωτευμένος και παίρνει μια κατρακύλα σε μιά σάρα που τον έβγαλε στο ποτάμι, το Φίδαρη. Για καλή του τύχη, το μέρος που βρέθηκε μετά την πτώση του ήταν αμμοδιά, αφού το νερό του ποταμού εκείνη τη χρονιά κυλούσε απο την άλλη όχθη. Έτσι γλίτωσε ο καλός μας το γκρεμό, για να πάει από...γάμο με την εκλεκτή της καρδιάς του.

   Αυτές κι άλλες πολλές περιπέτειες είχαν τα νιάτα της ηρωΐκής εποχής των αγωγιατών και του μουλαριού. Τώρα, μουλάρι δε’ βλογάει στην Περιστα ούτε γιά δείγμα. Κι όχι μονο στην Περιστα, ολα τα ορεινά χωριά τον αρνήθηκαν πολύ άσπλαχνα το γκαρδιακό τους φίλο, το μουλάρι. Κατι γαϊδουρακια τώρα διαπραγματεύονται στα παζάρια, που είναι οικονομικά και εξυπηρετούν το χωρικό στις μικροαγροτικές του απασχολήσεις. Αλλά στην Περίστα ούτε απ’ αυτά υπάρχουν!!!

Το δίκαιο των αγωγιατών

   Η Πατρίδα μας πλούσια καθώς είναι σε κακοτοπιές και λογής άβατα κριτσάπια φυσικό ήταν να μην αποκτήσει από νωρίς ένα ανεκτό κάπως συγκοινωνιακό δίκτυο. Οι πρώτες οδικές αρτηρίες δημιουργήθηκαν στις λιγοστές και μικρής έκτασης πεδιάδες μας και για πολλά χρόνια εξυπηρετούσαν μόνο τους πεδινούς πληθυσμούς, ενώ οι ορεινοί σκαρφαλωμένοι στ΄ απρόσιτα βουνά τους και ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο δημιούργησαν μέσα στην παράξενη φυσική τους αυτονομία έναν πρωτότυπο λαϊκό πολιτισμό. ΄  Ετσι η έμπνευσή τους κρατήθηκε ανόθευτη από ξενικές επιδράσεις και μας έδωσαν θαυμαστά δείγματα λαϊκής τέχνης.
   Αφήνοντας κατά μέρος τις άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις (πανηγύργια, ξυλογλυπτική, ενδύματα, υφαντική, δημοτική μουσική, ποίηση κ.λπ),ερχόμαστε να ιδούμε μια ενδιαφέρουσα επαγγελματική τάξη ανθρώπων του βουνού, τους αγωγιάτες, που η μελέτη των όρων της δουλειάς τους μας οδηγεί στην εξακρίβωση κι άλλων στοιχείων σχετικών με το εθιμικό δίκαιο που κανονίζει τις σχέσεις των ανθρώπων του βουνού. Κάθε αυτόνομος πολιτισμός έχει την ιδιομορφία του. Κι αυτή η ομοιομορφία φτάνει να χαρακτηρίζει και τις διάφορες επί μέρους εκφάνσεις του. Ιδιομορφία λοιπόν στο δημοτικό τραγούδι, ιδιομορφία και στο λαϊκό δίκαιο.
   Πολλοί απ΄ τους θεσμούς του λαϊκού δικαίου έχουν τις ρίζες τους στο Βυζάντιο ή κι ακόμη βαθύτερα ως τη ρωμαϊκή περίοδο. Έτσι σ΄ ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο του συμβολαιογραφείου Κραβάρων, από το έτος 1837, βλέπουμε κάποιον απονήρευτο ορεινό να συγχωρεί το φονιά της κόρης του, μη γνωρίζοντας τις νέες κατευθύνσεις του ποινικού δικαίου τις σχετικές με την αυτεπάγγελτη δίωξη που καθιερώθηκαν για πρώτη φορά κι αναγνωρίστηκαν από τη συνέλευση της Επιδαύρου. Ριζωμένη καθώς ήταν μέσα του η βυζαντινορωμαϊκή παράδοση, νόμιζε πως ο νόμος δεν είχε την ικανότητα να κινηθεί χωρίς τη συγκατάθεσή του.
   Εδώ όμως θα μας απασχολήσουν οι αγωγιάτες και το ενδιαφέρον εθιμικό δίκαιο που διέπει τις σχέσεις τους με τους ορεινούς εμπόρους. Καί πρώτα ποιούς λένε αγωγιάτες. Έτσι ονομάζουν τους χωρικούς που με δικό τους ή ξένο ζώο μεταφέρουν τα εμπορεύματα των βουνίσιων εμπόρων από τα αστικά κέντρα προς τα ορεινά χωριά. Οι βουνίσιοι δρόμοι κλείνουν το χειμώνα από τα πολλά ατελεύτητα χιόνια ή κόβονται από τις συχνές πλημμύρες. και οι αγωγιάτες πάντα πρόθυμοι και πάντα ακούραστοι κατεβαίνουν ως την πόλη για να φέρουν τροφές στους συγχωριανούς τους και κέρδητα στους εμπόρους.
   Λέγοντας αγώγι εννούμε δύο πράγματα, το φορτίο και την αμοιβή. Να δυο φραστικά παραδείγματα: Τι αγώγι θα φέρεις; (δηλ. τι είδος φορτίου). Και πόσο αγώγι θα πάρεις; (πόση αμοιβή). Ανάμεσα στο χωριάτη έμπορο και στον αγωγιάτη γίνεται κάποια σιωπηρή, όμως επίσημη συμφωνία.  

   Ο έμπορος έχει σαν βασική υποχρέωση να πληρώσει το καθορισμένο αγώγι στον αγωγιάτη. Ο δεύτερος έχει βαρύτερες υποχρεώσεις με πολύ περιορισμένα δικαιώματα.
   Ας δούμε μια από τις πολλές πορείες του αγωγιάτη για το κοντινό στο χωριό του αστικό κέντρο. Ξεκινάει χαράματα παίρνοντας μαζί του τις απαραίτητες τριχιές για το δέσιμο του φορτίου και μερικά τσουβάλια για την ισόβαρη κατανομή του. Φτάνοντας στον έμπορο της πόλης πηγαίνει στην αποθήκη του να παραλάβει το εμπόρευμα. Μπορεί να το συσκευάσει αυτός όπως νομίζει, αν συσκευάζεται. Έτσι θα ταιρομεριάσει το φορτίο και το ζώο θα μεταφέρει ίσο βάρος στην κάθε πλευρά του.
   Η ζημιά που θα πάθει το εμπόρευμα αφότου παραδοθεί από τον έμπορο της πόλης μέχρι που να φτάσει στον προορισμό του βαρύνει πάντα τον αγωγιάτη. Οι αγωγιάτες φροντίζουν να έχουν μαζί τους αδιάβροχα, λάμπες θυέλλης και αρκετές σαμαροκαναβιδιές. Επίσης οι πιο πολλοί έχουν και βριζόμια, ειδικά δηλαδή δίχτυα για τη μεταφορά των άχυρων που μένουν μετά το αλώνισμα του σιταριού.
   Πολλές φορές όμως το εμπόρευμα γίνεται αιτία να κακοπάθει το ζώο του αγωγιάτη ή και να χαθεί εντελώς. Λέγεται πως κάποτε σ΄ ένα ψήλωμα μια ξαφνική ανεμική σήκωσε το ζώο και το σύντριψε στους βράχους, γιατί έτυχε να είναι φορτωμένο με μεγάλα φύλλα σκληρού χαρτιού από εκείνο που ταβανιάζουν τα σπίτια οι χωρικοί. Στην περίπτωση αυτή ούτε ο έμπορος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για το εμπόρευμά του, ούτε ο αγωγιάτης πληρωμή για το κακό που τον βρήκε. Η αμοιβή του αγωγιάτη είναι το αγώγι του. Από το ποσό αυτό ξοδεύει για να κολατσίσει σε κανένα χάνι, κι ακόμα για ν΄ αγοράσει κριθάρι ή τριφύλλι για το ζώο του.   

   Μπορεί όμως να παίρνει αο΄ τους χωριανούς του διάφορες μικροπαραγγελίες για τις οποίες πληρώνεται ιδιαίτερα.
Ο αγωγιάτης φορτώνει και ξεφορτώνει μόνος του τα εμπορεύματα που παρέλαβε. Το φόρτωμα γίνεται στην αποθήκη του εμπόρου της πόλης και το ξεφόρτωμα στην πόρτα του μαγαζιού του χωριάτη μπακάλη. Ο αγωγιάτης οφείλει αποζημίωση για κάθε ζημιά σε βάρος του εμπορεύματος που θα κάνει στο φόρτωμα ή στο ξεφόρτωμα. Σαν ξεφορτώσει το εμπόρευμα στον τόπο που πρέπει δεν έχει πλέον άλλη υποχρέωση. Παραπέρα αποσχόλησή του από τον έμπορο του χωριού πληρώνεται ιδιαίτερα. Το αγώγι σπάνια προκαταβάλλεται. Συνήθως δίνεται στον αγωγιάτη σαν τελειώσει το ξεφόρτωμα.

Θανάσης Ν. Παπαθανασόπουλος -ΠΕΡΙΣΤΑ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ Ιστορικά - Λαογραφικά 1998

   Γιά μιά ακόμα πιό..ζωντανή προσέγγιση των…” αγωγιατών “ αγαπημένοι μας φίλοι , σας δίνουμε και δυό σχετικά διηγήματα , παρμένα απ’ την ..πραγματική ..καθημερινότητα , και φυσικά απ’ τις εποχές εκείνες , που το επάγγελμα του αγωγιάτη..μεσουρανούσε , απ’ τα δυό αυτά διηγήματα , το ένα , “ ΤΑ  ΡΤΙΑΝΤΟΥΛΙΑ  ΤΗΣ  ΘΕΙΑΣ  ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΑΣ “ , είναι ..παρμένο απ’ την ..παλιά  Λιδορικιώτικη ζωή , ενώ το άλλο απ’ την παλιά βορειοελλαδίτικη..

