Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

EΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ


Τα Χριστούγεννα , αγαπημένοι μας φίλοι , είναι πια..παρελθόν , σε λίγο " αλλάζει " ο χρόνος , μια καινούρια χρονιά έρχεται , και ποιός άραγε ξέρει τι θα μας φέρει . Εμείς πάντως , γιορτάζουμε τον ερχομό της με γιορτές και..πανηγύρια .

   Ας δούμε όμως , σε συντομία , πως υποδεχόμαστε τον καινούριο χρόνο στην πρώτη του μέρα , την Πρωτοχρονιά.

        Πρωτοχρονιά

Η Πρωτοχρονιά γιορτάζεται σ’ όλο τον κόσμο με μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα και με διάφορες εκδηλώσεις. Κατά την ημέρα αυτή γίνεται ανταλλαγή επισκέψεων και δώρων και επικρατούν διάφορα έθιμα, όπως της βασιλόπιτας κ.ά., τα οποία μας κληροδότησαν οι Βυζαντινοί πρόγονοί μας, γιατί, σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, ούτε οι Έλληνες ούτε οι Ρωμαίοι γιόρταζαν την πρώτη μέρα του χρόνου. Οι δύο αυτοί λαοί που εκπροσωπούν τον αρχαίο κόσμο, συνήθιζαν να γιορτάζουν την πρώτη ημέρα κάθε μηνός. Οι περισσότερες μάλιστα ελληνικές πόλεις δε συμφωνούσαν ούτε ως προς την αρχή του χρόνου. Το ίδιο συνέβαινε και ανάμεσα στους ανατολικούς λαούς.

Η 1η Ιανουαρίου σαν αρχή του χρόνου επικράτησε να γιορτάζεται στη Ρώμη από το 48 π.Χ., την εποχή δηλαδή του Καίσαρα, και πήρε πολλά στοιχεία από τη ρωμαϊκή γιορτή Σατουρνάλια. Από τότε την 1ηΙανουαρίου δέχτηκαν σαν Πρωτοχρονιά όλοι οι λατινογενείς λαοί, καθώς και όλοι οι ρωμαιοκρατούμενοι λαοί.

Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία, της εποχής κυρίως του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επειδή ήθελε να χωρίσει τους Χριστιανούς από τους ειδωλολάτρες, απαγόρευε στους χριστιανούς να γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά όπως εκείνοι. Τα αποτελέσματα όμως της απαγόρευσης αυτής ήταν πολύ μικρά. Απαλείφτηκαν μόνο τα στοιχεία εκείνα που έρχονταν σε τέλεια αντίθεση προς τη χριστιανική ηθική.

Η Πρωτοχρονιά λοιπόν, όπως αυτή διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση της Εκκλησίας και τη σύνδεσή της με τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου, διαιωνίστηκε μέχρι σήμερα σαν λαϊκή γιορτή. Τα σημαντικότερα έθιμα αυτής είναι τα ακόλουθα:

· Η διανομή στα παιδιά δώρων, τα οποία οι νοικοκυρές παρασκευάζουν στα σπίτια. Αυτά κυρίως είναι γλυκίσματα, όπως κουραμπιέδες, μελομακάρονα κ.ά.

· Συντροφιές μικρών παιδιών από την παραμονή ψάλλουν τα κάλαντα στα σπίτια και στα μαγαζιά και μαζεύουν φιλοδωρήματα.

· Τα μεσάνυχτα της παραμονής, λίγα δευτερόλεπτα πριν από τις 12, σβήνουν τα φώτα και οι οικογένειες γύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι ψάλλουν ύμνους, ανταλλάσσουν φιλιά και κόβουν την πατροπαράδοτη βασιλόπιτα. Εκείνος μάλιστα που βρίσκει στο κομμάτι του το νόμισμα, που είναι κρυμμένο μέσα σ’ αυτήν, θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς.

· Πολλοί καλούν έναν που να έχει «καλό ποδαρικό» το πρωί της Πρωτοχρονιάς.

· Επίσης δε δίνουν τίποτα έξω από το σπίτι, δε ρίχνουν νερό έξω από αυτό και δεν αναφέρουν ονόματα επιβλαβών ζώων, εντόμων κ.λπ.

(Από την εγκυκλοπαίδεια 2002)

Ο Αι Βασίλης

Την ημέρα του αγίου Βασιλείου(πρωτοχρονιά) έχουμε την προσμονή ενός ταπεινού και καλού Έλληνα αγίου με ταμαύρα γένια και το σκούρο φτωχό ράσο, που έρχεται από την Καισάρεια της Καππαδοκίας (Μικρά Ασία) να ευλογήσει τα σπιτικά μας και να πάρει το δικό του κομμάτι από τη βασιλόπιτα (βγάζομεένα του Χριστού, ένα της Παναγίας, ένα του αγίου Βασιλείου, ένα του φτωχού, ένα του σπιτιού, και μετά τα δικά μας –αν πέσει το φλουρί του Χριστού, της Παναγίας ή του αγίου Βασιλείου, το δίνουμε στην εκκλησία).

Αυτός είναι ο άγιος Βασίλειος, ο φιλάνθρωπος επίσκοπος του 4ουαιώνα μ.Χ., ο άνθρωπος των γραμμάτων ο ταπεινός και θαυματουργός (ένας από τους Τρεις Ιεράρχες), και όχι ο πονηρούλης Santa Claus που εισήχθη από την Αμερική για να διαφημίσει αναψυκτικά και την πραμάτεια των εμπόρων. Καλός είναι κι αυτός (με την άσπρη γενειάδα και το βαθύ γέλιο και την ταλαιπωρία του –λόγω κοιλίτσας– να χωρέσει από τις καμινάδες) αλλά ο δικός μας, ορωμιός άγιος, είναι πιο άγιος, πιο βαθύς (σε νόημα), λιγότερο διαφημιστικός αλλά όχι λιγότερο αξιαγάπητος.

Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο Santa Claus, ο ευρωπαϊκός «Πατέρας των Χριστουγέννων», αντιστοιχεί στον άγιο Νικόλαο και για όλες τις χώρες (εκτός από την Ελλάδα) επισκέπτεται τα σπίτια τα Χριστούγεννα. Εμείς τον δεχόμαστε την πρωτοχρονιά, γιατί είναι η μέρα της εορτής του αγίου Βασιλείου, που είναι ο δικός μας «Πατέρας των Χριστουγέννων». Η μορφή του Santa Claus που ξέρουμε πλέον όλοι διαμορφώθηκε από τον αμερικανό σκιτσογράφο Τόμας Ναστ το 1862, με βάση παλαιότερες ευρωπαϊκές παραδόσεις, ενώ το κόκκινο χρώμα της στολής του το πήρε εξαιτίας του κόκκινου χρώματος γνωστού αμερικάνικου αναψυκτικού που χρησιμοποίησε τη μορφή του σε διαφημίσεις. Αρχικά ήταν ντυμένος στα χρώματα του ουράνιου τόξου.

(Από το περιοδικό του Ρεθύμνου «Πολιτεία»)

Η βασιλόπιτα

Η πίτα, που φτιάχνουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και που κόβεται σε πανηγυρική συγκέντρωση των μελών της οικογένειας ή και άλλων συγγενών και φίλων, έχει τις ρίζες της στα αρχαία ελληνορωμαϊκά έθιμα.

Στα Κρόνια (εορτή του θεού Κ(Χ)ρόνου, που λατρεύονταν στην Ελλάδα) και στα Σατουρνάλια (saturnalia) της Ρώμης, έφτιαχναν γλυκά και πίτες, μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα και σε όποιον τύχαινε το κομμάτι, ήταν ο τυχερός της παρέας...

Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη Βασιλόπιτα. Και η ιστορία της έχει ως εξής. Ο Μ. Βασίλειος, για να προστατεύσει την περιφέρειά του, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από επιδρομή αλλοφύλων, έκανε έρανο και μάζεψε χρυσά νομίσματα και άλλα τιμαλφή, για να τα δώσει στους εχθρούς, ώστε να τους δελεάσει, για να μην λεηλατήσουν την περιοχή του. Ο εχθρός, όμως, τελικά, δεν κατόρθωσε να εισβάλει στην Καισάρεια και τα τιμαλφή έμειναν. Τότε, ο Μ. Βασίλειος είπε να φτιάξουν μικρές πίττες - ψωμάκια, μέσα στις οποίες έβαζαν και ένα χρυσό νόμισμα, ή κάτι άλλο από όλα τα πολύτιμα πράγματα που είχαν μαζευτεί. Οι πίτες αυτές μοιράστηκαν σε όλους και ο καθένας κράταγε ό,τι του τύχαινε. Πάρα πολλά έτυχαν και στα παιδιά...

Πρωτοχρονιά στην Κρήτη και την Ελλάδα

αγιος βασίληςΜετά τα Χριστούγεννα ακολουθεί η Πρωτοχρονιά, γιορτή που όλα τα παιδιά περιμένουν με λαχτάρα γιατί ο Αγιος Βασίλης θα τους φέρει το δώρο τους.

Στην Ελλάδα δεν ανταλλάσουμε δώρα τα Χριστούγεννα αλλά την Πρωτοχρονιά. Τα δώρα φέρνει ο Αγιος Βασίλης που είναι ίδιος με τον Santa Claus της Δύσης.

Το βράδυ της Παραμονής συνηθίζεται στην Κρήτη να κατεβαίνει πολύς κόσμος στο κέντρο της πόλης για τα τελευταία ψώνια ή απλά για μια βόλτα. Στους κεντρικούς δρόμους έφηβοι και νεαροί κηρύσσουν ένα αναίμακτο πόλεμο με πλαστικά ρόπαλα, τεράστια πλαστικά σφυριά, σπρέυ με αφρό και σφυρίχτρες που κάνουν ένα μανιασμένο πόλεμο.

Αργότερα θα μαζευτούν όλοι σε κάποιο φιλικό σπίτι για να υποδεχτούν μαζί τον καινούριο χρόνο.

Χαρτοπαιξία την Πρωτοχρονιά

Αγαπημένο έθιμο των Ελλήνων τις μέρες της Πρωτοχρονιάς είναι να δοκιμάζουν την τύχη τους. Εκτός από το κρατικό Λαχείο που κληρώνει 10.000.000 € την Πρωτοχρονιά, υπάρχει επίσης η χαρτοπαιξία και τα ζάρια σε καφενεία, λέσχες και σπίτια.

Στα σπίτια είναι έθιμο να παίζονται χαρτιά το βράδυ της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς περιμένοντας την αλλαγή του χρόνου. Τα ποσά συνήθως είναι χαμηλά, τέτοια που να προσφέρουν απλά μια φιλική διασκέδαση χωρίς να στενοχωρούν τους χαμένους.

Η Βασιλόπιτα με το Φλουρί

βασιλόπιτα, το κόψιμο της πίταςΤο κόψιμο της βασιλόπιτας είναι από τα ελάχιστα αρχέγονα έθιμα που επιβιώνουν. Στα Κρόνια (εορτή του θεού Κρόνου, που λατρεύονταν στην Ελλάδα και στα Σατουρνάλια (saturnalia) της Ρώμης, έφτιαχναν γλυκά και πίττες, μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα και σε όποιον τύχαινε το κομμάτι, ήταν ο τυχερός της παρέας...
Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το ίδιο έθιμο με τη Βασιλόπιτα. Ετσι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με την αλλαγή του χρόνου, κόβεται η βασιλόπιτα. Όταν έρθει η ώρα για το κόψιμο της πίτας, συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια. Ο αρχηγός της οικογένειας αρχίζει με επισημότητα το κόψιμο της πίτας. Πρώτο κομμάτι του Χριστού, μετά του σπιτιού, κι ύστερα των παρευρισκόμενων. Σ' όποιου το κομμάτι βρεθεί το νόμισμα, εκείνος θα είναι και ο τυχερός της χρονιάς!

Συνταγή για Βασιλόπιτα

Νυκτερινή Διασκέδαση

Ολη την περίοδο των γιορτών ο κόσμος βγαίνει περισσότερο τα βράδια κι η κίνηση στα μπαρ και τα κλαμπ είναι αυξημένη. Ειδικά το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς γίνεται το αδιαχώρητο μετά τα μεσάνυκτα κι η κίνηση στους δρόμους είναι τέτοια που τα αυτοκίνητα προχωρούν σημειωτόν.

Η διασκέδαση συνεχίζεται μέχρι την ανατολή του ήλιου.

Πυροτεχνήματα την Πρωτοχρονιά

Τα τελευταία χρόνια έχουν καθιερωθεί τα πυροτεχνήματα στις κεντρικές πλατείες των πόλεων. Είναι με ευθύνη και διοργάνωση των δημοτικών αρχών που επίσης φροντίζουν για τον γιορταστικό στολισμό των πόλεων, αλλά και τη διοργάνωση μουσικών εκδηλώσεων για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

Το Ποδαρικό

Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους, δηλαδή ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους τον καινούριο χρόνο.
'Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό. Πολλές φορές προτιμούν ένα μικρό παιδί για να κάνει ποδαρικό, γιατί τα παιδιά είναι αθώα και στην καρδιά τους δεν υπάρχει η ζήλια κι η κακία.

Η Καλή Χέρα

Συνηθίζεται να δίνεται ένα χρηματικό ποσό σαν δώρο σε παιδιά που θα επισκεφτούν κάποιο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Συνήθως πρόκειται για τα εγγόνια ή τα ανίψια.

scilla maritimaΜερικές δεκαετίες παλιότερα, η «καλή χέρα» ήταν το μόνο δώρο που έπαιρναν τα παιδιά την Πρωτοχρονιά και σε πολλές περιπτώσεις ήταν απλά ένα κέρασμα μια κι ούτε χρήματα υπήρχαν πολλά, αλλά ούτε μαγαζιά με παιγνίδια.

Κρεμύδα για Γούρι

Το σκυλοκρέμμυδο ή κρεμύδα (Scilla maritima) είναι συνηθισμένο φυτό στην Κρήτη. Φυτρώνει άγριο και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι. Τα ζώα δεν το τρώνε γιατί έχει δηλητήριο, που μπορεί να προκαλέσει δερματικό ερεθισμό από επαφή. Ακόμα και να το βγάλεις απ' τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει να βγάζει νέα φύλλα και άνθη. Ο λαός πιστεύει ότι αυτή τη μεγάλη ζωτική του δύναμη μπορεί να τη μεταδώσει σε έμψυχα και άψυχα, γι' αυτό την πρωτοχρονιά κρεμούν σκυλοκρέμμυδο στα σπίτια τους.

Πρόκειται για αρχαίο έθιμο καλοτυχίας που αναφέρεται ήδη από τον 6 ο αιώνα π.Χ., αλλά σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί.

Το ποδαρικό και το "αμίλητο νερό" ( Πρωτοχρονιάτικα έθιμα της Ίμβρου)

Εμείς, στην Ίμβρο , τέτοια μέρα κάναμε αρχικά ποδαρικό.

image

Την αυγή, πριν καλά καλά ξημερώσει, άδειαζαν τις  λαγήνες - δεν έπιναν το νερό της προηγούμενης... χρονιάς - και πήγαιναν στην βρύση οι κοπέλες να πάρουν το αμίλητο νερό. Πριν γεμίσουν, έριχναν μια πέτρα στη γούρνα. ΄Ηταν το ποδαρικό. Το ποδαρικό ήταν μια συμβολική πράξη, που εξέφραζε μια ευχή, κι αυτό για τη βρύση σήμαινε να τρέχει πάντα, να μην στερέψει ποτέ. Γύριζαν οι γυναίκες με γεμάτο λαγήνι, δίχως να μιλήσουν σε άνθρωπο, αν τύχαινε να συναντήσουν στον δρόμο τους. Αν στον δρόμο ήταν και κανένα συγγενικό η φιλικό σπίτι, έριχναν λίγο από το αμίλητο νερό στο κατώφλι τους, άνοιγαν την πόρτα τους, πετούσαν μέσα μια πέτρα και έφευγαν αμίλητες όπως ήρθαν. Τους έκαναν δηλαδή το ποδαρικό, ναναι η ζωή σαν το νερό της πηγής και η γεροσύνη τους σαν την πέτρα. Στο σπίτι τους έκαναν το ίδιο και τέτε μοναχά μιλούσαν:

Κ α λ ή  χ ρ ο ν ι ά!

