Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

EΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ..ΧΑΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ..ΧΡΟΝΟ : ΑΛΩΝΙΣΤΑΔΕΣ ( ΒΑΛΜΑΔΕΣ )

( ΑΛΩΝΙΑ – ΑΛΩΝΙΣΜΑ – ΑΛΩΝΙΣΤΑΔΕΣ..ΒΑΛΜΑΔΕΣ ..)

image
   ΕΙΚΟΝΕΣ  ΑΠΤ’ ΤΟΝ  ΠΑΛΙΟ  ΚΑΛΟ  ΚΑΙΡΟ..

   Ένα απ’ τα παραδοσιακά επαγγέλματα που..έσβυσαν , χάθηκαν μέσα στο..χρόνο ,είανι και το επάγγελμα των “ αλωνιστάδων “ , των..” βαλμάδων “ , όπως τους λέγαμε ..

   Τό επάγγελμα αυτό όμως , ήταν σφιχτο..δεμένο με τα..αλώνια και το…αλώνισμα , και όπως ήταν φυσικό ..χάθηκαν όλα..μαζί ..

   Επειδή αδέρφια , πολλοί φίλοι , μας το ζήτησαν , θα κάνουμε μιά αναφορά στα αλώνια , το αλώνισμα και τους βαλμάδες , δίνοντας όσα στοιχεία πιστεύουμε πως θα βοηθήσουν , ειδικά τους πιό νέους , να καταλάβουν το τι ήταν το αλώνι , όπως και σε τι χρησίμευε .
   Αρχίζοντας την αναφορά μας στα αλώνια , θα πρέπει να δώσουμε κάποια... στοιχεία , η ονομασία " το αλώνι " το αλώνιον , προέρχεται απ' το αρχαϊκό " η άλως " , που αργότερα έγινε " η άλων-ωνος " και ..εξελίχθηκε , από θηλυκό σε..ουδέτερο , στο γνωστό μας πιά αλώνι
.

image

  Τα παλιότερα χρόνια , το αλώνισμα γινόταν με τα βόδια , που σιγά – σιγά όμως , αντικαταστάθηκαν απ’ τα άλογα , γιά λόγους ταχύτητας κυρίως..

 

    Είναι ένας κυκλικός χώρος , μέσα στο χωριό , συνήθως λιθόστρωτος , όπου γινόταν το αλώνισμα των σιτηρών , αλλά και η αποξήρανση και διαφόρων καρπών , γι' αυτό και το συναντάμε , αλλού , και σαν " απλωταριά " η " λιάστρα " , και κάλυπτε τις..αλωνιστικές αλλά και..αποξηραντικές ανάγκες , των σογιών αλλά και της γειτονιάς , γι' αυτό και στο χωριό μας υπήρχαν πολλά .
   Δυστυχώς , στο χωριό μας δεν πρέπει να υπάρχει εν...ζωή αλώνι , γιά να σας δώσουμε και φωτογραφικά την..ταυτότητά του , θα ερευνήσουμε όμως μήπως υπάρχει σε κάποιο απ' τα χωριά μας , οπότε το φωτογραφίζουμε και σας το..δίνουμε , θάναι πολύ χρήσιμο .
   Στο κέντρο του κυκλικού χώρου , υπήρχε μιά μικρή ξύλινη κολώνα , " στρίαλο " τη λέγαμε , με ένα μεταλλικό χαλκά , μιά μεταλλική θηλιά η θελιά , απ' όπου δένονταν τα ζώα , άλογα η μουλάρια , που με την περιφορά τους , γύρω-γύρω στο στρίαλο , πατούσαν τα στάχυα και ξεχώριζαν τα άχυρα απ' τον καρπό .

image
   Στην όλη διαδικασία του αλωνίσματος , εκτός απ' τα άλογα που..στροβιλίζονταν στην...πίστα , από πίσω τους ακολουθούσαν οι βαλμάδες , οι..αλωνιστάδες , αυτοί , κρατώντας , συνήθως , την ουρά των ζώων , έδιναν τον..ρυθμό στην περιστροφή τους , που έπρεπε νάναι γρήγορη , γύρω-γύρω δε στο αλώνι , εκτός των ..πρωταγωνιστών βρίσκονταν οι ιδιοκτήτες της σοδειάς , και φυσικά το..φιλοθεάμον..κοινόν , γείτονες , συγγενείς , περίεργοι και κυρίως η...διασκεδάζουσα μαρίδα της γειτονιάς .
   Μιά απ' της απολαύσεις των παιδιών της εποχής , ήταν και το αλώνισμα , συγκεντρωνόμασταν γύρω-γύρω , και πότε-πότε μπαίναμε και μέσα στο αλώνι και κρατάγαμε κι' εμείς , γιά λίγο , τις ουρές των ζώων , κυλιόμαστε μέσα στ' άχυρα , διασκεδάζοντας , το απολαμβάναμε
...