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΤΑ ..ΤΡΙΑΝΤΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΑΣ…

 

moylari

     Μουλάρι , φορτωμένο με..συμπράγκαλα…

  Μαυροζωή …δύστυχα χρόνια… τυραγνισμένα , πόλεμοι , κάψιμο , φτώχεια ..του κόσμου τα βάσανα , έχασε και τον άντρα της , νωρίς.. νωρίς , η θειά Κωσταντίνα , κι’ απόμεινε χήρα , νέα γυναίκα , με τρία παιδιά , ένα ..παιδί και δυό κορίτσια , να παλεύει να τα μεγαλώσει , με δυό μανάρες , τα κουτσοχώραφα , και το περβόλι , κάτω στον Κούστη ..αλλά τι περιβόλι , με το νεράκι του και κάτι συκιές..άιντε..ντε , ...μέλια τα σύκα , όλοι τις ξέρανε και τις..λιμπίζονταν ..

   Είχε και το μουλάρι , βέβαια , για τις δουλειές , αλλά μ’ αυτό έβγαζε και μεροκάματο , και καλό –καλό , μάλιστα , όταν βέβαια τύχαινε κανένα αγώι , κουβάλαγε και κάνα φόρτωμα ξύλα , κάνα πουρνάρι , και τα κουτσοβόλευε ..ήταν καλόβολος άνθρωπος κι’ όλοι την αγάπαγαν και την πρόσεχαν , κι’ άμα υπήρχε κάνα αγώι , πρώτα-πρώτα φώναζαν τη θειά Κωσταντίνα , κι’ αμα δε μπορούσε αυτή , λέγανε σε άλλον αγωγιάτη , ήταν πολύ αγαπητή...καλοíσκιωτη..

   Ευτυχώς , την εποχή εκείνη , δεκαετία του ’50 , έρχονταν τακτικά κάποιοι καθηγητάδες και μελετάγανε πάνω στη Γκιώνα , για τα μεταλλεία , κι’ έτσι όλο και είχε και κάνα αγώι , να βοηθιέται η θειά , είχε και τα μανάρια , έφκιαχνε και το περβόλι της , μάζευε και κάνα..μαυρολάχανο , ψευτοπερνάγανε…

   Εμείς βέβαια με τη θειά Κωσταντίνα είχαμε και συγγένεια , κουμπαριά , ο πατέρας μου είχε βαφτίσει το..παιδί της , το γιό της , αλλά πέρα απ’ την κουμπαριά υπήρχε και μια οικογενειακή αγάπη , μια όμορφη σχέση , που κράταγε χρόνια , δυνατή ..αναλλοίωτη ..

   Πολλές φορές , στο μαγαζί μας , όταν κάποιος ήθελε αγωγιάτη , η πρώτη σκέψη ήταν η κουμπάρα μας , κι’ αυτό γιατί στη δουλειά της η θειά Κωσταντίνα ήταν..μοναδική , καλόβολη , ευγενικιά , παρότι δεν ήξερε γράμματα , καλοσυνάτη , περιποιητικιά , όποιος την ήξερε αυτή ζήταγε , αλλά κι’ αν δεν την ήξεραν και μας ρωτούσαν αυτή λέγαμε ..

   Κάποιο απόγευμα λοιπόν , ήρθε με το λεωφορείο των Αθηνών , ένας καλοντυμένος ξένος , έκατσε στο μαγαζί , κάτι πήρε και συστήθηκε στον πατέρα μου , ήταν καθηγητής απ’ την Αθήνα , κι’ ερχόταν , για πρώτη φορά στον τόπο μας , για να μελετήσει κάποια πράγματα πάνω στη Γκιώνα , για τα μεταλλεία , και φυσικά ενδιαφερόταν για ένα καλό αγωγιάτη , να τον πάει την άλλη μέρα πρωί-πρωί , και να γυρίσουν πάλι το βράδυ , γιατί την άλλη μέρα έπρεπε να φύγει πάλι για Αθήνα ..

   Δεν χρειαζόταν περισσότερη κουβέντα , ο σωστός άνθρωπος υπήρχε , η θειά Κωσταντίνα , ανέλαβα εγώ να την ειδοποιήσω , γιατί αν είχε κανονίσει άλλη δουλειά , έπρεπε να ψάξουμε για άλλον , βέβαια ο καθηγητής προτιμούσε να ‘ναι άντρας ο αγωγιάτης , γιατί όλο και σε κάτι θα τον βοηθούσε στη δουλειά του , αλλά οι δικοί μου του εξήγησαν πως καλύτερος αγωγιάτης απ’ τη κουμπάρα μας , δεν υπήρχε , κι’ ετσι έφυγα να πάω να ειδοποιήσω τη θειά Κωσταντίνα .

   Η θειά ήταν εύκαιρη την άλλη μέρα , ανέβηκε στο μαγαζί μας κουβέντιασε με τον καθηγητή , της είπε τι άκριβώς θέλει απ’ αυτή , εύκολα πράγματα για την κουμπάρα μας , τα είπανε και συμφώνησαν και την τιμή για το αγώι , τριάντα ολόκληρες ..δραχμές !!! Κανόνισαν και την ώρα που θα ξεκίναγαν , πρωί-πρωί ..χαράματα , για να ‘χουν τη μέρα μπροστά τους , κι’ ο καθηγητής πήγε απέναντι στο ξενοδοχείο του Παπαδόπουλου για ύπνο ..αφού βέβαια έφαγε κι’ ένα Λιδορικιώτικο γιαουρτάκι στο μαγαζί μας ..

   Την άλλη μέρα ξεκίνησαν , αχάραγα , βέβαια η κουμπάρα τον ήξερε το δρόμο με..κλειστά μάτια , τον είχε περπατήσει , ποιος ξέρει πόσες φορές , είχε και μια μαρούδα , με το κάτι τις , για να φιλέψει τον καθηγητή , τόσες ώρες παιδεμό , θα τους έκοβε η..πείνα , είχε μια αγκωνή καρβελίσιο ζυμωτό ψωμί , ένα ..σβόλο τυρί , από.. δικό της , απ’ το δερμάτι , τουλουμίσιο όπως το ..λένε , δυό τρεις ελιές στο κλειδοπίνακο , μια ντοματούλα , απ’ το περβόλι της , στον Κούστη , και μια μπαρδάκα με νερό , καλοκαίρι βλέπεις , θα …κορακιάζανε , κι’ύστερα καθηγητής ο άνθρωπος και ..Αθηναίος , θα ‘ταν καλομαθημένος , μη μας παρεξηγήσει κι’ όλας ..

   Πέρασε η ώρα , κι’ αργά τ’ απόγευμα σκονισμένος , κατακουρασμένος και κατακόκκινος , εμφανίστηκε ο καθηγητής , αλλά απόλυτα ικανοποιημένος απ’ τη δουλειά που έκανε , αλλά κυρίως απ’ την συμπεριφορά και την ..περιποίηση της κυρίας Κωνσταντίνας , όπως την έλεγε , έννοιωθε , όπως μας έλεγε βαθειά-βαθειά , υποχρεωμένος στην κουμπάρα μας , γιάτι εκτός του ότι τον βοήθησε και στη δουλειά του , του έδωσε και όσες πληροφορίες ήθελε , αλλά κυρίως του ..πρόσφερε και του ..πουλιού το γάλα , έτσι είπε , και φυσικά εννοούσε το..κολατσιό και το νεράκι ..

   Βέβαια κουβεντιάζοντας με τον πατέρα μου , του ανέφερε και κάτι που του έκανε..μεγάλη εντύπωση , και μάλιστα δεν μπορούσε να το εξηγήσει , τι ήταν αυτό ;…διαβάστε…

   Αφού τέλειωσαν την περιήγηση στη Γκιώνα , λοιπόν , πήραν το δρόμο του γυρισμού , κουρασμένοι μεν , αλλά ο κύριος καθηγητής ικανοποιημένος , όπως είπαμε , απ’ τη δουλειά του αλλά κι’απ’ την περιποίηση της θειάς Κωσταντίνας , όταν λοιπόν πλησίασαν να μπούνε στο χωριό , κάνανε μια στάση , να ξαποστάσουν και λίγο , άμαθος βλέπεις από..μουλαροκαβαλαρία ο καθηγητής , είχε ..ψευτοκουραστεί , και κθώς έκατσαν της είπε : Κυρία Κωνσταντίνα , ωραία πήγαμε , ωραία δουλειά κάναμε , και σ’ ευχαριστώ για την περιποίηση , για το κολατσιό , και για όλα , και κυρίως για το νεράκι που είχες μαζί σου , πέρασα αξέχαστα , έχουμε συμφωνήσει να σου δώσω τριάντα δραχμές , αλλά μετά από όλη την περιποίηση και την προθυμία σου , αποφάσισα να σου δώσω σαράντα δραχμές , είσαι ευχαριστημένη ;

   Τότε η θειά Κωσταντίνα , έδωσε την παροιμιώδη απάντηση :…Α..δεν ξέρω , τα τριαντούλια μ’ θέλω εγώ , υποννοώντας πως θέλει αυτά που αρχικά συμφώνησαν , τα..τριαντούλια της , δηλαδή τις τριάντα δραχμές..ο καθηγητής τα ‘χασε , δεν μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή την απάντηση , επέμεινε βέβαια , λέγοντάς της πως το κάνει από ευχαρίστηση , και από..υποχρέωση για την εξυπηρέτηση που του ‘κανε και όλα τα άλλα , η θειά Κωνσταντίνα ..ανένδοτη , επέμενε στα…τριαντούλια της ..

   Βέβαια ο κ.καθηγητής επέμεινε και τελικά την έπεισε να δεχτεί , και πράγματι πήρε τις σαράντα δραχμές , αλλά του έμενε το ερώτημα , γιατί δεν δεχόταν τα περισσότερα λεφτά , και επέμενε στα..τριαντούλια της , πέρασε απ’ το νου του , μήπως η κυρα Κωνσταντίνα , που δεν ήξερε γράμματα , πίστευε πως οι σαράντα δραχμές ήταν λιγότερες απ’ τα…τριαντούλια της ; ποιος άραγε ήταν ο λόγος ; ρώτησε και τους δικούς μου , που φυσικά δεν μπορούσαν να δώσουν απάντηση , και έμεινε έτσι στην ..ιστορία η φράση : τα…τριαντούλια μ΄ , που είναι συνδυασμένη μάλλον με την ..άγνοια ..μαθηματικών της θειάς Κωσταντίνας , αλλά πιστεύουμε πως είναι λίγο…τραβηγμένο , υπερβολικό , και πράγματι έτσι είναι , μήπως όμως πεφτουμε όλοι έξω , και η κουμπάρα μας , δεν δεχόταν τα παραπάνω λεφτά , από..περηφάνεια , παρά τη φτώχεια της , δεν δεχόταν δηλαδή να πληρωθεί για κάτι που το έννοιωθε σαν ..υποχρέωσή της ; να περιποιηθεί έναν ξένο άνθρωπο , έναν ..περαστικό ; έναν που είχε την ανάγκη της ; Αυτό δηλαδή που λέμε…αξιοπρεπής..ένδεια ; λέμε …μήπως……..Κ.-

 

 

  ΟΙ  ΔΥΟ..ΚΥΡΑΤΖΗΔΕΣ - ΑΓΩΓΙΑΤΕΣ

Γρηγοριάδης Κώστας

Προτού ανακαλύψουν οι άνθρωποι τα μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς (φορτηγά αυτοκίνητα, νταλίκες κ.ά.) οι μεταφορές διαφόρων εμπορευμάτων από πόλη σε πόλη και χωριά, από χώρες σε χώρες, π.χ., Ελλάδα- Τουρκία-Βουλγαρία-Σερβία-Αυστρία-Οδησσός- Κωστάντζα και άλλες πιο μακρινές ακόμη, γίνονταν με διάφορα ζώα σαμαριάρικα. Στη χώρα μας και στις παραπάνω που ανέφερα γίνονταν κατά προτίμηση με μουλάρια τα οποία είχαν μεγάλη αντοχή για μακρινά ταξίδια.