Ποδαρικό στο σπίτι του έκανε και ο νοικοκύρης, μόνο που αυτός έφερνε μια πέτρα από τον ποταμό σκεπασμένη με βρύα, ναναι αφθονα τα αγαθά στο σπίτι του σαν την βρυασμένη πέτρα. Και ηοικοδέσποινα ξεκρέμαζε από το "διατόνι" ( ένα ξύλινο δοκάρι) ένα ρόδι, το χτυπούσε με δύναμη στο πάτωμα. Το ρόδι έσκαζε και το σπίτι γέμιζε...ρουμπίνια, κι εύχονταν έτσι ναναι γεμάτο το σπίτι όλο το χρόνο.

ΚΑΛΗ   ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ  -  ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ..ΚΑΛΑ

polidorikiou-sima

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΕΣ  ΚΑΛΗ  ΧΡΟΝΙΑ

 

ΠΟΛ  Πρωροχρονιά  2015

 

ΓΟΥΤΟΥ ΓΟΥΠΑΤΟΥ


Αλέξανδρος  Παπαδιαμάντης

 

Τον επετροβολούσαν οι μάγκες της αγοράς, τον χλεύαζαν τα κορίτσια της γειτονιάς, τον εφοβούντο τα νήπια και τα βρέφη. Τον έλεγαν κοινώς «ο Ταπόης» ή ο Μανώλης το «Ταπόι».

— Ο Ταπόης! Να, ο Ταπόης έρχεται...

Φόβος και τρόμος εκολλούσε τα άκακα βρέφη εις το άκουσμα του ονόματος τούτου. Η νεολαία του χωρίου, οι θαμώνες των μαγαζιών και των καφενείων, δεν έπαυον ποτέ να τον πειράζουν.

— Είσ' ένα χταπόδι, καϋμένε Μανωλιό, είσαι χταπόδι.

Κ' εκείνος με την γλώσσαν του την δεμένην δια γλωσσοδέτου μέχρι της ρίζης των οδόντων, απήντα·

— Ναι, είμη Ταπόι! . . . Εσύ είση ταπόι. (Ναι, είμαι χταπόδι, εσύ είσαι χταπόδι).

Είχε φίλους τόσον ολίγους και τόσον αμετρήτους εχθρούς, εις μέρος τόσον ολιγάνθρωπον! Κάποτε φιλάνθρωπος ή διακριτικός τις τον υπερήσπιζεν εναντίον της επιθέσεως των αγυιοπαίδων. Εις εκείνον εγένετο σκλάβος ισόβιος, κ' εξετέλει δι' αυτόν διακονήματα προθύμως, μετά βίας δεχόμενος φίλεμμα ή κέρασμα. Προς όλους τους άλλους δεν υπήρχε φιλία ούτε σπονδή.

Μόνον την μητέρα του είχεν εις τον κόσμον. Εκείνη τον επόνει, τον ηγάπα περιπαθώς, και αυτός την ελάτρευεν· αδελφήν δεν είχεν. Ο ένας αδελφός του είχε χαθή εις την Αμερικήν προ χρόνων και δεν ηκούσθη. Ο άλλος, χασομέρης, άχρηστος, ως μόνον επάγγελμα είχε το να πηγαίνη κάθε χρόνον μέσα εις την μεγάλην στερεάν, εκεί όπου υπήρχον άφθονα θέρη, και να κάμνη το έργον της σβάρνας· ήτο δε η σβάρνα βαρεία σανίς, την οποίαν έσυρον άλογα ή βώδια εις το αλώνι· και αυτός εκάθητο επάνω εις την σανίδα, έμψυχον βάρος, δια να γίνεται τέλειον το αλώνισμα· εκεί είχεν αποθάνει. Ο τρίτος εγύριζε ναυτικός εις τα ξένα. Ο Μανώλης άλλην στοργήν δεν είχεν εις τον κόσμον από την μητέρα του. Αύτη ήτο ήδη γραία, και αυτός είχε μεγαλώσει πολύ.

Οι ολίγοι φίλοι του, εκείνοι οίτινες συνεπάθουν προς αυτόν εν τη αγορά, τον είχον ακούσει επανηλειμμένως ν' απειλή και να λέγη με την γλώσσαν του την νηπιώδη·

— Τάνει Γηά πετάν 'γώ πνιγώ μέτα Μπούτι! ('Σάν πεθάνη η Γρηά, θα πέσω εγώ να πνιγώ μες το Μπούρτζι).

Εθεώρει τον εαυτόν του ως άχρηστον. Εξαιρουμένης της γλώσσης το ήμισυ του ανθρώπου ήτο υγιές. Ο δεξιός πους εσύρετο κατόπιν του αριστερού· δεν εκινείτο ελευθέρως. Η δεξιά χειρ, αν και χονδρή και δυσανάλογος, και σχεδόν παράλυτος φαινομένη, είχε τεραστίαν ρώμην. Ωμοίαζε με μάγγανον ή με οδόντας ταυροσκύλου. Διά να δράξη έν πράγμα, συνήθως βραχίονα ή πλάτην κανενός παιδιού οχληρού, εχρειάζετο κόπον· έπρεπε να την βοηθήση η άλλη χειρ, να ψαύση δηλ. τον γρόνθον της δεξιάς και να τον διευθύνη· αφ' ού όμως έδραττεν άπαξ το αντικείμενον, η τεραστία χειρ δεν το άφηνε πλέον, σχεδόν και αν ήθελε να το αφήση. Αλλοίμονον τότε εις τον βραχίονα, εις την ωμοπλάτην, αλλοίμονον εις την κεφαλήν του αυθάδους. Ήτο χωλός και κυλλός και μογιλάλος. Ήτο ο Μανωλιός το ταπόι.

Τέσσαρες ή πέντε άνθρωποι εγνώριζον καλώς την γλώσσαν του εις όλον το χωρίον. Ούτοι εκαλούντο, καθώς τους είχεν ονοματίσει ο ίδιος, ο Γωμέος, ο Παγιώτας και ο Παπαγάς. Τα καθαυτό ονόματά των ήσαν Λαμιαίος και Μιχαλιός και Παππαγιάννης. Αλλά πώς εκ του Μιχαλιός, εσχημάτισε το Παγιώτας; Άπορον. Σπανίως προσέθετε συλλαβήν ή μετέθετε τον τόνον. Η φθογγολογία του ήτο περιεργοτάτη, και εν αυτή επλεόναζον τα λαρυγγόφωνα, ως και τα σκληρά και τα ψιλά εκ των αφώνων.

Γατί ωνόμαζε το γαττί, γατί το γιατί, γατί το χαρτί.

Αλλ' έξαφνα μίαν ημέραν εξέφερε φράσιν εν ή υπήρχεν η λέξις αύτη, πλην δεν έβγαινε νόημα ούτε ως γαττί, ούτε ως γιατί, ούτε ως χαρτί. Η φράσις ήτο :

«Πότε τη Γουτού, Γουπατού, μαμ γατί», (πότε ναρθή του Χριστού, τ' Άι- Βασιλειού, να φάμε . . .) Κατ' αρχάς οι τρεις γνώσται της γλώσσης ενόμισαν ότι απεκάλει μυκτηριστικώς γαττιά τα κρέατα τα οποία επωλούσαν οι κρεοπώλαι του χωρίου. Οι τρεις προειρημένοι, και μάλιστα ο Παγιώτας, ήσαν δυνατοί εις την γλώσσαν του, και την ωμίλουν οι ίδιοι. Αλλ' όταν προσέτρεξαν εις τα ανώτερα φώτα του κυρ-Γιωργή του Δακκιώτη, διευθυντού του μεγάλου καφενείου, όστις ήτο και ο επίσημος προστάτης του Ταπόη, και οιονεί επίτιμος καθηγητής της ιδιαιτέρας γλώσσης του, χωρίς να την ομιλή ο ίδιος, ούτος απεφάνθη ότι τοιαύτη πικρά ειρωνεία δεν θα ήρμοζεν εις τα αισθήματα του πτωχού του Μανώλη, αλλ' ότι ίσως ωνόμαζεν απλώς γατί και το κατσίκι και το αρνί. Ως τόσον το πράγμα έμεινεν αμφίβολον άχρι της ώρας ταύτης.

Επερίμενε πράγματι ανυπομόνως «πότε νάρθη του Χριστού, τ' Άι- Βασιληού», και άμα έμβαινε το Σαρανταήμερον, όπισθεν της θύρας του καφενείου του κυρ- Γιωργή, εσημείωνεν ιδιοχείρως με έν τεμάχιον κιμωλίας τόσαις γιώταις, όσας ημέρας έχει η Σαρακοστή και κάθε πρωί, πριν του δώση ο Γιωργής τσιγάρον να καπνίση ή καφέν να πίη, έσπευδε να σβύση μίαν γιώτα, και τας έβλεπε με χαράν να ολιγοστεύουν. Πλην οι μοσχομάγκαις της αγοράς λαθραίως επήγαιναν κ' έγραφαν άλλαις τόσαις γιώταις, όσαις είχε σβύσει εκείνος κ' έτσι η Σαρακοστή εφαίνετο ότι δεν θα είχε ποτέ τελειωμόν.

Ο Άι-Νικόλας είχεν ασπρίσει ήδη τα γένεια του προ ημερών, και ήτον η σειρά του Αγίου Σπυρίδωνος ν' ασπρίση τα ιδικά του· δεν έμενον πλέον ειμή δώδεκα ημέρας έως τα Χριστούγεννα.

— Έχομε χαβά ακόμα, βρε χταπόδι! του εφώναζεν ο Νικολός ο Μπαχουλάς· εικοσιδυό μέραις ακόμη θέλουμε.

— Ναι, ταπόι! εψέλλισεν ο Μανώλης· το κότη κότα τυ. (Να μαζώξης την γλώσσαν σου συ).

— Σε γελούν, βρε Μανιέ· δώδεκα μέραις ακόμα, τον επαρηγόρει ο Γιωργής.

Και ήρχετο η καρδιά του Μανώλη στον τόπον της. Είχεν αναλάβει μίαν υποχρέωσιν διά τας εορτάς. Επρόκειτο να συνοδεύη μερικά εκ των παιδιών της κάτω γειτονιάς, όσα ήσαν τέκνα ή ανεψίδια φίλων και προστατών του όταν θ' ανήρχοντο προς τα επάνω αφ' εσπέρας της παραμονής των Χριστουγέννων, ως και του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων, ανά δύο και τρία, διά να τραγουδήσουν τα χαρμόσυνα τραγούδια εις τα σπίτια και εις τα μαγαζιά της επάνω ενορίας. Διότι δεν θα ετόλμων ποτέ να ανέλθουν μοναχά των εκεί επάνω.

Όλα τα παιδία του χωρίου ήσαν διηρημένα εις δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αι εχθροπραξίαι ήρχιζον από το φθινόπωρον, διήρκουν καθ' όλον τον χειμώνα, εξηκολούθουν την άνοιξιν, και δεν έπαυον το θέρος, ειμή εφ' όσον μετεφέροντο εις τον ελεύθερον κάμπον, όπου εκοκκίνιζον άωρα και ημωδίαζον τους οδόντας προκλητικά τα μήλα, τα κεράσια, τα απίδια, και ύστερον τα σταφύλια. Ο επίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ιδίως την Κυριακήν των Βαΐων, αλλ' όμως ο πετροπόλεμος ο καθημερινός ποτέ δεν εκόπαζε μεταξύ των δύο φουσάτων.

Εις την επάνω ενορίαν, εκεί άνωθεν του βράχου, εβασίλευεν ο φοβερός Τσηλότατος. Ήτον υψηλός, όσον και ο βράχος εφ' ού είχε τον θρόνον του, σγουρομάλλης, ακτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος και αποτρόπαιος. Ήτο αυτός ο ανεγνωρισμένος αρχηγός των μαγκών της Άνω Ενορίας και όλου του χωρίου. Τα δύο ποδάρια του ήσαν χονδρά, μελαψά και πλατέα, ως δύο κατάρτια. Εφόρει παρδαλήν φανέλλαν, ήτις ήτο άμα το υποκάμισον και το επανοφόρι του, και κοντόν πανταλόνι χειμώνα και θέρος. Άδειαν δεν είχε παιδί ή νέος ή γέρος να περάση απ' εκεί σιμά εις τον βράχο, εξουσίαν δεν είχε γρηά ή νέα να πάγη εις την βρύσιν με την στάμναν της. Ήτο ως δέκα επτά ετών και ήτο φεβερός σκιάς ήδη. Εφορολόγει τας γραίας, τας οικοκυράς, τας πτωχάς χήρας. Αν δεν του έδιδε μερδικό από τα φουρνιάτικα η Γαρουφαλιά, η φουρναρού, δεν της επέτρεπε να ψήση τα ψωμιά. Έβαλλε φωτιά εις τα κλαδιά και τα έκαιεν, εις το προαύλιον του φούρνου· εφώναζε τ' άλλα παιδιά, να πηδήσουν εκ τρίτου απ' επάνω από την λαμπήν της φωτιάς, ως να ήτο ήδη τ' Άι-Γιαννιού στο Λιοτρόπι. Από την μίαν γειτόνισσαν απήτει να του φέρη τυρόπητταν πού να πλέη στο βούτυρο διά να φάγη, από την άλλην λαδόπητταν με λάδι πολύ ή καμμίαν γρηάν (μεγάλην τηγανίταν, ίσην με το τηγάνι), από την άλλην τυλιχτό (είδος κολοκυθόπηττας) ή μπομπότα με πολύ μέλι.

Είχεν ακούσει τους παλαιούς μύθους διά τα θεριά, τα οποία εφώλευαν σιμά εις την βρύσιν, από την οποίαν υδρεύετο το χωρίον. Εάν επέζη ώστε να γείνη είκοσιν ετών, εμελέτα να επιβάλη εις τους κατοίκους, ως ετήσιον φόρον, ένα κορίτσι τουλάχιστον. Και ο Σουλτάνος, καθώς ήκουσε να λέγουν, μίαν φοράν παντρεύεται τον χρόνον.

Δυστυχώς υπήρξε πολύ βραχύβιος, δεν επρόφθασε να φθάση εις ηλικίαν. Και υπήρξεν ο τελευταίος της γενεάς του. Παιδίον όταν ήτο, εις τον ανεμόμυλον όπου είχεν ανατραφή, είχον αποθάνει τα δύο αδελφάκια του. Κατόπιν απέθανεν η γρηά, η μάννα του, ύστερον ο γέρος. Του εφάνει ότι είχε πέσει απ' επάνω τους ο ανεμόμυλος και τους επλάκωσε, και πράγματι έπεσεν, αφού ο γέρος δεν εζούσε πλέον διά να τον αλέθη. Από τον μύλον έως τα Μνημούρια το κοιμητήριον του χωρίου ήτο πολύ σιμά.