   Ένα μικρό..πανηγύρι , μια΄όμορφη γορτή ήταν το ..αλώνισμα , το ..απολαμβάναμε , αγαπημένοι μου φίλοι , γιατί , κακά τα ψέματα , δεν είχαμε και πολλές επιλογές διασκεδάσεων τότε , θα μου πείτε ήταν ..διασκέδαση το αλώνισμα ; ήταν αδέρφια , αφού δεν είχαμε και κάτι καλύτερο να κάνουμε .
   Θα πρέπει εδώ να σας εκμυστηρευτώ κάτι για χθες βράδυ , γράφοντας γιά το αλώνισμα , κόλλησα , δεν μπορούσα να θυμηθώ πως λέγαμε ένα ξύλινο εργαλείο με το οποίο οι βαλμάδες λίχνιζαν τα άχυρα με το στάρι , λοιπόν σε σημερινή...επαφή με κάποιον που γνώριζε αποκαταστάθηκε η...βλάβη και είμαστε πιά..πανέτοιμοι .

   Οι βαλμάδες φίλοι μου , όπως είπαμε , δίνανε το ρυθμό στα ζώα , τα άλογα , ώστε οι περιστροφές τους , γύρω απ' το στρίαλο , νάναι γρήγορες , παράλληλα παρακολουθούσαν και την εξέλιξη της..εργασίας , δηλαδή να συνθλιβεί το στάχυ και ν' αρχίσει ο διαχωρισμός του απ' το στάρι .
   Όταν αυτό γινόταν , κι' είχε πιά κατακάτσει το άχυρο με τον καρπό , τότε ήταν έτοιμο το λιώμα , έτσι λέγανε το..μείγμα άχυρου και καρπού , τότε λοιπόν όταν το λιώμα είχε γίνει...λιώμα , σταμάταγαν τα άλογα να.... δουλεύουν , κι' άρχιζε η διαδικασία του λιχνίσματος , οι βαλμάδες με ένα ειδικό εργαλείο , ξύλινο , γινόταν από κλαδί δέντρων , ένα στυλιάρι δηλαδή που κατέληγε σε μιά διχάλα , είχε δυό προεξέχοντα ..δάχτυλα , θα λέγαμε , που δημιουργούσαν μιά φούρκα , μ' αυτό λοιπόν το εργαλείο που το λέγανε " δκούλι "΄, έπιαναν και σήκωναν το λειώμα , λιχνίζοντάς το , και με τη βοήθεια του αέρα , βεβαίως..βεβαίως , ο καρπός έπεφτε ενώ τα άχυρα παρασύρονταν , και διανεμίζονταν .

image


   Πριν όμως προχωρήσουμε , ας σταθούμε λίγο στο " δκούλι " , γιά να ετυμολογήσουμε ..ολίγον την ονομασία του , θα πρέπει , νομίζω , να προσθέσουμε ένα - ι - ανάμεσα στο δ και στο κ , δικούλι δηλαδή , που μάλλον πρέπει νάναι μετατροπή προς το ευηχότερον της πραγματικής του ονομασίας , που θα πρέπει να ήταν διχούλι , απ' το διχάλα , μιά σκέψη κάνουμε , που ίσως είναι σωστή , ίσως όμως και όχι .

image

  Το περίφημο..δ’κούλι , το βλέπετε , είναι διχαλωτό..


   Μετά το λίχνισμα με το δ’κούλι , η και παράλληλα , χρησιμοποιούσαν κι' ένα άλλο εργαλείο , που τό ‘φτιαχναν από πλάτανο , ήταν κι' αυτό ένα κοντάρι που στην άκρη ήταν σαν φτυάρι , ξύλινο όμως , κατέληγε δηλαδή σε ένα πλατύ κομμάτι ξύλου , σαν πιάτο , όπως είναι το ξύλινο..φτυάρι του φούρναρη , που φουρνίζει το ψωμί , μόνο που αυτό κατέληγε σε 4 μυτερά...δάχυλα , και μ'αυτό συνεχίζανε το λίχνισμα μέχρι να ξεχωρίσουν τον καρπό απ' το άχυρο .
   Το ξύλινο αυτό εργαλείο το λέγανε " καρπολόι " , η ονομασία του προδίνει και την δουλειά που έκανε , όλες οι δουλειές που αναφέραμε , γίνονταν γρήγορα-γρήγορα , γιατί το αλώνι έπρεπε ν΄αδειάσει , γιατί περίμεναν οι..επόμενοι , βέβαια εμείς είχαμε..πληρώσει εισιτήριο και γιά τις επόμενες..παραστάσεις , και συνεχίζαμε , το κράτημα της ουράς , το κύλημα στα άχυρα και το στριφογύρισμα μαζί με τα άλογα , γύρω-γύρω στον...στρίαλο , μετά το αλώνισμα φυσικά , υπάρχουν ένα σωρό διαδικασίες και δουλειές μέχρι να γίνει το στάρι..ψωμάκι , μη βιαζόσαστε όμως , θα τα πούμε όλα , με τη σειρά τους , αφού πάρουμε μιά ...ανάσα....αφού όμως σας δώσουμε και τα ονόματα των χωριανών μας που ...διέθεταν τότε..ι.χ αλώνια...ας τα δανειστούμε λοιπόν απ' το βιβλίο της Σοφίας Παλαιολόγου :
Δεδούσης , Δούκας , Δρόσος Χαράλαμπος , Ζόγκζας Κων/νος , Ζόγκζα Σοφία , Ζώης , Κάγκαλος Αθανάσιος , Κάγκαλος Ανδρέας , Κάγκαλος Γεώργιος , Κάγκαλος Ηλίας η Κουφολιάς ( Κ’φολιάς ) , Κανδρής , Κάππος , Κιντώνης , Κλώσσας , Κόκκινος η Κορδοπλής , Κολοκύθας , Κρυστάλλω ( Κστάλλω ) , Κωστοπαναγιώτου , Λακαφώσης , Λιάγγουρας , Μαλάμος , Μαργέλλος η Αρπάλης , Μαργέλλος η Σαψαρής , Μάρκος Αλέξανδρος , Μίχος , Ντζιούρας , Πανάγος , Παπαιωάννου , Πέτρου Χαράλαμπος , Π΄λιάνος Κων/νος , Πουρνιάς Αλέξανδρος , Πουρνιάς Γεώργιος , Σκούτας , Σούλιος , Σφέτσος , Σακαρέλλος , Φωτόπουλος .
   Όπως βλέπετε , φίλοι μου , υπήρχαν 37 αλώνια στο προπολεμικό Λιδορίκι μας ...όσο για τους ..αλωνιστάδες , τους ..βαλμάδες , δηλαδή  , αυτοί την προπολεμική , πάντα , περίοδο , στο χωριό μας ήταν οι παρακάτω :