Ηταν ολιγοφάγα και οικονομικότερα από τα άλογα. Φυσικά οι μεταφορές με ζώα γίνονταν εκεί που δε βόλευαν τα πλοία, τα τρένα και τα κάρα, τα οποία ήταν ελάχιστα και δεν προσφέρονταν για τις δύσβατες περιοχές και τα μονοπάτια που συντόμευαν κατά πολύ τις αποστάσεις. Οι άνθρωποι που έκαμαν αυτή τη δουλιά λέγονταν κυρατζήδες-αγωγιάτες και οι μεταφορές λέγονταν κυρατζηλίκια-αγώγια. Ηταν ένα μεγάλο (και πρέπει να ήταν όπως έλεγαν οι παλιοί), επικερδές επάγγελμα (ισνάφ) και ταξίδευαν αρκετές μέρες πολλοί μαζί (καραβάνια) και διανυκτέρευαν σε πανδοχεία, χάνια, με στάβλους και με άλλες ευκολίες σχετικές με τις ανάγκες της εποχής.

Διάβαιναν πολλές φορές και πλωτά ποτάμια πάνω σε μεγάλες σχεδίες («σάλια») που κινούνταν με τροχαλίες-μακαράδες και με χοντρά σχοινιά-παλαμάρια. Τέτοια μεγάλα «σάλια», που περνούσαν ακόμη στην απέναντι μεριά και μεγάλα κοπάδια γιδοπρόβατα κ.ά., είχε ο Δούναβης και άλλα μεγάλα ποτάμια καθώς και δύο ο ποταμός Στρυμόνας. Ενα ήταν στα παραποτάμια χωριά κοντά στις Σέρρες και το άλλο κοντά στην Αμφίπολη που το διάβηκα και εγώ, πολύ μικρός μαζί με τον πατέρα μου, τη μάνα μου και τον μεγαλύτερο κατά τρία χρόνια αδερφό μου Χρήστο, και μάλιστα καβάλα στα δυο μας ζώα πηγαίνοντας στο μοναστήρι Εικοσιφοίνισσας (Κουσίντσας) Παγγαίου για προσκύνημα το Δεκαπενταύγουστο του 1926. Είναι μία από τις σπάνιες και εντυπωσιακές παιδικές μου αναμνήσεις που θυμάμαι, αν και τεσσάρων χρόνων, τόσο καλά.

Αργότερα όταν άρχισε η αποξήρανση της λίμνης Αχινού, βρέθηκε στο σημείο εκείνο από μια μεγάλη βυθοκόρο (φαγάνα) το τεράστιο και πολύ γνωστό λεοντάρι της Αμφίπολης. Για τους κυρατζήδες και πλανόδιους πραματευτάδες γράφτηκαν πολλά ποιήματα, τραγούδια και ιστορίες.

Η παρακάτω ιστορία που γράφω, εύθυμη και αληθινή, συνέβη στη Βουλγαρία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κι αναφέρεται σε δυο κυρατζήδες που ξεκίνησαν την ίδια μέρα, ο ένας από το Μελένικο και ο άλλος από το Πάνσκο, για τη Σόφια με σκοπό να μεταφέρουν εκεί τα παρακάτω εμπορεύματα με τα μουλάρια τους.

Πρέπει να αναφέρω εδώ ότι στο Μελένικο κατοικούσαν μόνον Ελληνες που μιλούσαν και τα βουλγάρικα. Ο Χρήστος, που τον αποκαλούσαν και Τότιτσια ή και Ιτσκο, φόρτωσε σε δυο μουλάρια κανονικά διάφορα είδη παραγωγής βιοτεχνών του Μελένικου και σε ένα τρίτο μουλάρι μόνο δύο βαρελάκια κρασί εκλεκτό, δέκα οκάδες το καθένα, για να κάνει καβάλα γιατί ήταν αδύνατο να περπατά τόσα χιλιόμετρα πεζός.

Ο άλλος από το Πάνσκο, ο Ιβάντσια, φόρτωσε κι αυτός κανονικά σε δυο μουλάρια σαλάμι (σαλάμ) και στο τρίτο δύο πακέτα των 10 οκάδων σαλάμι, ελαφρά, για να ανεβαίνει κι αυτός καβάλα.

Ο Χρήστος ή Τότιτσια ξεκίνησε πρωί και βάδιζε βορειοανατολικά, ενώ ο Ιβάντσια (από το Πάνσκο) βορειοδυτικά για να φτάσουν στο σημείο που άρχιζε ο μεγάλος δρόμος για τη Σόφια.

Το μέρος αυτό θεωρούνταν σταθμός για λίγη ξεκούραση.

Για το Μελένικο γνώρισα αρκετά στα 1954-1961 όταν υπήρξα κάτοικος Σιδηροκάστρου ως ψάλτης στην Ευαγγελίστρια και μουσικός στο δήμο συγκροτώντας εξηκονταμελή μικρή χορωδία και φιλαρμονική (μπάντα).

Το Μελένικο ήταν μια αξιόλογη μικρή πόλη με ανεπτυγμένο πολιτισμό, πρόοδο στα γράμματα και στις τέχνες, με μεγάλη παραγωγή γεωργικών, αμπελουργικών, οικοτεχνικών και άλλων προϊόντων, κτισμένο στα φαράγγια του βουνού Πιρίμ' Νταγ' και στον παραπόταμο του Στρυμόνα Μπεστρίτσα.

Οι Ελληνες κάτοικοι τότε είχαν μεταξύ τους μεγάλη αλληλεγγύη και στήριζαν τους έχοντες ανάγκη βοήθειας και αρωγής, ιδιαίτερα τα παιδιά που χαρακτηρίζονταν διάνοιες και φρόντιζαν να τα σπουδάσουν ακόμη και στη Βιέννη, όπως τον Αναστάσιο Παλατίδη, που υπήρξε αργότερα γιατρός του οίκου των Αψβούργων. Ο γιατρός αυτός απέκτησε μεγάλη περιουσία την οποία προτού πεθάνει δώρισε στα σχολεία του Μελένικου, που μετά το 1913 μεταφέρθηκαν στα σχολεία και στο Γυμνάσιο του Σιδηροκάστρου. «Των σχολείων μας στύλος υπάρχων» αναφέρει μεταξύ άλλων ο ύμνος του που καθιερώθηκε να τραγουδιέται (να ψάλλεται) στη γιορτή και μνήμη του, κάθε χρόνο στις 30 του Γενάρη στη μουσική του G. VERDI «NABUCCO».

Τον ύμνο «Ω σκιά ιερά παλατίδου» καθώς και άλλα χορωδιακά έργα, εκτελούσε η προαναφερθείσα μεικτή χορωδία Σιδηροκάστρου για μερικά χρόνια, στη συνέχεια η μεικτή χορωδία του ΟΡΦΕΑ Θεσσαλονίκης και από το 1994 πάλι η ανασυγκροτηθείσα χορωδία Σιδηροκάστρου.

Το 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το Μελένικο πέρασε στη βουλγάρικη επικράτεια και όλοι οι κάτοικοι Ελληνες διασκορπίστηκαν σε Σιδηρόκαστρο, Σέρρες, Θεσσαλονίκη κ.α.

Μετά το Β? Παγκόσμιο Πόλεμο το σοσιαλιστικό κράτος αξιοποίησε τουριστικά το Μελένικο χάρη στις πολλές βυζαντινές εκκλησίες, στα μεγάλα αρχοντικά σπίτια, ιδρύματα, σχολεία, βιοτεχνίες και στις φυσικές ομορφιές του.

Τη Βουλγαρία επισκέφτηκα τρεις φορές διάφορα μέρη της και μεταξύ αυτών το 1983 μαζί με άλλους εκδρομείς το Μελένικο και το Πάνσκο. Στο Μελένικο θαυμάσαμε τη μαγευτική τοποθεσία με τα καταπράσινα φαράγγια, τα μεγάλα αρχοντικά και τις παλιές οικοτεχνίες και άλλα αξιοθέατα. Η επίσκεψή μας ήταν βιαστική, δύο περίπου ωρών, αρκετή όμως να μας εντυπωσιάσει και με τα ωραία φαγητά και τα κρασιά. Κύριος προορισμός μας ήταν η διήμερη επίσκεψη στην πόλη Πάνσκο με δύο διανυκτερεύσεις, φιλοξενούμενοι από το δήμο της πόλης, με τον οποίο ο Δήμος Τριανδρίας Θεσσαλονίκης είχε αδελφοποιηθεί (Είχε προηγηθεί δε επίσκεψη-φιλοξενία στην Τριανδρία του δημάρχου της Πάνσκο και άλλων κατοίκων της Πάνσκο και μάλιστα με ένα αξιόλογο χορευτικό συγκρότημά τους). Μας εντυπωσίασε το μεγάλο εργοστάσιο ξυλεμπορικής, το δημοτικό πάρκο και πάνω στο βουνό Πυρήν, το μεγάλο δάσος και το τελεφερίκ που το ανέβηκα και γω για πρώτη φορά και τελευταία. Πάνω απ' όλα όμως μας ευχαρίστησαν η φιλοξενία, τα γλέντια, τα αναμνηστικά δώρα, τα πλούσια γεύματα και το φημισμένο «σαλάμ».