Οι γονείς του ήσαν καλοί χριστιανοί, εσκέφθη, και δεν επέβαλαν εις τους ανθρώπους μεγάλην αγγαρίαν, να τους κουβαλούν μακράν διά να τους θάψουν. Πλην και αυτός αρκετά ετάισε τους πεθαμμένους, είπε, και ήτον καιρός πλέον ν' αρχίση να βυζαίνη τους ζωντανούς. Και αφού ο πεσμένος ανεμόμυλος δεν ήτο πλέον καλός διά να κατοική τις μέσα, εκουβαλήθη και αυτός εις το άλλο άκρον της υψηλής συνοικίας, επάνω από τους βράχους. Εκεί έστησε τον θρόνον του.

Ήτο ανεγνωρισμένος ηγεμών όλων των μαγκών και φοβερός πολέμιος όλων των παιδιών του σχολείου. Όλα τα παιδία «του έκαναν το σκήμα». Ήτο ο Μήτρος — ο Μήτρος ο Τσηλότατος, — ή «Τσηλότατος Γιατρός». Πόθεν και διατί ωνομάσθη ούτω; Άδηλον. Ίσως να ήτο παιδική αντίληψις του «υψηλότατος» ή του «εξοχώτατος». Αγνοώ.

Ο δήμαρχος του τόπου, «εκπληρών και τα αστυνομικά», συνέβη να περάση μίαν ημέραν απ' εκεί, σιμά εις τον βράχον, όχι μακράν από την Βρύσιν, ένθα είχε το στραταρχείον του ο Τσηλότατος. Αι πτωχαί γυναίκες της γειτονιάς είχον παραπονεθή πικρώς εναντίον της μάστιγος. Ο δήμαρχος έσεισε τους ώμους, εμειδίασεν, απηύθυνεν ηπίας επιπλήξεις εις τον Μήτρον και εις όλην την δωδεκαμελή συμμορίαν των μαγκών — ο Τσηλότατος είχεν ακριβώς μίαν δωδεκάδα, όσους συμβούλους είχε και ο δήμαρχος — και απεφάνθη·

— Αφήστε τα παιδιά να παίζουν, καλέ, αυτό δεν βλάπτει. Φτάνει να μην το παρακάνουν.

Πέντε ή έξ παιδία του σχολείου, απ' εκείνα τα οποία εκυνήγει ασπόνδως ο Τσηλότατος, είχον αναβή εν συνοδεία του Μανωλιού του Ταπόη εις την επάνω γειτονιάν, την εσπέραν της παραμονής του Αγίου Βασιλείου κατ' εκείνο το έτος.

Ο Μανωλιός ο Ταπόης, «τώλεγε η καρδιά του, μια φορά» (τοιούτον σχήμα συντάξεως, με την άδειαν όλων των γραμματικών, μας φαίνεται παραστατικόν διά τον άνθρωπον). Ο Μανωλιός ο Ταπόης, αλλού επήγαιναν τα πόδια του, αλλού αι χείρες και αλλού το σώμα του. Πλην οι μυώνες ήσαν ισχυροί, και ο γρόνθος της παραλύτου χειρός εκείνης έσφιγγεν ως μάγγανος.

Ανέβαινον και είχον τον φόβον. Δεν ήτον η πρώτη φορά. Κατά τα προηγούμενα έτη, ο Μήτρος ο Τσηλότατος με το φουσάτον του, αν και μικρός ακόμα, τον είχε καταρημάξει τον πτωχόν τον Ταπόην, μαζί με τους προστατευομένους του. Την φοράν αυτήν, δύο ή τρεις εκ της συμμορίας του Μήτρου, οπού εφύλαγαν καραούλι, είχον κατοπτήσει εις το φως της σελήνης μακρόθεν τους ερχομένους. Ήτον ως δύο ώρας μετά την δύσιν.

— Ο Μανώλης το χταπόδι έρχεται, μας φέρνει κελεπούρια· έδωκαν είδησιν εις τον Μήτρον τον Τσηλότατον.

— Είνε πολλοί; ηρώτησεν άλλος μάγκας, όστις ίστατο πλησίον του Μήτρου.

— Είνε πεν' έξ εφτά οχτώ· είναι καμμιά δεκαριά . . . . ως μια ντουζίνα, είπε το καραούλι.

— Σιώπα συ! επετίμησεν ο Μήτρος τον ερωτήσαντα· δεν είνε δουλειά σου. Πούν' τοι;

— Κοντεύουν, ζυγώσανε.

— Στα πόστα σας, εσείς! Μαζώξετε πολλά βράχια, διέταξεν ο Τσηλότατος. Αν δε σας πω εγώ, κανένας μη ρίξη!

Όταν επλησίασεν η συνοδεία, το φουσάτον ήτον ανυπόμονον να χυθή εναντίον της. Αλλ' ο Μήτρος διέταξε να μείνουν κρυμμένοι, «στα πόστα τους».

Θα τους πάρουμε κατακοντά, εξηγήθη ο Μήτρος εις τον πλησιέστερόν του. Να ψωμώσουν πρώτα, κ' ύστερα.

— Α! έκαμεν εκείνος.

Να ψωμώσουν, εννοούσεν ο Μήτρος να πάρουν λεπτά αφού τραγουδήσουν εδώ-εκεί στα σπίτια. Ύστερον θα τους ερρίχνοντο, θα τους έπαιρναν τα λεπτά, και θα τους έδιδαν και ξύλο. Τα «βράχια» τα οποία είχον μαζέψει, θα εχρησίμευον μόνον αν τυχόν ετρέποντο εις ταχείαν φυγήν οι άλλοι.

Τα παιδία της κάτω ενορίας, μοιρασθέντα εις δύο, εισήλθον εις δύο μαγαζιά και ήρχισαν να τραγουδούν τον Άι-Βασίλη. Ο Μανώλης το χταπόδι ίστατο εις τον παραστάτην της θύρας του ενός. Κατόπιν εισήλθον εις άλλα μαγαζιά, ακολούθως ανέβησαν εις γνώριμα σπίτια. Ο Μανώλης πάντοτε φρουρός της έξω θύρας.

Η συμμορία του Τσηλότατου πάντοτε αφανής τους παρηκολούθει εξόπισθεν, κρυμμένη εις τα στενά και εις τ' αγκωνάρια των σπιτιών.

Μετά ώραν η συνοδεία του Μανώλη κατέβη πάλιν εις την κυρίαν οδόν. Ηκούετο ο βρόντος της τσέπης των παιδίων. Ο Ταπόης εκύτταζεν εδώ κ' εκεί. Είχεν ακούσει ψιθυρισμούς δύο ή τρεις φοράς. Δεν εγνώριζε καλά τα κατατόπια. Υπωπτεύετο και ήθελε να ψάξη, να βεβαιωθή. Δεν ήθελε ν' αφήση τα παιδία μοναχά τους.

— Ο Τσηλότατος τι να γίνεται; είπε την στιγμήν αυτήν έν των παιδίων.

— Πώς δε μας θυμήθηκε;

— Να ο Τσηλότατος! ηκούσθη αίφνης φοβερά φωνή. Τσηλότατος Γιατρός!

Ήτο ο ίδιος ο Τσηλότατος, όστις εξεπήδησεν αίφνης από ένα χάλασμα και κατόπιν του έτρεξεν όλη η συμμορία.

— Τσηλότατος Γιατρός! επανέλαβον εν χορώ οι συμμορίται του· κάμετε όλοι το σκήμα! Τσηλότατος Γιατρός!

— Πιάστε σεις τα κελεπούρια, εφώναξεν ο Τσηλότατος. Το χταπόδι το κοπανίζω 'γώ.

Εν ριπή οφθαλμού ευρέθησαν αντιμέτωποι ο Τσηλότατος και ο Ταπόης.

Η μάχη ήρχισε· πάραυτα ο πτωχός ο Ταπόης έφαγε δύο κατακεφαλιαίς, τρεις, τέσσαρες, από την χείρα του φοβερού Τσηλότατου.

Δεν εφαίνετο η ελαχίστη πιθανότης, δεν υπήρχεν ελαχίστη ελπίς ότι δεν ήθελε την πάθει.

Το έν των παιδίων, το οποίον ήτο σχετικώτερον του Ταπόη, εξεγλίστρησεν από τα χέρια του ενός μάγκα και επλησίασε σιγά προς τον Ταπόην.

Το παιδίον τούτο εννοούσε καλώς την γλώσσαν του Μανώλη. Ο προβλεπτικός Ταπόης του είχεν ειπεί διά γλώσσης και διά χειρονομίας.

— Άα γης Τότατο μάμι μίμι, έα ντα, χέι το αό χέι· (τουτέστιν· άμα ιδής τον Τσηλότατο να κοντεύση να με κάνη ψοφίμι, έλα κοντά να μου βάλης το χέρι αυτό (το αριστερό) εις τον καρπόν του άλλου χεριού (του δεξιού).

Κατά την κρίσιμον στιγμήν το παιδίον αυτό ενεθυμήθη την σύστασιν, επλησίασεν εις τον Ταπόην, κ' εδοκίμασε να εκτελέση την συνταγήν· επέτυχε.

— Τι του έκαμες, βρε; μάγκα; ηρώτησαν οι άλλοι.

Μετά μίαν στιγμήν ο λαιμός του Τσηλότατου ευρίσκετο ως εν φοβερά αρπάγη εντός του σφιγκτού γρόνθου με τους γαμψούς όνυχας της πελωρίας χειρός του Ταπόη. Ο Τσηλότατος αφήκε πνιγμένην κραυγήν. Ήσπαιρεν, αγωνία, εσφάδαζεν. Ολίγον ακόμη αν έσφιγγεν ο Ταπόης δεν θα υπήρχε πλέον Τσηλότατος.

— Πώκυλον! έκραξε μόνον ο Ταπόης (χασαπόσκυλο!). Τα παιδία της συμμορίας εκρέμασαν τα χέρια κάτω και άφησαν τα «κελεπούρια». Δεν επρόφθασαν να ψάξουν τα θυλάκια. Η συνοδεία από την κάτω ενορίαν ανεθάρρησε.

— Μπράβο, Μανώλη! Μπράβο!

Ολίγον ακόμη, και οι αμυντικοί θα ελάμβανον επιθετικήν στάσιν. Ο Τσηλότατος εδείκνυετο, ερρόγχαζεν, εξεψυχούσε. Τα μάτια του είχαν πεταχτή έξω από τας κόγχας. Η ανταύγεια από τους λύχνους των μαγαζιών τα εδείκνυε τρομερά εις την νύκτα. Η σελήνη έλαμπεν εκεί επάνω υψηλά. Σιωπή και τρόμος και αγωνία.

Έν των παιδίων από την συμμορίαν έτρεφεν αληθή στοργήν προς τον Τσηλότατον. Τον ηγάπα ως αδελφοποιτόν. Το παιδίον τούτο είχεν ακούσει να λέγουν ότι ο Ταπόης, όταν συνέβη ποτέ ν' ακούση ότι η μήτηρ του αρρώστησεν έξαφνα, έτρεξεν έξαλλος εκ τρόμου και απελπισίας. Αίφνης του ήλθεν η ενθύμησις αυτή. Το παιδίον αυθορμήτως εφώναξε·

— Πεθαίν' η μάννα σου, Μανώλη! Μανώλη, τρέχα, πεθαίν' η μάννα σου.

Διά να σωθή τις από τους οδόντας της Σκύλλης, τον παλαιόν καιρόν, έπρεπε να επικαλεσθή την μητέρα του τέρατος.

«Αυδάν δε Κραταιή, μητέρα της Σκύλλης, ήμεν τέκε πήμα βροτοίσιν».

Εις τους καθ' ημάς χρόνους, όσοι επικαλούνται τον Άγιον Φανούριον, οφείλουν να λέγουν: «Θεός σχωρέσ' την μητέρα του Αγίου Φανουρίου! Θεός σχωρέστην!» Η σύμπτωσις μαρτυρεί απλώς πόσον κοινή είνε η προς την μητέρα φιλοστοργία και εις τους αγίους και εις τα τέρατα.

Ο Ταπόης ετρόμαξε, κατεπλάγη, ωχρίασεν, επίστευσε προς στιγμήν το ψευδές άγγελμα· ηττήθη από το τέχνασμα το παιδαριώδες. Αφήκε τον λαιμόν τον οποίον αγρίως έσφιγγεν. Ο Τσηλότατος εγλύτωσεν ευθηνά την βραδειάν εκείνην.

Τα παιδία της συμμορίας είχον αρχίσει να διασκορπίζωνται. Οι δυο γείτονες καταστηματάρχαι επήραν είδησιν εν τω μεταξύ. Εξήλθον με φωνάς και μ' επιπλήξεις·

— Τι είν' εδώ; τι γίνετ' εδώ;

Ο Τσηλότατος, ζαλισμένος, έπεσεν εις μίαν γωνίαν, διά να αναλάβη πνοήν. Και τα λοιπά παιδία, εκτός εκείνου του αφωσιωμένου, όστις είχεν επινοήσει και εκτελέσει το τέχνασμα, ετράπησαν εις φυγήν.

Ο Μανώλης μετά της συνοδείας του κατήλθον προς την ενορίαν των. Όλα τα παιδία ήσαν υπερήφανα και καμαρωμένα. Αυτήν την χρονιάν εξήλθον νικηταί από τον αγώνα. Ο Μανώλης ήτον εντροπιασμένος, διότι επίστευσε το ψευδολόγον παιδίον.

— Δεν πειράζει· τον επαρηγόρησεν ο Βαγγέλης, εκείνος όστις εγνώριζε την γλώσσαν του και όστις είχεν εκτελέσει το πείραμα της εμβολής και της κατευθύνσεως της χειρός.

— Καλλίτερα που σε γέλασε, παρά να σου τώλεγε αλήθεια και να λες πάλι, καθώς την άλλη φορά, — θυμάσαι; — που κινδύνεψε ν' αποθάνη η μάννα σου: «Πα μένη! πα νταμένη!» (Πάει, καϋμένη! πανταπάει, κατακαϋμένη!)

ΚΆΛΗ  ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

polidorikiou-sima

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΛΙΔΟΡΙΚΙΟΥ

 

  ΚΑΛΑΝΤΑ   ΛΙΔΟΡΙΚΙΟΥ , όπως  τα κατέγραψε  ο  αείμνηστος χωριανός  μας  Σπύρος  Σφέτσος

image

image

 

  Καλό  σας  βράδυ , ΧΡΟΝΙΑ   ΠΟΛΛΑ ….Κ.Κ.-

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟ..ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ….

 

 

ΠΟΛ  Πρωροχρονιά  2015

christmasbells2gb7

   Δεκαετίες νωρίτερα, πολύ πριν τη σημερινή αστική ζωή, η κατανάλωση κρέατος γινόταν σπάνια και σε μεγάλες γιορτές. Το σφάξιμο των σπιτικών ζώων ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία, στην οποία συμμετείχαν γείτονες, συγγενείς και φίλοι.

   Κάθε τόπος είχε τα δικά του μαγειρέματα. Συνήθως, το «καλό» φαγητό ήταν το χοιρινό, καμιά φορά και το κοτόπουλο, πάντως στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι το χοιρινό κρέας είχε... δεσπόζουσα θέση.

   Η οικογένεια μαζευόταν γύρω από τη φωτιά και απολάμβανε τη σπάνια ευκαιρία της κρεοφαγίας.

   Ας τρυπώσουμε όμως στο γιορτινό τραπέζι των παππούδων μας κι ακόμη παλιότερα, για να δούμε τι συνήθιζαν να τρώνε κάποτε, πριν η...αστική γαλοπούλα με κουκουνάρι και κάστανα μονοπωλήσει τις γιορτινές συνταγές.