   Ασημακόπουλος Νίκος   η   Καπακάς

   Γεροδήμος   Αλκιβιάδης

   Δρόσος  Χαράλαμπος η  Χαραλαμπάκης

   Μαργέλλος  Κωνσταντίνος  η  Καραγιάννης

   Πανάγος  Σπυρίδων

   Πανάγος Νικόλαος

   Παπαδάκης  Κωνσταντίνος η  Μπαζές

  ……..Και μετά ήρθαν..οι αλωνιστικές μηχανές , οι…πατόζες , όπως τις λέγανε ..

image

IMG_0005

  Φωτογραφία του 1935-36 , η πρώτη αλωνιστική μηχανή της περιοχής μας , ιδιοκτησίας του Στάθη Δρομάζου , απ’ την Ερατεινή , νεαρός τότε ο Στάθης , στη φωτογραφία μας ..λευκοντυμένος..

  Δεν ..εξαντλήσαμε το θέμα..αλώνια –αλώνισμα –βαλμάδες , αδέρφια , έχουμε πολλά ακόμα να πούμε , άλλα γνωστά και άλλα..άγνωστα..οπότε θα επανέλθουμε…αλλά γιά να πάρετε μιά..παραδοσιακή..γεύση , από όλη τη διαδικασία και τον κύκλο..εργασιών : Αλώνι..βαλμάδες..αλώνισμα , απολαύστε ένα υπέροχο κείμενο , που περιγράφει εκπληκτικά την αλωνιστική..ιεροτελεστία..απολαύστε το..

ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΣΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ

 

   T' αλώνισμα του παλιού καλού καιρού στα Ρουμελιώτικα χωριά , ένα πραγματικό πανηγύρι γιά μεγάλους , μα και...παιδιά.......

 

   Απ' τα " ΛΙΔΩΡΙΚΙΩΤΙΚΑ " 1983 , του αξέχαστου Λιδορικιώτη Γιώργου Καψάλη , ας δούμε πως θυμάται και καταγράφει ο αείμνηστος Δημήτρης Σταμέλος , καλός-καλός φίλος , το Ρουμελιώτικο παλιοκαιρίτικο αλώνισμα , απολαύστε το :

Εδώ πέρα στ' αντίπερα , στα πέτρινα τ' αλώνια

όπ' αλωνίζουν δώδεκα και δέκα τρεις λιχνάνε ,

η Μάρω με τη βάβα της αργοκοιτάει τον ήλιο .

- Μάρω μ', της λέει η βάβα της , κάτσε κατά τον ίσκιο ,

να μη σε βρει ο κουρνιαχτός , μη σε μαυρίσει ο ήλιος .

Κι' η Μάρω στέκει ολόστητη κι' αυτό το λόγο λέει :

- Κι' αν με 'ραχνιάσει ο κουρνιαχτός

κι' αν με ραχνιάσει ο ήλιος

εγώ τον πρώτο λιχνιστή άντρα μου θα τον πάρω .

   Το δημοτικό αυτό τραγούδι δείχνει πόσο δεμένο με την ομορφιά και τη βαθύτερη συναισθηματική γοητεία του ανθρώπου , ήταν το αλώνισμα , σε παλιότερους καιρούς , στα χωριά μας . Τότε που μέσα στο στρώσιμο των χρυσών δεματιών , στο λίχνισμα , στων αλόγων και του βαλμά το ξάναμα , ανυψώνονταν μελωδική η ευχαριστήρια φωνή γιά του καρπού το θησαύρισμα . Ήταν η ανταμοιβή του μόχθου κι' ήταν ο ανασασμός της ελπίδας που ξάνοιγε καινούργιες χαρές στους δαντελλένιους ορίζοντες , στην ομορφιά της γης και στην απλοχωριά της καρδιάς τους .