Από τις παραπάνω μικρές πόλεις ξεκίνησαν οι δύο κυρατζήδες για το μέρος που άρχιζε ο μεγάλος δρόμος για τη Σόφια. Πρώτος έφτασε ο Μελενίκιος Τότιτσια στο παραπάνω σημείο, που είχε μια μεγάλη βρύση με δύο σωλήνες από τους οποίους έτρεχε άφθονο κρύο νερό που ερχόταν υπόγεια από το απέναντι βουνό.

Λίγο πιο πέρα από τη βρύση υπήρχαν μεγάλα και βαθύσκια δέντρα.

Εκεί ξεπέζεψε και ξεφόρτωσε τα μουλάρια, τα οδήγησε μετά στις μεγάλες γούρνες της βρύσης και τα πότισε. Τα πήγε μετά σε ένα από τα δέντρα και στη συνέχεια έβαλε κριθάρι στους ντορβάδες τους και χόρτα να φάνε. Εκανε τώρα αρκετή ζέστη γιατί το μέρος αυτό ήταν κάμπος και η εποχή αρχές Αυγούστου.

Σε λίγο έφτασε και ο Ιβάντσια από το Πάνσκο, ύστερα από κοπιαστική πορεία και ξεφορτώνοντας κι αυτός στο ίδιο μέρος και δέντρο χαιρέτισε τον άγνωστο μέχρι στιγμής συνάδελφό του.

Εϊ... Ντομπροντέν μπε (καλημέρα). Ντομπροντέν, είπε και ο Τότιτσια και αφού τακτοποίησε κι αυτός κατά τον ίδιο τρόπο τα μουλάρια του και τους έδωσε να φάνε, κάθισαν στη σκιά κι άρχισαν την κουβέντα. Ουτ' καντέσε μπε; (από πού είσαι;), είπε ο Ιβάντσια. Ουτ Μέλνικ (από το Μελένικο), είπε ο Τότιτσια.

Α... Μέλνικ τσίασι (Μελενίκιος), είπε ο Ιβάντσια. Τι ου καντέσε; (συ από πού είσαι;), είπε και ο Τότιτσια στον Ιβάντσια.

Για σαμ' Μπάσκαλε (εγώ από το Πάνσκο). Σέτνο μπε κοβόρεμε μάλκο (κάθισε να μιλήσουμε λίγο), είπε ο Τότιτσια στον Ιβάντσια που τακτοποιούσε ακόμη τα πράγματά του.

Αφού κάθισε αναπαυτικά κι αυτός, συνέχισαν την κουβέντα. Στο ίμας βάρνινου; (τι έχεις φορτωμένα;). Σαλάμ, απάντησε ο Ιβάντσια και στη συνέχεια ρώτησε κι αυτός.

Τι στο ίμας; (συ τι έχεις;). Διάφορα και λίγο κρασιά (Βίνο). Α... είπε ο Ιβάντσια για το σαλάμι που παρήγαγε η πόλη Πάνσκο. Α... Πάνσκο σαλάμ' ντομπρέ, χούμιτουμπου (καλό, εξαιρετικό). Αφού γνωρίστηκαν για τα καλά και ήταν ώρα για φα?, έβγαλαν από τους ντορβάδες τους (ταγάρια) ο μεν Τότιτσια ψωμί, τυρί και κρεμμύδια και γέμισε ένα κανατάκι κρασί (περίπου 200 δράμια) από το ένα βαρελάκι. Ο Ιβάντσια έβγαλε κι αυτός ψωμί κι ένα μεγάλο κομμάτι σαλάμι (απ' τα δυο πακέτα). Αρχισαν να τρώνε με όρεξη, αλλά ο μεν Ιβάντσια έβλεπε (λοξά λοξά) το κρασί που έπινε ο Τότιτσια και σκούπιζε τα μουστάκια του από ευχαρίστηση, αλλά έβλεπε και ο Τότιτσια (λοξά λοξά κι αυτός) το λαχταριστό σαλάμι που έτρωγε ο Ιβάντσια, ο οποίος, κάποια στιγμή που δεν άντεξε άλλο στον πειρασμό για το κρασί του Τότιτσια, έβγαλε από το γελέκο του δυο μικρά νομίσματα και απ' το ταγάρι του ένα περίπου όμοιο κανατάκι και λέει στον Τότιτσια: Αμπε... ντάι με βία στουτίγκι βίνο (δώσε μου δυο δεκάρες κρασί). Πήρε ο Τότιτσια τις δυο δεκάρες και του γέμισε το κανατάκι από την κάνουλα του μικρού βαρελιού βλέποντας συγχρόνως το σαλάμι γιατί το λίγο τυρί σχεδόν τελείωνε αλλά και δεν «τραβούσε» το ευλογημένο κρασί του. Δε χάνει καιρό (σχεδόν αμέσως) με τις ίδιες δεκάρες του Ιβάντσια στο χέρι, του λέει τη στιγμή που ρουφούσε το ευλογημένο κρασί:

Αμπε... ντάιμε βια στουτίγκι βίνο (δώσε μου δυο στουτίγκι κρασί) ο Ιβάντσια προς τον Τότιτσια. Δώσε δυο στουτίγκι σαλάμ ο Τότιτσια προς τον Ιβάντσια, τα κανατάκια γέμιζαν και άδειαζαν τα βαρελάκια, καθώς και τα πακέτα με σαλάμι εξαφανίζονταν.

Ντάιμι βια στουτίγκι βίνο, ντάιμε βία στουτίγκι σαλάμ' ήταν ο κύριος διάλογος μεταξύ τους. Φυσικά το πάρε-δώσε γινόταν με τις δυο δεκάρες (στουτίγκι) που αρχικά έδωσε ο Ιβάντσια στον Τότιτσια για το πρώτο κανατάκι κρασί. Τρώγοντας και πίνοντας το έριξαν στο τραγούδι και στο χορό της Γκάιντας και της Μπαϊντσούσκας.

Ούτε που πρόσεξαν πως ο ήλιος κατηφόρισε προς τη δύση. Δεν ενδιαφέρονταν και δεν μπορούσαν άλλωστε να συνειδητοποιήσουν από τη μεγάλη θολούρα του κεφαλιού τους ποιος ήταν ο προορισμός τους και γιατί βρίσκονταν εκεί. Τα μουλάρια από ένστικτο τούς κοίταζαν παράξενα και με τα μπροστινά τους πόδια έσκαβαν το χώμα.

Σημάδι ότι διψούσαν, πεινούσαν ή ότι έπρεπε να κινηθούν να φύγουν. Τους απασχολούσε μόνον η χαρά της γνωριμίας και δώσ' του ν' αγκαλιάζονται και να φιλιούνται και να υπόσχονται πως η φιλία τους θα συνεχιστεί με συχνές επισκέψεις στο Μέλνικ και στο Πάνσκο. Γκουσπουντίν Τότιτσια, είσαι αδελφός μου. Και συ Γκουσπουντίν Ιβάντσια, είσαι αδερφός μου και πολλές άλλες εκδηλώσεις που συμβαίνουν πάντα όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση μέθης και μιλάει το κρασί. Οι κάνουλες στα βαρελάκια έπαψαν να τρέχουν που αυτό σήμαινε το τέλος του κρασιού, καθώς και από τα δυο πακέτα σαλάμι έμειναν μόνον τα χαρτιά περιτυλίγματος.

Τους απασχολούσε και τους προβλημάτιζε πώς με δύο στουτίγκι έφαγαν 20 οκάδες σαλάμι και ήπιαν 20 οκάδες κρασί. Το κρασοφιλοσοφούσαν επί ώρα χωρίς όμως να μπορούν να βρουν τη λύση.

Αρχισε να βαραίνει το κεφάλι τους σαν καζάνι, να γυρίζει η γη, να θολώνει το μυαλό και τα μάτια τους καθώς και το στομάχι τους να βαραίνει. Κάθε λίγο σέρνοντας τα πόδια τους, πήγαιναν δίπλα και πίσω από μια μεγάλη βατσινιά και προσπαθούσαν (με κάθε τρόπο) να βγάλουν λίγο κρασί και σαλάμι από το στομάχι τους.

Εχασαν ξαφνικά το κέφι και το τζιχρέ τους (το χρώμα του προσώπου) και τα πόδια τους δεν άντεχαν άλλο. Οπως όπως έγειραν ακουμπισμένοι στις πραμάτειες τους και βυθίστηκαν σε βαρύ ύπνο που το ροχαλητό τους ακούγονταν ως τη βρύση που περνούσαν μερικοί και τους έβλεπαν παράξενα. Οταν, μετά από συχνές επισκέψεις όλη νύχτα προς τη βατσινιά με ζιγκ-ζαγκ, ξημέρωσε, πήγαν στη βρύση και έβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από τους σωλήνες για να συνέλθουν, άρχισαν να συνειδητοποιούν πού βρίσκονταν, τι τους συνέβη και ποιος ήταν ο προορισμός τους.

Οταν τους είδαν τα καημένα τα μουλάρια τους, χλιμίντρισαν από την πείνα και από τη δίψα. Με σκυμμένα τα κεφάλια τους από ακεφιά και ντροπή, σιγά σιγά τα πότισαν και τους έδωσαν να φάνε. Αρχισαν να ξεθολώνουν κάπως τα κεφάλια τους και ύστερα από μια ώρα φόρτωσαν κατσουφιασμένοι τα είδη που μετέφεραν στα μουλάρια, ανέβηκαν καβάλα σε εκείνα που τώρα δεν είχαν κανένα άλλο βάρος αφού το κρασί και το σαλάμι (με δύο στουτίγκι) πήγε στα στομάχια τους και στη συνέχεια πίσω από τη βατσινιά, ξεκίνησαν και έφτασαν στη Σόφια, ύστερα από ώρες, άκεφοι, και στο δρόμο πότε κοιμούνταν και πότε σκέπτονταν το πάθημά τους. Παρέδωσαν τα είδη στους εμπόρους αφού εισέπραξαν την αξία τους για τους δικαιούχους παραγωγούς και το κυρατζηλίκι τους και επέστρεψαν στα σπίτια τους αφού πρώτα αποχαιρετήθηκαν με την υπόσχεση ότι η φιλία τους θα συνεχιστεί.

