Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

ΕΤΣΙ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

vasilopita

 

Η Βασιλόπιτα είναι σίγουρα έθιμο της Πρωτοχρονιάς.Πώς όμως ξεκίνησε αυτό το έθιμο;

Σύμφωνα με το dogma.gr, όταν ο Μέγας Βασίλειος ήταν επίσκοπος στη Καισαρεία της Μικράς Ασίας, ο έπαρχος της περιοχής θέλησε να μπει στην πόλη και να την λεηλατήσει.

Παρά τις διαβεβαιώσεις του αγίου ότι οι κάτοικοι ήσαν φτωχοί και μαστίζονταν από πείνα, ο Έπαρχος επέμεινε, με αποτέλεσμα ο άγιος Βασίλειος να μαζέψει όλα τα τιμαλφή και τα χρυσά των λίγων πλουσίων της πόλεως, προκειμένου να αποφευχθεί η γενική λεηλασία.

Όταν ο Έπαρχος άλλαξε γνώμη, κατ΄ άλλους αυτό έγινε ύστερα από θαυματουργική παρέμβαση του αγίου Μερκουρίου και στρατιάς αγγέλων, ο άγιος διέταξε να φτιαχτούν ζύμες και μέσα τους να μπουν τα τιμαλφή και τα χρυσά και να μοιραστούν στους φτωχούς της πόλεως.

Κατά μια άλλη εκδοχή ο Άγιος Βασίλειος, μη γνωρίζοντας σε ποιον ανήκει το κάθε κόσμημα, προκειμένου να μην αδικήσει κάποιον, χρησιμοποίησε τις ζύμες ώστε να μοιραστούν τα τιμαλφή στην τύχη.

Οι δυνατοί συμβολισμοί πίσω από την κίνηση αυτή του Μεγάλου Βασιλείου, μετέτρεψαν την ιδέα σε έθιμο που επαναλαμβάνουμε κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής του την 1η Ιανουαρίου.

Αν και η πιο διαδεδομένη άποψη θεωρεί πως η τοποθέτηση του νομίσματος στην Αγιοβασιλόπιτα μιμείται τα χρυσαφικά που είχε τοποθετήσει ο Άγιος στα ψωμιά υπάρχει και μια ακόμη εξήγηση.

Η τοποθέτηση νομίσματος μέσα σε πίτα είναι αρχαιότατο έθιμο και αναφέρεται ως έθιμο κατά την ρωμαϊκή εορτή των Σατουρναλίων (Κρόνια).

Λέγεται ότι από τους Ρωμαίους υιοθετήθηκε στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, και υπάρχει ως σήμερα, αλλά γίνεται κατά την εορτή των Θεοφανείων.

Αυτός ο οποίος το κερδίζει, ακόμη και στις μέρες μας φορά ως έπαθλο χάρτινο επίχρυσο στεφάνι.

 http://www.tsantiri.gr/

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ : ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ .

 

   ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

 

    Κοινώς ...Γενάρης. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του θεού των Ρωμαίων Ιανού, ο οποίος θεωρούταν προστάτης των πρώτων αρχών και αιτίων.

    Η καθιέρωση του ως πρώτου μήνα του έτους έγινε το 450 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Για τους αρχαίους Έλληνες η πρώτη του έτους ήταν η  21η Ιουνίου. Οι Βυζαντινοί ακολούθησαν τους Ρωμαίους στο ζήτημα του ημερολογίου και έτσι καθιέρωσαν τον Ιανουάριο ως πρώτο μήνα, πράγμα που  διατηρήθηκε και στο Ιουλιανό ημερολόγιο και εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.
     Ο λαός μας έχει διάφορες ονομασίες για τον Ιανουάριο. Ο Γενάρης είναι & Γεννολοητής, παρετυμολογικά, γιατί τότε γεννοβολούν τα κοπάδια, Γατομήνας, επειδή σ' αυτόν ζευγαρώνουν οι γάτες & Μεσοχείμωνος, γιατί είναι ο μεσαίος από τους 3 μήνες του χειμώνα. Ακόμα Κρυαρίτης (στη Μάνη) για το τσουχτερό του κρύο, αλλά & Γελαστός για τις Αλκυονίδες ημέρες του. Κλαδευτής & Καλεντέρης (Πόντος - Καππαδοκία) από τα Κάλαντα (Καλένδες) της αρχιχρονιάς. Τέλος είναι Τρανός, Πρωτάρης, Μεγάλος μήνας ή Μεγαλομηνάς, γιατί είναι ο 1ος μήνας του έτους με 31 ημέρες, αντίθετα με τον Κουτσό, τον Κουτσοφλέβαρο που ακολουθεί.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
     Προετοιμάζουν τα γεωργικά τους εργαλεία, όταν υπάρχουν βροχές ή χιόνια.
     Μεταφέρουν κοπριά στα κτήματα.
     Εκχερσώνουν χωράφια ή διορθώνουν φράχτες.
     Κάνουν αποστραγγιστικά χαντάκια.
     Ανοίγουν λάκκους γύρω από τα δέντρα για να δεχτούν περισσότερη βροχή ή τα ασβεστώνουν  
     Σπέρνουν πρώιμα μπιζέλια, κουκιά, κρομμύδια.
     Φυτεύουν τα φυλλοβόλα δέντρα (κερασιά, βυσσινιά, βερικοκιά, ροδακινιά κ.λ.π.), αγκινάρες, φράουλες, σπαράγγια.
     Λιπαίνουν τα δέντρα με χωνεμένη κοπριά.
     Κλάδεμα ελαιόδεντρων.
     Επισκευή & βάψιμο κυψελών.
     Αρχίζει το άρμεγμα των προβάτων .
     Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό κιλίμια και βελέντζες, έπλεκαν & έραβαν.
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
ΠΟΔΑΡΙΚΟ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ. Σε μερικά μέρη της πατρίδας μας παίρνει μορφή πραγματικής μαγικοδεισιδαιμονικής τελετουργίας. Προσέχουν (-ουμε) να συναντήσουν ή να δεχτούν πρώτο στο σπίτι τους πρόσωπο που θα τους φέρει καλοτυχία, για εκείνη την ημέρα αλλά και για όλο το έτος κυρίως. Σε μερικούς τόπους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την καλοχρονιά, το ποδαρικό το κάνει ο ίδιος ο νοικοκύρης ή ο πρωτότοκος γιος ή ένα τυχερό παιδί. Η είσοδός του μάλιστα συνοδεύεται με ορισμένες πράξεις ή ευχές. Στην Αμοργό το ποδαρικό το κάνει κάποιο μέλος της οικογένειας, καθώς γυρίζει από την εκκλησία μ' ένα εικονισματάκι στο χέρι. Μπαίνει 2 βήματα στο σπίτι λέγοντας: «μέσα καλό!». Γυρίζει πάλι 2-3 βήματα πίσω και ξαναλέγει: «κι όξω κακό». Το κάνει αυτό 3 φορές. Τέλος, λέγοντας «μέσα καλό!» πετά ένα ρόδι να σπάσει μέσα στο σπίτι. Τα σπυριά του ροδιού που σκορπίζονται ολόγυρα, συμβολίζουν την αφθονία και την ευτυχία του σπιτιού. Κατόπιν τρώνε μια δαχτυλιά μέλι όλοι, για να είναι γλυκιά η ζωή τους όλο το χρόνο… Στην Αράχοβα μαζί με το ρόδι κρατούν κι ένα λιθάρι που το «εξοστρακίζουν» αποβραδίς, το αφήνουν δηλαδή τη νύκτα κάτω από τα άστρα. «Σαν το λιθάρι γεροί και σαν το ρόιδι γεμάτοι», φωνάζουν πετώντας τα.
«ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ». Ήταν ένα νερό, που το έπαιρναν ιεροτελεστικά από την πηγή (κρυφά & πρωί-πρωί, αφήνοντας εκεί ένα κομμάτι απ' τη βασιλόπιτα, που την είχαν αλείψει με βούτυρο & μέλι, για να 'ναι το σπίτι τους γλυκό και ειρηνικό όλο το χρόνο), με απόλυτη σιωπή (δεν έπρεπε να μιλήσουν σε κανέναν, μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι τους) & μ' αυτό έπλεναν το πρόσωπό τους οι σπιτικοί & ράντιζαν τους χώρους, με την ενδόμυχη ευχή «όπως τρέχει το νερό, έτσι να τρέχουν και τα καλά στο σπίτι». Αν μιλούσαν σε κάποιον, πριν γυρίσουν στο σπίτι, το «αμίλητο νερό» έχανε τις μαγικές του ικανότητες.                                 
ΑΓΡΙΟΚΡΕΜΜΥΔΟ ή ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΙΤΣΑ (ΣΚΙΛΛΗ Η ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΑ). Έφερναν & φέρνουν στο σπίτι για την Πρωτοχρονιά το βολβοφόρο φυτό για καλοτυχία. Την κρεμούν στις εξώπορτες των σπιτιών, «…κατά του βασκάνου οφθαλμού»
ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ. Σύμβολο της Πρωτοχρονιάς. Είναι παρούσα σ' όλα τα σπίτια, σε χωριά & πόλεις. Το έθιμο θέλει να κόβεται και να μοιράζεται τελετουργικά (σταυρώνεται με το μαχαίρι, απ' τον νοικοκύρη του σπιτιού, χαράσσεται στα 4 & αποδίδεται το 1ο κομμάτι στο Χριστό, το 2ο στον Αγ. Βασίλη, το 3ο στο σπίτι και το υπόλοιπο στα μέλη της οικογένειας) και το νόμισμα ή το όποιο άλλο σημάδι κρύβεται σ' αυτή, θα δείξει τον ευνοούμενο της, για τη νέα χρονιά.
                Η παράδοση λέει: Όταν ο Αγ. Βασίλειος ήταν επίσκοπος στην Καισαρεία, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε μα σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. «Σας προτρέπω ευθύς, τους είπε εκείνος, να μου φέρει έκαστος ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει. Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι, κι ο Αγ. Βασίλειος θέλησε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος, γιατί πολλοί είχαν προσφέρει όμοια αντικείμενα, όπως δαχτυλίδια, νομίσματα κ.ά. Ο Βασίλειος τότε σκέφτηκε ένα θαυμάσιο τρόπο. Διέταξε να κατασκευαστούν το βράδυ του Σαββάτου «πλακούντια» (δηλ. μικρές πίτες) και μέσα στο καθένα έβαλε από ένα αντικείμενο και την επόμενη ημέρα έδωσε από ένα σε κάθε χριστιανό. Τι θαύμα!  Μέσα στο πλακούντιό του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε στη γιορτή του Αγ. Βασιλείου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα. 
                Το νόμισμα έχει το καθορισμένο συμβολισμό του για μας τους ορθοδόξους. Το ασημένιο ή χρυσό χρώμα του θεωρείται ότι είναι κατά της βασκανίας, το ψωμί είναι η γονική δύναμη για τα κτήματα του σπιτιού, ο δε σταυρός αντιπροσωπεύει την θεϊκή προστασία.
«ΧΡΙΣΤΟΞΥΛΟ»: Βαθιά ήταν και η πανάρχαια πίστη στη δύναμη της φωτιάς να εξαγνίζει αλλά και να αποτρέπει το κακό. Έτσι στα χωριά φρόντιζαν να καίει όλο το Δωδεκαήμερο ένα κούτσουρο στο τζάκι («Δωδεκαμερίτης», «Χριστόξυλο» κ.ά.) & μάλιστα από αγκαθωτό δέντρο, για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη. Ξημερώματα παραμονής Θεοφανίων ράντιζαν με τη στάχτη του το σπίτι και την περιοχή του, τρέποντας σε φυγή κάθε πονηρό δαιμόνιο.
ΟΙ ΔΩΔΕΚΑΜΕΡΙΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ: Οι μεταμφιέσεις αυτές γίνονται το Δωδεκαήμερο, δηλ. τις ημέρες από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, κυρίως στη Β. Ελλάδα. «Ρουγκατσιάρηδες» στο Σουφλί, «Ρογκατσάρια» & «Λουκατσάρια» στα Γρεβενά και στην Ελασσόνα, «Ρουγκατσάρια» στην Καστοριά, «Μπουμπουσάρια» στη Σιάτιστα, «Μωμόγεροι» στον Πόντο, «Μπαμπούγεροι» στη Καλή Βρύση Δράμας, «Γκαμήλες» στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού, «Ντυλίγαροι», «Κουντουνάδες», «Αράπηδες» στη Δράμα κ.ά.
                Μ' αυτά τα ονόματα είναι γνωστές οι ομάδες μεταμφιεσμένων, που τριγυρίζουν το χωριό λέγοντας τα κάλαντα και μοιράζοντας ευχές. Ντυμένοι αλλού με ακατέργαστα δέρματα ζώων, αλλού με μακριές μαύρες κάπες & υψικόρυφες κωνικές προσωπίδες-κεφαλοστολές από δέρμα κατσίκας, είναι ζωσμένοι συνήθως βαριά κουδούνια, για να διώχνουν το κακό από το χωριό.
                Στο χωριό Νικήσιανη (ν. Καβάλας), οι κάτοικοι μεταμφιέζονται την ημέρα της γιορτής του Αγ. Ιωάννου (7/1), σε ΑΡΑΠΗΔΕΣ. Στο πρόσωπο φορούν μάσκα από δέρμα μαύρου τράγου, πολύ ψηλή, γεμισμένη με φύλλα καλαμποκιού για να στέκεται όρθια. Οι Αράπηδες που ονομάζονται έτσι από τα μαύρα πανωφόρια τους, φορούν μάλλινο άσπρο παντελόνι, το «μπινιβράκι» όπως το λένε, και τυλίγουν τα πόδια τους από τα γόνατα μέχρι τον αστράγαλο με υφαντό μάλλινο ύφασμα, σχηματίζοντας έτσι τα «καλτσούνια». Στα πόδια φορούν «γουρουνοτσάρουχα» που τα δένουν με δερμάτινα λουριά και τα τυλίγουν σφιχτά γύρω από τα καλτσούνια. Φορούν ακόμα μια πλεχτή μάλλινη φανέλα με μανίκια κι από πάνω της βάζουν μια πολύ χοντρή και μακριά μαύρη τσοπάνικη κάπα, φτιαγμένη από μαλλί προβατίνας. Στην πλάτη τους, κάτω από την κάπα, βάζουν πολλά φύλλα από καλαμπόκι, για να σχηματίσουν την καμπούρα τους. Στη μέση τους δένουν μ' ένα χοντρό σχοινί 4 κουδούνια και στο χέρι κρατούν ένα μεγάλο ξύλινο μαχαίρι.
                Οι Αράπηδες μαζεύονται παρέες-παρέες και γυρίζουν στους δρόμους του χωριού. Χορεύουν, κουνούν τα ξύλινα μαχαίρια τους και βροντούν δυνατά τα κουδούνια τους. Απ' όπου περάσουν τους κερνούν τσίπουρο και κρασί. Συνήθως σε κάθε ομάδα μπαίνει αρχηγός ένας φουστανελάς. Αρκετές φορές, καθώς προχωρούν, αφήνουν κάτω τα ξύλινα μαχαίρια τους και αρχίζουν να χοροπηδούν γύρω-γύρω. Ύστερα 2 απ' αυτούς μονομαχούν με τα μαχαίρια τους και ξαφνικά ο ένας πέφτει κάτω, τάχα ότι σκοτώθηκε. Τότε οι άλλοι χορεύουν γύρω του και σε λίγο αυτός ζωντανεύει και σηκώνεται ξανά. Το ζωντάνεμα αυτό συμβολίζει το ξανάνιωμα της φύσης. Οι Αράπηδες αφού γυρίσουν πολλές φορές στους δρόμους του χωριού, στο τέλος πηγαίνουν στην κεντρική πλατεία και χορεύουν, καθώς τα όργανα παίζουν. Γύρω είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι κάτοικοι του χωριού.
                Στον Πόντο έχουμε τους ΜΩΜΟΓΕΡΟΥΣ. Μεταμφιέζονται την παραμονή των Χριστουγέννων και γυρνάνε στα σπίτια κάνοντας αστεία και παίζοντας τον Αλή. Ένας μεταμφιεσμένος γίνεται Αλής και αρπάζει μια κοπέλα. Το μαθαίνει ο πατέρας της και τον σκοτώνει. Μετανιώνει όμως και καλεί ένα γιατρό που με ένα βοτάνι ανασταίνει τον Αλή. Στο τέλος ο Αλής και η κοπέλα παντρεύονται κι όλοι τραγουδούν και χορεύουν.
Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΜΗΣ ή ΤΗΣ ΜΠΑΜΠΩΣ.