   Το αλώνισμα σε κείνους τους καιρούς , είχε μιά μορφή ποιητικής εξιδανίκευσης κι' ομορφιάς ξεχωριστής , έτσι καθώς γίνονταν με τ' άλογα που τάφερναν στο χωριό οι βαλμάδες η αλωνισταραίοι καθώς τους έλεγαν . Ετούτοι ήταν βλάχοι που ξεκαλοκαίριαζαν στα κοντινά βουνά και κάθε χρόνο έκαναν συντροφιές και γύριζαν από χωριό σε χωριό κι' αλώνιζαν , παίρνοντας , συνήθως , την αμοιβή τους σε καρπό . Κάθε βαλμάς είχε τους δικο΄λυς του νοικοκυραίους που θ' αλώνιζε την παραγωγή τους , σχεδόν τους ίδιους κάθε χρόνο . '

΄Οσο για τ' αλώνια , αυτά ήταν καμωμένα είτε με ΄πμορφη καλοπελεκημένη πέτρα η και με σκέτο χώμα που τ' άλειβαν στην επιφανειά του με γελαδοσβουνιά , γιατί καθώς ξηραίνονταν η λάσπη δεν υπήρχε κίνδυνος να σκάσει το χώμα και ν' ανακατευθεί με το σιτάρι . Φυσικά τα πιό εξυπηρετικά ήταν τα πετράλωνα που χρειάζονταν να καθαρισθούν μονάχα μιά φορά το χρόνο , από τα χόρτα που έβγαιναν ανάμεσα στις χαραμάδες που άφηναν οι πέτρες . Τα πετράλωνα τα κατασκεύαζαν ειδικοί μαστόροι . Στο κέντρο του αλωνιού υπήρχε , καλά μπηγμένο ένα γερό ξύλο , που τόλεγαν στρίγερο η στρουιρό .

   Από κει έδεναν τις τριχές , με τις οποίες ήταν δεμένα , κι' έφερναν γύρες μέσα στ' αλώνι τ' άλογα . Πιό πέρα απ' τ' αλώνι υπήρχε ένας χερσότοπος , όπου και στήνανε οι χωριανοί τις θυμωνιές τους , μιά που τ' αλώνια ήταν συνήθως κοινοτικά και τα χρησιμοποιούσαν με τη σειρά .         

   Κάθε φορά που ένας αλώνιζε και τελείωνε με το ξανέμισμα και μάζευε τον καρπό του , όποιος προλάβαινε κι' έστηνε δίπλα στο στρίγερο ένα δεμάτι σταριού , εκείνος θ' αλώνιζε . Κανένας δεν χάλαγε τη σειρά , γιατί πίστευαν πως αυτό θα ήταν κακό γιά την επόμενη σοδειά τους . Επίσης μαλώματα , την περίοδο του αλωνίσματος και μάλιστα κοντά στ' αλώνια , τα θεωρούσαν κακοσημαδιά και τ' απέφευγαν με κάθε τρόπο . Τώρα που ήταν η ώρα του καρπού , έπρεπε , περισσότερο , να υπάρχει αγάπη ανάμεσά τους .

   Η ατμόσφαιρα αυτή του αλωνίσματος είχε κάτι από την ομορφιά και την ποίηση των " Ειδυλλίων " του Θεοκρίτου , με την θάλασσα των χρυσών σταριών που γιόμιζαν τ' αλώνια , με τους νοικοκυραίους όλο χαμόγελο και κέφι , με τους βλάχους ντυμένους με τα βαρειά σκουτιά τους , το στριφτό μουστάκι , τα σελλάχια και το τραγούδι το λεβέντικο . Ήταν να καμαρώνεις και να χαίρεσαι αυτή τη γοητευτική ατμόσφαιρα . Αντιβούιζε το χωριό κι' οι ρεματιές και τα σύρραχα απ' τις φωνές των βαλμάδων που έτρεχαν από κονττά στα σπαθάτα τους άλογα, καθώς εκείνα κομμάτιαζαν το στάρι .

    Δεμένο γερά με χοντρές τριχιές από τον στρίγερο , φρούμαζαν και πηδούσαν μέσα στο απλωμένο χρυσάφι του σταριού , κι' οι νοικοκυραίοι από γύρα με τα ειδικά σύνεργα , τα ξύλινα η σιδερένια δικούλια , πρόσεχαν μην ξεχειλίσει το στάρι από τις άκρες τ' αλωνιού . Κι όλοι , αλωνιστάδες και νοικοκυραίοι , είχαν κέφι στην καρδιά και το τραγούδι στα χείλη ,ένα τραγούδι που μιλούσε γιά την πληρωμή του ανθρώπινου μόχθου , γιά την αμοιβή του κόπου τους , γιά τον καρπό που θα γιόμιζε τ' αμπάρια του σπιτιού .