Ορκίστηκαν πως δε θα ξαναπέσουν στο ίδιο σφάλμα της ασωτίας για το οποίο παραλίγο θα έσκαζαν και ότι δε θα πουν, με όρκο, πουθενά το πάθημά τους. Ομως «ουδέν κρυφό που να μη βγει μια μέρα στο παζάρι», κάπου το μπιστεύθηκε ένας από τους δυο κι έτσι διαδόθηκε αστραπιαία στο Μελένικο, στο Πάνσκο και σε όλο τον κόσμο, πως δυο κυρατζήδες ήπιαν 20 οκάδες κρασί και έφαγαν 20 οκάδες σαλάμι με δυο δεκάρες, στουτίγκι και δεν έσκασαν. Η κωμικοτραγική αυτή ιστορία έφτασε και σε μένα από τον αγαπητό μου φίλο Χρήστο Γώγο από τον Σοχό Λαγκαδά, κάτοικο Τριανδρίας Θεσ/νίκης, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για τα στοιχεία και τους διαλόγους που μου έδωσε της παράξενης αυτής ιστορίας των δύο κυρατζήδων.

Κώστας ΜΠΑΣΛΗΣ

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ  2001

 

                          Καλό σας μεσημέρι….

polidorikiou-sima

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΣΒΥΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ : “ ΟΙ ΣΑΜΑΡΑΔΕΣ “...

IMG_0008

Ο αξέχαστος χωριανός και φίλος Λιδορικιώτης σαμαράς Γιάννης Μποβιάτσης , ο Σαμαρόϊαννος όπως τον λέγαμε ..

Ένα απ’ τα παραδοσιακά επαγγέλματα , που με τα ..χρόνια έσβυσε αδέρφια , είναι και το επάγγελμα του..” σαγματοποιού “ , τ’..σαμαρά , όπως το λέγαμε στα γνήσια Λ’δουρκιώτ’κα ..

Στο χωριό μας , στην μεταπολεμική , τουλάχιστον , περίοδο είχαμε , θυμάμαι , δυό σαμαράδικα , του μπάρμπα Γιάννη Μποβιάτση , του Σαμαρόϊαννου , κάτω στις Λάκκες , και των αδερφών Θανάση και Χρήστου Παλούκη , των..Παλουκαίων , που ήταν λίγο πριν απ’ το Σχολείο μας , όπως ανεβαίνεις προς το Αλωνάκι .

Ο μπάρμπα Γιάννης , καταγόταν απ’ τη Μαυριγιάννη , και είχε παντρευτεί στο Λιδορίκι την κόρη του Χορταριά , Θανάση νομίζω , που ήταν απ’ το Σεβεδίκο , αλλά έμενε στο χωριό μας , και είχε σαμαράδικο .

Οι Παλουκαίοι , κατάγονταν απ’ το Σεβεδίκο , κι’ αυτοί , αλλά παντρεύτηκαν Λιδορικιώτισσες και έμειναν στο χωριό μας , όπου είχαν γιά πολλά-πολλά χρόνια το μαγαζί τους , το..σαμαράδικο .

Τι ..σόϊ μαγαζί ήταν το..σαμαράδικο ; Πως τάχα , μαθαίνονταν η..τέχνη ; Τι εργαλεία χρειάζονταν ; Γιά να δώσουμε απαντήσεις σε όλα αυτά τα..ερωτήματα , ευχής έργο θα ήταν να..κουβεντιάσουμε με κάποιον..σαμαρά , μα δυστυχώς και οι τρείς αγαπημένοι μας χωριανοί και φίλοι , έχουν φύγει απ’ τη ζωή , βέβαια δεν θα σας..αφήσουμε ..έτσι , όοχι βέβαια , πρώτα-πρώτα , έχουμε τις..προσωπικές μας ..αναμνήσεις , όοοχι , δεν φκιάχναμε ..προσωπικάμας ..σαμάρια , όοοχι , αλλά είχαμε γνωρίσει , και καλά-καλά μάλιστα , και τους τρεις Λιδορικιώτες σαμαράδες .

Ας ξεκινήσουμε όμως με κάποιες ..συνεντεύξεις – αφηγήσεις , “ σαμαράδων “ από άλλα μέρη της πατρίδας μας , που δόθηκαν σε μιά σχετική έρευνα του ερευνητικού προγράμματος “ Κιβωτός του Αιγαίου “ , ας τις δούμε..

ΣΑΜΑΡΑΔΕΣ

Απόστολος Καρανικόλας Μανταμάδο – Μυτιλήνης

Ο Απόστολος Καρανικόλας γεννήθηκε το 1927 στο Μανταμάδο. Ο πατέρας του ήταν σαμαροποιός (απ' όπου και το προσωνύμιο «Σαμαράς»), επάγγελμα στο οποίο τον διαδέχτηκαν και οι 4 γιοί του. Ο Απόστολος Καρανικόλας άσκησε το επάγγελμα του σαμαροποιού μέχρι το 1966, οπότε άνοιξε μαγαζί με ψιλικά στο Μανταμάδο. Από το 1948 μέχρι σήμερα είναι ψάλτης και ζει στο Μανταμάδο. Για την απασχόλησή του στη σαμαροποιΐα ο Απόστολος Καρανικόλας αναφέρει:

"Η δουλειά μου ήταν σαμαράς, η πατρική μας, αυτό ήταν. Έμαθα τη δουλειά αυτή αλλά κουρασμένα, διότι κάθε δουλειά θέλει 'σερακλίκι' που λέμε, να πας τσιράκι, να πας υπάλληλος. Εμένα ο πατέρας μου ήταν σε ηλικία πια παρήλικος και καταλάβαινα βέβαια... Είμασταν τέσσερα αδέρφια και όλοι έμαθαν τη δουλειά αυτή, ο ένας σκοτώθηκε στον ανταρτοπόλεμο και έμαθε και επιπλοποιός-μαραγκός, ήταν όλοι δεξιοτέχνες. Αν ήταν σε τρεις μέρες να γίνει το σαμάρι, εγώ το έκανα σε τέσσερις. Στο στρατό είχα αυτή την ειδικότητα, σαμαροποιός, αλλά εκεί είναι να κάνεις άλλα πράγματα, να ράβεις φορδιές, περιδαιρίδες, χαλινά, αυτό με έβαλε σε ιδέα. Στην κατοχή έκανα και πέντε-έξι μήνες τσαγκάρης κατοχικός, λέω αυτό το πράγμα συνδυάζεται με τα σαμάρια, αν πάω στο χωριό πρέπει να προσπαθήσω να το κάνω. Τέλος, όταν απολύθηκα, με θέληση επιμονή και υπομονή, στο απάνω μέρος (στο σαμαράδικο) έκανα ένα καπίστρι την μέρα. Αλλά δεν βγάζεις με τόσο λίγο μεροκάματο, αλλά εγώ εκεί στην καμαρούλα, για να μην κάθομαι κάτω και με ρωτάνε «τί κάνεις, καπιστράς έγινες;» και με απασχολούν και σχολιάζουν, έτσι το είχα πάρει εκεί απάνω. Πήγαινα και κάτω στην Μυτιλήνη και ρωτούσα τους μαστόρους, γιατί από εδώ είχε δουλειά πολλή Μυτιλήνη-Μανταμάδος, είχε πολλά ζώα. Αλλά δεν μου έλεγαν... Ο ένας κάτι μου έλεγε, ο άλλος όχι, αλλά εγώ εκεί πέρα επέμενα και έτσι σιγά-σιγά έμαθα και καπιστράς, έκανα μετά και με κοκάλες και χάντρες εκεί απάνω. Εν πάσει περιπτώσει έγινα και καπιστράς, ο πατέρας μου ζούσε ακόμη και ήταν ενθουσιασμένος, και του έλεγα ότι έπρεπε έναν από εμάς να μας μάθεις, διότι είχαμε παρακοπές από τα δέρματα για τα σαμάρια. Είχαμε δηλαδή υλικά που πριν πήγαιναν κακείν κακώς, ενώ τώρα τα χρησιμοποιούσαμε...

Το σαμάρι ήταν άλλο, ενώ για την πανήγυρη αν πήγαινε κάποιος, θα σέλωνε να πούμε το άλογο ή την φοράδα θα έβαζε να πούμε εκεί πέρα τα ωραία τα χαντρωτά, τα χαϊμαλιά αυτά, ήταν σχολιανά πράματα, ενώ τα άλλα ήταν τα καθημερινά της εργασίας. Ενώ όταν πήγαινες με το σαμάρι έπρεπε να βάλεις ένα καρπετί, μια κουρελού, ένα πλεχτό από πάνω να το καλύψεις αυτό. Σα θα πας στο πανηγύρι έπρεπε να φαίνεσαι πανηγυρτζής, άμα είναι σκέτο σαμάρι είναι σαν να πας στο κτήμα. Το θεαματικό να πούμε, το καλλωπιστικό ήταν οι σέλες, μπροστά τα στηθούρια, πίσω τα επιγλούτια, ήταν άλλη ειδικότητα βέβαια. Οι καπιστράδες τα έφτιαχναν αυτά. Δεν θυμάμαι εγώ εδώ πέρα να είχε καπιστρά, μπορώ να πω ότι εγώ να πούμε ήμουν. Τώρα δεν υπάρχει κατανάλωση, μόνο ο τσαγκάρης φτιάχνει καμιά φορά και με ρωτά πολλές φορές».

(Η μαρτυρία του Απόστολου Καρανικόλα βασίστηκε στις συνεντεύξεις του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου", τον Απρίλιο και Μάϊο του 1997 στον Μανταμάδο .