ΝΗΣΙΑ ΙΟΝΙΟΥ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ


«Πουτρίδα» στην Κεφαλονιά, «γιαπράκια» στα Δωδεκάνησα.

Επτάνησα: Η «πουτρίδα» υπήρχε στο κεφαλλονίτικο τραπέζι, πολύ πριν τη... γαλοπούλα.

Η συνταγή της «πουτρίδας» απλή: χοιρινό με «κάβολε» ή με «μάπα». Πίσω από τις δύο άγνωστες λέξεις κρύβονται αντίστοιχα το κουνουπίδι και το λάχανο.

Την παραμονή των Χριστουγέννων η οικογένεια μαζευόταν γύρω από την εστία, τη φωτιά, συνήθως το τζάκι.

Κρατώντας την «Κουλούρα», το Χριστόψωμο. Ο αρχηγός του σπιτιού έριχνε λάδι ή κρασί στη φλόγα. Η σημειολογία ήταν σημαντική: αν η φωτιά φούντωνε, ήταν καλός οιωνός για το σπίτι, αν έσβηνε, κακός. Ύστερα το κάθε μέλος της οικογένειας τραβούσε ένα κομμάτι από την κουλούρα. Ο τυχερός μπορεί να έβρισκε μέσα και ένα νόμισμα!

Στη Ζάκυνθο, κατά την ίδια τελετουργία, ο πατέρας της οικογένειας συνέδεε τα δυο αυτά αγαθά (κρασί-λάδι) με την αφθονία στο σπίτι, λέγοντας «όσο νερό έχει η θάλασσα τόσο κρασί και λάδι στο σπίτι μας».

Στο ίδιο νησί, πριν από πολλές δεκαετίες, την παραμονή των Χριστουγέννων έτρωγαν μπρόκολο βραστό. Μετά έκοβαν την κουλούρα, που έκρυβε ένα νόμισμα.

Δωδεκάνησα: Το χοιρινό περιλαμβανόταν στο χριστουγεννιάτικο «μενού» και στη Ρόδο.

Απαραίτητα στο γιορτινό τραπέζι ήταν επίσης τα παραδοσιακά «γιαπράκια», ντολμαδάκια δηλαδή. Για γλυκό, τα νεότερα χρόνια έφτιαχναν τις δίπλες, οι οποίες εξακολουθούν να φτιάχνονται και τώρα.

Σάμος: Τα χοιροσφάγια δεν ήταν ασυνήθιστα ούτε στο νησί του Βορειοανατολικού Αιγαίου.

Από το κρέας του χοίρου έφτιαχναν τη λεγόμενη «πηχτή», που ήταν βρασμένο χοιρινό κρέας με λεμόνι, το οποίο έπηζε λόγω του λίπους και το έτρωγαν ανήμερα τα Χριστούγεννα.

Σύρος: Ένα έθιμο που αναφέρεται σε λαογραφική εργασία είναι η βρώση κουνουπιδιού και ψαριού την παραμονή των Χριστουγέννων.

Στη συνέχεια η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία, για να ακούσει τη λειτουργία των Χριστουγέννων.

Πόρος: Χοιρινό με σέλινο ήταν η νησιώτικη εκδοχή του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού.

Το κρέας χοίρου και εδώ στα εκ των ων ουκ άνευ. Το συνοδευτικό γλυκό ωστόσο έχει παραμείνει κλασικό: αμυγδαλωτά «γλύκαιναν» το γιορτινό τραπέζι

ΕΥΒΟΙΑ-ΤΡΙΚΑΛΑ

Εύβοια: Το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Κάθε οικογένεια έσφαζε το δικό της, μαζεύονταν όμως δεκάδες γείτονες, περαστικοί και φίλοι για τη διαδικασία.

Το κρέας κοβόταν σε κομμάτια, τα οποία προορίζονταν για διαφορετικά φαγητά: για λουκάνικα, για πηχτή, για «πασπαλά».

Το μεσημέρι των Χριστουγέννων, σύμφωνα με τους λαογράφους, τα πιάτα γέμιζαν χοιρινό με σέλινο, το οποίο θεωρούνταν και στη Χαλκίδα «γιορτινό» έδεσμα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ακόμη παλιότερα, στην αρχή του αιώνα, δεν είχαν ούτε αυτή τη γαστριμαργική «πολυτέλεια». Πήγαιναν στην εκκλησία το πρωί και το μεσημέρι έτρωγαν τα εντόσθια του γουρουνιού τηγανητά.

Το βράδυ των Χριστουγέννων υπήρχε άλλη συνταγή, πιο απλοϊκή: κομματάκια χοιρινού, ψημένα στη θράκα. Το κρέας πασπαλιζόταν με μπόλικο αλάτι, ελλείψει ψυγείου και διατηρούνταν για κάμποσες ημέρες, για να φιλεύονται οι επισκέπτες του σπιτιού. Αυτό λεγόταν «κοντοσούφλι».

«Μπάμπες»
Ακόμη παλιότερα έφτιαχναν τις «μπάμπες», που ήταν βρασμένο το παχύ έντερο και παραγεμισμένο με συκώτι, σπλήνα και μπαχαρικά. Όταν έρχονταν επισκέπτες, τα περνούσαν στη σούβλα και τα έτρωγαν για μεζέ. Οσπρια δεν έτρωγαν καθ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου.

Τρίκαλα: Ανήμερα τα Χριστούγεννα, συνήθιζαν να τρώνε τη «γουρνάδα», δηλαδή ψητό χοιρινό κρέας. Το σφάξιμο του γουρουνιού λεγόταν «γουρνοχαρά» και καλούνταν συγγενείς και φίλοι για να ζήσουν την ιεροτελεστία της σφαγής του ζώου.

Οι γυναίκες στη συνέχεια καταπιάνονταν να φτιάξουν τη «λίπα» και την «αλευριά», ενώ οι άντρες έτρωγαν την τηγανιά και γλεντούσαν.

Το τάισμα του γουρουνιού άρχιζε από τα μισά του Οκτωβρίου, οπότε και έκλειναν τα ζώα σε έναν ειδικό διαμορφωμένο χώρο, το «κουμάσι», για ν αρχίσουν να παχαίνουν. Τα τάιζαν πίτουρα ή καλαμποκάλευρο.

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

Oλόκληρη τελετουργία το ζύμωμα της χριστουγεννιάτικης κουλούρας

Πελοπόννησος: Παραμονές των Χριστουγέννων ο δρόμος μάς βγάζει πια σε κάποιο ζαχαροπλαστείο ή φούρνο πολυτελείας για να αγοράσουμε ένα αρτοσκεύασμα που βαφτίζεται «χριστουγεννιάτικη κουλούρα». Κάποτε όμως το ζύμωμά της ήταν ένα αργό τελετουργικό στο οποίο συμμετείχαν οι γυναίκες κάθε σπιτιού. Στη Σπάρτη, οι νοικοκυρές έπλαθαν με υπομονή την κουλούρα και την έκαναν σε σχήμα σταυρού και όχι στρογγυλό. Κάθε άκρη τη στόλιζαν με αμύγδαλα και καρύδια.

Κόρινθος ζυμωνόταν αποκλειστικά με σιταρένιο αλεύρι και μόνο σε άσπρη λεκάνη. Τα σχέδια που φτιάχνονταν πάνω στην κουλούρα είχαν σχέση με την εργασία του νοικοκύρη. Το προζύμι θα έπρεπε να είναι όχι από μαγιά αγορασμένη, αλλά από σπιτικό προζύμι. Η νοικοκυρά έπρεπε να κάνει τον σταυρό της και να ευχηθεί κάθε καλό στο σπίτι πριν αρχίσει το ζύμωμα.

Μάνη: Τα «λαλάγγια» ή «τηγανίδες» ήταν ένα αγαπημένο χριστουγεννιάτικο γλυκό, πολύ πριν τις σημερινές... πουτίγκες ή τα κέικ με γλάσο! Οι γυναίκες έπλαθαν το ζυμάρι λεπτό, το δίπλωναν στα τέσσερα και το έριχναν στο καυτό λάδι. Η πρώτη τηγανίδα είχε έναν σταυρό στη μέση και ήταν του Χριστού, η δεύτερη ήταν του σπιτιού. Στη συνέχεια τις έβαζαν σε κοφίνια και τις κρεμούσαν ψηλά για να στραγγίσουν καλά από το λάδι.

ΚΡΗΤΗ


Μετά την εκκλησία μοίραζαν κρέας, κρασί και κουλούρι

Λασίθι ανήμερα τα Χριστούγεννα , τηρούνταν ένα έθιμο άμεσα συνδεδεμένο με τις διατροφικές συνήθειες. Συνήθιζαν να τηγανίζουν συκώτι και μαζί με ένα μπουκάλι κρασί κι ένα κουλούρι το πήγαιναν στην εκκλησία και μετά τη λειτουργία το μοίραζαν στον κόσμο, ιδίως στους έχοντες ανάγκη.

Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι υπήρχε οπωσδήποτε χοιρινό, αλλά και τις επόμενες ημέρες το κρέας δεν έλειπε. Γινόταν λουκάνικα ή απάκια (καπνιστό), σύγκλινο ή και «τσιγαρίδες» (μαγειρεμένο με μπαχαρικά λίπος που το έτρωγαν με ζυμωτό ψωμί όταν έκαναν δουλειές στην ύπαιθρο).

Σε άλλες περιοχές της Κρήτης, όπως αναφέρει η παράδοση, ζυμωνόταν με περισσή φροντίδα το «Χριστόψωμο». Αλεύρι, σουσάμι, κανέλλα, μέλι και γαρύφαλλο ανακατεύονταν και πλάθονταν με επιμέλεια και μεράκι. Μόλις ήταν έτοιμο, έκοβαν το μισό ζυμάρι, το έπλαθαν σε κουλούρα και με το άλλο μισό έφτιαχναν έναν σταυρό και τον τοποθετούσαν πάνω στο ψωμί, ενώ στην υπόλοιπη επιφάνεια έφτιαχναν καλλιτεχνήματα από ζυμάρι, φύλλα, λουλούδια, πουλάκια. Στη μέση του σταυρού έβαζαν ένα καρύδι.

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-ΗΠΕΙΡΟΣ-ΘΡΑΚΗ

Έβρος ιεροτελεστία το σφάξιμο των χοίρων

Βόρεια Ελλάδα: Το λάχανο, παρασκευασμένο μάλιστα στην άρμη, ως συνοδευτικό του χοιρινού, σερβιρόταν και στη Βόρειο Ελλάδα.

Ήπειρος: Γιορτινό τραπέζι χωρίς λαχανοντολμάδες ήταν σίγουρα κάτι που δεν συναντούσε κανείς σε παρελθόντες χρόνους.

Σύμφωνα με τους λαογράφους οι λαχανοντολμάδες... πρωτοσερβιρίστηκαν σε βυζαντινή τράπεζα και σύμφωνα με τις ίδιες πηγές το τύλιγμα των φύλλων του λάχανου συμβολίζει τα σπάργανα του Χριστού.

Επίσης, στα Ζαγοροχώρια, έφτιαχναν τα «σπάργανα», γλυκό που μοιάζει με τηγανίτα.

Θράκη: Το χοιρινό ήταν το φαγητό που δεν έλειπε από κανένα σπίτι στον Έβρο. Το σφάξιμο μάλιστα ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία, οι μαχαλάδες σηκώνονταν στο πόδι από τα «γκουρλίσματα» των γουρουνιών. Ακόμα και τα πιο φτωχά σπίτια χωρίς κρέας δεν έμεναν. Οι συγγενείς και οι γείτονες φρόντιζαν να τους δώσουν, για να μη λείψει το πατροπαράδοτο πιάτο από το τραπέζι. Κι αν υπήρχε μεγάλη ένδεια έσφαζαν μια κότα και έφτιαχναν κοτόπουλο ανήμερα τα Χριστούγεννα.

Στον Έβρο τηρούνταν ένα ακόμη εθιμοτυπικό. Την παραμονή στο τραπέζι υπήρχαν εννιά διαφορετικά φαγητά, άβραστα και νηστίσιμα, ώστε η σημειολογία να παραπέμπει σε αφθονία φαγητών όλο τον χρόνο.

Μερικοί από τους συμβολισμούς των φαγητών, σύμφωνα με το έθιμο του Διδυμότειχου,, είναι οι εξής:

  • ΜΕΛΙ, συμβόλιζε τη συνδρομή κάθε μέλους της οικογένειας στον οικογενειακό κορβανά.
  • ΚΡΑΣΙ, για να μεγαλώνει και να «απλώνει» η οικογένεια σαν την κληματαριά.
  • ΠΙΤΑ, για να έχει αφθονία το σιτάρι.
  • ΜΗΛΟ, για να έχει η οικογένεια το «ροδοκόκκινο» χρώμα της υγείας.

Η θρακιώτικη «σπεσιαλιτέ» που δεν έπρεπε να λείπει από κανένα σπίτι ήταν η «μπάμπο». Η συνταγή απλή: χοιρινό με μπόλικα μυρωδικά και μπαχαρικά, το οποίο σιγόβραζε όλο το βράδυ για να είναι έτοιμο και ζεστό το πρωί, μετά τη θεία λειτουργία.

ΡΟΥΜΕΛΗ  -  ΔΩΡΙΔΑ  - ΛΙΔΟΡΙΚΙ

   Λένε , πως  στη  Ρούμελη  , και  ειδικότερα , πάνω  στη  Δωρίδα , και  φυσικά  στην  καρδιά της  , το  Λιδορίκι , το  Πάσχα είναι  ξεχωριστό , αλλιώτικο , κι’ όποιος  το  γνωρίσει  και  το  ζήσει , δεν το ξεχνάει  ποτέ , άλλο τόσο  όμορφες  όμως  είναι  και  οι  γιορτάδες των  Χριστουγέννων  και  της  Πρωτοχρονιάς .

   Τα  παλιότερα μάλιστα  χρόνια , που  “ κρατάγανε “ ακόμα γερά  οι συγγένειες , οι  γιορτές  αυτές  είχαν  ξεχωριστή  ομορφιά  και  ζεστασιά . Οι  συγγενείς  μαζεύονταν και  πάντα με  τα  παραδοσιακά φαγητά  και  μεζεκλίκια , και το δικό  τους  γιοματάρι , τότε  βέβαια  που  το  χωριό  μας  είχε  ακόμα  αμπέλια , με  τις  πίτες , τα  ψιμοτύρια  και  τα  ολόπαχα  πρόβεια τυριά  και  γιαούρτια  τους , έκαναν  γλέντια  τρικούβερτα .

   Την πρώτη…θέση , βέβαια , αυτές  τις  μέρες είχε  , αλλά  και  έχει  ακόμα , το κοντοσούβλι , που  σιγοψήνεται  στη  θράκα του τζακιού , τη…συνοδεία..κρασοκατάνυξης , γίνεται  δηλαδή..μια ..εισαγωγή στο  θέμα, για να  επακολουθήσει  το  γερό..τσιμπούσι ..

    Βέβαια , κάποιος  απ’ την παρέα “ θυσιάζεται “  και  αναλαμβάνει  το  …ψήσιμο , χωρίς  φυσικά  να  βγαίνει  και..ζημιωμένος , όπως  π.χ ο  αγαπημένος  χωριανός , φίλος  και  κουμπάρος Βασ. Ρέλλος , που  “ επιβλέπει “ το  ψήσιμο  των  κοντοσουβλιών , ενώ  έχει  βέβαια  αρχίσει η…εισαγωγή , με  διάφορα  άλλα μεζεκλίκια ..