   Γινόταν σε χωριά της Ανατολικής & Βόρειας Θράκης. Είναι γιορτή και συμπόσιο γυναικών, αλλά σ' αυτή συμμετέχουν μόνο γυναίκες που «τεκνώνουν». Το τιμώμενο πρόσωπο δεν είναι κάποιος άγιος, αλλά η μαμή του χωριού. Η γιορτή απέβλεπε σε γονιμότητα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις ημέρες μας με τη «Γυναικοκρατία», που διαδραματίζεται στην ευρύτερη περιοχή του Έβρου.

ΓΙΟΡΤΕΣ:


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ (1/1).

   Αρχή του νέου έτους & γιορτή του Αγ. Βασιλείου.
Ο Άγιος Βασίλης υπήρξε από τις μεγαλύτερες μορφές της εκκλησίας μας, τόσο για το χαρακτήρα του όσο και για τη μόρφωσή του. Η φιλανθρωπία του παρέμεινε θρυλική. Μοίρασε όλη του την περιουσία στους φτωχούς, έφτιαξε στην Καισαρεία πτωχοκομείο και πέθανε μόλις 48 ετών από τις στερήσεις της ασκητικής ζωής. Την κηδεία του παρακολούθησαν χιλιάδες κόσμου και στο συνωστισμό που δημιουργήθηκε πολλά άτομα έχασαν τη ζωή τους. Τέτοια ήταν η λατρεία και ο θαυμασμός που του είχε ο κόσμος που πολλοί τον μιμούνταν.
   Οι αγιογράφοι τον απεικονίζουν με ψαρά σγουρά μαλλιά, πολύ μακριά και με μυτερή γενειάδα. Στην Ελλάδα πίστευαν πως αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζοπόρος με το ραβδί στο χέρι και περνούσε από διάφορους τόπους, «μοιράζοντας» τύχη και την ευλογία του.


ΘΕΟΦΑΝΙΑ Ή ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ Ή ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (6/1).

   Η ανανέωση του κόσμου άρχιζε από την ανανέωση των υδάτων-πρακτικά με την εκκένωση των αγγείων με νερό την παραμονή των Θεοφανίων, συμβολικά με τον αγιασμό των υδάτων με την κατάδυση του σταυρού στο νερό. Αυτός που έβρισκε το σταυρό, ήταν ο τιμημένος του χωριού και το περιέφερε στα σπίτια για προσκύνημα & για χρηματικές προσφορές. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας το έλεγαν «κουμπάρο» ή «νουνό», στον Πόντο «δεξάμενο».
                Τα Θεοφάνια επαναλαμβάνεται η βάπτιση του Χριστού. Τα περιστέρια γίνονται το πνεύμα του Θεού. Ο σταυρός που πέφτει στο νερό είναι ο ίδιος ο Χριστός & ο ήρωας της ημέρας γίνεται «νονός» του Χριστού, αφού η παράδοση θέλει ο κάθε βαφτισμένος να έχει και τον ανάδοχό του.
                Όλοι οι λαοί του ορθόδοξου κόσμου απέδιδαν μεγάλη δύναμη στο αγιασμένο, ανανεωμένο νερό. Έπλεναν στη θάλασσα τις εικόνες του σπιτιού και της εκκλησίας, οι γεωργοί «ανανέωναν» μ' αυτό τα εργαλεία τους. Το νερό του μεγάλου αγιασμού το έφερναν στο σπίτι κι έπιναν όλοι απ' αυτό, ράντιζαν μ' ένα κλαδί ελιάς ή βασιλικού όλους τους χώρους του σπιτιού, τους στάβλους, τα ζώα, τα δέντρα και τα άλλα φυτά για να καρποφορήσουν και να μην αρρωσταίνουν, τα χωράφια και τα αμπέλια για να τα προφυλάξουν από ασθένειες, ακόμα και τα βαρέλια του κρασιού. Τον αγιασμό τον θεωρούσαν πανάκεια, πίστευαν ότι μπορεί να θεραπεύσει τη θερμασιά και την ελονοσία, τον φύλαγαν στο εικονοστάσι όλο τον χρόνο & τον χρησιμοποιούσαν για να γιατρεύουν διάφορες ασθένειες.
ΟΙ 3 ΙΕΡΑΡΧΕΣ (30/1). Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Προστάτες της παιδείας & των γραμμάτων.


ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:

«Ως του Αϊ-Γιαννιού, τρυγόνα, είναι η φούρια του χειμώνα».

«Στις δεκαεφτά του Γεναριού, είναι κερά του Αγ' Αντωνιού. Τότε κερά μαντόνα είναι η φούρια του χειμώνα».

«Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα, μέρα μοιάζει».

«Ο Γενάρης δεν γεννά, μήτε αβγά μήτε πουλιά, μόνο χιόνια και νερά».

  «Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται».

«Του Γεναριού η καλοκαιριά, ούλα τα δέντρα τα γελά».

«Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τα αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη».

«Αν δεν ποτίσεις τον Γενάρη, άλλο Γενάρη να καρτεράς».

«Τον Γενάρη κι αν δεν βρέξει, δεν ξινίζουν τα τυριά».

«Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα 'ναι τον Αλωνάρη».

«Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις».

«Κόψε, κλάδεψε Γενάρη, να γεμίσει το κελάρι».

«Χιόνισ' έβρεξε ο Γενάρης, όλοι οι μύλοι μας θ' αλέθουν».

  

  Καλό  σας  βράδυ και  ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ ….

ΤΟ ΠΑΝΩΠΡΟΙΚΙ

ΙΣΙΑΣΜΑΤΑ – ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ  -  ΓΑΜΟΣ – ΠΑΝΩΠΡΟΙΚΙ

ΤΑ  ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ  του  Γύζη

   Σε  μια  σημερινή  συζήτηση αγαπημένοι  μου  φίλοι , άκουσα , μέσα  σε πολλά  για  το γάμο , τα  αρραβωνιάσματα , τα  ισιάσματα  κλπ . και  τη  λέξη  πανωπροίκι , που είχα  πολλά – πολλά  χρόνια  να την  ακούσω .

  Τι  ήταν  όμως το  πανωπροίκι ; Ένα  παλιό  εθιμικό…παρατράγουδο στην όλη  διαδικασία του  γάμου , κάτι , η ύπαρξη  του  οποίου  δεν θα  πρέπει να  μας  κάνει  και  πολύ  υπερήφανους , και  που  φυσικά  πιστεύουμε  πως  δεν  υπάρχει  πια  σε κανένα μέρος  της  Πατρίδας  μας , αν  και  κάποιοι  φίλοι  της  παρέας , είχαν  διαφορετική  άποψη .

   Η λέξη  “ πανωπροίκι  ή απανωπροίκι “ είναι  σύνθετη απ ‘το  πάνω και  την  προίκα , και  σημαίνει σύμφωνα νε  τον κ. Μπαμπινιώτη ,  “ την  πρόσθετη προίκα , το  ποσό  της  προίκας δηλαδή που συμπληρώνει αυτό που  είχε  συμφωνηθεί  αρχικώς , δείτε  πιο  κάτω τι  ακριβώς μας  λέει η  αξέχαστη χωριανή  μας  Σοφία Παλαιολόγου – Καραχάλιου , στο  βιβλίο  της  “ Αναμνήσεις “ που  κυκλοφόρησε  το 2000 ,  για  τα    “ ισιάσματα “ , τον  “ αρραβώνα “ , τον  “ γάμο “ και το…”πανωπροίκι “ , το  οποίο εμφανιζόταν  πάντα  μετά  την  πρώτη  νύχτα  του  γάμου , σημειώνουμε , πως  οι “ αναμνήσεις “ της  αείμνηστης  Σοφίας αφορούν  στην  προπολεμική  περίοδο , δείτε…

   “ Τα χρόνια εκείνα , ο  αρραβώνας έμοιαζε  πιο  πολύ με  συνοικέσιο , παρά με την  εξέλιξη της  γνωριμίας δύο  νέων . Τα  αγόρια  της  εποχής , όχι  μόνον  δεν  μπορούσαν να βγουν  ραντεβού με  την  κοπέλα που  τους  άρεσε , αλλά ούτε  καν  να  την  φιλήσουν είχαν  δικαίωμα . Αν κάτι  τέτοιο  γινόταν γνωστό , σήμαινε  άσχημες συνέπειες για  την  κοπέλα . Οι γονείς  το  θεωρούσαν προσβλητικό για  την  τιμή  της  οικογένειας .
   Έτσι  λοιπόν , ο  ενδιαφερόμενος “ υποψήφιος γαμπρός “ αποφάσιζε να  στείλει  κάποιο  δικό  του άτομο στο  σπίτι της  κοπέλας και  να  τη ζητήσει από  τον  πατέρα  της . Αυτό ήταν  το  λεγόμενο  “ προξενιό “. Εάν ο  πατέρας συμφωνούσε , κανόνιζαν μια  νέα  συνάντηση , συνήθως  βράδυ , παρουσία  και  του  νέου για  να το ξανασυζητήσουν .
   Σπάνια  ρωτούσαν  τη  γνώμη  της  κοπέλας και για  την τύχη  της  , αποφάσιζε σχεδόν  πάντα  ο  πατέρας της . Κατά  τη  διάρκεια της  συζήτησης συμφωνούσαν και  το  θέμα  της προίκας ( σπίτια , χωράφια , αμπέλια ή  και  μετρητά αν υπήρχαν ) .
   Στο  τέλος  έδιναν  “ λόγο “ , ένα  είδος προφορικής  επικύρωσης της  συμφωνίας  του  γάμου , αυτό το  έλεγαν “ ισιάσματα “.
   Σε  περίπτωση που  αποφάσιζαν να  γίνει “ ανοιχτός “ ο  αρραβώνας , έπρεπε να  καλέσουν το  σόι του  γαμπρού , τους  φίλους  του και  τους  κουμπάρους στο σπίτι  της  νύφης , όπου και  θα  γλεντούσαν όλοι  μαζί  μέχρι  πρωίας με  παραδοσιακά  όργανα και  δημοτική  μουσική . Το  τραπέζι του  αρραβώνα περιλάμβανε , μακαρονάδα , , που  ετοίμαζαν σε  μεγάλα  καζάνια , στιφάδο και  κρέας βραστό ή  ψητό και  άφθονο  κρασί .
   το  επόμενο  πρωί , μετά  τον  αρραβώνα και  το  γλέντι , έπρεπε όλοι  οι  καλεσμένοι μαζί  με  τη  νύφη , να  πάνε  σε  μια  βρύση και αυτή  με  μια  κανάτα τους  έριχνε  νερό  να  πλυθούν . Έπειτα τους  έδινε και  μια  πετσέτα για  να  σκουπιστούν .
   Όσο καιρό  ήταν αρραβωνιασμένοι , ο  γαμπρός μπορούσε να  πάει  στο σπίτι της νύφης και  να  κοιμηθεί  μαζί  της ! Ήταν  ένα  ακόμη  έθιμο …