Ας έρθουμε τώρα λίγο πιό..κεντρικά , σε άλλη μιά..μισο..νησιώτικη περιοχή , στην Εύβοια , να δούμε τι μας λένε εκεί γιά τους..” σαμαράδες “…

ΣΑΜΑΡΑΔΕΣ

ΤΑ ΥΠΟΖYΓΙΑ

Για μια και μόνο φορά στη ζωή της, όπως διηγείται η κυρά-Λένη σήμερα, της είχε μιλήσει άσχημα ο άνδρας της σε όλη τους την κοινή ζωή. Όταν είχε μουσκέψει πολύ το μουλάρι τους από ιδρώτα κι αυτή το άφησε χωρίς να το περιποιηθεί. Ο λόγος που μπορούσε σίγουρα να κάνει έναν συμπατριώτη μας να θυμώσει ήταν να κακομεταχειριστεί κάποιος το ζώο του. Τα ζώα ήταν απαραίτητα για τους ανθρώπους τότε. Ήταν τα τακίμια τους και η επιβίωση τους. Ένα μουλάρι ή ένα άλογο ήταν ολόκληρη περιουσία. Γνωστές είναι οι ιστορίες για ανθρώπους που ξαναπήγαν στο στρατό από μόνοι τους, επειδή τους είχαν επιτάξει το ζώο και δεν ήθελαν να το χάσουν από τα μάτια τους. Πήγαιναν μαζί για να το φροντίσουν προσωπικά και φυσικά να το πάρουν πίσω στο τέλος της επίταξής του. Τα υποζύγια μετέφεραν τους ίδιους, καθώς και οτιδήποτε χρειαζόταν να κουβαληθεί σε μεγάλες ποσότητες κι επίσης ήταν η βασική βοήθεια στις αγροτικές δουλειές. Για αυτό τον λόγο τα πρόσεχαν, τα είχαν μέσα στα σπίτια τους ή στα κατώγια και τα πρώτα σπαρτά που μάζευαν και έβαζαν στον πλέχτη ήταν τα σανά, δηλαδή οι ζωοτροφές. Πολλά επαγγέλματα είχαν σαν αντικείμενο τα υποζύγια. Οι σαμαράδες, για παράδειγμα, φρόντιζαν για το «ρούχο» του ζώου, το σαμάρι και οι καλιγωτές τους έβαζαν «παπούτσια», δηλαδή τα πετάλωναν. Επίσης οι σιδεράδες έφτιαχναν τα πέταλα, τα κολτσάκια και τα άλλα σιδερένια αντικείμενα για το όργωμα και τις άλλες αγροτικές δουλειές. Οι χαμουτζήδες έφτιαχναν τα δερμάτινα κι οι τσαμπάσηδες τα εμπορεύονταν.

Ο Κώστας Μακρής απεβίωσε στις 3-3-2006. Το σαμαράδικο του κύρ-Κώστα το είχαμε επισκεφθεί λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ο ίδιος μας είχε αποκαλύψει τα μυστικά της δουλειάς του. Έφτιαχνε και επιδιόρθωνε σαμάρια καθώς και όμορφες διακοσμητικές κατασκευές. Το επάγγελμα, όπως μας είχε πει, περνούσε από πατέρα σε γιό. Αυτός είχε μάθει την δουλειά από τον πατέρα του . Τόσο η κατασκευή όσο και οι επιδιορθώσεις είναι τέχνη δύσκολη. Το σαμάρι είναι όπως ένα ρούχο και πρέπει να εφαρμόζει τέλεια πάνω στο ζώο. Ένα καλό σαμάρι μπορεί να κρατήσει και πάνω από 15 χρόνια. Τα ζώα για να σαμαρωθούν πρέπει να έχουν κλείσει τα τρία χρόνια. Έως αυτή την περίοδο και όσο είναι πουλάρια ακολουθούν τα μεγαλύτερα ζώα όπου εργάζονται, έτσι ώστε να είναι έτοιμα για δουλειά όταν μεγαλώσουν. Για να συνηθίσουν τα ζώα το σαμάρι, τους βάζουν στην αρχή πανιά ή κουβέρτες στη πλάτη , τα οποία τα δένουν με τριχιά κάτω από την κοιλιά. Οι παραγγελίες ποικίλουν και είναι θέμα συμφωνίας.

Ο σαμαράς δεχόταν την παραγγελία στο μαγαζί ή πήγαινε κι ο ίδιος να κλείσει την samarades.jpg_6.jpgσυμφωνία και να πάρει μέτρα. Πολλές ήταν οι περιπτώσεις

που ψόφαγε κάποιο ζώο ενώ είχε δοθεί η παραγγελία και ο πελάτης δεν πήγαινε να το πάρει. Στην περίπτωση αυτή ο σαμαράς δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει αλλού, μιας και τα μέτρα για το κάθε ζώο ήταν διαφορετικά.

samarades.jpg_7.jpg

Εργαλεία του σαμαρά

1) Σκεπάρνι ειδικό για πελέκημα.

2) Κουφοσκέπαρνο για περισσότερο φάρδος. Μόνο για το μπροστινάρι.

3) Δυο στενά σκεπάρνια (στενοσκέπαρνα) για καθαρισμό των θηλυκωμάτων.

4) Τρία έως έξι σκαρπέλα διάφορα. Βασικά ένα φαρδύ (2,5-3 πόντοι) ένα λιγότερο φαρδύ (2πόντοι) κι ένα στενό (1πόντος). Τα σκαρπέλα χρησιμοποιούνται για τις ενώσεις του πισιναριού που είναι ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό.

5) Δυο πριόνια ένα ψιλό και ένα μεγαλύτερο.

6) Το σμιλάρι έχει μήκος 25 πόντους και κάνει προτρυπήματα για τριβελίσμα και δημιουργία θηλών.

7) Το ματικάπι κάνει τις μεγάλες τρύπες αλλά και τις μικρές για να περνάνε τα κολτσάκια.

8) Ο ξυλοκόπανος χρησιμοποιείται σε όλα τα σκαρπέλα και όλα τα σμιλάρια. Για την κατασκευή του σαμαριού δεν κάνει το κανονικό σκεπάρνι, είναι λεπτή δουλειά και θα κάνει ζημιά.

ΤΑ ΜΕΡΗ:

- Τα ξύλινα

Οι σαμαράδες αγόραζαν πολλά έτοιμα ξύλα ενώ άλλα τα έφτιαχναν μόνοι τους. Μάζευαν ξύλα σε μεγάλες ποσότητες για να έχουν όλο τον χρόνο. Το καλύτερο ξύλο σε ποιότητα είναι το ξύλο πλατάνας, ενώ το καλύτερο ξύλο για φιγούρα είναι το ξύλο μουριάς. Τα ξύλα κόβονται μόνο τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και έως τα μέσα Δεκεμβρίου. Από εκεί κι ύστερα δεν κάνουν γιατί φουσκώνουν από την υγρασία. Το καλοκαίρι είναι εντελώς ακατάλληλα γιατί το ξύλο δεν προλαβαίνει να νευρώσει και δεν ψήνεται. Βασικά ξύλινα μέρη του σαμαριού είναι:

  • Μπροστινάρι: Το μπροστινό μέρος του σαμαριού. Είναι ένα συμπαγές ημικύκλιο που εφαρμόζει στις πλάτες του ζώου και καταλήγει προς τα κάτω σε δυο ανοιχτά ξύλα.
  • Πισινάρι: Το πίσω μέρος του σαμαριού. Το πιο δύσκολο όσον αφορά την εύρεση ξύλου μιας και πρέπει να βρεθεί έτοιμο σε σχήμα. Δυο ξύλα που κατεβαίνουν σε καμπύλη και εφαρμόζουν στα καπούλια του ζώου. Το επάνω μέρος σχηματίζει ένα Χ.
  • Παΐδες: Οι κάθετες σανίδες που ενώνουν το μπροστινάρι και το πισινάρι. Έχουν ελάχιστη καμπή ανάλογα με το ζώο.
  • Πανωπάιδα: Οριζόντιες παΐδες στο πάνω μέρος του σαμαριού, και το σημείο όπου κάθεται ο άνθρωπος. Τα πανωπάιδα έχουν μια σχετική καμπή και κατασκευάζονται σε σχήμα οβάλ.

- Η στρωμνή

Όπως έλεγαν παλαιότερα, «θέλει μυαλό και γνώση να φτιάξεις του γαϊδουριού τη στρώση». Η στρωμνή προστατεύει το ζώο από τα ξύλα του σαμαριού. Είναι ένας σάκος ο οποίος παλαιότερα γέμιζε με σίκαλη και μεταγενέστερα με φουσκί. Το φουσκί είναι υδρόβιο φυτό που βγαίνει στους βάλτους και μαζεύεται με μεγάλο κόπο, εφόσον αυτοί που το μαζεύουν μπαίνουν μέσα στον βάλτο, το κόβουν με την κόσα (κοφτερό εργαλείο ) και το μαζεύουν με τσουγκράνα. Πολύ φουσκί έβγαζε η Κωπαΐδα και ο Έβρος. Το εξωτερικό της στρωμνής είναι από δέρμα ή πανί ανάλογα με το πορτοφόλι του καθενός και πάνω σε αυτό έβαζαν τα ξύλινα μέρη του σαμαριού. Το εσωτερικό είναι από σαμαροσκούτι, που είναι υφασμένο από υποπροϊόντα του μαλλιού. Αυτό έρχεται σε επαφή με το δέρμα του ζώου και γι' αυτό πρέπει να είναι μαλακό.

- Τα δερμάτινα

Τα δερμάτινα τα πουλούσαν έτοιμα οι χαμουτζήδες αν και οι περισσότεροι σαμαράδες της περιοχής μας, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, τα έφτιαχναν μόνοι τους, γιατί δεν τους συνέφερε να τα αγοράσουν. Τα δέρματα του σαμαριού ήταν από τραγί και τα έλεγαν βακετόδερμα ή σαμαρόδερμα. Ήταν μαλακό κατεργασμένο δέρμα ούτως ώστε να πιέζει το δέρμα του ζώου χωρίς να του προκαλεί τραύματα.

Μπαλτούμια: Τρεις δερμάτινες λουρίδες στα καπούλια του ζώου. Το ένα είναι κάτω από την ουρά και τα δυο πάνω από την ουρά σταυρωτά. Το ένα από τα δυο δερμάτινα (πανωκάπουλα) περνούσε γύρω από το σαμάρι μέσα από τις παΐδες για να μην φεύγει μπρος ή πίσω.

Μπροστελίνα: Δερμάτινη ζώνη που δένει το σαμάρι στην κοιλιά του ζώου. Στηρίζεται στις πάνω παΐδες.

Όταν το ζώο πήγαινε σε ανηφορικό μέρος και για να μην φεύγει προς τα πίσω έβαζαν το μπροστοσκοίνι.

Τα σιδερένια μέρη του σαμαριού παλαιότερα τα έφτιαχναν οι σιδεράδες του χωριού.

Κολτσάκια: Λάμες με δυο στρογγυλά σίδερα σαν τσιγγέλια.