   Θα γνωρίσουμε στη συνέχεια , αυτή την ατμόσφαιρα της προετοιμασίας γιά τ' αλώνισμα σε ρουμελιώτικο χωριό . εδώ και κάμποσα χρόνια . Στο πετράλωνο ένα αντρόγυνο στρώνει τα δεμάτια κι' ετοιμάζεται γιά το πανηγύρι του αλωνίσματος , καθώς αχνοροδίζει , στις κοντινές κορφούλες , η ανάσα της καλοκαιριάτικης αυγής . Είναι δυό ηλικιωμένοι χωριάτες . Ο άντρας πλησιάζει τα εξήντα ενώ η γυναίκα του κάπου δέκα χρόνια μικρότερή του .Καθώς το έργο κινάει το χαρούμενο δρόμο του , κινάει κι' ο λόγος , λόγος απαντοχής κι' ελπίδας στην καρδιά τους , ένας λόγος που συνδυάζεται και με τη χαρακτηριστική ομορφιά του εθίμου .

-- Χάραξε γιά καλά γυναίκα , και λόγου μας δε στρώσαμε ακόμα τ' αλώνι . Όπου νάναι θα φανούνε κι' οι βαλμάδες .

-- Όλα θα τα προλάβουμε , αφέντη . Έχει ο Θεός . Έτσι μπόλικος που είναι ο καρπός , μεγαλώνει πιότερο κι η λαχτάρα της καρδιάς μας . Όσο γιά τους βαλμάδες δεν είναι δα και τόσο εύκολο να φτάσουν από τα τσοπάνικα λημέρια , νωρίς - νωρίς . Ο δρόμος είναι κάμποσος και δεν πρέπει να κουραστούνε κι ίδιοι και τ' άλογά τους .

-- Να κουραστεί π Τριτσιμπίδας κι' ο Λιαροκάπης , γυναίκα ; Αυτοί παίρνουν περαταριά χωριά και χωριά με τ' άλογά τους . Οι καλύτεροι αλωνιστάδες . Και ξέρεις σόϊ πάει το βαλμαλίκι . Αλωνιστάδες πάππου προς πάππου . Άξιοι , χεροδύναμοι κι άνθρωποι με μπέσα . Έτσι και σου πουν την τάδε ώρα , τη υτάδε μέρα , θα ρθούνε , να μη κράτήσουν το λόγο τους δε γίνεται . Ο κόσμος , που λέει ο λόγος , να χαλάσει , θα 'ρθούνε . Με το φεσάκι τους στραβά , μόλις που να κρύβει τα κατσαρά τους τα μαλλιά , με τη φέρμελη , το σελλιάχι , τη σκαλισμένη γκλίτσα και το κοντοκάπι .Ετούτοι την κρατάνε τη λεβέντικη , τη ρωμαίικη τη φορεσιά . Και με τι καμάρι , αληθινά όπως της ταιριάζει . Μιλάω γιά βιασύνη κι απολησμονήθηκα στην κουβέντα . Μα έτσι όμορφα που είναι όλα τριγύρω μας . Τόση ομορφιά και τόση καλωσύνη ! Ο Θεός που σκόρπισε μ' απλοχεριά την ομορφιά ολόγυρά μας , δίνει τώρα περίσσια και τη χαρά στην καρδιά μας , με τον πλούσιο καρπό . Να κόψω ένα ξύλο σταυρωτό να το μπήξουμε στο στροιρό , καταμεσίς στ' αλωνιού το χρυσαφένιο πλάτος όλα να πάνε καλά στην ευλογημένη τούτη μέρα .

-- Να το μπήξεις αφέντη , κι' απέ να βάλουμε στη ρίζα του , κάτω από τα τρία πρώρα δεμάτια , μπόλικο λιβάνι , ένα τριμμένο δαφνόφυλλο από τα βάγια που κρατάμε στο εικονοστάσι και τρία μεγάλα σκόρδα , με την πλεξούδα τους . Μάτι να μην πιάσει τ' άλογα . Θυμάσαι δα τι έπαθαν , πρόπερσυ , οι Κωστακαίοι πούχασαν πάνω στ' αλώνι την καλύτερη σαρακατσάνικη φοράδα .