Αφού οριζόταν η  ημερομηνία του  γάμου , έπρεπε  η  νύφη να  ετοιμάσει  την  προίκα  της , συνήθως ρούχα  μάλλινα , φτιαγμένα από  τη  μητέρα  της ή  από  την ίδια στον  παραδοσιακό “ αργαλειό “ . Ύφαιναν επίσης  στον  “ αργαλειό “ , χαλιά και  κουβέρτες , “ βελέντζες “ . Τις  πετσέτες , τα  σεντόνια και  τα  εσώρουχα τα  έραβαν με  νήμα αγοραστό , αφού έτοιμα δεν  υπήρχαν .
  Τη  Δευτέρα πριν  το  γάμο , έπρεπε να  πλύνουν  τα  ρούχα , τα  εσώρουχα , τις πετσέτες και τα σεντόνια της  νύφης . Ο γαμπρός έπρεπε να  φέρει μια  δυο  οκάδες  σαπούνι , στο  σπίτι  της  νύφης , όπου μαζεύονταν οι  συγγενείς να  βοηθήσουν  στο  πλύσιμο . Έβραζαν λοιπόν νερό , σε  ένα  μεγάλο καζάνι και  στήνανε  πέντε – έξι  σκάφες στη  σειρά και  τραγουδώντας έπλεναν  τα  ρούχα . Στη  συνέχεια τα  άπλωναν και όταν στέγνωναν τα  σιδέρωναν και τα  έβαζαν σε  ένα  μπαούλο , διότι οπωσδήποτε  έπρεπε  η  νύφη να  έχει  ένα  μπαούλο , να  βάλει τα  ρούχα  της και  κανένα  ποτήρι ή φλιτζάνι και  καμιά  κατσαρόλα . Αυτά  ήταν τα  υπάρχοντα  της  εποχής .

img_0016
Όμορφες εικόνες  απ’ τις..προδικασίες  του  παραδοσιακού παλιού  Λιδορικιώτικου  γάμου . Ημέρα  δευτέρα , το πλύσιμο  των  “ προικιών “ , η  νύφη με τις  φιλενάδες  της  και  τις  συγγένισσές  της , επί  το..έργον . Αναγνωρίστηκαν ,            τέταρτη   από  αριστερά η  αξέχαστη  Χρυσούλα Σφέτσου– Γκομόζια , πέμπτη  η  Ασημούλα  Κάπου – Μοίρα , και  η Ελένη Γ. Μαργέλλου με  την  αδελφή  της . Το όλο..σκηνικό , θα πρέπει να είναι  κάπου  στο  Γυφτομαχαλά .
Λιδορικιώτικος Γάμος_0001
Το  ίδιο  σκηνικό  και  στην  άλλη  άκρη  του  χωριού , στις Λάκκες ,  νύφη  μια  Τριωτοπούλα , και  μαζί με τις  φιλενάδες και  τις  συγγένισσές της , μπουγαδιάζουν  τα προικιά ΄, στο επί  τούτου διαμορφωμένο “ πλυσταριό “ , έξω  απ’ το  Τριωταίϊκο  σπίτι . Από αριστερά : Γεωργία Παπαδοπούλου – Κουλοπούλου , η  Τριωτοπούλα , τέταρτη  η Μαρία  Μποβιάτση , έβδομη , Ευθυμία Μποβιάτση , προτελευταία η  Κατίνα  Ρέλλου και  τελευταία η Κούλα Μποβιάτση .

                                    *              *
   Την Τετάρτη , ετοίμαζαν το  “ προζύμι “ για  τα  ψωμιά  του  γάμου , αυτό  το  έλεγαν “ να  αναπιάσουμε τα  προζύμια “ . Το  βράδυ  της  ίδιας  μέρας , μαζεύονταν οι  συγγενείς και  οι  φίλοι  και “ ξαρίζανε “ ( κοσκινάγανε ) το  αλεύρι που  αντιστοιχούσε στο  προζύμι , μέσα σε  μια  ξύλινη  σκάφη . Όταν τελείωναν , πέταγαν  μέσα στο  αλεύρι κέρματα  και  η “ μαρίδα “ , νεολαία  του  χωριού , βούταγε  με  το  στόμα  μέσα  στη  σκάφη για να  πάρει  τα  λεφτά . Αυτό  έκανε  τους  μεγάλους  να  ξεκαρδίζονται  στα  γέλια .
   Την  Πέμπτη , ζύμωναν  τα  ψωμιά και  τα  έβαζαν  στα  ταψιά για  να  ψηθούν . Τα  ψωμιά τα “ κεντάγανε “ από  πάνω , έκαναν δηλαδή  διάφορα σχέδια . Όταν  έβγαιναν τα ψωμιά από  το  φούρνο , τους  έριχναν από  πάνω  ζάχαρη και  τα  ονόμαζαν “ πρεβέντες “.
  Την  Παρασκευή, έπρεπε να  καλέσουν στο  γάμο τους  συγγενείς και  φίλους . Ξεκινούσαν τότε , ένας  άντρας  και μια  γυναίκα με  τα “ καλέσματα “ κάτι κόκκινα χαρτάκια μέσα  στα  οποία ήταν  τυλιγμένα : δύο  γαρυφαλλάκια , ένα κομμάτι  κανέλλας και δύο  κουφέτα . Τα  “ καλέσματα “ τα  είχε η  γυναίκα μέσα  σε  μια  τσάντα κεντημένη  στον  αργαλειό , που την  έλεγαν “ μαρούδα “ και  πήγαιναν έτσι  από  σπίτι  σε  σπίτι και  καλούσαν  τον  κόσμο . Ο δε  άντρας είχε  ένα  μικρό ξύλινο  βαρελάκι με  κρασί που  το  έλεγαν  “ τσίτσα “και  κερνούσε τους  καλεσμένους με  ένα  μικρό ποτηράκι , δίνοντάς τους  και το “ κάλεσμα “ .



        Λιδορικιώτικος Γάμος


   “ Την  ίδια  μέρα , ( Παρασκευή ) έπρεπε να  πάρουν  τα  προικιά της  νύφης και  να  τα  πάνε στο  σπίτι  του  γαμπρού . Αν ο  γαμπρός ήταν  από  άλλο  χωριό , τα  κουβαλούσανε με  μουλάρια και  όταν έφταναν εκεί τα  τοποθετούσαν όλα  μαζί  φτιάχνοντας ένα  σωρό , “ γοίκο “ , που τον στόλιζαν με  δαντέλλες λευκές , σκορπώντας  πάνω  τους  ρύζι . Αν  ο γαμπρός ήταν  απ’ το  χωριό , τότε  τα  προικιά τα  κουβαλούσαν  τα  παιδιά , τα  οποία κουβαλούσαν  τα  μαξιλάρια της  νύφης  στο  κεφάλι  τους .
   Το  Σάββατο ήταν  υποχρεωμένοι οι  καλεσμένοι να  ετοιμάσουν το δώρο  τους , που  δεν  ήταν τίποτα  άλλο , παρά μια “ πρεβέντα “, ένα  κομμάτι  κρέας και  μια  νταμιτζάνα  κρασί για  το  γλέντι  του  γάμου !
   Την  Κυριακή  γινόταν  ο  γάμος . Σε  περίπτωση που  η  νύφη ήταν από  άλλο  χωριό , έπρεπε να  πάνε με τα  μουλάρια να  την  φέρουνε . Τα  μουλάρια τα  στόλιζαν με  λευκά σεντόνια  κεντητά . Αυτόν  που έφτανε  πρώτος στο  σπίτι της  νύφης με  το  μουλάρι  του , τον  έλεγαν “ συχαρικιάρη “ , γιατί  πήγαινες  τα  “ συχαρίκια  “, την  είδηση δηλαδή πως  έρχονται  οι  άλλοι  για  να  πάρουν  τη  νύφη για  την  εκκλησία . Στο  μουλάρι  του “συχαρικιάρη “ , έβαζαν ένα  μαντήλι λευκό στην “ , καπιστράνα “ , ώστε να  φαίνεται  πως  αυτό έφτασε  πρώτο . Μετά  το γάμο  γύριζαν για  το  γλέντι στο  σπίτι  του  γαμπρού .
   Όταν  έφταναν στο  σπίτι , η  νύφη πέταγε μήλα στον  αέρα και  όποιος κατόρθωνε να πιάσει ένα  από  αυτά , το είχανε  για  γούρι , σήμαινε πως θα  παντρευτεί  σύντομα . Τα χρόνια εκείνα είχανε  έθιμο να  στεφανώνονται νωρίς , πριν  πέσει  ο ήλιος , για  να  προκόψει το  νιόπαντρο  ζευγάρι .
  Εάν τώρα  η  νύφη  ήταν  απ’ το  χωριό  μας , ο κουμπάρος έπρεπε ήδη να  έχει  στείλει τα στέφανα  και  ένα  κομμάτι λευκό ύφασμα για  να  ράψει απ’ αυτό  το  νυφικό  της πριν το  γάμο . Τα  στέφανα και ένα  κομμάτι  που  περίσσευε από το ύφασμα  του  νυφικού , τα έβαζαν  σε  χάλκινο δίσκο με  χερούλια και  όταν  ξεκινούσαν για  την  εκκλησία το  κουβαλούσε ένα αγόρι στο  κεφάλι  του , ώστε να τα φορέσει ο  κουμπάρος  στο  κεφάλι του  γαμπρού  και  της  νύφης την  ώρα  του στεφανώματος .
   Όταν ερχόταν η  ώρα του  γάμου , ξεκινούσε ο  γαμπρός για το σπίτι του  κουμπάρου , απ’ όπου μαζί  και  οι  δυο , με τη  συνοδεία  μουσικών οργάνων πήγαιναν  στην  εκκλησία . Στη  συνέχεια τα όργανα  πήγαιναν να  φέρουν  τη  νύφη και  τους  δικούς  της στην  εκκλησία , όπου γινόταν  το μυστήριο του  γάμου . Τα  χρόνια εκείνα  έριχναν και  λεφτά στο  ευαγγέλιο , ως αμοιβή του  ιερέα .
   Αφού τελείωνε  ο  γάμος , γύριζαν όλοι μαζί , με  τη  συνοδεία των  οργάνων , στο  σπίτι του  γαμπρού , όπου  άρχιζε το  γλέντι κι’ ο  χορός . Συνήθως  χόρευαν σε  κάποιο  αλώνι , όπου ο  χώρος ήταν  αρκετός και  άνοιγαν  κάτι  ξύλινε  κάσες με λουκούμια και  κερνούσαν  τους  καλεσμένους .
   Το γλέντι  κρατούσε ως  το  πρωί , αλλά τη  νύχτα είχαν  φροντίσει να  έχουν έτοιμες  τις  κρεμαστές λάμπες  πετρελαίου για  να  μπορούν  να  διασκεδάζουν  με  φως . Οι καρέκλες και  τα  τραπέζια ήταν  δανεικά  απ’ τα  καφενεία και  τις  ταβέρνες , ενώ  τα  ποτήρια απ’ τα  εμπορικά  καταστήματα στα οποία  τα  επέστρεφαν  τις  επόμενες  μέρες . Μεγάλη φτώχεια  τότε .. Το  τραπέζι του  γάμου είχε  πάνω  άφθονο κρέας , βραστό ή  ψητό , και  κρασί που  έστελναν  οι  καλεσμένοι .
   Την  επόμενη  μέρα  του  γάμου , έπρεπε η  νύφη να  αποδείξει ην “ παρθενιά “ της στην  πεθερά . Αλίμονο αν  η  νύφη δεν  ήταν  παρθένα πριν  την  πρώτη  νύχτα  του  γάμου. ‘Επρεπε τότε  ο  γαμπρός να  τη  στείλει πίσω στον  πατέρα της ή  να  ζητήσει περισσότερη  προίκα , ώστε να  μη  γίνει  γνωστό στο  χωριό και  προσβληθεί η  τιμή της  οικογένειάς  της . Αυτό το  ονόμαζαν “ πανωπροίκι “ , και ο πεθερός  αναγκαζόταν να δώσει ό,τι  του  ζητούσε  ο  γαμπρός ώστε να  μην  επεκταθεί το σκάνδαλο .
   Στις  15  μέρες από  το  γάμο , έπρεπε οι  νεόνυμφοι να  πάνε στην  εκκλησία να  τους  ευλογήσει  και πάλι  ο  παπάς . Μετά την  εκκλησία , πήγαιναν στα  σπίτια  των συγγενών και  του  κουμπάρου και  τους  κερνούσαν χαλβά και  τηγανίτες , τα οποία κουβαλούσε  ένα  παιδί  που  είχαν μαζί  τους . “

   Περίεργο..παζάρεμα λοιπόν  με την  αξιοπρέπεια της  νύφης και της  οικογένειάς  της , ήταν  το “ πανωπροίκι “και φυσικά  δεν  τιμούσε  ..ιδιαίτερα τον  πολιτισμό  μας .

   Μια  και  μπήκαμε  στα χωράφια των  μετά  τον  γάμο .” παζαρεμάτων “, θα  ήθελα να  αναφερθούμε  και  σε  ένα  άλλο “ ντροπιαστικό “ και  πάλι  για  τον  πολιτισμό  μας , παρατράγουδο , που  βέβαια εμφανιζόταν στα.. “ ισιάσματα  “, ή  κάπου  εκεί  τέλος  πάντων  και  προσωπικά το  είχα ονομάσει : “ Το  μεγάλο… .παζάρι “.