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ

Στο πρώτο στάδιο της κατασκευής οι σαμαράδες, φτιάχνουν το ξύλινο μέρος. Βάζουν στην άκρη τις 4 παΐδες, το μπροστινάρι, το ζευγάρι για το πισινάρι και τα δυο πανωπάϊδα. Ανοίγονται οι τρύπες στο μπροστινάρι με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε οι παΐδες να περνούν εφαρμοστές. Αρχικά περνούν τις τέσσερις παΐδες στις τρύπες στο μπροστινάρι και ύστερα μετρούν τους πόντους που θέλουν για το κάθε ζώο και ταιριάζουν και το πισινάρι. Ανοίγουν τις τρύπες και στο πισινάρι και τις εφαρμόζουν. Τα δυο πανωπάιδα πρέπει να προεξέχουν στο μπροστινάρι για να δένονται οι τριχιές. Δεύτερο στάδιο τα κολτσάκια. Αφού τα τοποθετήσουν το ένα πίσω και το άλλο στο μπροστινάρι στα πανωπάιδα που προεξέχουν. Βάζουν το κολιτσάκι του μπροστινού μέρους να κοιτά μπροστά και το πίσω προς τα πάνω. Αυτό γίνεται για να δένονται καλύτερα οι τριχιές. Σειρά έχουν τα δερμάτινα .Μπαλτούμια για να πιάνεται το πίσω μέρος, τα καπούλια, και η μπροστελίνα για το στήθος. Τελευταίο στάδιο είναι το ταίριασμα της στρωμνής στα ξύλα. Αφού την κόψουν περνούν το σκουτί από μέσα και την λινάτσα από έξω. Το ενδιάμεσο κούφωμα για να μπαίνουν οι ωμοπλάτες(καρίνα, νταβί). Το γεμίζουν με φουσκί , το οποίο πρέπει να είναι στη σωστή ποσότητα, μιας και κάθεται από το βάρος.

Για να είναι ανθεκτικό το σαμάρι και να προφυλάσσεται από τον ήλιο και την βροχή το πέρναγαν με ειδική αλοιφή την οποία είχαν φτιάξει από μουργκόλαδο, ξύδι, λάδι, και λίγο αλάτι.

Από την δεκαετία του 1960 και την σταδιακή επικράτηση του αυτοκινήτου ήρθε και το τέλος των σαμαράδων. Έως αυτή την περίοδο στην Χαλκίδα υπήρχαν τέσσερις σαμαράδες και πέντε χαμουτζήδες. Στα Ψαχνά υπήρχαν δυο σαμαράδικα, ένα του Αποστόλη Ντρέκη και ένα άλλο των αδερφών Μήτσου και Κώστα Τσίρη. Στην Μακρυκάπα του Δημήτρη Αλαφάκη, στους Καθενούς του Αντώνη Λιάρου , στους Στρόπωνες του Γιάννη Σίδερη (Χουής), στην Στενή του Παύλου Γιαλού, του Τάκη Κυράνα ,του Μήτσου Μαστρογιάννη, του Σπύρου Μακρή και στους Βούνους του Κώστα Μακρή. Τελευταίος σαμαράς στη Χαλκίδα ήταν ο Γιώργος Παύλου, και τελευταίος χαμουτζής ο Στέλιος Λούκας. Στην περιοχή μας τελευταίος σαμαράς είναι ο Τάκης Κυράνας.

Βέβαια , δεν θα μπορούσε να μην περάσουμε και λίγο κάτω απ’ τ’ …αυλάκι..στην περιοχή Αιγίου…

Πεταλωτής – Σαμαράς

Γεννήθηκε στην Σελιάνα, πέρασε φτωχά αλλά ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Στα παιχνίδια του μαζί με τα πέντε αδέλφια του, πολλές φορές χρησιμοποιούσε το καλυγοσφύρι και την τανάλια.

Ο πατέρας του παρότρυνε τα παιδιά να γίνουν φαναράδες ή Σαμαράδες, έλεγε ότι αυτή η δουλειά ήταν σίγουρη, είχε ψωμί και πελατεία εξασφαλισμένη. Του άρεσαν τα γράμματα, κυρίως τα μαθηματικά, όμως τα χρόνια ήταν δύσκολα κανένα από τα 6 παιδιά δεν ήταν δυνατό να αντεπεξέλθει στα έξοδές για σπουδές.

Έτσι πολύ μικρός πήγε κοντά στον κ. Δημήτρη Ντότα (Σαμαρά) και έμαθε την τέχνη του. Δούλεψε κοντά του μέχρι που πήγε στο στρατό, στο τμήμα των πεταλωτών. Το τάγμα του είχε 120 μουλάρια και 3 άλογα για τους ανώτερους αξιωματικούς. Τελείωσε τον στρατό το 1953 και αμέσως άνοιξε μαγαζί στο Αίγιο (Σουλιώτη 10)

Το να δουλεύεις κοντά στα άλογα για τον κ. Διαμαντόπουλο είναι συγκλονιστική εμπειρία, ακόμη και η χαρακτηριστική μυρωδιά τους, (που σε μερικούς απωθητική) αυτού του άρεσε. Όταν κόβεις το νύχι του αλόγου η μυρωδιά είναι περίεργη , ποτέ δεν τον ενόχλησε. Δεν υπάρχει καθαρότερο ζώο από το άλογο, όταν ο κουβάς μυρίζει, δεν πίνει νερό. Η εμπειρία τόσων χρόνων και η αγάπη του συντέλεσε ώστε να είναι ένας εμπειρικός κτηνίατρος, μπορεί αμέσως να υπολογίσει την ηλικία των ζώων (από τα δόντια), κάποιες αρρώστιες που μπορεί να το βασανίζουν κ.π.λ.

Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για το πετάλωμα είναι το καλυγοσφύρι (εργαλείο που κόβει τα καρφιά), η τανάλια, η λίμα και το σουτράνι (που κόβει τα νύχια). Για τα σαμάρια σκεπάρνι, στενοσκέπαρνο κ.λ.π. Τα σαμάρια εμπορίου (τυποποιημένα) απέτυχαν, το ίδιο και τα πλαστικά αυτό γιατί άλλο άλογο μπροστόβαρο, άλλο πισόβαρο, άλλο έχει κοιλιά, πλάτη περίεργη, είναι στενόμακρο κ.λ.π. η τέχνη του σωστού Σαμαρά είναι να μπορεί να προσαρμόσει το Σαμάρι στην σωματική διάπλαση των ζώων (μουλάρια, άλογα, γαϊδούρια). Μερικά άλογα φορούν σέλες, αυτές πανάκριβες και τεχνίτης γι’ αυτές υπάρχει μόνο στην Αθήνα-

Ήμουνα και είμαι ευχαριστημένος από την δουλειά μου, τα χρήματα που κέρδιζα ήταν αρκετά, απέκτησα γνωριμίες, φιλίες. Θα συνεχίσω να εργάζομαι, έχω υποχρέωση σε πολλούς πελάτες μου, δεν μπορώ να αρνηθώ τις υπηρεσίες μου τώρα που απέμεινα μόνος μου. Παλιά είμαστε 70 σαμαράδες και πεταλωτές. Πιστεύει ότι το επάγγελμά του, αν και πολλοί το αποφεύγουν να το ακολουθήσουν, έχει μέλλον. Η Ελλάδα είναι γεωργική, κτηνοτροφική και με πολύ τουρισμό χώρα. Το έδαφος είναι δύσβατο σε πολλές περιοχές, έτσι τα ζώα πλησιάζουνε σε ρέματα και δύσκολα κτήματα.

Αν κάποιο παιδάκι επιθυμεί να μάθει την τέχνη του με μεγάλη του χαρά θα το μυήσει στα μυστικά της.

Στη βόρεια Ελλάδα , αλλά και σε πολλά άλλα μέρη , επηρεασμένα απ’ το προσφυγικό στοιχείο , ο “ σαμαράς “ λέγεται και..” σαμαρτζής “…

ΣΑΜΑΡΑΣ Η…ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ.

%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%BF+%CE%B1%CF%80%CF%8C+xlopuyy.jpg

ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ , ΠΟΥ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΧΑΝ ΤΑ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙΑ , ΤΑ ΜΟΥΛΑΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ , Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΕΣΟ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗΣ , ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΟΛΑ ΩΣ ΖΕΥΓΑΡΙ ΝΑ ΟΡΓΩΝΕΙ , ΣΠΕΡΝΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΛΩΝΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΤΗΣ ΣΟΔΙΑΣ ΤΟΥ !

samaras.jpg

ΑΥΤΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΦΤΙΑΧΝΕ ΤΑ ΣΑΜΑΡΙΑ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΖΩΝΤΑΝΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ , ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΑΙ ΗΘΕΛΕ ΜΕΓΑΛΗ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΙΣ ΕΝΑ ΣΑΜΑΡΙ !

samari_3.jpg

AM06.jpg

ΘΥΜΑΜΑΙ , ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΝΑ ΦΤΙΑΞΟΥΜΕ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΣΑΜΑΡΙ ΣΤΟΝ ΓΑΪΔΑΡΟ Ή ΣΤΑ ΜΟΥΛΑΡΙΑ , Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕ ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΣΤΟ ΣΤΟΝ ΣΑΜΑΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΙ ΤΑ ΜΕΤΡΑ , ΟΠΩΣ ΚΑΝΑΝΕ ΠΑΛΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΑΦΤΕΣ , ΕΤΣΙ ΚΑΙ Ο ΣΑΜΑΡΑΣ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΕΤΡΗΣΕΙ ΤΟΝ ΛΑΙΜΟ ΤΟΥ ΖΩΝΤΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΙΣΩ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ , ΩΣΤΕ ΝΑ ΤΟΥ ΕΡΘΕΙ ΤΟ ΣΑΜΑΡΙ "ΓΑΝΤΙ" , ΟΠΩΣ ΕΛΕΓΕ Ο ΣΑΜΑΡΑΣ !