-- Αν θυμάμαι λες , γυναίκα . Μπορεί ν' απολησμονήσει κνένας το μεγάλο το κακό , να σκάσει το πράμα μέσα στ' αλώνι από το μάτι . Μα τι φοράδα ήτανε εκείνη ! Τεφαρίκι ολάκερο . Χλιμίντραγε σα να τραγούδαγε . Σπαθάτο , άξιο , πρώτο στ' ασκέρια των βαλμάδων . Έλεγα πολλές φορές στον αφέντη του : " Μωρέ συμπέθερε , ρίχνε καμιά φορά κι' από λίγο αγιασμό στη φοράδα να μην την πιάσει τι κακό μάτι . Κρέμασέ του και κανένα χαιμαλί με το κοκκαλάκι της νυχτερίδας μέσα σε χρυσοκλωστές " . Που ν' ακούσει ο βλάχος . Ώσπου ήρθε η κακή η μέρα που να μη δευτερώσει . Είχανε φτάσει στη μεσιά τ' αλωνιού , ότι τσάκιζε η καλαμιά , σαν πέρασε από κει η κακίστρα η γριά Λούτινα , το κακό μάτι του χωριού . " Η ώρα η καλή είπε ξερά ". Κι' από μέσα της " Μωρέ τι φοράδα είναι τούτη ! ". Κι'έφυγε κατά το κεφαλάρι . Και το κακό δεν άργησε . Φρένιασε το πράμα , πέφτει κάτου , σπαρταράει . Πριν προλάβουμε να του διαβάσουμε το ξόρκι και να το σταυρώσουμε , έσκασε . Μάτι να σου πετύχει ! Σκόρδο και λιβάνι στα μάτια σου κακίστρα γριά Λούτινα , μακριά από τ' αλωνι και την προκοπή μας . Να βάλεις σταυρωτά τα πέντε πρώτα δεμάτια .

 

image

  Όλα τα απαραίτητα , γιά το..αλώνισμα , εργαλεία , δ’κούλι , καρπολόϊ και το ξύλινο φκιάρι..

 

   Κοιτώντας κατά την ανατολή , δοξολογώντας το Θεό γιά τη χαρά που μας δίνει με τον μπόλικο καρπό .  Ν’αποσώσουμε , αφέντη , το στρώσιμο κι' απέ σα φτάσουν οι βλάχοι με τα πράματα , να κοιτάξω την ετοιμασία του μεσημεριάτικου . Πάντα κάτου από την πυκνή των δέντρων φυλλωσιά φρέσκο και δροσερό θάναι το νερό και παραδίπλα το παγούρι με το τσίπουρο . Οι βλάχοι το τραβάνε το τσίπουρο .
   Μη δα τόχουνε και στα κονάκια τους , γυναίκα . Εκεί άλλο από μυζήθρα , ξυνόγαλο και χλωροτύρι μη δα κι' έχουνε και τίποτες άλλο . Σαν κατεβαίνουν στα χωριά το ρίχνουν στο πιοτό . Κρασί θάχουμε βέβαια ακόμα στο μεγάλο βαγένι . Να τραβήξουμε καμιά νταμιζάνα , το μεσημέρι , σαν αποσώσουμε τ' αλώνισμα .
   Και βέβαια έχουμε , αφέντη . Κι' έτσι πλούσιο θάναι το τραπέζι της τρανής γιορτής . Πίττες και σαλάτες και τυριά καιμεζεκλίκια μπόλικα .
Όσο γιά την πίττα θα την θυμούνται κι' από πέρυσι , γυναίκα , τόσο καλή που βγαίνει από τα χέρια σου . Καλά συρμένο το πέτρο , με το τυρί και το βούτυρο στην κανονική τους αναλογία , ροδοψημένη στη γάστρα . Να τρως και να γλείφεις και τα δάχτυλά σου . Λέω να φωνάξουμε και την ανηψιά μας , τη Λαμπρινή , να μας βοηθήσει σα θ' απλώσει το στάρι και θα γιομίσει το πετράλωνο , καρπό κι' άχυρο .
   Θα τα βόλέψουμε μοναχοί μας , Θανάση . Μη χολοσκάς . Μπορεί λιγάκι να μας βοηθήσει στο πρωτογύρισμα . Βάνω σταυρωτά τα πρώτα δεμάτια . " Η ώρα η καλή , αφέντη , κι' ο Χριστός κι' οι άγιοι κοντά μας ".
Αμήν . Τι βλέπω , Διαμάντω . Νάσαι καλά που όλα τα θυμάσαι και τα προσέχεις καθώς ταιριάζει . Έβαλες κιόλας στην ασημένια κούπα τρία κομμάτια μοσχολίβανο να σταυρώσεις τον στρίγερο και τα πρώτα δεμάτια και το μπουκάλι με τον αγιασμό να ρίξεις στο σιτάρι , γιά το καλό .
   Όλα πρέπει να γίνουν , αφέντη . Γιά το καλό το δικό μας , γιά τη σοδειά και την πρκοπή μας . Γιά το καλό του χωριού ολάκερου . Του λόγου σου μην απολησμονήσεις το σταυρόχορτο και το μαυρομάνικο το μαχαίρι στο στρίγερο .
   Το σταυρόχορτο είναι από χτες κομμένο , γυναίκα . Να του βάλω μιά άσπρη κλωστή κι' απέ θα το στήσω στην κορφή του στρίγερου . Παραδίπλα καρφωτό το μαυρομάνικο μαχαίρι με την ολοκέντητη λαβή , ν' αποδιώχνει το κακό το μάτι απ' τη χαρά τ' αλωνιού . Όπου νάναι θα φανεί κι' ο Λιαροκάπης με το Ντορή και το Μούρκο . Μονάχα του λόγου του απόμεινε να φοράει τη φουστανέλλα από το βλάχικο συνάφι που κατεβαίνει στο χωριό γιά τ' αλώνισμα . Οι άλλοι του συναφιού φοράνε μονάχα τη φέρμελη , το γιλέκο και τη μακρυά τη μπουραζάνα , ίδια φουσκωμένη βράκα . Ο Λιαροκάπης όμως δεν αποχωρίζεται τη φουστανέλλα κι' έτσι καθώς τρέχει από κοντά στ' άλογα κι' ανεμίζει στο αλαφρό τ' αεράκι , νοιώθεις την ομορφάδα και τη λεβεντιά της φορεσιάς που μοσχοβολάει παλληκαριά .