   Μια τέτοια  εμπειρία έζησα σε  παιδική  ηλικία 11 – 12 χρόνων ..κι’ από  τότε  δεν  λέει  να  σβηστεί απ’ το  μυαλό  μου ….την αναδημοσιεύουμε από παλιότερη  ανάρτησή  της …

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ..” ΠΑΖΑΡΙ “ ..

image

Μερικές  ταινίες  του  παλιού  καλού  Ελληνικού  κινηματογράφου , είναι εξαιρετικές ..ηθογραφίες ,  ..ντοκιμαντέρ , θα λέγαμε , της Ελληνικής μεταπολεμικής ζωής και πραγματικότητας , και  έμειναν  στην  ιστορία , θυμηθείτε  το..Ζήκο , αλλά και  τόσες  άλλες φυσιογνωμίες  του  παλιού  καλού  καιρού , που αποδίδονταν  καταπληκτικά  απ’ τους  χαρισματικούς  μας  ηθοποιούς ..

   Δεν ξέρω αν την έχετε δει την ταινία , “ το  κορίτσι  της  γειτονιάς “ αν  δεν  κάνω  λάθος ,  που ο  " γαμπρός " παζάρευε για  να  παντρευτεί την αδελφή του Φωτόπουλου , ζητώντας δέκα λίρες παραπάνω , τη στιγμή λοιπόν εκείνη , το μυαλό μου γύρισε αυτόματα , στην ίδια περίπου εποχή αλλά εδώ στο χωριό μας , γιατί , δυστυχώς , κι'εδώ κάτι παρόμοια συνέβαιναν , και όχι μόνον εδώ , αλλά σε όλη την Ελλάδα .

   Βρισκόμαστε λοιπόν στις αρχές της δεκαετίας του 50 , το χωριό μας λαβωμένο , προσπαθεί με τα χίλια..ψέματα , να ορθοποδήσει , τα καμένα σπίτια θυμίζουν ακόμα τα όσα πέρασαν οι χωριανοί μας , μα δεν το βάζουν κάτω , σιγά..σιγά , ξαναβρίσκουν το χαμένο τους χαμόγελο και την χαμένη τους εμπιστοσύνη , το χωριό μας πρέπει να ξαναζωντανέψει ...

   Η αφεντιά μου , 7-8 χρόνων , πήγαινα σχολείο αλλά βοηθούσα και στο μαγαζί μας το ζαχαροπλαστείο στο Αλωνάκι , ενώ παρατηρούσα ..καταγράφοντας , όλα όσα γίνονταν καθημερινά , έχοντας το προνόμιο να βρίσκομαι , λόγω μαγαζιού , στο κέντρο της αγοράς ..

181

Το.." ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ " μας , στο Αλωνάκι , σε φωτογραφία της εποχής εκείνης .

   Δίπλα ακριβώς απ' το μαγαζί μας ήταν το πρακτορείο των λεωφορείων , οπότε έβλεπα πάντα τις ..καινούριες αφίξεις , με το Αθηνών , δρομολόγιο που στην αρχή ήταν μια φορά την ημέρα και μετά προστέθηκε και δεύτερη , κάποια μέρα λοιπόν εμφανίσθηκε ένας ηλικιωμένος Αμερικάνος , έτσι λέγαμε τους Έλληνες που είχαν πάει μετανάστες στην Αμερική , που καταγόταν απ΄τα χωριά μας , σκοπός της επίσκεψής του στην Ελλάδα , να παντρέψει τη μεγάλη ανιψιά του , κόρη του αδερφού του , που είχε πεθάνει .

   Το νέο , διαδόθηκε με..τρόπο , ώστε να ενημερωθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι και ευρισκόμενοι σε ...κατάλληλη ηλικία . Πράγματι λοιπόν , το νέο κυκλοφόρησε , από στόμα σε στόμα , και μάλιστα με πλήρη...διακήρυξη του...μειοδοτικού διαγωνισμού , γιατί για κάτι τέτοιο επρόκειτο .

   Οι ενδιαφερόμενοι λοιπόν , θα προσέρχονταν σε κάποιο συγγενικό της νύφης σπίτι , και εκεί θα έκαναν την πρότασή τους , στον εξ Αμερικής μπάρμπα , αναφέροντας το συγκεκριμένο αριθμό λιρών Αγγλίας , που ζητούσαν σαν ..προίκα , μάλιστα , όπως ακριβώς το διαβάζετε ..

   Όταν έμαθα την όλη διαδικασία , κάτι ..έσπασε μέσα μου , κάτι δεν μου πήγαινε , επαναστατούσα , κι'ας μη είχα καμιά σχέση και συγγένεια , με τη νύφη , που σχεδόν δεν την γνώριζα καλά..καλά..

   Το πράγμα όμως άρχισε να αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί στον ...μειοδοτικό..διαγωνισμό , θα λάβαινε μέρος και ένα συγγενικό μου πρόσωπο , με το οποίο , κουβέντιασα το θέμα , και μου εξήγησε την όλη διαδικασία . Οι μέρες περνούσαν , και πλησίαζε η μεγάλη μέρα , όσο δε πλησίαζε τόσο ο συγγενής μου γινόταν  ανήσυχος και ..νευρικός , ενώ με ενημέρωσε πως μέχρι στιγμής οι ενδιαφερόμενοι ήταν δύο , αυτός κι' άλλος ένας ..

   Έφτασε , επί τέλους ! η μέρα , και εγώ είχα την έννοια και περίμενα να περάσει η ώρα , να πάνε οι ενδιαφερόμενοι , και ευχόμουνα να βγει..νικητής ο συγγενής μου , πράγματι το απογευματάκι , τον είδα το συγγενή μου , έτοιμο , περιποιημένο να φεύγει για την ..επικίνδυνη αποστολή , και του ευχήθηκα καλή..επιτυχία και περίμενα να περάσει η ώρα να τελειώσει η συνάντηση και να μάθω τι απέγινε ..

   Η αγωνία μου , λες και έβλεπα ταινία του Χίτσκοκ , αλλά φανταζόμουνα την όλη διαδικασία , και δεν μπορούσα να ..καταλάβω και να πιστέψω , πως πραγματικά έτσι γίνονταν τα πράγματα , και όχι μόνο γίνονταν έτσι , αλλά αυτό θεωρούνταν και απολύτως...φυσικό , τόοοοσο απλά...

   Είχε πια  νυχτώσει για καλά , και είχε περάσει κάμποση ώρα , όταν κατέφθασε ο συγγενής μου , αλλά...συντετριμμένος ..

  Ξανάσανε λίγο και μου είπε με βαθειά πίκρα , αυτές τις δυο λέξεις : Την πήρε ο....άλλος , μου είπε και  το όνομά του , γιατί ζήτησε ΔΕΚΑ  ΛΙΡΕΣ  ΛΙΓΟΤΕΡΕΣ , ΤΗΝ ΕΧΑΣΑ ΓΙΑ  ΔΕΚΑ  ΛΙΡΕΣ  !!!

   Ποτέ , δεν μπόρεσα να καταλάβω όλη αυτή τη διαδικασία , ούτε να την ..χωνέψω , ποτέ μου δεν μπόρεσα να φανταστώ , πως ένας άνθρωπος , μια γυναίκα , θα μπορούσε να είναι..αντικείμενο...παζαριού , και όμως έτσι ήταν ...

   Το περιστατικό αυτό , με είχε πληγώσει αβάσταχτα , κάτι με έκανε ακόμα και να..ντρέπομαι , για τις παρόμοιες περιπτώσεις , γιατί φυσικά δεν ήταν η ..μόνη και..μοναδική , είχα όμως σαν ...αντίβαρό της , μια άλλη περίπτωση χωριανής μας κοπέλας , που έκανε την επανάστασή της  " σπάζοντας " την κατεστημένη διαδικασία , πρόκειται για την Σοφία Καλαπτσή , την πανέμορφη Σοφία , που το βράδυ των αρραβώνων της , με Λιδορικιώτη γιατρό μεγαλύτερό της , κλέφτηκε με τον άνθρωπο που αγαπούσε , ένα νεαρό φτωχό συμμαθητή της …

image

       ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ – ΚΑΛΗ  ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ …

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

H ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑ

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 – 1911)

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Η Γλυκοφιλούσα δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες, από τις 25 έως τις 28 Δεκεμβρίου 1894, στην εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάσση Γαβριηλίδη.

    Ας εισδύη μία μόνη ακτίς ηλίου, άμα τη ανατολή, διά του θαμβού φεγγίτου, εις τον πενιχρόν θάλαμον, με τους τέσσαρας τοίχους ασβεστωμένους λευκούς, με μίαν ψάθαν και επ’ αυτής μικρόν αμαυρόν κιλιμάκι στρωμένα επί του πατώματος, με δύο προσκεφαλάδες ακουμβημένας σύρριζα εις τους τοίχους, ένθεν και ένθεν της γωνίας του πυρός, όπου τέσσαρες ξηροί δαυλοί και δύο μεγάλα ξύλα ορθά καίουσι και βρέμουσιν επί της εστίας. 
    Τοιούτος να είναι ο χειμερινός θάλαμος, έχων τα νώτα εστραμμένα προς βορράν και προς δυσμάς, συνεχόμενος με άλλον βορεινόν θαλαμίσκον, όστις να είναι συγχρόνως δώμα και ηλιακωτόν και υπερώον. Κατεσκευασμένος με πλίνθους, με ξυλοτοίχους, στεγασμένος με ξύλα και με κεράμους, αφάτνωτος, ανώροφος, ευήλιος, αθέρμαστος, ευήνεμος, σχεδόν υπαίθριος, με το μόνον υψηλόν και πλατύ παράθυρον το απάδον εις όλον τον ρυθμόν του κτηρίου και, χάριν πολυτελείας, με πηχυαίαν ύαλον, διά ν’ απολαύη τις όρθιος, εις τα βασίλεια του Βορρά, την μεγάλην θέαν και την μεγάλην πάλην. Τοιαύτη θα ήτο, χωρίς να παραβώ την δεκάτην Εντολήν, η μόνη φιλοκτημοσύνη μου και η μόνη μου πλεονεξία.
    Ο οικίσκος να είναι κτισμένος επί βράχου υψηλού, επί του μόνου υψηλού βορεινού βράχου, του προσφιλούς εις τας αναμνήσεις μου. Εκεί απλούται ατελείωτον το πέλαγος ανά την αχανή έκτασιν από ακτής έως ακτής και από κόλπου έως κόλπου και χαμηλώνει ο ουρανός εις την μίαν άκραν την απωτέραν, διά να περιπτυχθή εγγύτερον την εσχατιάν των θαλασσών, ο σάπφειρος φιλών τον σμάραγδον, το βαθύχλωρον αντασπαζόμενον το γλαυκόν. Φυσά ο Καικίας κατερχόμενος από τα βουνά της Θράκης και ο Βορράς παγερός αποσπάται μυριοπτέρυγος από τον νεφελοσκεπή και χιονοστέφανον Άθω και ο Αργέστης ριγηλός καταβαίνει από τον γεραρόν Όλυμπον∙ φρίσσει το κύμα εις την επαφήν της ψυχράς πνοής, φρικιά ο πορφυρούς πόντος από την κραταιάν αύραν, ρυτιδούται η θάλασσα από την αλλεπάλληλον ραγδαίαν ριπήν, αγριαίνει το πέλαγος, ωρύεται μανιωδώς η καταιγίς, ρήγνυται το κύμα εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους. Συννεφούται ο ουρανός από τας μαύρας κάπας των θυελλών τας σωρευομένας επάνω του, φαεινός στύλος προκύπτει εν ακαρεί εν μέσω αχανούς κυκεώνος μελανών στροβίλων∙ ιδού η ακτίς θα διώξη το έρεβος, η γαλήνη θα εξώση τον τυφώνα. Ο φαεινός στύλος ήτο σίφων τρομακτικός, σχεδόν υπερφυές θέαμα, το οποίον ερρίζωσεν εν ριπή επί της θαλάσσης και εκορυφώθη έως εις τον ουρανόν.
    Ο σίφων εξερράγη, ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην και τους βράχους και τους αιγιαλούς, ο άνεμος συνεμαζεύθη εις τα άντρα και τας αγκάλας, η Σκοτεινή Σπηλιά ηχεί παρατεταμένως, μυστηριωδώς, από την κοπείσαν κολοβήν πνοήν του ανέμου, από απειλήν νέας μανίας λυσσωδεστέρας της πρώτης, από της φοβεράς εν τη σιωπή συνωμοσίας των στοιχείων. Το Κακόρρεμα αντηχεί διακεκομμένως από την δάνειον ιαχήν της λαίλαπος, από την καταρρακτώδη κάθοδον του χειμάρρου. Η Νηρηίς ανήλθεν από το υποβρύχιον άντρον της, ανέβη εις το απάτητον ύψος του αιχμηρού βραχώδους προβλήτος και άτρωτος αυτή από τον όμβρον και τον άνεμον, θεωρεί μειδιώσα την πάλην των στοιχείων. Ο Τρίτων, κολυμβών κάτω εις την ρίζαν του βράχου, ανίσχει την κεφαλήν έξω του κύματος και προσβλέπει ερωτικώς την υψιβάτιδα και ασύλληπτον δι’ αυτόν άσπλαχνον νύμφην. Ο ταύρος του Θεοδόση, ο μονόκερως, ο φιλέρημος και μελαγχολικός, καταβάς προ μικρού διά να κάμη τον συνήθη περίπατόν του κάτω εις το βαθύ ρεύμα, το κατερχόμενον δι’ ελιγμών και βράχων και καταρρακτών εις τον Μικρόν Γιαλόν, εξέβαλεν ένα θρηνώδη μυκηθμόν, είτα έμεινεν εξηπλωμένος, απαθής, ακίνητος, δεχόμενος επί των νώτων όλον τον κρύον λουτήρα της καταιγίδος. Εάν έβλεπέ τι, έβλεπε τας ασπρομαύρους καλλικατζούνας, μεγάλα θαλάσσια όρνεα, τα οποία επί των ανεχόντων μέσω του κύματος σκοπέλων, εις απόστασιν οργιών τινων από της ξηράς, πολλοί εξέλαβον μακρόθεν ως γυναίκας ανασκουμπωμένας και ασπρομαυροβολούσας, αίτινες ησχολούντο να βγάλουν πεταλίδας, κύπτουσαι επί των βράχων. Αλλ’ ήτο αδιάφορος και προς το θέαμα τούτο, ως και προς όλα τα λοιπά.