080121_donkey.jpg

ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο "ΛΑΓΙΟΣ" , ΕΤΣΙ ΤΟΝ ΕΛΕΓΕ Ο ΠΑΠΟΥΣ ΜΟΥ ΤΟΝ ΓΑΪΔΑΡΟ , ΕΚΑΝΕ ΤΗΝ ΠΕΡΑΤΖΑΔΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ "ΞΙΣΤΡΩΤΟΣ" (ΧΩΡΙΣ ΣΑΜΑΡΙ) , ΚΑΙ ΑΝ ΣΥΝΑΝΤΟΥΣΕ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΑ "ΟΜΟΡΦΗ" ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ , ΑΠΕΔΙΔΕ ΤΟΝ ΓΝΩΣΤΟ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΑΚΟΥΓΟΤΑΝ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ !

samari.jpg

samari%20(3).jpg

ΒΕΒΑΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΝΑ ΣΑΜΑΡΙ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΝ Ο ΣΑΜΑΡΑΣ ΔΙΑΦΟΡΑ ΥΛΙΚΑ , ΟΠΩΣ ΞΥΛΟ ΜΟΥΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΑΜΑΡΙ , ΣΑΜΑΡΟΣΚΟΥΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΑΡΙΟΥ , ΤΟ ΣΑΜΑΡΟΣΚΟΥΤΟ ΤΟ ΕΦΤΙΑΧΝΑΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΙΟ , ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΜΑΛΙ ΓΙΔΑΣ & ΠΡΟΒΑΤΟΥ ΜΑΖΙ , ΑΥΤΟ Ο ΣΑΜΑΡΑΣ ΤΟ ΕΒΑΖΕ ΣΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΑΜΑΡΙΟΥ , ΩΣΤΕ ΝΑ ΑΠΟΡΡΟΦΑ ΤΟΝ ΥΔΡΩΤΑ ΤΟΥ ΖΩΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΜΑΛΑΚΟ , ΕΝΩ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΕΡΑΒΕ ΚΥΡΙΩΣ ΚΑΡΑΒΟΠΑΝΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΜΕ ΔΕΡΜΑ !

153479-%CE%B3%CE%B1%CE%B9%CE%B4.jpg

siderreal0021.jpg

ΕΤΣΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΛΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ Ή ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΔΟΚΙΜΗΣ ΤΟΥ ΣΑΜΑΡΙΟΥ , Ο ΣΑΜΑΡΑΣ ΕΒΑΖΕ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ "ΠΙΝΕΛΙΕΣ" ΕΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΑΜΑΡΙ , ΕΒΑΖΕ ΤΑ "ΚΟΛΙΤΣΑΚΙΑ" (ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΑΓΓΙΣΤΡΑ) ΕΜΠΡΟΣ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΣΑΜΑΡΙ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΝΟΥΝ ΤΙΣ "ΤΡΙΧΙΕΣ" (ΤΟ ΣΧΙΝΙ) ΠΟΥ ΘΑ ΦΟΡΤΩΝΟΥΝ ΤΑ ΞΥΛΑ ΤΟΥ Ή ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΑΜΑΡΙ . ΤΕΛΟΣ ΚΑΡΦΩΝΕ ΜΕ ΣΑΜΑΡΟΠΡΟΚΕΣ Ή ΚΟΣΚΙΝΟΠΡΟΚΕΣ ΤΑ ΑΡΧΙΚΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΚΕΝΤΙΔΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΛΙΔΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΩΡΑΙΟ , ΑΝ ΗΘΕΛΕ Ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΒΑΖΕ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑ !

b8.jpg

Ο ..εισαγωγικός περίπατος στα παραδοσιακά επαγγέλματα που ..έσβυσαν η..σβύνουν , με το χρόνο ,΄γιά πολλούς και διαφόρους λόγους , μας έφερε στη..γειτονιά των..” σαμαράδων “ , πήραμε μιά πρώτη..γεύση , και απομένει να προχωρήσουμε στα..δικά μας , στα σαμαράδικα του Λιδορικιού , που εξυπηρετούσαν , τον παλιό καλό..καιρό , όλα , σχεδόν , τα χωριά της ..Δωρίδας , αλλά ..αύριο όμως …και φυσικά , θα το παρουσιάσουμε το θέμα..ολοκληρωμένο..

   ‘Οπως λοιπόν είπαμε , στο χωριό μας , υπήρχαν , την μεταπολεμική περίοδο , τουλάχιστον , δυό ..” σαμαράδικα “ , του Γιάννη Μποβιάτση , που το είχε μαζί με τον πεθερό του , τον Χορταριά η..Φαρμακαντέρη , και των αδελφών Παλούκη , Θανάση και Χρήστου .

   Ο Μποβιάτσης , είχε στο μαγαζί στις Λάκκες , όπου ήταν και το σπίτι του , μπροστά λοιπόν , προς το δρόμο , ήταν μιά μικρή κάμαρη , όπου στεγαζόταν το σαμαράδικο , και πίσω ήταν το σπίτι , με την αυλή και το μπαλκόνι του , ακριβώς δε απέναντι ήταν και ένα άλλο μαγαζί , απ’ αυτά που..εξαφανίσθηκαν με το χρόνο , η “ λανάρα “ , αλλά γι’ αυτή θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά..

  Οι Παλουκαίοι , είχαν το μαγαζί , πιό πάνω , προς το κέντρο , όπως ανεβαίνουμε δεξιά , λίγοπριν το παλιό Δημοτικό σχολείο , που τώρα είναι η αρχαιολογική συλλογή , και εδώ το μαγαζί ήταν στο πλάϊ του σπιτιού του Θανάση Παλούκη , ήταν κι’ αυτό ένας ..ξεχωριστός μικρός χώρος , γεμάτος από..σαμαροπαίδες , σκελετούς σαμαριών , και εργαλεία της δουλειάς , και έξω , στον τοίχο , υπήρχαν , και υπάρχουν ακόμα , δυό μεταλλικοί χοντροί κρίκοι , μπηγμένοι και στερεωμένοι καλά-καλά , απ’ τους οποίους έδεναν τα ζώα , είτε γιά να τους πάρουν..μέτρα γιά…σαμάρι , είτε να τα πεταλώσουν , γιατί οι τότε ..σαμαράδες , ήταν και..πεταλωτές , όπως ήταν βέβαια και οι..” γύφτοι “ οι..σιδεράδες δηλαδή..

   Την εποχή , στην οποία αναφερόμαστε , το Λιδορίκι ήταν το ..εμπορικο..οικονομικό κέντρο της Επαρχίας Δωρίδος , είχε , βέβαια , και όλες τις Δημόσιες Υπηρεσίες , και έτσι κάθε μέρα ήταν ..γεμάτο από κατοίκους των γειτονικών χωριών , αφού την εποχή εκείνη πάνω από 35-40 χωριά , τροφοδοτούνταν απ’ το χωριό μας , αλλά και διεκπεραίωναν και διάφορες δουλειές τους , χαρακτηριστικό δε είναι το ότι , σε πολλά σημεία , κυρίως κοντά στα μαγαζιά και τις πλατείες , υπήρχαν και μερικές ..προχειρο..κακογραμμένες ταμπελίτσες , με το ..περίφημο “ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ  ΤΟ ΔΕΣΙΜΟ ΤΩΝ..ΖΩΩΝ “ , βλέπετε εξ..απανέκαθεν υπήρχε στο χωριό μας το πρόβλημα της..στάθμευσης των..οχημάτων !!

  Όπως δε συνέβαινε με τα εμπορικά καταστήματα , έτσι και στα σαμαράδικα , το κάθε μαγαζί , είχε , λόγω..συγγενείας , κουμπαριάς , φιλίας , και γιατί όχι και..συμφέροντος , τη δική του πελατεία , και θα μπορούσαμε να πούμε , τα δικά του ..χωριά , γιατί μάλλον έτσι κατανέμονταν οι..πελάτες , κατά ..χωριό ..π.χ , στα εμπορικά , ο Κουλόπουλος είχε , σχεδόν..αποκλειστικά , τον Κονιάκο , Λευκαδίτι , κλπ..

   Ο Μποβιάτσης , είχε περισσότερες ..παρτίδες , με Πεντάπολη , Στρούζα , Μαυριγιάννη , λόγω..καταγωγής , αλλά είχε και με Σεβεδίκο και  Άβορο , λόγω καταγωγής του πεθερού του , όπως όμως και οι Παλουκαίοι , που ήταν κι’ αυτοί απ’ το Σεβεδίκο..

   Τα πρωινά λοιπόν , έβλεπες , …αραγμένα , έξω απ’ τα σαμαράδικα , δεμένα..φυσικά , τα ..γαϊδουρομούλαρα , να περιμένουν τη ..σειρά τους , είτε γιά..πετάλωμα , είτε γιά..μέτρα σαμαριών , και βέβαια , εκεί..γυρόφερναν και οι..ιδιοκτήτες , παζαρεύοντας , συνήθως , τις τιμές και δίνοντας και τις σχετικές..οδηγίες , γιατί υπήρχαν και οι..μερακλήδες , που ήθελαν κάτι το..ξεχωριστό , όχι..ό,τι ..κι’ ό,τι..

  Οι σαμαράδες όμως , έφκιαχναν και άλλα είδη πρώτης ανάγκης γιά τους γεωργοκτηνοτρόφους , έφκιαχναν κρασοβάρελα , τυροβάρελα , βαρέλες γιά νερό , καρδάρες , τσίτσες , ακόμα και..κλειδοπίνακα , βέβαια έφκιαχναν και..βεδούρες , στις οποίες οι τσοπάνηδες έπηζαν γιαούρτι , αν και στις βεδούρες ο πιό ..μερακλής ήταν ο μπάρμπα Λιάς ο Κάγκαλος , ο..Βζωνολιάς , οι βεδούρες του οποίου ήταν..έργα τέχνης , και έχουν μείνει στην Λιδορικιώτικη..ιστορία .

   Με τα χρόνια όμως , τον περιορισμό των μεταφορικών..ζωντανών  και την ..ερήμωση των χωριών μας , τα σαμαράδικα , όπως και όλα σχεδόν τα Λιδορικιώτικα μαγαζιά , μέρα τη μέρα..λιγόστευαν , αφού λιγόστευε , φυσικά , κι’ ο κόσμος , και κάποια στιγμή ..έσβυσαν..

   Ο μπάρμπα Γιάννης ο Μποβιάτσης , πέφτοντας η..δουλειά , αλλά και ..περνώντας και τα χρόνια , τα παράτησε , και κατέβηκε στην Αθήνα , στα παιδιά του , οι Παλουκαίοι , αφού πιά δεν υπήρχε ..ψωμί στα ..σαμάρια , άλλαξαν..ειδικότητα , και γιά κάμποσα χρόνια ασχολήθηκαν με τα..υδραυλικά , και τα κατάφεναν και ..καλά..καλά , μάλιστα , το μαγαζί τους βέβαια , υπάρχει ακόμα , με τους κρίκους απέξω , και μέσα , αμα καλοκοιτάξεις απ΄τα τζάμια της πόρτας όλο και κάποια..εργαλεία αλλά και παλιά..υλικά , θα δεις , ξεχασμένα στο..χρόνο , αφού ο μπάρμπα Θανάσης πάνε χρόνια που ..έφυγε , αλλά κι’ ο Χρήστος , πριν λίγα..

                     Καλό σας βράδυ …

        polidorikiou-sima