image

 

   Άργεψε λιγάκι να φανεί , μα πρέπει ξημερώματα να βοσκήσει λιγάκι στο τρανό λειβάδι και τ' άλογα . Λιγάκι , καθώς λέει κι' ο ίδιος . Μη βαρύνουν πολύ και δεν έχουν την αλαφράδα να πετάνε πάνω στο χρυσάφι τ' αλωνιού . Σκέψου , γυναίκα , . Τόσο χρυσάφι απλωμένο μπροστά μας .  Πόσος κόπος χρειάστηκε να γίνει δεμάτι και καρπός . Σπαρμουδιά , βοτάνισμα , θέρισμα , κουβάλημα , θυμώνιασμα . Και τώρα το πανηγύρι τ' αλωνιού . Ο μεγάλος κόπος γίνεται τραγούδι και τ' όνειρο που το θερμαίναμε τόσο καιρό στην καρδιά μας , γίνεται καρπός , η χαρά κι' η ομορφιά της ζωής μας .
   Έτσι είναι αφέντη . Προσμένοντας και δουλεύοντας με την πίστη στην καρδιά , τ' όνειρο παίρνει το δρόμο του . Γίνεται από πράσινο χορτάρι , χρυσάφι και καρπός . Ευλογημένο τ' όνομα του Θεού , που μας αξίωσε και φέτος πάλι την ίδια χαρά να δοκιμάσουμε ! Χρόνια τώρα λαχταράμε τούτη την ώρα . Φοβόμαστε μην ανοχέψει το χωράφι . Από κοντά μην του λείψει η έγνοια κι' η φροντίδα μας . Με τη λαχτάρα μη δεν έχει στην ώρα του τη βροχή γιά να μεστώσει ο καρπός .  Μην το κάψει ο λίβας . Κι' όμως όλα γίνονται κάθε φορά , τόσο καλά , με την βοήθεια του Παντοδύναμου .

   Ακούω τραγούδια από το Μεγάλο Διάσελο . Του λόγου σου , που γνωρίζεις καλύτερα τη φωνή του Λιαροκάπη , γιά αφουγκράσου , μην έρχεται να συνταρχίσουμε περσότερο και των δεματιών το στρώσιμο , μην έρθει κι άστρωτο τ' αλώνι τόβρει .
   Τι όμορφο και περήφανο τραγούδι ! Του λόγου του είναι . Δε φαίνεται , γιατί τα πυκνά τα ελάτια κρύβουν βαλμά κι' άλογα . Είναι βέβαια κάμποσος δρόμος ως εδώ κι' έτσι πούρχεται με το ραχάτι του , τραγουδώντας , θα κάμει ως μισή ώρα πάνου κάτου . Κι' έτσι προλαβαίνουμε , γυναίκα . Όλα θα γίνουν καθώς πρέπει , όμορφα και καλωσυνάτα .  Θάρθει και λόγου του , άντρας που τα πέρασε τα πενήντα πέντε κι' όμως έχει την ελαφράδα δωδεκάχρονου παιδιού . Ισιόκορμος , δυνατός , περήφανος . Άνθρωπος με τόσες έγνοιες , πρωτοτσέλιγκας δα τι άλλο . Κι' όμως βαστιέται κι' αντέχει σ' όλα . Στη δουλειά και το τραγούδι . Εκείνος στα διάσελα και τα κοπάδια , εμείς στα χωράφια , τους ποτιστάδες και τα μποστάνια . Ο καθένας στη δουλειά του .    

   Νάναι καλά και λόγου του με γερό μαξούλι από τα πράματά του και λόγου μας με μπόλικο καρπό στ' αμπάρια μας .
Πάντα με τη βοήθεια του Μεγαλοδύναμου , αφέντη . Πάντα γιά την προκοπή , γιά τη χαρά και την απαντοχή της ομορφιάς που με τον καρπό τον περίσσιο δένεται . Πάντα με το τραγούδι . Με το χαρακτηριστικό αυτό εθιμογραφικό τρόπο στρώνονταν τα δεμάτια στ' αλώνι . Σε λίγο φτάναν οι βαλμάδες κι' άρχιζε τ' αλώνισμα . Με τις ευχές : " Η ώρα η καλή " και " Καλά μπιρικέτια " βάζαν τ' άλογα στ' αλώνι , ενώ ο ήλιος που πύρωνε , βοηθούσε να λιώσουν γρήγορα τα δεμάτια και τα χειρόβολα . Οι αλωναραίοι , αν ήταν δυό , άλλαζαν κάθε τόσο γιά να παίρνουν μιά ανάσα στον ίσκιο των δέντρων που βρίσκονταν εκεί κοντά , πίνοντας κι' από κανένα τσίπουρο . ως το μεσημέρι το στάρι τσακίζονταν κι' ήταν γιά γύρισμα .