    Δύο γίδες του Στάθη του Μπόζα είχον λείψει την πρωίαν εκείνην από τον μικρόν αιπόλον. Είχαν εκπέσει, αποπλανηθείσαι, και είχαν βραχωθή κάτω εις την στενήν πετρώδη κόγχην την σχηματιζομένην κατέμπροσθεν και υποκάτω από το ιερόν Βήμα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης. Η κόγχη εκείνη ήτο και δεν ήτο εσοχή, ήτο και δεν ήτο σπήλαιον. Σπήλαιον αστεγές και εσοχή στεγανή. Ηωρείτο επάνω της αβύσσου, έχασκεν άνωθεν του πόντου. Κάτω βράχος χιλίων εκατογχείρων αγκάλισμα, κρημνός μόνον, εις νυκτερίδας και εις γλαύκας βατός. Εις την ρίζαν του βράχου το κύμα, πολλών οργιών βόλισμα, φωκών κολύμβημα και καρχαριών. Δεν ήτο δυνατόν να βάλη τις εις τον νουν του, ότι ηδύνατο άνθρωπος να καταβή εις την φοβεράν εκείνην αιώραν, διά ν’ ανασύρη τας αποπλανηθείσας.
    Αι δύο βραχωμέναι αίγες, συνηθισμέναι ν’ αναρριχώνται εις όλους τους κρημνούς, ν’ αναπηδώσιν επάνω εις όλα τα χαλάσματα, εις όλους τους ρέποντας και καταρρέοντας τοίχους, δεν είχον εννοήσει, ότι έπεσαν εις παγίδα, την οποίαν ο δαίμων της αβύσσου είχε στήσει δι’ αυτάς. Ησθάνοντο και αυταί, ως άλογα κτήνη όπου ήσαν, ότι δεν ήτο δυνατόν να γλιτώσουν από εκεί όπου ήσαν βραχωμέναι.
    Αφού έφαγον εις μίαν ώραν όλην την κάππαριν και όλα τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, όσαι ήσαν φυτρωμέναι εκεί, έβλεπαν καλώς ότι, διά να ξαναβοσκήσουν, έπρεπε να περιμείνουν εβδομάδας ή μήνας τινας, εωσού ξαναφυτρώσουν πάλιν άλλη κάππαρις και άλλα κρίταμα. Τούτο το έπαθαν διά να έχουν την κακήν συνήθειαν να μη ζητούν ποτέ την άδειαν του αιπόλου, εις όλας τας κινήσεις των και τα σκιρτήματά των. Και διά να μάθουν άλλην φορά, αν επεθυμούσαν ν’ αρμυρίσουν, να ευρίσκουν άλλον δρόμον διά να καταβαίνουν κάτω εις την άμμον του αιγιαλού. Αλλά τώρα ήτο πολύ αμφίβολον αν θα εγλίτωναν, διά να βάλουν γνώσιν δι’ άλλοτε.
    Επάνω εις τον βράχον ήτο κτισμένον το παρεκκλήσιον, μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας, λικνιζόμενον από το αειτάραχον και πολύρροιβδον κύμα, ναναριζόμενον από τα άσματα τα οποία ο άνεμος έψαλλε δι’ αυτό εις τους σκληρούς βράχους και εις τα ηχώδη άντρα. Οι τέσσαρες τοίχοι ίσταντο ακόμη αρραγείς, πετροθεμελιωμένοι, σώζοντες μικρόν επίχρισμα από παλαιού καιρού περί την μεσημβρινοδυτικήν γωνίαν, χορταριασμένοι και μαυροπράσινοι περί την βορειοανατολικήν. 
    Η στέγη, φέρουσα ακόμη ολίγας κεράμους και πλάκας, εστηρίζετο επί δοκού με πολλάς ακτίνας εκ σκληράς καστανέας. Ολόγυρα εις τους τοίχους, υψηλά άνω των υπερθύρων και υπό τα γείσα της στέγης, ωραία μικρά πινάκια παλαιών χρόνων ήσαν εγκολλημένα, σχηματίζοντα μέγαν σταυρόν επί της χιβάδος του ιερού Βήματος προς ανατολάς, μετά υποποδίου εις σχήμα ανεστραμμένου Τ εκ πέντε άλλων πινακίων και άλλους δύο σταυρούς δεξιόθεν και αριστερόθεν, ύπερθεν των δύο παραθύρων του χορού και τέταρτον σταυρόν άνωθεν της φλιάς της εισόδου, δυσμόθεν.
    Τα ωραία παλαιά πιατάκια ήσαν όλα χρωματιστά, γαλάζια και υποπράσινα και κιτρινωπά και λευκά, με κλαδάκια και με λούλουδα και με ανθρωπάκια και με πουλιά, φιλοκάλως και κομψώς διατεθειμένα, στίλβοντα εις τον ήλιον, χάρμα των οφθαλμών, κειμήλια υψηλά κείμενα, στερεά βαλμένα εις τας κόγχας των, αφελή αναθήματα, λείψανα παλαιών χρόνων, περισώσματα αρπαγών και δηώσεων παντοίων, ολιγότερον φευ! ασφαλή από της νεοτέρας αρχαιολογικής και αρχαιοκαπηλικής μανίας. Και ο απλούς ούτος στολισμός παρείχε μεγάλην χάριν, μεμειγμένην με άρρητον τρυφερόν θέλγητρον, εις το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον, εμπνέων εις τον επισκέπτην μεγάλην επιθυμίαν να διασκελίση το κατώφλιον, να εισέλθη εις τον πενιχρόν ναΐσκον, ν’ ανάψη κηρίον, να κάμη τον σταυρόν του, και ν’ ασπασθή ευλαβώς την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της ζωγραφισμένης παρειάν με παρειάν με το πρόσωπον του υπερθέου και υπερηγαπημένου Βρέφους της,

            Και πάλι κίνησα ναρθώ, Χριστέ μου, στην αυλή σου,
            να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα,
            οπού με πόθο αχόρταγο τα λαχταρεί η ψυχή μου,

και, αν δεν ήτο άλλως πολυάσχολος από την βιωτικήν τύρβην (αλλά διά να είναι τοιούτος εις την έρημον εκείνην ακτήν, έπρεπε να είναι το πολύ ζωέμπορος ταξιδεύων διά ν’ αγοράση ερίφια), να σταθή ν’ ακούση τας Μεγάλας Ώρας και τον Εσπερινόν της Παραμονής των Χριστουγέννων, ψαλλόμενα από τον μπαρμπ’-Αναγνώστην τον Παρθένην, τον μόνον βοηθόν του παπα-Μπεφάνη, εις όλας τας λειτουργίας όσας ετέλει εκείνος, τας ημέρας ταύτας εξ ευχής και ταξίματος, κατά προτίμησιν, εις το μικρόν παρεκκλήσιον.

            Η σάρκα μου αναγάλλιασε σιμά σου κι η καρδιά μου.
            Το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη,
            να βάλουν τα πουλάκια τους, τα δόλια, να πλαγιάσουν,
            τον ιερό σου το βωμό, αθάνατε Χριστέ μου.

    Και ο ευσεβής προσκυνητής θα εύρισκε μεγάλην γλύκαν και παρηγορίαν από τες πίκρες του κόσμου εις το να θεωρή μόνον την πενιχράν κανδήλαν καίουσαν εμπρός εις την ωραίαν εικόνα, την ζωγραφισμένην από τον μακαρίτην Αθανάσιον τον Κεφαλάν, Ηπειρώτην, άνδρα αγωνιστήν, ευπαίδευτον, πολύγλωσσον, ωρολογοποιόν και ζωγράφον, όστις όμως όλην την ζωήν του υπήρξε δημοδιδάσκαλος Γ΄ τάξεως και απέθανεν υπερενενηκοντούτης με την τριακοντάδραχμον σύνταξίν του.
    Η ωραία μικρά εικών, με το ωχρόν πρόσωπον της Παναγίας, ενούμενον κατά παρειάν με το λευκόν και ένθεον πρόσωπον του λατρευτού Βρέφους της, είχεν άφατον γλυκύτητα και ήτο καλλίστη έκφρασις της μητρικής στοργής, της γεννωμένης, ως εκ πικράς ρίζης γλυκέος καρπού, ευθύς με τας ωδίνας του τοκετού, και συναυξανομένης με της ανατροφής τους κόπους και τας μερίμνας.         
    Και ο φιλακόλουθος πιστός δεν θα υστέρει της αμοιβής διά την ευσεβή προσέλευσιν.

            Κάλλιο μια μέρα στη δική σ’ αυλή, παρά χιλιάδες∙
            στον ίσκιο ας είμαι του ναού σαν παραπεταμένος
            καλύτερα, παρά να ζω σ’ αρματωλών λημέρια.

    Δεξιά επί του τέμπλου ήτο η εικών του Χριστού και η εικών του Προδρόμου. Αριστερά η Παναγία η Γλυκοφιλούσα, η προστάτις των μητέρων και ο Άγιος Στυλιανός ο φίλος και φρουρός των νηπίων.
    Επί του δεξιού και του αριστερού τοίχου υπήρχον ακόμη ολίγοι Άγιοι, ζωγραφισμένοι από παλαιού καιρού. Άλλων ήσαν εφθαρμένα τα πρόσωπα και τα στέρνα, άλλων ασβεστωμένα τα σκέλη και οι πόδες, από ατελείς αποπείρας επιχρίσεως ή στολισμού υπό αμαθών ευλαβών γυναικών. Ήσαν ο Άγιος Ελευθέριος, ο ελευθερωτής των εγκύων και η Αγία Μαρίνα, η προστάτις των ωδινουσών. Είτα ήσαν ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος, με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας, τους θώρακάς των και την άλλην πανοπλίαν των. Και η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και με τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας. Ήσαν και οι ΄Οσιοι, με τα κουκούλια, με τας λευκάς γενειάδας των, με τα κομβοσχοίνια και τους ερυθρούς σταυρούς των, ο Όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας.
    Ήτο εκεί και ο όσιος Ποιμήν ο ασκητής, με το λόγιόν του, «Ο Ποιμήν τέκνα ουκ εγέννησε», και με την απάντησίν του εις τον Ανθύπατον, προκειμένου περί ζωής ή θανάτου του αθώου ανεψιού του: «Ει μεν εύρης ένοχον, κόλασον αυτόν∙ ει δε αθώον, ως θέλεις πράξον».  Ήτο και αυτός εκεί, προστάτης ουδέν ήττον και φρουρός των ακάκων και των παιδίων. Ήτο και ο όσιος Μωυσής ο Αιθίοψ «άνθρωπος όψιν και θεός την καρδίαν». Μωυσής δεύτερος, είχε χαράξει το σημείον του Σταυρού, όταν διεκολύμβησε δις και χιαστί τον Νείλον, κρατών επί των οδόντων την μάχαιραν, με σκοπόν να φονεύση τον εχθρόν του και μη επιτυχών αυτόν, επανέπλευσε κρατών δύο κριούς ζωντανούς, διά των ρωμαλέων βραχιόνων του, υπεράνω του ρεύματος. Και ο λήσταρχος έγινεν άγιος, και υπήγε να εύρη τον άλλον παλαιόν ομότεχνόν του, εκείνον, τον οποίον, ως λέγει η παράδοσις, είχε θηλάσει ποτέ εις την έρημον, κατά την εις Αίγυπτον φυγήν, εν καιρώ της βρεφοκτονίας, η Παναγία.
    Δεξιά δε τω εισερχομένω και ευθύς μετά την θύραν, ίστατο, παρά την γωνίαν του μεσημβρινού τοίχου, η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, κρατούσα με την αριστερά χείρα το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και των επωδών και των φίλτρων, ως να προσέφερεν αυτό εις τας ευσεβείς προσκυνητρίας και να έλεγεν: «Ελάτε· εγώ είμαι που χαλνώ τα μάγια».    Το παρεκκλήσιον εόρταζε, τη 26 Δεκεμβρίου, την Σύναξιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, ήτοι τα Επιλόχια,

            Λεχούς αμώμου, ανδρός μη γνούσης λέχος.

    Κάτωθεν της εικόνος, επί της λευκής μεταξοϋφούς ποδιάς, εφαίνοντο ανηρτημένα παιδάκια, και μόνον παιδάκια ασημένια, εξαιρέσει ενός μόνου αργυρού τεμαχίου, το οποίον έφερεν άλλο σχήμα ζώου, ομοίου σχεδόν με άρνα κερασφόρον ή με έριφον. Επί τινος αφράκτου ερμαρίου, εις τον αριστερόν τοίχον, έβλεπέ τις διάφορα αντικείμενα, οίον στεφάνους ανδρογύνων (νεκρών ίσως ανδρογύνων) τυλιγμένους εντός λευκής σκέπης, τεμάχια βαπτιστικών και κουκουλίων από το βάπτισμα βρεφών, ως και γυμνά κόκαλα ακόμη, και τρυφερά λευκά κρανία μικρών παιδίων.
    Τα παιδάκια, τα ανηρτημένα επί της λευκής ποδιάς ήσαν ομοιώματα μικρών παιδίων, ταχθέντα από τας μητέρας, όταν τα μικρά των ήσαν άρρωστα, εις την Παναγίαν την Γλυκοφιλούσαν, την μητέρα του θείου Βρέφους και προσφερθέντα εις τον ναόν της μετά την ίασιν των αρρώστων. Το ομοίωμα του μικρού ζώου ήτο και αυτό βεβαίως από τάξιμον. Και οι στέφανοι των ανδρογύνων ήσαν αφελή αποθέματα και μνημόσυνα ατυχών συνοικεσίων, γενόμενα υπό της μητρός, ήτις επέζησεν έρημη και άχαρη, εις ανάμνησιν θυγατρός, ήτις απέθανεν ίσως λεχώ, ευθύς μετά τον πρώτον τοκετόν, αφιερώματα και ταύτα εις την προστάτιδα των λεχών, την Παναγία την Γλυκοφιλούσαν. Και τα τεμάχια των βαπτιστικών και κουκουλίων ήσαν και ταύτα ενθύμια παιδίων, αποθανόντων ευθύς μετά το βάπτισμα και τα λευκά κόκαλα και τα κρανία τα τρυφερά ήσαν άσπιλα λείψανα παιδίων, τα οποία είχεν ευδοκήσει να καλέση ενωρίς εις τον Παράδεισον, πλησίον του υιού της του ειπόντος: «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με, και μη κωλύετε αυτά», η Παναγία η Γλυκοφιλούσα.