Xριστούγεννα  2007

Εκτός  όμως  από  κοντοσούβλι , το  μενού  περιλαμβάνει  και άλλες μεζέδες  της “ ώρας “ τηγανιτό χοιρινό  , λουκάνικα , ματιές , κανένα…σπέσιαλ..” σπληναντεράκι “ και  μ’ αυτά  βολεύεται  η  κατάσταση μέχρι να  φτάσουν  και  τα  μαγειρευτά .

loukaniko2

Tsigarides

Τραγανιστές  τσιγαρίδες ..

1

Μοναδικής γεύσης και  νοστιμιάς σπληνάντερο

2

Ροδο..ψημένο , μοσχοβολιστό κοντοσούβλι ..

   Βέβαια , εκτός απ’ τους  μεζέδες  της ..” ώρας “ πάντα  υπήρχαν  και  τα  ..μαγειρευτά , με  πρώτους και  καλύτερους  τους λαχανοντολμάδες , ή   “ λαχανοσαρμάδες “ όπως  τους  λέγαμε  παλιότερα , χοιρινό  με  σέλινο , κάνα  αρνάκι με  πατάτες  στο  φούρνο , και  γιατί  όχι  και αγριογούρουνο στιφάδο και  πίτες .

   Η πίτα στο  Λιδορικιώτικο  σπίτι ήταν  και  είναι ..αρχοντικό  φαί , κι’αν  σε  καλούσαν σε  τραπέζι  , για  να  σε  τιμήσουν , οι  Λιδορικιώτισσες νοικοκυράδες , σου ‘ φκιαχναν  , πέρα  απ’ τα  πολλά  άλλα  φαγητά , μια  “ πλούσια “ τυρόπιτα  ή   λαχανόπιτα , με  φύλλο χειροποίητο , που  άνοιγαν  μονάχες τους , με  το μπόλικο  το  καλό  τυρί και  όλα  τα  σχετικά , μιλάμε για  το  κάτι…άλλο ..

   Μια  άλλη  πίτα , που  πραγματικά  είναι  τελείως..ξεχωριστή ,  είναι  η  γλυκιά κολοκυθόπιτα , που  άμα  είναι  πετυχημένη , τύφλα  να’χει μπροστά της  το  καλύτερο  γαλακτομπούρεκο , θέλει  όμως  μεγάλη  μαστοριά , για  να  πετύχει  η  νοικοκυρά την..” ισορροπία “ της  γεύσης , γιατί  εκτός  απ’ το κολοκύθι και  τα  υπόλοιπα , βάζουν  ζάχαρη και παράλληλα και λίγη  ξερή  τριμμένη μυζήθρα , και  πολλές  φορές η  πίτα  βγαίνει..αρμυρο… γλυκιά , τέλος  πάντων  ας  είχαμε  τώρα ένα  ταψάκι , κι’ ας  μη  ήταν  και  πολυ..πετυχημένη…

Λαχταριστοί  αυγοκομμένοι  λαχανοντολμάδες .

Τυρόπιτα-σπανακόπιτα 001

Τυρόπιτα-σπανακόπιτα 002

DSCN5098

Υπέροχες  “ αυθεντικές “ παραδοσιακές  Λιδορικιώτικες πίτες ..

Αρνάκι , ντόπιο..αλανιάρικο , με πατάτες στο φούρνο , γλύκισμα…

Λαγός  στιφάδο  , μοσχοβολάει  ακόμα  κι’ από..φωτογραφία ..

Βέβαια , σε  όλα  τα  φαγητά , προσθέστε και κανένα ..εκτός  προγράμματος … “ ζ’λαπάκι “  στιφάδο , τουτέστιν…λαγό  στιφάδο , που  ήταν  κι’ αυτό  στο  γενικότερο   γιορταστικό  μενού , άμα  φυσικά τύχαινε  να  ..υπάρχει ..που  όλο  και..βρισκόταν  όμως ..

   Χίλια δυο  παραδοσιακά φαγητά  μπορεί  να  βρει και  να  γευτεί  κανένας , στο  γιορτινό  Λιδορικιώτικο τραπέζι , και  ένα  σωρό …μεζεδάκια  που  ξετρελαίνουν , γαρδούμπες κλπ , και  βέβαια τα  γνήσια Λιδορικιώτικα  γαλακτοκομικά  προϊόντα , τυρί  , γιαούρτι  , ψιμοτύρι , κοσ’μάρ κ.α .

    Όλα  φυσικά  άριστης  ποιότητας και  με  ξεχωριστή .. γεύση .

   Βέβαια , ένα ..” δυνατό “ Λιδορικιώτικο γιορτινό  τραπέζι , είχε τα..πιοτά  του , αλλά  και  τα  γλυκίσματά  του .

  Αναδημοσιεύουμε λοιπόν  παλιότερο  σχετικό δημοσίευμά  μας για  καλύτερη  ενημέρωσή  σας , αλλά  και  για  κέρδισμα χρόνου , βέβαια , έχουμε παλιότερα  δημοσιεύσει ένα κείμενό  μας  που  αφορά στις  Λιδορικιώτικες  γιορτάδες  γενικά , απ’ το  οποίο  πολλά  μπορείτε  να μάθετε για  την γιορταστική  διαδικασία , του  παλιότερου  Λιδορικιού , κάποια στιγμή  θα το  αναδημοσιεύσουμε για  χάρη  σας ..

  ΠΙΟΤΑ  ΚΑΙ  ΓΛΥΚΊΣΜΑΤΑ

   Κύριο πιοτό στα χωριά μας , που συνόδευε και κάθε φαγητό , ήταν το ευλογημένο κρασάκι του Θεού . Νοστίμευε όλες τις γιορτές , τις σπιτικές αλλά και τις γενικές , τα πανηγύρια , αλλά και κάθε χαρά και λύπη , στα κοινά τραπέζια και στις κοινωνικές εκδηλώσεις ( γάμους , βαφτίσια κλπ.) . Το κρασί ήταν παραγωγή των χωριανών , το κάθε χωριό μας είχε τ΄αμπέλια του , και το κάθε σπίτι είχε τα..βαρελάκια του , ανάλογα με ΄τ' αμπέλι που είχε , και στο σπίτι έπιναν όλοι από ένα ποτηράκι , άντρες , γυναίκες και παιδιά .
   Μετά το κρασί , τα παλιά τα χρόνια , ερχόταν το ρακί , και σιγά-σιγά ήρθαν το ούζο και τα γλυκόπιοτα , τα λικέρ , που έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας , το πίπερμαν ( μέντα ) με το ωραίο πρασινωπό του χρώμα , η μαστίχα , διάφανη κρυσταλλένια , το τριαντάφυλλο με το τριανταφυλλί του χρώμα , το κουαντρό , η μπανάνα , το τσέρυ ( κεράσι ) , το βύσσινο , κεράσι και βύσσινο φκιάχναν και μόνες τους οι νοικοκυρές , παίρνοντας τα φρούτα απ' τους Βελουχοβιώτες μανάβηδες , όπως επίσης έφκιαχναν και περίφημη βυσσινάδα , που την πρόσφεραν ανακατεμένη με παγωμένο νερό , πολύ δροσιστική το καλοκαιράκι .

image

.΄Βάλσαμο , μια δροσερή βυσσινάδα μετά…γλυκού..


   Ένα άλλο αναψυκτικό που δεν έλειπε απ' τα τσοπάνικα σπίτια , ήταν το ξυνόγαλο , και το οποίο ήταν πραγματικά καταπληκτικό , και βέβαια δεν είχε καμιά σχέση με αυτό το "οξύγαλα" , που πουλιέται στο εμπόριο τώρα .
Θυμάμαι , το 1965 που ήρθαμε στο χωριό πάλι , σαν υπάλληλος της ΑΤΕ πια , κάπου , σε κάποιο απ' τα ορεινά χωριά μου πρόσφεραν ξυνόγαλο ( ξ'νόγαλο ) και ενθουσιάστηκα , μου άρεσε πάρα πολύ , και μια μέρα που είχε έρθει στην Τράπεζα ό κουμπάρος μας ο Γιώργος ο Βώττας , του είχα βαφτίσει την κόρη τη Μαρία , του είπα μεταξύ σοβαρού και..αστείου : κουμπάρε καμιά νταμουζάνα ξυνόγαλο δεν περισσεύει και για μένα ; Ο καημένος ο κουμπάρος το πήρε μάλλον για χωρατό , γιατί το θεωρούσε φαίνεται..ευτελές πιοτό , και μου λέει , με κοροϊδεύεις βρε κουμπάρε ; τρόμαξα να τον πείσω πως σοβαρολογούσα και πως θα μου κανε χάρη αν μου ‘βρισκε ξυνόγαλο , πράγματι μετά από λίγες μέρες έφτασε η νταμουζάνα , την έβαλα στο ψυγείο και το ‘χα πρώτο παραχέρι το καλοκαιράκι , και κοντά σε μένα , θυμάμαι , έμαθαν κι' έπιναν ξυνόγαλο και όλοι της παρέας , εκείνη την εποχή .
   Και μια και ασχοληθήκαμε με το ξυνόγαλο , είναι ευκαιρία , να πούμε και τι είναι το ξυνόγαλο και πως γίνεται , πως παράγεται .
  Το ξυνόγαλο , είναι υποπροϊόν του γάλακτος , και προκύπτει μετά από ειδική διαδικασία-επεξεργασία , το καράμπισμα . Μέσα σε ένα είδος ξύλινου δοχείου μακρόστενου , που στενεύει προς τα πάνω , την καράμπα  , βάζουν το γίδινο το γάλα και με ένα ειδικό ξύλο , κλαρί από δέντρο που στην κάτω άκρη έχει δυο-τρία κοντοκλάδια , κτυπάνε από πάνω προς τα κάτω το γάλα , το..καραμπίζουνε , συνέχεια μέχρι απ' το γάλα ν' αποχωριστεί το βούτυρο , που ανεβαίνει προς τα πάνω , το μαζεύουνε με τον τσιμτσιέ ( κεπσέ ) την τρυπητή κουτάλα , και το υγρό που μένει μετά το βγάλσιμο του βούτυρου είναι το ξυνόγαλο .

   Η κ α ρ ά μ π α , όπως καταλάβατε , ήταν το...μίξερ της τότε εποχής , όχι..παίζουμε , η διαδικασία αυτή εφαρμοζόταν σ' όλη την Ελλάδα και ήταν μπελαλίδικη , γι' αυτό και το βούτυρο , το γίδινο πάντα , γιατί ήταν και είναι καλύτερο , ήταν πανάκριβο , σε σχέση με το γάλα και το τυρί , σήμερα όμως που η τεχνιλογία έχει κάνει θαύματα , η τιμή του βουτύρου είναι πολύ χαμηλή , και φυσικά κανένας δεν βγάζει βούτυρο , το σκεύος του καραμπίσματος , την καράμπα δηλαδή , μπορεί να τη βρεις σε διάφορα μέρη της πατρίδας μας , με διαφορετικά ονόματα , πχ. στην Ευρυτανία τη λένε " μποτινέλο “ ( το) .
   Τα γνωστά σήμερα αναψυκτικά , ήταν σχεδόν άγνωστα , τα παλιότερα χρόνια , στη δεκαετία του 50 άρχισαν να εμφανίζονται , οι λεμονάδες ( γκαζόζες ) , πορτοκαλάδες , και βυσσινάδες , επίσης τότε κυκλοφορούσαν και αντίστοιχοι χυμοί , συμπυκνωμένοι , σε πολύ μικρά μπουκαλάκια , λεμονάδα , πορτοκαλάδα και βυσσινάδα , που σερβίρονταν στα μαγαζιά με ένα ποτήρι νερό κρύο , το ανακάτευαν και γινόταν ένας χυμός , που βέβαια δεν είχε και πολύ σχέση με το φρέσκο χυμό , ήταν όμως ένα αναψυκτικό .
   Αργότερα εμφανίστηκαν τα..έγχρωμα κοκκινωπά μείγματα , με πρώτο -πρώτο , την " κ ί ν α "που έριχνες λίγο υγρό στο ποτήρι με τη γκαζόζα και άφριζε παίρνοντας ένα καφε..κοκκινωπό χρώμα και  μια μια όμορφη γεύση , η κίνα ήταν ο..πρόδρομος του..μπυράλ , που ήρθε αργότερα , και φτάσαμε πολύ αργότερα στην κόκα-κόλα κλπ.
   Θα αναρωτηθείτε σίγουρα γιατί δεν αναφερθήκαμε στην μπύρα , γιατί μπήκε κι' αυτή στη Δωρική ζωή , όπως και σε όλη την Ελλάδα , αργότερα και σιγά-σιγά , γιατί θεωρούνταν πιοτό..πολυτελείας , και..επίδειξης , και φυσικά και η τιμή της ήταν ..τσουχτερούλα .
   Για πολλά χρόνια η μπύρα είχε σχεδόν ..εκτοπίσει το κρασάκι , και δεν έβλεπες , ειδικά στα πανηγύρια , παρά μόνο μπύρες , ήταν μια..επιδεικτική μόδα , που υποχώρησε , κάπως , αργότερα , και σήμερα , πιστεύουμε πως το καλό κρασί έχει τον πρώτο λόγο...

   Τελειώνοντας , φίλοι μου την ενότητα αυτή , θ' αναφερθούμε στα γλυκίσματα που υπήρχαν στο Δωρικό...διαιτολόγιο η μάλλον...γλυκολόγιο !
   Τα κυριότερα γλυκά που ..αντάμωνε κανείς στα σπίτια μας την παλιότερη εποχή ήταν : Ο χαλβάς , με αλεύρι κι' αργότερα και με σιμιγδάλι , οι τηγανίτες , τα παραδοσιακά γλυκά του κουταλιού , που τά ‘φκιαχναν οι νοικοκυράδες , στην εποχή τους το καθένα ( κεράσι , σύκο , βύσσινο , κυδώνι , καρυδάκι , ) , η ρυζοριβανή , ο μπακλαβάς και φυσικά οι κουραμπιέδες . Το καθένα βέβαια στην σειρά του , δηλαδή ανάλογα με την περίπτωση και με τη σοβαρότητά της , αλλά και πάντα σε σχέση με τον ποιό θέλαν να φιλέψουν .
   Σαν..πρόγευση σας δίνουμε ένα παλιότερο σχετικό κομμάτι μας , που δίνει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τα ..γλυκίσματά μας , και θα συνεχίσουμε.....

TA ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΑ ΓΙΟΡΤΙΝΑ ΓΛΥΚΙΣΜΑΤΑ .

   Πολλοί φίλοι μας , αδέρφια , μας ρωτούν γιατί στα Λιδορικιώτικα γλυκά των...γιορτάδων δεν αναφέρουμε τα μελομακάρονα , είναι πολύ απλό αγαπημένοι μου φίλοι , γιατί τα μελομακάρονα δεν υπήρχαν στο..Λιδορικιώτικο , και όχι μόνο , γλυκο...λόγιο .Είναι ...ξενόφερτο , για την περιοχή μας , γλυκό με ..προσφυγική , μάλλον , καταγωγή , που μπήκε στη ζωή μας κι' έμεινε .

image

   Τα βασικά Λιδορικιώτικα γλυκά , ειδικά των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς , ήταν και , πιστεύω εξακολουθούν να , είναι ο Μπακλαβάς , με καρύδι ή μύγδαλο , οι κουραμπιέδες και...δευτερότερο η ..ρυζοριβανή .

image

Μπακλαβάς …πολύφυλλος και..καλογεμισμένος !!!