    Τα στέφανα του γάμου και τα βαπτιστικά κουκούλια του μικρού παιδιού, τα είχε φέρει εις τον ναΐσκον η θεια-Αρετώ, η Χρονιάρα, η αφιλοκερδής νεωκόρος και πρόθυμος διακοσμήτρια όλων των εξωκκλησίων. Ήρχετο τακτικά δύο φοράς την εβδομάδα από το καλυβάκι της, το οποίον απείχεν ημισείας ώρας δρόμον από την έρημον ακτήν, ήρχετο διά να επισκεφθή την Παναγίαν την Γλυκοφιλούσαν και τους Αγίους Αποστόλους και τον Άγιον Νικόλαον και όλα τα παρεκκλήσια, τα κτισμένα επάνω εις τους αγρίους μονήρεις βράχους, διά ν’ ανάψει τα κανδήλια και να προσευχηθεί εις τους Αγίους. Εκατοικούσε μετά τον θάνατον του ανδρός της, του συχωρεμένου, εις τον εξοχικόν οικίσκον, σιμά εις το Πυργί, επάνω από την Αγίαν Ελένην, ανάμεσα εις το Κακόρρεμα και εις το Μεγάλο Ορμάνι. Είχε την μικράν περιοχήν της, με τον ελαιώνα, την άμπελον, τους μικρούς κήπους και τον αγρόν και απ’ εκεί οικονομούσε το καθημερινόν της, κι εζούσεν αυτή και τα εγγόνια της, υιοί του μεγάλου υιού της, ο πρώτος εικοσαετής, ο δεύτερος δεκαεπταετής, καλλιεργούντες την γην.
    Οι γονείς των είχον αποθάνει νέοι προ δεκαπενταετίας και πλέον. Η μάμμη των αυτή τους ανέθρεψεν, αυτή τους είχεν αναστήσει, αυτήν εγνώριζαν μητέρα. Η θειά Αρετώ ήτο καλή χριστιανή, και δεν είχε κάμει κακό εις καμίαν γειτόνισσαν, και όμως υπέφερε πολλάς δυστυχίας εις την ζωήν της. Ο χάρος την είχε κατατρέξει και αν δεν είχε και τα δύο εγγόνια της, θα ήτον έρημη εις τον κόσμον. Και όμως εις όλα έλεγε, Δόξα σοι ο Θεός. Είχε και μίαν κόρην, την Αλεξανδρώ, την οποίαν είχεν υπανδρεύσει προ τριών ετών, νέαν είκοσι ετών, με τον Κωνσταντή τον Ντάναν. Και εις αυτήν είχε δώσει καλά μαθήματα και την έκαμε να είναι από πολλάς συνομηλίκους της φρονιμωτέρα. Της έδινε συμβουλάς, εκ των οποίων θα ηδύνατο να ωφεληθή, εάν επέζη εκείνη. «Ζήσης, χρονίσης, θυγατέρα, της έλεγε, ποτέ σου να μη ζηλέψης το ξένο στολίδι, να μην πης κακό για την γειτόνισσα, να μην κοιτάζης τι κάνει η πλαγινή σου, να μη βάλης μαναφούκια, να μη ξευχηθής, να μη βλαστημήσης».
    Και άλλα ακόμη της έλεγε. Πλην, εκείνη, η πτωχή, δεν είχε τύχην να ζήση, διά να βάλη εις πράξιν όλας τας καλάς ταύτας συμβουλάς. Προχθές ακόμη το παρθενικόν άνθος είχεν ανοίξει ερυθρόν. Χθες έγινε νύμφη, την άλλην ημέραν μήτηρ, λεχώ, νεκρά. Και όμως η θειά Αρετώ δεν ήτο στρίγλα· και όμως, αφού επί δέκα έτη της έδιδεν ευχάς και συμβουλάς, αρχίζουσα πάντοτε από την φράσιν αυτήν, «Ζήσης-χρονίσης, θυγατέρα», την ημέραν καθ’ ην έγινε νύμφη εκείνη, οργισθείσα η μήτηρ από περισσάς ίσως απαιτήσεις του γαμβρού ως προς την προίκα, από διφορουμένην ίσως και παθητικήν στάσιν της κόρης, τίς οίδεν από τί, τέλος, της είπεν εις τον θυμόν της επάνω, «Να μη χρονίσης!» Και πράγματι δεν εχρόνισε.
    Και όμως η γραία δεν ήτο κακής ψυχής· και όμως είχε καταρασθή την κόρην της «να μην την εύρη ο χρόνος!». Και δεν την ηύρεν ο χρόνος. Και αφού απέθανεν εκείνη, δέκα ημερών λεχώ, απέθανε και το παιδίον, δωδεκαήμερον, αφού εβαπτίσθη, η θειά Αρετώ, την οποίαν τινές των καλών γειτονισσών είχαν επονομάσει η «Χρονίστρα», και άλλαι πάλιν την έλεγαν απαισίως η « Αχρόνιαστη» και πάλιν άλλαι την ωνόμαζον ευφήμως η «Χρονιάρα», έλαβε τα στέφανα του γάμου, έκοψε και μέρος από τους «φωτεινούς χιτώνας» και τα «κουκούλια αγαλλιάσεως» του μικρού και τα έφερεν αφιέρωμα εις τον ναΐσκον της Παναγίας. Έλαβε και την μεταξωτήν χρυσοκέντητον νυμφικήν στολήν της άμοιρης και την προσέφερεν όλην εις τον παπα-Μπεφάνην, τον συνήθη ιερουργόν του παρεκκλησίου.
    Και το μεν κόκκινον εκ μεταξωτής σκέπης υποκάμισον με την τραχηλιάν και τα μανίκια κεντητά εκ χρυσού, το έκαμε στιχάριον, διά να το φορή ο ιερεύς ποδήρες, όταν προσφέρη τας λογικάς θυσίας. Το δε ποδογύρι του φουστανίου, ολόχρυσον, τρεις σπιθαμάς παρά δύο δάκτυλα πλατύ, με αδράς εκ χρυσού κλάρας και με άνθη, το έκαμεν επιτραχήλιον, διά να το φορή ο λειτουργός τας καλάς ημέρας. Την δε χρυσήν ζώνην με τα αργυρά τορευτά] και αμυγδαλωτά τσαπράκια, την έκαμε περιζώνιον, διά να το ζώνεται ο ιεροφάντης περί την οσφύν του. Και τα χρυσοΰφαντα προμάνικα του βαβουκλιού, τα αναδιπλωμένα περί τας ωλένας των νυμφών, τα έκαμεν επιμάνικα, διά να συστέλλη ο θύτης τους καρπούς των χειρών του, όταν εν φόβω έμελλε να προσφέρη τα άγια. Και το ωραίον πολύπτυχον φόρεμα, το χαρένιο με το γλυκό βυσσινί χρώμα, και το οποίον έκαμνε νερά-νερά εις το βλέμμα, το έκαμε  φαιλόνιον διά να σκέπει ο ιερεύς τα νώτα και το στέρνον του, όταν ίσταται ενώπιον του ιερού θυσιαστηρίου.
   Και όλην αυτήν την αλλαξιάν των ιερών αμφίων, την είχε προσφέρει εις τον παπα-Μπεφάνην, τον συχνόν λειτουργόν και σχεδόν εφημέριον του μικρού βορινού παρεκκλησίου. Και δύο φοράς την εβδομάδα έπαιρνε το ραβδάκι της εις την δεξιάν χείρα και το καλαθάκι της εις τον αγκώνα του αριστερού βραχίονος και οδηγούσα και μίαν αμνάδα και μίαν αίγα, τας οποίας έβοσκεν η ιδία, κατήρχετο από το Μεγάλο Ορμάνι και έφθανεν εις την κρημνώδη θαλασσόπληκτον ακτήν κι επήγαινε ν’ ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης.

    Είχε σιγήσει ο φοβερός τυφών, και είχε κοπάσει η λαίλαψ, και η θάλασσα έβραζεν ακόμη με υπόκωφον βοήν, δεχομένη τα χωματόχροα και θολά ρεύματα των χειμάρρων και ο άσπιλος πόντος είχε μιανθή από της γης τας ύλας. Ο ήλιος είχε φανή εις μίαν γωνίαν του ουρανού, τα σύννεφα είχαν συμμαζευθή εις μίαν άλλην γωνίαν. Ο ταύρος του Θεοδόση ο φιλέρημος, με το έν κέρατον (είχεν χάσει το άλλο προ ετών, όταν ήτο νέος ακόμη, εις μάχην με άλλον ταύρον), εξηκολούθει να βλέπη τας καλλικατζούνας, αίτινες είχον κατέλθει προ ολίγου, τις οίδεν από ποίαν ανήλιον σπηλιάν, από τα ύψη των φοβερών αλιπλήκτων βράχων, και έκαμναν ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής του κύματος και ετίναζαν τα πτερά διά να στεγνώσουν και πάλιν έκαμναν ως διά να βουτήξουν. Τέλος εβούτηξαν όλαι εν σώματι και ανελθούσαι εις το κύμα, ήρχισαν να πλέωσι κανονικώς, ως μικρός στολίσκος τελείως ωργανισμένος, ηγουμένης μιας, είτα δευτέρων ερχομένων δύο και ακολουθουσών των λοιπών, δέκα ή δώδεκα, δύο μόνων ουραγών επομένων. Ο ταύρος αφήκε μακρόν μυκηθμόν, εσηκώθη και αυτός, ετίναξε τα μέλη και στραφείς ήρχισε ν’ ανέρχηται το ρεύμα, επιστρέφων εις την στάνην του Θεοδόση, ως έκαμνε καθημερινώς, όταν δεν είχεν εργασίαν.

    Αι αίγες του Στάθη Μπόζα, αίτινες είχον καταυλισθεί, ενόσω διήρκει η καταιγίς, υποκάτω εις το μέγα Κιόσκι, το σωζόμενον ακόμη, του παλαιού ερήμου χωρίου, όπου το πάλαι συνήρχοντο όλοι οι προεστοί και εβουλεύοντο περί των κοινών, εξήλθον και αυταί διά να βοσκήσωσιν, άμα η καταιγίς έπαυσε. Και δύο εξ αυτών είχαν ξεκαμπίσει και είχαν απομακρυνθή και κατέβησαν από ένα υψηλόν κυρτόν βράχον και έφθασαν εις την μικράν κόγχην, κάτωθεν του ιερού βήματος της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, οπόθεν αρχίζει ο φοβερός κάθετος κρημνός εις την θάλασσαν, διακοσίων οργιών ύψος, κι εκεί, αφού εβόσκησαν όλα τα κρίταμα όσα ηύραν, εβραχώθησαν κι έμειναν, μη δυνάμεναι πλέον ν’ αναβώσιν. Εβραχώθησαν, καθώς βραχώνεται η μεγάλη χονδρή απετουνιά με το μέγα άγκιστρον και με γενναίον δόλωμα εις το θαλάμι, κάτω εις τον πυθμένα εις τα ανεξερεύνητα βάθη, ανάμεσα εις βράχους ριζωμένους και εις φύκη και όστρακα. Και το μεν δόλωμα το έφαγεν ο πελώριος ορφός ή η σμέρνα η παρδαλή και μαυριδερή, η αντιπαθής και άπιαστη, το άγκιστρον εβραχώθη κάτω εις το θαλάμι, και δεν βγαίνει πλέον, η δε απετουνιά τραβάται και τεντώνεται και κόπτεται και ο ψαράς μένει με δύο πήχεις σπάγκον εις την χείρα.
    Ομοίως και ο Στάθης ο Μπόζας, ο βοσκός έμεινε με το μικρόν κοπάδι του κολοβόν και ακρωτηρισμένον, άμα έχασε τας δύο αίγας, τας οποίας έβλεπεν ιστάμενος επάνω εις την κορυφήν του βράχου, κρατών την υψηλήν μαγκούραν του και ο ίσκιος του έπιπτε μακρός εμπρός του και η κεφαλή του εφαίνετο πέραν εις την μεγάλην εξοχήν του βράχου, μόλις διακρινομένη και χανομένη, καθόσον ο ήλιος εχαμήλωνεν ολονέν εις την δύσιν. Τας έβλεπε φυλακωμένας, εις την φοβεράν πτυχήν του κρημνού, παρά τρίχα εις αυτό το χείλος της αβύσσου και τας εκάλει εις μάτην, διά των καταληπτών εις εκείνας συνθηματικών μονοσυλλάβων.
    -Άι, άι! όι! Ψαρή! ω, χω, Στέρφα!
    Εις μάτην, η Ψαρή και η Στέρφα είχαν καθίσει αδρανείς, ανάλγητοι, αναίσθητοι, και ουδ’ απήντων διά βελασμού εις τας προσκλήσεις του βοσκού.
    Και ο Στάθης έκυπτε και έκυπτε προς την άβυσσον, αφειδών της ιδίας ψυχής του, περιφρονών τον ίλιγγον, προκαλών την σκοτοδίνην, διά να τας ίδη καλλίτερον. Και τα δύο ζωντανά πράγματα ίσταντο και εκάθηντο και έκαμπτον τα γόνατα επί της στενής προβολής του βράχου και μόνον η μία, η Ψαρή, απήντησε τέλος διά παραπονετικού βελάσματος εις τας προσκλήσεις του κυρίου της. Η άλλη, η Στέρφα, ούτε φωνήν εξέβαλεν, ούτε κίνημα έκαμεν, ούτε εσκέπτετό τι περί όλης της θέσεως των πραγμάτων.
    -Δεν με μέλει για την Στέρφα, είπε τέλος στενάζων ο βοσκός. Την Ψαρή ας ημπορούσα να γλιτώσω!…
    Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης, όστις είχε φθάσει αρτίως, κι εκάθητο επί της πεζούλας, έξωθεν του ναΐσκου της Παναγίας, περιμένων να έλθει ο παπα-Μπεφάνης, δια να διαβάση τον εσπερινόν – ήτο δε τότε η ημέρα του Αγίου Στεφάνου, τρίτη από των Χριστουγέννων – επρότεινε γνώμην, ότι έπρεπε να πάρουν λεπτόν αλλά γερόν σχοινί, να κάμουν θηλιάν, τεχνικά, εις την άκρην και να το ρίψουν κάτω, διά να τραβήξουν τας δύο αίγας. Η θειά Αρετώ η Χρονιάρα είπε να κατεβάσουν διά σχοινίου μεγάλην υπερμεγέθη κοφίναν και να σείουν το σχοινίον τοιούτω τρόπω, ώστε να είναι ελπίς να έμβη τέλος η μία γίδα πρώτον, είτα η άλλη, μέσα εις την κοφίναν και ούτω να τας ανασύρουν, την μίαν μετά την άλλην. Η θειά Αρετώ διηγείτο, ότι παρόμοιόν τι είχε συμβή και εις τον παππούν της προ εξήντα χρόνων, και ότι το μέσον τούτο επέτυχε τότε.
    Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας, συνάδελφος του Στάθη βοσκός, εξέφερε γνώμην, ότι έπρεπε να πάρουν μέγα χονδρόν άγκιστρον, ωσάν αρπάγην, να το δέσουν εις την άκραν του σχοινίου, και εις το άγκιστρον επάνω να περάσουν κλαδιά και χόρτα και βλαστάρια και διά του δολώματος τούτου να εφελκύσουν τας δύο αίγας, ώστε ενώ αύται θα εμασούσαν την ορεκτικήν τρυφεράν βοσκήν, το οξύ ακονημένον άγκιστρον θα ήτο πιθανόν να χωθή μέσα εις το κατωσάγονον της μιάς και της άλλης γίδας, και τότε αιματωμένας μεν, αλλά σωσμένας, θα τας ετραβούσαν επάνω.
    -Δεν είναι προκοπή, είπεν αποφασιστικώς ο Στάθης ο Μπόζας· έλα να με καλουμάρετε κάτω, να ιδώ τι θα κάμω…
    Η θειά Αρετώ ήρχισε να κάμνη πολλούς σταυρούς, εξισταμένη διά τον τολμηρόν λόγον του βοσκού.
    -Πού να σε κατεβάσουν, γιε μ’, Στάθη μ’, έλεγε· πώς να σε κατεβάσουν! Πού θα πας; πού θα πατήσης;
    Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης ετανύσθη, ακουμβών εις τον τοίχον της εκκλησίτσας, εις το προσήλιον, και αφήκε παρατεταμένον θορυβώδες χάσμημα, ηνωμένον μετά στεναγμού.
    Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας ήρχισεν ευγλώττως ν’ αποτρέπει τον Στάθην τον Μπόζαν·
    -Δε βολεί, να σ’ πω, Στάθ’, απ’ λέει ου λόους, τάχα, να πούμε. Γλέπ’ς, κει δα κάτ’ είν’ οι γίδις στριμουμένες κι οι δυο, του λόου σ’ πού θα πατήσης να τα’ δέσης να τσ’ ανεβάσης απάν’;
    Την στιγμήν εκείνην έφθασε και ο παπα-Μπεφάνης, με την λευκήν του γενειάδα, με το κοντόν τρίχινον ράσον του και με το μαύρον σάλι του περί τον λαιμόν. Έμαθε το συμβάν, ήκουσε το σχέδιον του Στάθη, κι έσεισε την κεφαλήν·
    -Αποκοτιά, είπε, μεγάλη αποκοτιά.
    -Αποκοτιά, μαθές, επανέλαβε και η θεια το Αρετώ.
    Συγχρόνως δε κατέβη εις τον νουν της μία ιδέα·
    -Αμμή σαν το αποφασίσης, γιε μ’, κάμε το σταυρό σ’, και τάξε τίποτε στην Παναγιά, να σε φυλάξη.
    -Έταξα εγώ μέσα μου, είπεν ο Στάθης· έταξα να της την πάγω ασημένια τη μια τη γίδα, σαν τη γλυτώσω, την Ψαρή. Την Ψαρή ας γλύτωνα!
    Ο ιερεύς έκαμε διφορούμενον νεύμα.
    -Δεν είναι πρέπον, είπε να παρακινούμεν τους άλλους να τάζουν… Το τάξιμον είναι προαιρετικόν… «Όση πέφυκεν, η προαίρεσις», που λέει και το τροπάρι… Μα ας είναι… αν ήθελε να κάμη καμμιά λειτουργία…
    Την τελευταίαν φράσιν την είπε παραπονετικώς μέσα του. Είτα επανέλαβε·
    -Και το καλλίτερο που έχει να τάξη κι αυτός κι όλοι τους είναι να μην αφήνουν τα γίδια τους να μβαίνουν μέσα εις τα ξωκκλήσια και τα γεμίζουν βιρβιλιές… Να είναι προσεκτικώτεροι και να έχουν περισσότερον σέβας… Να μην πατούν τα ξένα κτήματα με τα κοπάδια τους και τρώγουν τις ελιές και τα θηλιάσματα των χριστιανών. Αυτά να τάξη.
    -Τάζω, είπε ο Στάθης.
    -Καλά, να ’χης την ευχή… Τώρα, αν σε καλουμάρουν, έχε θάρρος.
    -Η ευχή σ’, παπά μ’.

    Εφαίνετο αποφασισμένον, ότι ο Στάθης θα κατεβιβάζετο διά σχοινίου εις τον βράχον, διά να ζητήση τας δύο χαμένας αίγας του. Μόνον ο Περηφανάκιας έλαβε πάλιν τον λόγον·
    -Να σ’ ορίσου, απ’ λέει ου λόους, παπά μ’, να σ’ πω, Στάθη μ’, αυτό, τι λογάτε, είναι, απού ’πε κι η αϊωσύνη τ’, απ’ λέει κι η θειά τ’ Αρετώ, μιγάλ’ απουκουτιά. Ένα πάτ’μα είναι κειδά μέσα, εν’ απλόχερο χούμα κι δυο δαχτ’λα κουτρώνι, που θα πατήσ’, πως θα πιάσ’ τα’ γίδις να τα’ δέσ’, απ’ λέει ου λόους, να σ’ ορίσου, παπά μ’;
    -Εγώ δεν τον παρακινώ να κατέβη, είπεν ο ιερεύς… Εις πράγματα τόσον λεπτά, οπού αποβλέπουν την ζωήν και το συμφέρον του ανθρώπου, κανείς δεν πρέπει ν’ αναγκάζει τον άλλον. Ο ίδιος θα δώση λόγον.
    -Κι λες, παπά μ’, σαν πάθω τίποτα, θα πάω κολασμένος; ηρώτησεν ο Στάθης.
    -Αυτό ο Θεός το ξέρει, είπεν ο ιερεύς. Εσείς, οι πλιότεροι, είσθε αλιβάνιστοι. Δεν ζυγώνετε σ’ εκκλησία!
    -Κάθε κακό φεύγει∙ εψιθύρισεν αποφθεγματικώς ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης, όστις είχε σηκωθή από την πεζούλαν και ίστατο στηριζόμενος επί της βακτηρίας του, έξω της θύρας του ναΐσκου.
    -Κανείς σας δεν ήρθε να ξομολογηθή αυτές τες ημέρες. Αχ! οι γονείς σας δεν ήσαν τέτοιοι… Αχ! οι παλιοί, οι παλιοί!
    -Οι παλιοί, οι πρωτινοί, ήταν ανθρώποι, είπεν επιβεβαιωτικώς η θειά το Αρετώ.
    -Εγώ δεν είμαι και τόσο φευγάτος απ’ τα θεία, παπά, είπε παραπονετικώς ο Στάθης.
    -Εσύ έχεις κάποια μικρή διαφορά… Μα ακόμα, ακόμα…
    -Έχουμε ταμένα, μαζύ με τον Κωνσταντή τον Άγγουρο, να ξανακτίσουμε και την εκκλησίτσα τ’ Αϊ-Παντελέημονα… Την είχε ονειρέψει του Κωνσταντή τη γυναίκα.
    -Άμποτε, ο Θεός να σας αξιώση, είπεν ο ιερεύς.
    -Μακάρι, άξιος ο μισθός σας, είπε και η θειά το Αρετώ.

    Ο Αγκούτσας δεν ήτο ιδιοκτήτης ποιμνίων, ούτε γεωργός, ούτε καν βοσκός, ούτε οικίαν είχεν, ούτε φαμιλιάν, τίποτε. Ήτο πλάνης, άστεγος. Πότε εδούλευε με ημεροκάματον σιμά εις τους κολλήγας, τους καλλιεργητάς, πότε έμβαινε παραγιός εις τους βοσκούς διά να φυλάγη τας αίγας. Τον περισσότερον καιρόν εγύριζεν από μάνδραν εις μάνδραν, από καλύβι εις καλύβι, από κατάμερον εις κατάμερον, χωρίς εργασίαν και του έδιδαν οι ποιμένες ξινόγαλα κι έτρωγε. Κάποτε του έλεγαν·
    -Δεν πας, καημένε Αγκούτσα, να βγάλης τίποτε πεταλίδες, κάτω στο γιαλό, ή τίποτε καβουράκια, στο ρέμα μέσα;
    Τούτο ήτο ασφαλές σημείον, ότι τον έδιωχναν. Ο Αγκούτσας το εκαταλάβαινε κι έφευγε.
    -Καλά που μου το θύμισες, έλεγε.
    -Κι ήτανε μεγάλο πράγμα να το θυμηθής;
    -Όχι· μα κάνει ζέστη· τόση ζέστη.
    Και θα ήτο μόνον Μάρτιος· πλην ο Αγκούτσας δεν ημπορούσε να υποφέρη την ζέστην. 
    Έλεγεν ότι, του κάκου, αδύνατον ήτο να κάμη τις δουλειά το καλοκαίρι. Και όλος ο καιρός, εκτός ολίγων εβδομάδων, μοιρασμένων σποραδικώς εις τρεις ή τέσσαρας μήνας, ήτον καλοκαίρι.
    Έφυγε λοιπόν από κάθε στάνην, οπόθεν τον έστελλαν να βγάλη πεταλίδες. Και δεν επήγαινε μεν να βγάλη πεταλίδες αλλ’ επήγαινεν εις άλλην στάνην, εις άλλο κατάμερον.
    Την ημέραν εκείνην συνέβη ο Αγκούτσας να ενθυμηθή τον Στάθην τον Μπόζαν. Και αφού τον ενθυμήθη, ήλθε να τον επισκεφθή.
    Εύρε δε την ομάδα των επτά ή οκτώ ανθρώπων, έξω της θύρας του ναΐσκου της Παναγίας, ακριβώς καθ’ ην στιγμήν η θεια το Αρετώ ηύχετο εις τον Στάθην να είναι άξιος ο μισθός του.
    -Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Αγκούτσας.
    Ο Περηφανάκιας, του οποίου η γλώσσα ήτο καταληπτή εις τον Αγκούτσαν, του διηγήθη εν ολίγοις τα τρέχοντα.
    Ο Αγκούτσας, με το ηλιοκαές και ρικνόν πρόσωπον, με τα πυκνά ακτένιστα μαλλιά, έμεινε σύνοφρυς επ’ ολίγα δευτερόλεπτα και είτα είπε·
    -Τι μ’ δίνεις, Στάθη, να κατιβώ εγώ να σ’ τσ’ ανεβάσω;
    -Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ο Στάθης.
    -Του λόου σ’, Στάθη, έεις γ’ναίκα και πιδιά… Άφσε να κατιβώ εγώ απ’ δεν έχου στουν ήλιο μοίρα.
    Ο Στάθης εσιώπα.
    -Να μ’ δώσης εμένα τη μια γίδα, την Ψαρή, κι να με καλουμάρετε κάτ’, να κατεβώ να τσ’ ανεβάσου.
    -Την Ψαρή εγώ την έταξα στην Παναγία, απήντησεν ο Στάθης.
    Ο Αγκούτσας έδειξεν ότι δεν ενόει.
    -Την έταξα ασημένια, προσέθηκεν ο Στάθης. Η Ψαρή εμένα μ’ χρειάζεται.
    Ο Αγκούτσας έμεινεν επ’ ολίγας στιγμάς σύννους.
    -Ας είναι, μ’ δίνεις τη Στέρφα… Καλή είναι και η Στέρφα… Α δε βρω να την πουλήσω να κάμω χαρτσ’λήκι, την ξεφαντώνουμε κανένα μεσ’μέρι με την παρέα εδώ.
    -Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ισχυρογνώμων ο Στάθης.Ελάτε, παιδιά, να μη χασομερούμε.