   Ο ..βασιλιάς πάντως ήταν ο μπακλαβάς , με πολλά φύλλα , ανοιγμένα στο χέρι φυσικά , μπόλικη ...γέμιση και λίγο αγνό γίδινο βουτυράκι , ήταν...Θεός , το ίδιο και οι κουραμπιέδες , με τα.. μυγδαλάκια τους και το φρέσκο γίδινο βούτυρο , να ...λειώνουν στο..στόμα , όπως έλεγαν οι μανάδες μας , αυτό ήταν το...τεστ..ποιότητας και..γεύσης …

image

Παραδοσιακός σπιτικός χαλβάς , με αλεύρι η..σιμιγδάλι .

   Τα μελομακάρονα , μπήκαν σιγά-σιγά στη ζωή μας , απ' τους Αθηναίους , που έφερναν στις γιορτές όταν έρχονταν , και φυσικά οι χωριανές μας κυρίες πήραν τη συνταγή και άρχισε η..παραγωγή . Πάντως προσωπικά , θυμάμαι , λόγω και..ειδικότητας , πως μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 60 , που είχαμε το ζαχαροπλαστείο στ' Αλωνάκι , τα μελομακάρονα ήταν..άγνωστο είδος , και δεν θα μπορούσε να είναι γιατί όπως είπαμε , είναι γλυκό Μικρασιάτικο .

image

   Πέρα όμως απ' τα..κύρια γλυκά , υπήρχαν και τα..επικουρικά , στα οποία εκτός απ' τη ρυζοριβανή , περιλαμβάνονταν και τα..λουκουμάκια , τα φοντανάκια , τα σοκολατάκια αλλά και τα..τυλιχτά , όπως τα λέγαμε , του ζαχαροπλαστείου , ακόμα οι νοικοκυρές , σπάνια όμως , έφτιαχναν και κανταίφι και αργότερα και γαλακτομπούρεκο , βέβαια δεν πρέπει να ξεχάσουμε και το..χαλβά , τον κλασσικό χαλβά , με λάδι , αλεύρι η σιμιγδάλι , που τον λέγανε και μαλαχόζι , και σ' όλα αυτά προσθέστε και τις..τηγανίτες , που ήταν και πολύ νόστιμες αλλά και...εύκολες .

image

Το..κερασάκι , που πάει..παντού …

image

..Λαχταριστό..βύσινο !!

image

Συκαλάκι , σπιτικό..

   Τέλος θα πρέπει να θυμίσουμε πως οι νοικοκυράδες , φρόντιζαν να φτιάξουν , την κατάλληλη εποχή , και τα γλυκά του κουταλιού , κεράσι , βύσσινο , σύκο , κυδώνι , σταφύλι , κ.α , για να φιλεύουν τους επισκέπτες , ακολουθώντας την..παράδοση....

   Βέβαια , τον παλιό καλό..καιρό , θα πρέπει να θυμίσουμε και να τονίσουμε , βεβαίως..βεβαίως , πως και το..όλον διαδικαστικόν , του φιλέματος και της εν γένει..περιποίησης του επισκέπτη , του μουσαφίρη , είχε άλλη ..ομορφιά , άλλη ..επισημότητα , άλλη…ζεστασιά , γιατί , κακά τα ψέματα , είναι άλλο να σου φέρνει η ..νοικοκυρά , το βαζάκι με το..γλυκό της , το..χειροποίητο , το..μοσχοφκιαγμένο , και το κουταλάκι σου , να πάρεις όσο θες , με το δροσερό νεράκι σου , στις κεντητές ..πετσέτες , κι’ άλλο , να σου..βάζουν μπροστά σου , ένα δίσκο με ..τυλιχτά , του..μαγαζιού , που μπορείς με ένα ..ευρώπουλο να φας και στο..ζαχαροπλαστείο…

…Άλλα..έθιμα , άλλοι..καιροί , και κυρίως , άλλοι..άνθρωποι…

image

Κυδώνι , το..αξεπέραστο !!

   Πολλά έχουν αλλάξει αδέρφια , στη Λιδορικιώτικη ζωή , πολλά..ξένα στοιχεία έχουν μπει στη ζωή μας , χωρίς όμως αυτό καθ' αυτό , να είναι κακό , δηλαδή να προσθέτουμε νέα στοιχεία στην ζωή μας , όχι αδέρφια , δεν είναι κακό , το κακό είναι ότι...ξενομανίας ένεκεν διαγράφουμε βασικά στοιχεία της δικής μας ..ζωής , παριστάνοντας...κάποιους..άλλους που δεν είμαστε..

   Ξέρετε τι σημαίνει ..διαγραφή της παράδοσης ; Διαγραφή των..εθίμων μας ; Απλά ..απλά , διαγραφή του..παρελθόντος μας ..

Καλό σας βράδυ ,   μεσημέρι

ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ , ΝΑ  ΕΙΣΤΕ  ΟΛΟΙ  ΚΑΛΑ

polidorikiou-sima

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

ΤΑ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΑ “ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ “ ( ΠΑΡΑΓΚΩΜΙΑ )

ΓΙΑ  ΝΑ  ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ  ΤΟ..ΧΩΡΙΟ  ΜΑΣ

   Όλοι , αγαπημένοι μου  φίλοι , γνωρίζουμε  και  καλά-καλά  μάλιστα  το  Λιδορικιώτικο  χούι , τη  σκωπτική  διάθεση , εξ΄ης και  το  όνομα  του  χωριού μας , που  προέρχεται απ’ το  σχετικό  ρήμα , το “ Λοιδορώ “ …

    Στα ..πλαίσια  λοιπόν  αυτής  της  “ Λοιδορικής “ διάθεσης και χωρίς  καμιά  απολύτως  διάκριση , οι  χωριανοί  μας ,” Από εξ..απανέκαθεν “ , που  λένε  και  οι  γραμματιζούμενοι , όταν  διαπίστωναν έστω  και  μια  μικροδιαφορά ή  κάποια  περίεργη  συνήθεια  σε  κάποιον  χωριανό μας , “ συγκέριαζαν “ και  το  ανάλογο παραγκώμι , το  παρατσούκλι  που  λέμε .

   Ακόμα πολλά παραγκώμια , κόλλησαν  σε  κάποιους , έτσι  από  κάποιο  περιστατικό είτε  απ’ το  σχολείο .είτε  απ’ την  καθημερινότητα , όπως  επίσης  πολλά  παραγκώμια , οφείλονται , σε  κάποιες  λέξεις  ή  φράσεις που  , επαναλάμβανε επίμονα ο…βαφτιζόμενος .

   Αυτά  όλα  τα  παραγκώμια , θα  προσπαθήσουμε  να  τα  συγκεντρώσουμε , όπως  επίσης  , θα  προσπαθήσουμε  να  μάθουμε  το  πως και το  γιατί , κόλλησαν  στο  χωριανό  μας  αυτό  το  παραγκώμι .

   Σήμερα , αναδημοσιεύουμε μ ένα  παλιότερο  σχόλιό  μας  που  αιτιολογεί το  παραγκώμι    “ Βζώνης “ ( Βζών’ς ) που  ακολουθούσε τη  οικογένεια  Κάγκαλου , ξεκιν΄βντας  απ΄τον  πατέρα  του  αείμνηστου  μπάρμπα  Λια ( Βζωνολιά ) .

Απολαύστε  το…

Ο ΒΖΩΝΗΣ..

clip_image001

Μια όμορφη  οικογενειακή φωτογραφία της δεκαετίας του 1920 . Ο Κώστας  Καραχάλιος με τη γυναίκα του Παγώνα και τον κουνιάδο του ( όρθιος ) Ηλία Κάγκαλο - Βζωνολιά .

 

   Όλοι οι Λιδορικιώτες , και ειδικότερα οι παλιότεροι , γνωρίζαμε τον αείμνηστο μπάρμπα Λια Κάγκαλο ή  Βζωνολιά , όπως τον λέλεγαν και τον ήξεραν όλοι ,  όσον αφορά στο παρατσούκλι Βζώνης , οι περισσότεροι πίστευαν και πιστεύουν πως προήλθε απ' το γεγονός ότι ο μπάρμπα Λιας , είχε υπηρετήσει στους  ευζώνους , κάπου στο Ζάππειο , στην Αθήνα .

   Λογική η άποψη αυτή , αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα . Πρώτα - πρώτα , το παρατσούκλι αυτό , δεν είναι τωρινό , του μπάρμπα Λια , όοχι βέβαια , αλλά ξεκινάει απ' την εποχή του πατέρα του και του παππού του .

   Ο ίδιος ο μπάρμπα Λιας , διηγήθηκε το ιστορικό του..." βαφτίσματος " στον φίλο του χωριανό μας , Σπύρο Σφέτσο - Καλλέρη , που ασχολιόταν και κατέγραφε όλες τις παρόμοιες ιστορίες , και απ' αυτόν , το μάθαμε , αφού ο αείμνηστος μπάρμπα Σπύρος , μου άφησε ένα φάκελο , με 130 σελίδες , στις οποίες αναφέρονται όλες , σχεδόν , οι παλιές Λιδορικιώτικες ιστορίες .

  Για την σημερινή μας ιστορία αναφέρει τα εξής :

Ο παππούς του μπάρμπα Λια , είχε τη στάνη του ψηλά στη Γκιώνα , στον Πλατό . Κάποια μέρα λοιπόν ήταν στο μαντρί μόνος του ο πατέρας του , του  μπάρμπα  Λια ,  όταν εμφανίσθηκαν δύο στρατοχωροφύλακες , δυο ευζώνοι . Ο μικρός τότε  , τους είπε πως είναι μόνος του  και πως οι άλλοι , οι μεγάλοι , έχουν πάει στα γίδια , εκείνοι  όμως πεινούσαν και άρχισαν να ψάχνουν για να βρουν κάτι φαγώσιμο . Πράγματι βρήκαν αυτά που υπήρχαν , ψωμί και τυρί , έκατσαν έφαγαν με την ησυχία τους και αφού έβαλαν πίσω στη θέση τους ότι είχε απομείνει , έφυγαν .

   Αυτό βέβαια ήταν κάτι το συνηθισμένο τα χρόνια εκείνα , κι' όταν περνούσε κάποιος πεινασμένος απ' το μαντρί ο τσέλιγκας πάντα έδινε στον ξένο ότι είχε για φαγητό , κυρίως ψωμί και τυρί .

   'Οταν λοιπόν γύρισε ο πατέρας του ( ο παππούς του Ηλία  ) ο μικρός  του είπε " ήρθαν και  δύο βζώνοι και μας έφαγαν το ψωμί και το  τυρί ". Το είπε όμως τόσο όμορφα το ..Βζών( οι )που όλοι έσκασαν στα  γέλια ...

   Όταν λοιπόν αργότερα , για να γελάσουν , τον ρωτούσαν : Ποιοί φάγαν  το ψωμί και το τυρί ; Τους απαντούσε με το δικό του τρόπο : Οι...βζών(οι ) , και όλοι έσκαγαν στα γέλια . Έτσι λοιπόν έμεινε το Βζώνοι – Βζώνης  , στον πατέρα του μπάρμπα Λια , κι΄απ'αυτόν το κληρονόμησε ο μικρός Ηλίας , ο..Βζωνολιάς ...

         Καλό σας  βράδυ , καλό ξημέρωμα .......Κ.Κ.-

                     *                    *

   Ακόμα , στο  χωριό μας ,  όπως  σχεδόν  όλοι , είχε  το  παρατσούκλι  του και ο Δημήτριος Γεωργίου Ν. Πέτρου , απ’ το  Βαρούσι , που  του  είχαν  κολλήσει  το  παραγκώμι “ Θήτας “.

   Το  παραγκώμι  αυτό , ακολουθούσε  τον  αείμνηστο  Δημ.Πέτρου , απ’ το  σχολείο  ακόμα , και  μάλιστα  απ’ το Δημοτικό . Ο  μπάρμπα  Μήτσος  λοιπόν , όσες  τάξεις , λιγοστές  πρέπει  να  ήταν , πήγε  σχολείο , δεν  μπόρεσε  ο έρμος  να  μάθει  εκείνη  τη…ρουφιάνα  την  Αλφαβήτα , βουνό  του  φαινόταν ..

   Όταν  του  ζητούσε  ο  δάσκαλος  να  πει  την  Αλφαβήτα , έπαιρνε  φόρα  λοιπόν  ο μικρός  Μήτσος και  άρχιζε : ΑΛΦΑ , ΒΗΤΑ , ΓΑΜΑ….ΘΗΤΑ , εκεί  ..κόλλαγε και  δεν  πήγαινε  παρακάτω , βέβαια  δεν το  έκανε  μια  φορά  μόνο  , αλλά  συνέχεια , οπότε  του  κόλλησαν το  παραγκώμι “ Θήτας “ που  φυσικά  ακολούθησε  τον ίδιο σε  όλη  του  τη  ζωή και  απ’ όσο  γνωρίζουμε το κληρονόμησαν και  τα…” Θητόπουλα “.

      Καλό  σας  μεσημέρι και  ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ 

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ : Όποιοι  φίλοι χωριανοί  μας  γνωρίζουν  κάτι για  τα  τόσα  παραγκώμια  που  κυκλοφορούν  στο  χωριό  μας , ας  επικοινωνήσουν  μαζί μας να  τα  πούμε .

Ευχαριστούμε  εκ των  προτέρων

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ..ΟΝΕΙΡΟ

 
ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ

clip_image002

 

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ..

Άρχισε από νωρίς το χιόνι απόψε , σε λίγη ώρα όλα γύρω είχαν πασπαλιστεί με...ζαχαρένιο χιόνι , λες κι' ήταν κουραμπιέδες , χαρές τα παιδιά , που την άλλη μέρα , μετά τα κάλαντα , θα παίζαμε χιονοπόλεμο , και δεν πέρναγε κι' αυτή η βραδιά , να ..ψευτοξημερώσει , να μαζευτούμε , η..παλιοπαρέα της γειτονιάς , αχάραγα , να πάμε για τα κάλαντα .

Η μάνα μου , από νωρίς , με γκρίνιαζε , λέγοντάς μου πως έξω..ψήνει τα ..φίδια , και να καθίσω στ' αυγά μου , γιατί κάνει ψόφο , κι' είχα κι'ένα..γαϊδουρόβηχα..λάλαγα σαν κοκοράκι , αλλά που εγώ , δεν έπαιρνα χαμπάρι από τέτοια , ήταν βλέπεις τα πρώτα μου κάλαντα με συνοδεία..φυσαρμόνικας , έκανα το ντεμπούτο μου ...λίγο το ‘χεις...

Όλη τη μέρα έκανα πρόβες , τα μαθα καλά τα κάλαντα , γιατί ήταν καινούρια η φυσαρμόνικά μου , Γερμανικιά Ηohner , μέχρι τώρα είχα μια Picolo , και ήθελα η πρώτη μου εμφάνιση να είναι θριαμβευτική , μια και ήμουν ο μόνος ...οργανοπαίχτης που θα τα λεγε .

Το ραντεβού είχε ορισθεί για τις 4 το πρωί , μαύρα σκοτάδια δηλαδή , αλλά ποιός τα κοίταγε αυτά , έξω το ‘χε στρώσει κανονικά και έριχνε συνέχεια , απ' το τζάμι παρακολουθούσα , και στα κάγκελα του μπαλκονιού κόντευε να φτάσει μια παλάμη , κι' οι νιφάδες , χοντρές-χοντρές , όλο και πύκνωναν , τις χάζευα απ' το παράθυρο , ρίχνοντας το φως απ' το φακό μου , που λες και ..τρυπούσε τον αέρα και το χιόνι κι' έφεγγε πολλά μέτρα μακριά , σχεδόν μέχρι την άκρη της αυλής μας , μέχρι τη μάντρα , που ήταν οι τριανταφυλλιές και οι καμέλιες , λευκοντυμένες σαν... νυφούλες , καμαρωτές-καμαρωτές....΄

Έσβησα το φως , και χαμήλωσα τη λάμπα του πετρελαίου , που είχα δίπλα στο κρεβάτι μου σε μια καρέκλα , μαζί με τη φυσαρμόνικά μου και το ξυπνητήρι , μαύρο , Big Ben παρακαλώ , Αμερικάνικο , μας το ‘χε στείλει ο μπάρμπα Χρήστος Κάρλος , ο αδερφός της μάνας μου ,απ’ το Σικάγο , και είχε και φωσφορίζοντες δείκτες και αριθμούς , το ‘χα λοιπόν δίπλα μου για να το κλείσω να μη ξυπνήσω και τους άλλους , τη λάμπα την άφησα ίσα-ίσα να καίει , γιατί στις 12 , τα μεσάνυχτα , ο Γαζής έσβηνε το ηλεκτρικό , αφού πρώτα έκανε ένα..συνθηματικό αναβόσβημα , 5 λεπτά πριν .

Βέβαια δεν σταμάτησα , που και που , να φέγγω με το φακό μου για να παρακολουθώ τι γίνεται έξω , ενώ η μάνα μου η καημένη , ξεθεωμένη όλη τη μέρα , μαγαζί ..σπίτι , απ' τα χαράματα στο πόδι , μου φώναζε να κοιμηθώ , αλλά που εγώ....και δεν πέρναγε κι'αυτή η ρημάδα η ώρα...

Για να νυστάξω και να κοιμηθώ , μετρούσα τα τικ-τακ του ρολογιού και παρακολουθούσα το μικρό φωσφοράκι του δείχτη , που προχωρούσε με μικρά ..πηδηματάκια , κάποια όμως στιγμή , φαίνεται , με πήρε ο ύπνος , ενώ σκεφτόμουνα τι ώρα , άραγε , θα ξυπνήσουν οι άλλοι ; ο Χρήστος , ο Μιλτιάδης , ο Γιάννης έχοντας την έννοια μη και δεν ακούσω το ξυπνητήρι...κι' αργήσω .

Κάποια στιγμή , ένοιωσα κάποιον να με σκουντάει να ξυπνήσω , ήταν η μάνα μου , που άκουσε το ρολόι που χτυπούσε , ποιός ξέρει πόση ώρα , πετάχτηκα , δυνάμωσα λίγο τη λάμπα , κι' άρχισα να ντύνομαι , ενώ η μάνα μου έλεγε να ντυθώ καλά γιατί έκανε ..ψόφο , να βάλεις τις γαλότσες , μούπε , το’χει στρώσει για τα καλά , θα πουντιάσετε...

Που ν’ ακούσω εγώ , κοίταγα την ώρα που πέρναγε και φοβόμουνα μην αργήσω κι' οι άλλοι έχουν μαζευτεί , τρέμαν τα πόδια μου , όχι τόσο απ' την παγωνιά , όσο απ' την ανυπομονησία , να προλάβω , ετοιμάστηκα , πήρα τη φυσαρμόνικα , φόρεσα και κάτι πλεχτά..χακί γάντια , καθησύχασα τη μάνα μου , που συνέχισε να μου λέει να ντυθώ καλά και να προσέχω , και ξεκίνησα..

Βγαίνοντας , αντίκρισα ένα υπέροχο θέαμα , όλα γύρω σκεπασμένα με φρέσκο..αχνιστό χιόνι , κι' έριχνε συνέχεια , χοντρές-χοντρές νιφάδες , οι γαλότσες μου χώνονταν μέχρι τη μέση στο χιόνι , και με δυσκόλευαν στο βάδισμα , ενώ το παλιό χιόνι είχε αρχίσει να παγώνει και να..γλιστράει , τότε σκέφτηκα το τι έχει να γίνει τη μέρα στον κατήφορο της Βαθειάς , που όποιος πέρναγε θα ‘κανε τσουλήθρα , την περασμένη μάλιστα χρονιά , είχαν σπάσει και χέρια και..πόδια , κι' οι φουκαράδες οι Γυφτομαχαλιώτες , θα μείνουν αποκλεισμένοι , ποιός ξέρει για πόσες μέρες....

Προχώρησα , ο Μιλτιάδης δεν είχε φως , ούτε ο Γιάννης , απέναντι , φαίνεται θα’χαν προχωρήσει στ' Αλωνάκι , κι' ο Χρήστος βέβαια γιατί δεν είχε ούτε αυτός φως , περπατούσα και το ολόφρεσκο χιόνι έτριζε , το φχαριστιόμουνα , ολόγυρα ήταν ..θεοσκότεινα , πουθενά φως , κι'έκανε κυριολεκτικά...ψόφο , κρύωνα , θυμήθηκα τη μάνα μου την έρμη που μάλλιασε η γλώσσα της , ντύσου καλά , κάνει ψόφο , ήθελα να γυρίσω αλλά και πάλι , δεν ήθελα ν' αργήσω , ύστερα έφτασα στ' Αλωνάκι , που θα περιμένουν κι' οι άλλοι , φτάνοντας βλέπω την πλατεία κάτασπρη , το χιόνι κόντευε να φτάσει μια ..σπιθαμή , τα τραπεζάκια του μαγαζιού μας σκεπασμένα απ' το χιόνι , και στην άκρη της πλατείας , τρεις-τέσσερις καρέκλες , ξεχασμένες φαίνεται , κι' αυτές σκεπασμένες απ' το χιόνι , τα παιδιά όμως πουθενά , προχώρησα να μαζέψω τις καρέκλες , να τις βάλω σε μια γωνιά και να τις τινάξω , μουρμουρίζοντας , που ξεχάσαμε έξω τις καρέκλες χειμωνιάτικα , ενώ παράλληλα νευριασμένος με τα παιδιά , που δεν ..φαίνονταν πουθενά , άρχισα να τους τα...σούρνω...και επειδή...φοβόμουνα άρχισα να ..χαζοτραγουδάω , να λέω τα..κάλαντα , έτσι για να’χω..συντροφιά...

Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει πυκνό και παχύ-παχύ , τα μαλλιά μου θα πρέπει να’ταν κάτασπρα , το ‘νοιωθα , κόντευα να γίνω ...χιονάνθρωπος , τα πόδια μου ξυλιασμένα , και τα χέρια μου , τα’νοιωθα..δεν τα’νοιωθα , α..ρε μάνα , είχες δίκιο που μου’λεγες να κάτσω στ' αυγά μου , αλλά ποιός σ' άκουγε....σκέφτηκα να γυρίσω στο σπίτι , αλλά τα κάλαντα...κι' αυτά τα παιδιά πουθενά , μ' είχε πιάσει απελπισία είχα γίνει ...τούρκος απ' τα νεύρα , τραγούδαγα , έβριζα , έλεγα τα κάλαντα , ούτε κι' εγώ ήξερα τι έκανα , η παγωνιά αβάσταχτη και τα νεύρα...τσατάλια...κι' αυτό το χιόνι , μου σκέπαζε τ' αυτιά και τα πάγωνε...τα’νοιωθα , κιόλας , ξυλιασμένα...

Τότε ένοιωσα ένα ελαφρό σκούντημα στον ώμο , πετάχτηκα , κι' ακούω : άντε ρε πατέρα ξάπλωσε στο κρεβάτι , θα πιαστείς , έχεις μια ώρα που κοιμάσαι στον καναπέ , βρίζεις..τραγουδάς , λες τα κάλαντα , τι έπαθες Χριστουγεννιάτικα ; πάλι το Λιδορίκι ονειρεύεσαι ; Ξύπνααααα......

Αλάφιασα , πετάχτηκα απ’ τον ύπνο ...ήταν ο μικρός μου γιός , ο Χάρης , και γελούσε ασταμάτητα , που να’ξερε ότι μου χάλασε το ωραιότερό μου όνειρο , τα πρώτα μου κάλαντα....αχ..βρε..Χάρη ....με 'κοψες στο..καλύτερο....τα χαλάνε τέτοια ..όνειρα …

clip_image003

Καλή σας μέρα ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ........Κ..Κ.-

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

OI XEIMΩΝΙΑΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ : ΧΡΙΣΡΟΥΓΕΝΝΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

clip_image001

Μπρος – πίσω τ’ Άη Νικολάου είναι ο χειμώνας , λένε οι γεωργοί . Κι΄όταν βλέπουν πως χιόνισε αυτή τη μέρα :

- Σήμερα τ΄άσπρισε τα γένια του , τους ακούς .

Τότε περνάει ο Δεκέμβρης που κι αν θέλουν οι γεωργοί , δουλειά δεν μπορεί να κάμουν . Παρακολουθούν το σαρανταλείτουργο που κάνει ο παπάς στην εκκλησιά τους , λειτουργάει δηλαδή σαράντα μέρες τη νύχτα το πρωί , κι’ αυτοί φέρνουν με τη σειρά τους λειτουργιά κι ανάμα για να μνημονεύει τους πεθαμένους τους .

Έτσι φτάνει του Χστού , όπως λένε τα Χριστούγεννα ( τα λένε και Χστόϊαννα ) . Είναι μέρες μεγάλης χαράς , κι αυτή και όλο το δωδεκαήμερο . Γιατί τότε ο γεωργός σφάζει το θρεφτό του το γουρούνι , τρώει τα λουκάνικά του , τις αιματιές του , το κιπάπι του , τις τσιγαρήθρες , τη γλύνα του και τόσα άλλα φαγητά που φτιάνει απ’ το γουρνοκρίατο .

Απολλώντας η εκκλησία , το πρωί των Χριστουγέννων , ο παπάς πάει από σπίτι σε σπίτι και σηκώνει το ύψωμα , ένα πιάτο που έχει μέσα σιτάρι άβραστο κι ένα πρόσφορο . Στη μέση του πρόσφορου κερί αναμμένο . Πιάνουν όλοι οι σπιτικοί το πιάτο μαζί και με τον παπά το υψώνουν , απ’ αυτού το ύψωμα .

Μετά ο παπάς παίρνει το Χριστόψωμο , ένα μεγάλο ψωμί που έχει απάνω του κολλημένα η νοικοκυρά , κουλουράκια σε σχήματα προβατιών , κατσικιών , σταυρουδάκια και μικρά πρόσφορα και τα ονομάζει αρνιά και κατσίκια , παίρνει λοιπόν το ψωμί αυτό , το βάζει στο κεφάλι του , το πιέζει και το σπάζει στα δύο , αν το μεγαλύτερο κομμάτι πέσει κατά το δεξί του χέρι , μαντεύει πως το χρόνο εκείνο θα γίνουν πιο πολλά σιτάρια , αν όμως πέσει κατά περνάει ο Δεκέμβρης το αριστερό χέρι , λέει πως θα γίνουν πιο πολλά καλαμπόκια .

Την παραμονή των Χριστουγέννων , το βράδυ , παντρεύουν τη φωτιά τους , βάζουν πολλά ξύλα και γίνεται μεγάλη για να φεύγουν τα Καλικατζούρια , και για να τα φοβίζουν πιο πολύ , ρίχνουν αγριοκερασιά να καίγεται .

Τη στάχτη της βραδιάς εκείνης την κρατούν μ γιατί είναι ακατούριγη απ’ τα Καλικατζούρια και τη μέρα των Φώτων που θα πέσουν οι σταυροί στο νερό και θα γίνει ο αγιασμός , παίρνουν αγίασμα ρίχνουν μέσα και τη στάχτη και ραντίζουν τ’ αμπέλια τους και λένε :

- Φεύγα , καλαβρέ απ’ τ’ αμπέλια , έχω παγανίσια στάχτη και μεγάλο αγιασμό ! ( Το τελευταίο τούτο γίνεται στη Φθιώτιδα ).

Έτσι περνάει ο Δεκέμβρης κι έρχεται ο Γενάρης , αλλλά γι’ αυτόν θα μιλήσουμε την άλλη βδομάδα .

Η ολοζώντανη περιγραφή των Ρουμελιώτικων “ χειμωνιάτικων γιορτών “ , είναι παρμένη απ’ το βιβλίο “ Γεωργικά της Ρούμελης “ του Δωριέα , Αρτοτινού , λαογράφου Δημ. Λουκόπουλου .

Καλό σας βράδυ και καλά ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ   …..Κ.Κ.

ΤΟ … ΣΤΡΙΦΤΟ

clip_image001

ΕΝΑ..ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΟ ΕΘΙΜΟ ..ΕΤΗΣΙΑΣ..ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ..!!!

Δεν μπορώ , αδέρφια , να θυμηθώ πότε ακριβώς μπήκε αυτό το..αγνό γιορτινό ..σπορ στη Λιδορικιώτικη ζωή , πάντως , παιδί ακόμα , στη δεκαετία του 50 , ήταν σε..πλήρη..άνθιση .

Τι όμως ήταν το στριφτό ; ένα απλό..τζογαδόρικο παιχνίδι , που μπορούσε να παιχτεί οπουδήποτε , τα απαραίτητα..σύνεργα ήταν μόνο δυo κέρματα , κάπως μεγάλου μεγέθους , " στριφτάρες " τα λέγαμε , και φυσικά..πελάτες , παίχτες . Πως παιζόταν ; απλά, πολύ απλά , όπως ξέρουμε όλοι τα κέρματα έχουν δυo όψεις , απ' τη μια , συνήθως ένα πρόσωπο , και το λέγαμε " κορώνα " , κι' απ' την άλλη μια οποιαδήποτε παράσταση και γράμματα , τα " γράμματα " , ένας απ' τους παίχτες έκανε τη " μάνα " και οι υπόλοιποι πόνταραν , όποιο ποσό μπορούσαν , υπήρχε όμως , συνήθως , κάποιο όριο , στο ποντάρισμα , για να υπάρχει κάποιος έλεγχος , και τα χρήματα τα κρατούσε κάποιος κοινής εμπιστοσύνης , μάνας και παιχτών .

clip_image002

Η μάνα λοιπόν , αφού τέλειωνε το ποντάρισμα , έστριβε τα νομίσματα , πετώντας τα ψηλά , κατά τέτοιο τρόπο ώστε και στην άνοδο , αλλά και την κάθοδο , να περιστρέφονται , όπως ακριβώς και όταν στρίβουμε ένα νόμισμα στο..κορώνα η γράμματα , όταν λοιπόν κι' οι δυο στριφτάρες είχαν κεφάλι , κορώνες δηλαδή , κέρδιζε η μάνα , κι' όταν έρχονταν γράμματα , κέρδιζαν οι παίχτες , όταν ερχόταν ένα κι' ένα , η μάνα επαναλάμβανε το στρίψιμο , μέχρι να ‘ρθει ή κορώνα ή γράμματα .

Κατά το στρίψιμο , και πριν πέσουν οι στριφτάρες στο χώμα , μπορούσε , για διάφορους λόγους , να ακυρωθεί το στρίψιμο είτε απ' τη μάνα , είτε απ' τους παίχτες , κι' έφτανε γι'αυτό να φωνάξουν : “ κομμένη “ , κι' η ριξιά , θεωρούνταν άκυρη , βέβαια πολλές φορές , η επανάληψη του : “ κομμένη “ , δημιουργούσε μικροπροβλήματα και..μικροκαυγάδες , αλλά ήταν μια διαδικασία , κοινά αποδεκτή .