    Έφεραν μακρόν σχοινίον δέκα οργυιών. Έδεσαν την μίαν άκρην εις μέγαν κορμόν πελωρίου σχοίνου, θάλλοντος δίπλα εις το παρεκκλήσιον. Ο Στάθης έλαβε την άλλην άκρην, έκαμε θηλιάν, κι εδέθη μοναχός του υπό τας μασχάλας.
    Τρεις άνδρες, ο Περηφανάκιας, ο άλλος βοσκός, όστις ήτο ο Ντάνας, ο συμπέθερος της θειά Αρετώς, και ο Αγκούτσας, όστις δεν εμνησικάκει διά την απόρριψιν της προσφοράς του, κρατούντες σφιγκτά το σχοινίον, εκαλουμάρισαν σιγά-σιγά τον Στάθην εις το ιλιγγιώδες κενόν, εις τον τρομακτικόν κρημνόν, εις την αιώραν της αβύσσου.
    Ο Στάθης είχεν ωχριάσει κατ’ αρχάς. Έκαμε τρεις σταυρούς και ήλθεν εις την όψιν του. Κατέβαινε κάτω, ταλαντευόμενος, προσπαθών να ψαύη με τας χείρας και τους πόδας τον βράχον.
    Μίαν φοράν εκτύπησε το δεξιόν πλευρόν, όχι πολύ σφοδρώς, κατά του βράχου.
    -Αγάλια- αγάλια! μαλακά, παιδιά· εκέλευεν ο Αγκούτσας. Λάσκα, λάσκα· καλούμα!
    -Πού έμαθες πώς μιλούν οι καραβάδες, διαόλ’ Αγκούτσα; είπεν ο Περηφανάκιας.
    -Σιώπα, μη βλαστημάς· λάσκα· λάσκα.
    Ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας, ανοιγοκλείων τα όμματα, κρατούμενος σφιχτά από το σχοινίον. Δεν εφαίνετο να εδειλίασε.
    -Κοίταξέ τονε πώς κατεβαίνει, είπεν ο Ντάνας, σα νύφη καμαρωμένη
    Τέλος ο Στάθης επάτησεν επί της εσοχής του βράχου.
    Εκάθισε καλώς, συνεμαζεύθη, με τα δύο σκέλη περιβάδην επί της Ψαρής, ήτις εβέλασεν άμα τον είδεν. Έλυσε την θηλιάν από τας μασχάλας του, έδεσε καλά την Ψαρήν περί το στέρνον και υπό τους προσθίους πόδας. Έκαμε σημείον και οι τρεις άνδρες άνωθεν του βράχου ήρχισαν να ανασύρωσι σιγά σιγά την Ψαρήν.
    Μετά δέκα λεπτά της ώρας κατήλθε πάλιν κενόν το σχοινίον.
    Ο Στάθης έδεσε την Στέρφαν, και οι τρεις άνδρες ανέσυραν την Στέρφαν.
    Η Στέρφα τότε μόνον εδοκίμασε να εκβάλη βελασμόν, όταν ήρχισε να ταλαντεύηται εις το κενόν με το σχοινίον.
    Ο Στάθης έμεινε μοναχός του επί δέκα λεπτά της ώρας, χωρίς την Ψαρήν και χωρίς την Στέρφαν.
    Κατά τα δέκα ταύτα λεπτά υπέφερε φοβερώς. Ο ίλιγγος ήρχισε να τον καταλαμβάνη. Έκλειε τα όμματα διά να μη ζαλίζεται. Έσφιγγε τα δόντια. Έλεγε το Π ά τ ε ρ  η μ ώ ν, το Θ ε ο τ ό κ ε  Π α ρ θ έ ν ε και δύο ακόμη προσευχάς, όσας ήξευρε.
    Ο άνεμος, ο σφοδρός άνεμος του μεγάλου κενού και του πελάγους, εφύσα μετά βοής εις τα ώτα του. Ανέπνεε δυνατά, ήσθμαινε, και η καρδία του έπαλλεν, έπαλλε σφοδρώς.
    Τέλος εφάνη το σχοινίον.
    Ο Στάθης το έδραξε πεταχτά, εδέθη σπασμωδικώς, εσφίχθη. Εξέχασε να σείση το σχοινίον, διά να δώση σημείον εις τους άνδρας. Πλην εκείνοι ησθάνθησαν το βάρος, και ήρχισαν να τραβούν.
    Ο Στάθης ανέπεμψεν ένθερμον, εσχάτην προσευχήν αγωνίας, εκρατήθη με τρεμούσας χείρας από το σχοινίον, και αφέθη εις το κενόν.
    Εταλαντεύετο σφοδρώς. Ο άνεμος είχε δυναμώσει. Εκτύπησε δύο ή τρεις φοράς, την κεφαλήν, τους ώμους και τους πόδας εις τον βράχον.
    Όταν έφθασεν εις το ύψος του βράχου, είχε ξεπιάσει ήδη τας χείρας από το σχοινίον. Ήτο λιπόθυμος, αδρανές σώμα, ωχρός και μόλις αναπνέων.
    Οι άνδρες τον έλυσαν, τον επλάγιασαν υπό τον σχοίνον, του έδωκαν να πίη ρούμι, τον έβρεξαν με νερόν.
    Ευτυχώς, δεν εβράδυνε να συνέλθη.
    Η Ψαρή ήτο εκεί, και τον εζέσταινε με την πνοήν της.
    Η Στέρφα ίστατο ολίγον παραπέρα και εκοίταζεν ηλιθίως.
    Η θειά Αρετώ εθαύμαζε και έλεγεν ακόμη·
    -Τι αποκοτιά! τι αποκοτιά!
    Ο ιερεύς, βοηθούμενος από τον μπαρμπ’- Αναγνώστην τον Παρθενην, είχε ψάλει την Μικράν Παράκλησιν εμπρός εις την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης.
    Ο Περηφανάκιας έλεγε·
    -Να σας ορίσου, βρε παιδιά, πουτέ μ’ δεν είδια τέτοιου πράμα, απ’ λέει ου λόους. Κακή δ’λειά, να σας πω, βρε πιδιά!
    Ο Αγκούτσας εκοίταζε μετά πόθου την Στέρφαν.
    -Άξιζεν, άξιζεν, είπε μέσα του· θα τ’νέ ξεφαντώναμε μια χαρά!
    Ο Ντανάς είπε·
    -Κι είδιατε πώς κατέβαινε, σαν καμαρωμένη νύφη. Κι τώρα ζαλίστηκε, το παιδί· δεν πειράζει, περαστικά νάναι.

    Όταν συνήλθεν, ο Στάθης, έκαμε τον σταυρόν του, εστράφη προς τους άνδρας και είπε·
    -Τώρα, την Ψαρή την έταξα ασημένια στην Παναγία και θα την δώσω… Μα, ως τόσο, ένα κατσικάκι που μου βρίσκεται ακόμα απ’ τα πρώτα γεννητούρια, αξίζετε, θα σας το θυσιάσω. Ελάτε, παιδιά, πάμε στο μαντρί να σας φιλέψω.

sansimera .gr

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

TA ΠΡΩΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΠΑΝΤΑΣ ΕΚΛΕΙΣΑΝ “ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ “ !!!

 

Πρόβα - φωτο  μπάντας 15-11-09 040

   Έκλεισαν πενταετία  αγαπημένοι  μας  φίλοι , τα  πρώτα  παιδιά που  γράφτηκαν  στην  μπάντα το  Φθινόπωρο  του  2008  !!

   “ Αρχαιότερες “ λοιπόν στην  μπάντα  είναι :

Αναγνωστοπούλου  Ασπασία       εγγραφή   Οκτώβριος  2008

Καραστάθη  Ανδριάνα                 εγγραφή  Οκτώβριος  2008

Αποστολοπούλου Γιάννα                    “        Νοέμβριος   2008

           “              Βάσω                      “        Νοέμβριος   2008

Δρόσου  Κατερίνα                              “        Νοέμβριος   2008

   Η επόμενη..φουρνιά  είναι  του  2009

   Με  την  ευκαιρία  θα  πρέπει να  σας  πούμε , πως απ’ την  μπάντα “ πέρασαν “ πολλά  παιδιά, αλλά  φυσικά  δεν έμειναν όλα , για  διαφόρους λόγους έρχονταν  και  μόλις  έφταναν  στο..διάβασμα , την  έκαναν  , όπως  λέει και  η  νεολαία .

   Αρκετά παιδιά , το  είχαν  για..παιχνίδι ,για  να  περνάνε την  ώρα  τους , βέβαια  αυτά δεν  άργησαν  να  φύγουν , η  πιο απίθανη  απάντηση πάντως  που  μας  δόθηκε  από  παιδί , που δεν έμεινε πολύ στην μπάντα ήταν  η  εξής , όταν  τον  ρώτησα  γιατί  δεν  δίνει  λίγη  προσοχή για  να  μάθει  εύκολα  και  γρήγορα , μου  εκμυστηρεύτηκε πως  ήρθε  στην  μπάντα για  να..” εντυπωσιάσει “ ένα  κορίτσι , δεν  ξέρω  αν  ήταν  της  μπάντας , αλλά  δυστυχώς  το  κόλπο δεν απέδωσε  και ο νεαρός..απέδρασε …ή  ηλικία  του ; ..γύρω  στα 11-12 .

   Πολλά  τα  ωραία της  μπάντας , ελπίζουμε  κάποια  στιγμή μα  σας  δώσουμε  ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ “ την ιστορία της  ίδρυσής  της αλλά  και  πολλά ..παραλειπόμενα , ευτράπελα  και..όχι …

    Καλό σας  μεσημέρι …

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

KAΛΑΝΤΑ : ΕΝΑ ΕΘΙΜΟ ΡΙΖΩΜΕΝΟ ΒΑΘΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΨΥΧΗ

 

1A

     ΡΟΥΜΕΛΗ

“ Καλήν  εσπέραν άρχοντες ,  αν  είναι  ο  ορισμός  σας

   Χριστού  τη  θεία  γέννηση να πω  στ΄αρχοντικό  σας ..”

                              *                *

2A

    ΚΥΝΟΥΡΙΑ

“ Κυρά , έχεις  όμορφο  μικρό , στο  μόσκο  αναθρεμμένο

το  λούζουν  το  στολίζουνε , στο  δάσκαλο το  στέλνεις ,

το καρτεράει ο δάσκαλος με  μια  χρυσή  βεργούλα

το  καρτεράει η  δασκάλισσα με δυο  κλωνάρια μόσκο . “

                                 *              *

3 A

    ΠΙΝΔΟΣ

  “ Αφέντη  μου πεντάφεντε , πέντε  φορές αφέντη

   πέντε  κρατούν το  μαύρο  σου κι οχτώ  το σαλιβάρι

   και  δέκα  σε  παρακαλούν , αφέντη καβαλάρη …”

                                 *               *

  ΣΠΕΤΣΕΣ  -   ΠΟΡΟΣ

4A

4 B

  “ Αυτά  τα  σπίτια τα  ψηλά , τα  μαρμαροχτισμένα

με  τις μεγάλες  τις  αυλές και  τες πλακοστρωμένες

να’χουν και  χίλια πρόβατα και πεντακόσια  γίδια

να’χουν ζευγάρια  είκοσι και  δεκαοχτώ φοράδες ..”

                     *                    *

  ΑΡΑΧΩΒΑ  -  ΤΡΙΠΟΛΗ

5A

5B

“  Αφέντη  μου , στα  σπίτια  σου χρυσές  καντήλες  φέγγουν ,

φέγγουν στους  ξένους  να  δειπνούν , στους ξένους  να πλαγιάζουν .

Φέγγει  και  μια στ’ αταίρι  σου να  στρώνει  να  κοιμάσαι

απάνου  στα  τριαντάφυλλα κι απάνου στα μιμίτσια ..”

                            *                *

      ΑΡΑΧΩΒΑ

6A

“ Ας είναι  η  χήνα  σου παχειά κι η  πίτα  σας  μεγάλη ,

κι ας  έχει  το  φλασκί  κρασί να  πιουν  τα  παλληκάρια

να  πιουν  να  ξεβραχνιάσουνε , να  πουν  τον  Αη Βασίλη ..”

“ Δημοκρατία “

      ΠΕΡΙΟΧΗ  ΛΙΔΟΡΙΚΙΟΥ

Κάλαντα  2008

Καλήν  ημέραν άρχοντες , αν  είναι  ο  ορισμός  σας

Χριστού  τη  θεία  γέννηση , να  πω  στ΄αρχοντικό  σας .

Χριστός  γεννάται  σήμερον  εν  Βηθλεέμ τη..πόλει

οι  ουρανοί  αγάλλονται και  χαίρει  η  φύσις όλη …”

   ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΑ

“ Χριστούγεννα , πρωτούγεννα , πρώτη  γιορτή  του χρόνου

για βγέστε , δέτε  μάθετε , που  ο Χριστός  Γεννάται .

Γεννάται  κι ανατρέφεται μ  μέλι και  με  γάλα ,

το μέλι  τρώνε  οι  άρχοντες , το  γάλα  οι  αφεντάδες .

Ανοίξτε τα  σεντούκια  σας τα  διπλοκλειδωμένα

και  δώστε  για τον  κόπο  μας απ’ το  χρυσό πουγγί  σας .

Αν είστε απ’ τους  άρχοντες φλουριά μη  λυπηθείτε

αν  είστε  απ’ τους  δεύτερους  τάληρα και  δραχμίτσες

κι αν  είστε  απ’ τους  πάμπτωχους ένα  ζευγάρι  κότες .

Και σας  καληνυχτίζουμε πέστε  να  κοιμηθείτε

ολίγον  ύπνον  πάρετε κι έπειτα  σηκωθείτε

στην  εκκλησιά να  τρέξετε μ’ όλη  την  προθυμία

και  του  Θεού  ν’ακούσετε  τη  θεία  λειτουργία …”

   ΧΡΟΝΙΑ   ΠΟΛΛΑ …