Θα πρέπει , βέβαια , εδώ να τονίσουμε , πως γύρω-γύρω απ' τη μάνα , που έστριβε , οι..παίχτες-πελάτες , είχαν κάνει ένα κύκλο και...αδημονώντας να δουν την..έκβαση του αγώνα φώναζαν πολλά και..διάφορα , που μερικά δεν ..λέγονται , αλλά αυτό που επικρατούσε ήταν , φυσικά , το..Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Α Α Α Α , γιατί αυτό τους..βόλευε...

Όταν λοιπόν έρχονταν κορώνες , η μάνα έπαιρνε όλα τα συγκεντρωμένα λεφτά , κάτι που βέβαια δεν άρεσε στο..κοινό , ενώ όταν έρχονταν γράμματα , ο κάθε παίχτης έπαιρνε το διπλάσιο ποσό απ' αυτό που είχε ποντάρει , και γινόταν σωστό...πανηγύρι , γρήγορο , απλό και...αποδοτικό παιχνίδι λοιπόν το στριφτό , και κυρίως προσιτό σε όλους , μια και μπορούσαν τα παιδιά να ποντάρουν και μικροποσά , που σημειωτέον , τις μέρες εκείνες , Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς , διέθεταν..κάποιο..χαρτζιλίκι , λόγω καλάντων , χαρτζιλίκι , που με το στριφτό , συνήθως , εξανεμιζόταν..γρήγορα .

Το παιχνίδι γινόταν σε..απόμερα σημεία , σε μέρη που δεν φαίνονταν απ' το δρόμο , κυρίως στο γυμναστήριο του Γυμνασίου , αλλά και στις Λάκκες , και τον Ψαλά , βέβαια παρόμοιες..εκδηλώσεις είχαμε και στις γειτονιές , Γυφτομαχαλά , Βαρούσι , αλλά το..χοντρό , το δυνατό παιχνίδι , γινόταν στο Γυμνάσιο , και μη φαντασθείτε , πως στο ...άθλημα επιδίδονταν μόνο πιτσιρικάδες , όοχι , υπήρχαν και..παιδικά..τμήματα , και..μεγάλων , αλλά και...μεικτά , μικρών και μεγάλων .

Βέβαια αυτό το παιχνίδι που ξεκίνησε σαν ένα παιχνίδι για το..καλό , που λέμε , και παιζόταν τις γιορτές , στην αρχή τουλάχιστον με..διασκεδαστική διάθεση , εξελίχθηκε , κυριολεκτικά , σε...μάστιγα , που διαρκούσε μάλιστα όλο , σχεδόν , το χρόνο , με όχι και τόσο ευχάριστα αποτελέσματα , γιά να μην πω τραγικά , μερικές φορές .

Κι' επειδή οι διαστάσεις που πήρε , με τον καιρό , ήταν ..ανεξέλεγκτες , όπως , φυσικά , και τα..αποτελέσματα , οι τζογαδόροι και φανατικοί οπαδοί του στριφτού , όταν το πράγμα είχε πια παραγίνει και άρχισαν οι ενοχλήσεις , είτε απ' τις οικογένειές τους , είτε απ' την Αστυνομία , έλυσαν το ..πρόβλημά τους με την μεταφορά του..αγώνα εκτός ..έδρας , σε ερημικά μέρη εκτός Λιδορικίου , η σε άλλα χωριά , που δεν θα είχαν και την..παρενόχληση της Αστυνομίας .

Κάποια περίοδο μάλιστα , θυμάμαι , το πρόβλημα είχε γίνει , πια , κοινωνική..μάστιγα και η..Αστυνομική..επιτήρηση..έντονη , οι παθιασμένοι..παίχτες , λοιπόν , πήγαιναν να παίξουν έξω απ' το..Γαλαξίδι , σε ένα ερημοκλήσι , όπου και γινόταν πραγματική...σφαγή , μέχρι βέβαια που μαθεύτηκε το..στέκι , και πάρθηκαν τα κατάλληλα μέτρα , προς ..σωτηρίαν πολλών..Λιδορικιωτών οικογενειαρχών....

Με τα χρόνια , ατόνησε το..δραχμοφάγο αυτό..έθιμο , προς μεγάλην ανακούφισιν των..πασχουσών..οικογενειών , που ήταν..αρκετές , πολλοί , απ' τους...φανατικούς , έφυγαν απ' το χωριό , και άλλοι έφυγαν απ' τη ζωή , ας είναι αναπαυμένοι , τώρα δεν ξέρω αν εξακολουθεί να υπάρχει το..έθιμο αυτό , κι' αν υπάρχει πόσο..χρόνο διαρκεί , πάντως για πολλά-πολλά χρόνια ήταν αναπόσπαστο ..κομμάτι της....Λιδορικιώτικης ζωής . Βέβαια αυτό δεν σημαίνει πως..εξέλιπεν..ολοσχερώς ο..τζόγος , αλλοίμονο , απλώς υπάρχει με άλλα...ονόματα , Θανάσης..Βαγγέλης η....δεν ξέρω πως.....και παίζεται και με την άδεια της...Αστυνομίας , όπως λέμε....σε στεγασμένους...χώρους ....

Καλές γιορτές Χρόνια πολλά και καλή…τύχη ….

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

ΚΡΑΣΟΚΑΤΑΝΥΞΗ , ΜΕ ΚΟΝΤΟΣΟΥΦΛΙ ΣΤΗ ΦΩΤΆ

ΠΟΥ ΤΗΝ …ΤΑΪΖΑΝ ΟΛΗ ΝΥΧΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΣΒΗΣΕΙ…

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΠΑΛΙΕΣ.. ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ …

image

Κρασοκατάνυξη με ..κοντοσούφλι κοντά στη φωτιά που την ..." τάιζαν " όλη νύχτα για να μη σβήσει...

Σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα κι' αρχίζω τις ετοιμασίες στο σπίτι μου , αφήνω τη σκέψη μου να τρέξει πίσω στο χωριό . Δεν χρειάζεται προσπάθεια γι' αυτό , καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι της θύμησης , νοιώθω γλυκιά..νοσταλγία ..

   Δεν είχαμε δέντρα να στολίσουμε , ( ξενόφερτο στα κατοπινά χρόνια έθιμο ) και τα δώρα μας ήταν πενιχρά : Κάνα ζευγάρι ..κάλτσες , που πολλές χρονιές απουσίαζαν κι΄ αυτές . Περιμέναμε όμως με μεγάλη χαρά  τα Χριστούγεννα .

   Από μέρες πριν , είχαμε κανονίσει την παρέα που θα πηγαίναμε να πούμε τα κάλαντα . Νύχτα ακόμη την παραμονή , ξεκινούσαμε να πούμε στους χωριανούς το " Χριστούγεννα Πρωτούγεννα ". Όλοι με χαρά μας άνοιγαν κι' ο ταμίας μάζευε τις πενταροδεκάρες που μας έδιναν , που στα μάτια μας ..φάνταζαν σαν ολόκληρος..θησαυρός .

   Παραμονή σφάζανε το γουρούνι  (..γρούν' ..) ή το μανάρι , που το θρέφανε όλο το χρόνο γι' αυτή τη μέρα . Θυμάμαι η γιαγιά η Σακαρέλαινα , έθρεφε , στο πάνω σπίτι , ένα τεράστιο γουρούνι . Τι γινόταν αλήθεια , σ' αυτό το αρχοντικό όταν έσφαζαν και χοίρο και μανάρι...

       Τα κιούπια περίμεναν τα σύγλενα   , μοσχοβολούσε το σπίτι μάραθο . Τα λουκάνικα και οι ματιές ήταν έτοιμες και σπάνια μας φίλευε τέτοιες μέρες η γιαγιά η Σακαρέλαινα λουκάνικα , ματιές και τσιγαρίθρες .

image

Λουκάνικα χωριάτικα..χειροποίητα..

image

image

...ματιές ( ..ομματιές ) , σπιτικές ...

...και οι τσιγαρίδες ή...τσιγαρίθρες ...

   Τα λουκάνικα τα κρεμούσαμε στο πάτερο , που ήταν κρεμασμένες οι αρμάθες με τα ρόιδα , τα κυδώνια και τα αμπελίσια φύλλα για τις σαρμάδες .

   Η γιαγιά  η Σακαρέλαινα μας αγαπούσε , γιατί εκτός απ' το λάδι που είχαν ρίξει σε μένα , ήταν και μαμή . Μας είχε αφαλοκόψει όλα τα παιδιά , όπως έλεγε...

   Παραμονή των Χριστουγέννων ζύμωνε η μάνα το Χριστόψωμο , πλάθαμε εμείς τα μικρά βολαράκια το ζυμάρι , τα " αρνάκια " , και η μάνα αφού έκανε πρώτα το σταυρό της με το βλόγερο , έβαζε αυτή τη σφραγίδα επάνω στο πρόσφορο που συμβόλιζε το βοσκό . Κάθε Χριστόψωμο είχε 4-5 πρόσφορα και άπειρα ..αρνάκια .Μαζί ζύμωνε και τις Χριστουγεννιάτικες κουλούρες που έστελναν στα βαφτιστήρια . Πάντα περίμενα απ' τη νονά μου τη Σακαρέλαινα την κουλούρα μου με ένα αυγό στη μέση , ένα πορτοκάλι ( σπάνιο είδος για κείνη την εποχή ) και ένα δίφραγκο ..μπηγμένο στην κουλούρα .

image

Προπολεμική..Βαθειά ....

   Τα σπίτια πεντακάθαρα , στρωμένα όλα με τα γιορτινά στρωσίδια , οι τζακοποδιές φρεσκοσιδερωμένες , όλα ..μύριζαν πάστρα , μύριζαν..Χριστούγεννα ..

   Οι φλόγες χόρευαν στη φωτιά και το κρύο έξω σε..περόνιαζε , όλη τη νύχτα διατηρούσαμε τη φωτιά να μη σβήσει - σε ανάμνηση της φωτιάς των..βοσκών . Στο θαμπό φως του καντηλιού , έβλεπα , σαν ξυπνούσα καμιά φορά , τη νύχτα της παραμονής , να ρίχνουν ξύλα στο τζάκι , πότε η μάνα , πότε ο πατέρας , να την ..ταίζουν , όπως έλεγαν .

   Νύχτα χτυπούσε η καμπάνα για την εκκλησία , μικρά παιδιά , με τόσο κρύο , και ποτέ δεν διανοηθήκαμε να πούμε " κάνει κρύο δεν ..πάμε ". Κοινωνούσαμε και γυρίζαμε , θαμπά ακόμη , σαν γυρίζαμε βρίσκαμε το κοντοσούφλι . Αυτή τη μέρα , η μάλλον Χριστούγεννα πρωί - πρωί , δεν καθόμασταν στο τραπέζι , όλοι σταυροπόδι στην παραστιά , γύρω απ' τον πατέρα , τη μάνα , μοσχοβολιά απ' το ψημένο κρέας , αγάπη , ομορφιά..

   Τρώγαμε , πίναμε , τραγουδάγαμε , ψέλναμε , το ψωμί το έβαζε ο πατέρας στο κεφάλι του και έτσι το έκοβε , το..έσπαγε , αυτό ήταν το έθιμο . Ερχόταν σε λίγο ο νουνός μου ο Σακαρέλος με την νταμιτζάνα , ο Λιάγκουρας κι' άρχιζε η ..κρασοκατάνυξη . Εβίβα σου , εβίβα μου , " κουμπάρε χρόνια πολλά " , και σε λίγο..φκιαγμένοι τα..σταγκάνιζαν .

   Άρχιζαν απ' το.." Αγγέλω μ' κρένει η μάνα σου " και κατέληγαν στην ..κλασσική.." Νεραντζούλα "...Τ' απόγευμα πηγαίναμε στα συγγενικά σπίτια , στο σόι , τρώγαμε , πίναμε , χορεύαμε , όλα τα σπίτια αντιλαλούσαν απ' τα τραγούδια . Γι' αυτό και μάθαμε να τραγουδάμε και να χορεύουμε . Βλέπω τα σημερινά παιδιά να ντρέπονται να τραγουδήσουν και να χορέψουν τους ντόπιους χορούς και στενοχωριέμαι .

   Χώρια που μας λένε.." βλαχιά "...

   Τότε , το σπίτι ήταν γεμάτο αγάπη και ζεστασιά , το γλυκό και υπομονετικό βλέμμα της μάνας μου είναι βαθειά χαραγμένο στην ψυχή μου . Τέτοιες μέρες την αποζητώ πιο πολύ . Αποζητώ εκείνα τα Χριστούγεννα , εκείνο τον κόσμο κι' όχι το σημερινό..τρελλοκομείο , αποζητώ τη νιότη μου , τη στερημένη αλλά..ανθρώπινη..

   Δεν μπορώ όμως , να μη χαμογελάσω σαν θυμηθώ τον καθηγητή της Φυσικής Κώστα Καραμήτσο στο Μαλανδρίνο , τότε που είχε μεταφερθεί εκεί το Γυμνάσιο Λιδορικίου , το 46-47 . Σήκωσε στον πίνακα μια μαθήτρια Μαλανδρινέα , του έλεγε άσχετα..πράγματα , μάλλον ασυναρτησίες . Τότε , με εκείνο το ανεπανάληπτο ειρωνικό του ύφος , που σ'έκανε..σκόνη , ρώτησε : " Παιδί μου πότε έχουμε Χριστούγεννα ; ".  " Τότι π' σφάζουμι του...γρούνι , κύριι καθηγητά .."

   " Και..πότε σφάζουμε το γουρούνι , παιδί μου ; "

   "...Στ'ς..εικουσι..τρείς  Σιπτιμβρίου..." !!!

   Το τι έγινε ..δεν λέγεται , δεν..περιγράφεται...

   Και κάτι άλλο ακόμα που θυμάμαι από Χριστούγεννα κατοχικά . Ο Ηλίας Παπανικολάου , ο φαρμακοποιός , είχε κρεμάσει αποβραδίς , στο κάτω μπαλκόνι , κατά το δρόμο , ένα ωραίο κομμάτι κρέας , από μανάρι . Κάποιος , όμως τη νύχτα , σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι και το πήρε . Πάει η Ειρήνη , να το πάρει την άλλη μέρα , άφαντο το...κρέας , κατοχή...πείνα ..

   Κάποιος έκανε καλά Χριστούγεννα κι' ο φαρμακοποιός έτρεχε Χριστουγεννιάτικα να βρει ..κρέας ..Η πάντα καλόκαρδη γυναίκα του η Ειρήνη , μου το έλεγε γελώντας πολλά χρόνια αργότερα..

   Ας ήταν να γύριζα πίσω στο μονο..κάμαρο , στο τζάκι με τη φωτιά , με όλους τους δικούς μου γύρω , με όλο το ..συγγένειο , με κείνη την ωραία μυρωδιά του σπιτιού - κυδώνι , μάραθο , ψωμί ζυμωμένο ..Τίποτα απ' όλα αυτά όμως ...ξεραίλα !

   Μπόλικοι κουραμπιέδες , δέντρα ψεύτικα , ψεύτικα στολίδια , φώτα , τηλεόραση , αποξένωση μέσα στο ίδιο σου το..σπίτι , κι' ένα απέραντο...κενό...."

   Αυτή ήταν αδέρφια , η..γλυκειά Χριστουγεννιάτικη ανάμνηση , απ' την παλιά Λιδορικιώτικη ζωή , της χωριανής και φίλης Τασίας Κατσώνη - Μαραγκού , που δημοσιεύτηκε στο " ΛΙΔΩΡΙΚΙ " το Δεκέμβριο του 1983 ...

image

Το χωριό μας σε προπολεμική φωτογραφία , του 1935 !!!

        Καλό  σας  ξημέρωμα ..…..