   Γύριζαν τότε το σιτάρι κι' ύστερα κάθονταν , σταυροπόδι η σε κα΄μιά ξύλινη τάβλα , και τόριχναν στο φαγοπότι . Το μεσημεριάτικο αυτό φαγητό είχε πραγματικά τη μορφή μικρού πανηγυριού . Κύριο φαγητό η κολοκυθόπιττα , με τυρί και αρκετό φρέσκο βούτυρο . Από κοντά οι σαλάτες , με τυρί και μπόλικα φρούτα . Καινούργια δουλειά σαν τέλειωναν το φαγητό . Ύστερα το μάζεμα του καρπού και του άχυρου και τελευταία το ξανέμισμα η λίχνισμα , κυρίως το βράδυ που ο άνεμος βοηθούσε σε τούτο περίσσια . Έτσι ολοκληρώνονταν το αλώνισμα του σιταριού , σε μιά ιδιαίτερα γραφική ατμόσφαιρα , όπου η λαχτάρα τηξς καρδιάς έπαιρνε τη λάμψη και την ομορφιά του φυσικού χώρου σ' ένα παράλληλο συνδυασμό του έθιμου του παλιού καλού καιρού .
   Έτσι λοιπόν , είδε , θυμόταν και κατέγραψε το αλώνισμα , με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο , στα χωριά της Ρούμελης , ο αξέχαστος φίλος του Λιδορικιού , λογοτέχνης και δημοσιογράφος Δημήτρης Σταμέλος , απ' το Μαραθιά Ευρυτανίας .

image

 

   Τελειώνοντας την ..περιήγησή μας στα ..αλώνια , το αλώνισμα και τους..βαλμάδες , ας κάνουμε και μιά αναφορά στη λέξη βαλμάς . Κατά πάσα πιθανότητα είναι Τούρκικη , αλλά και στα Βλάχικα , υπάρχει και σημαίνει αλογοβοσκός , ΄φύλακας των αλόγων , και κατ’ επέκταση βέβαια , κι’ αυτός που έχει..άλογα .

   Σε πολλά μέρη της νότιας Ελλάδας , έχει αυτή την  έννοια , και χρησιμοποιείται στους εργάτες-μαστόρους του αλωνίσματος , τους ..αλωνιστάδες , όπως π.χ.  σε πολλά μέρη της Εύβοιας , όπου αναφέρεται και το παρακάτω κείμενο..

ΣΤΕΝΗ  ΕΥΒΟΙΑΣ

“….Στο αλώνισμα ήταν η σειρά των βαλμάδων. Βαλμάς είναι ο τεχνίτης του αλωνίσματος, το ζώο και το ντουέν. Στο αλώνισμα έμπαινε και το πνεύμα της αλληλοβοήθειας «τα δαν(ει)κά». Ο ένας βοήθαγε τον άλλον. Για 300 δεμάτια χρειάζονταν πέντε βαλμάδες. Εξήντα δεμάτια ο βαλμάς. Κάποιοι έφτιαχναν και θημωνιές με 500 δεμάτια και τα ανέβαζαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν, ίσως και για φιγούρα. Τότε χρησιμοποιούσαν 4 + 4 βαλμάδες σε δυο βάρδιες. Φοράδα, γαϊδούρι, μουλάρι και λίγο παλαιότερα και βόδια. Μόλις έμπαιναν τα δεμάτια στη σειρά ξεκίναγαν οι βαλμάδες. Γύρω γύρω συνέχεια χωρίς σταματημό, ενώ κάποιος φρόντιζε ώστε τα δεμάτια να είναι μέσα στη στρογγυλή περίμετρο των βαλμάδων. Όσοι προσλαμβάνανε βαλμάδες επί πληρωμή και όχι «δανεικά» τους πλήρωναν με ένα ή δυο ξάγια σιτάρι την ημέρα. Αφού γύριζαν τα δεμάτια με το δικούλι και έφερναν τα πάνω κάτω, ξεκίναγαν και πάλι για να τελειώσουν κι αυτά που δεν είχαν γίνει. Σταδιακά ξεχώριζε το σιτάρι από το άχυρο “.

   Σε πολλά όμως άλλα μέρη , Τρίκαλα , Ίο , Πειραιά , αλλά και βόρειο Ελλάδα , “ βαλμάς “ είναι ένα είδος παιχνιδιού , που μοιάζει πολύ με την αρχαία “ διελκυστίνδα “ , και παίζεται συνήθως στις Απόκριες , ενώ πριν την έναρξη του παιχνιδιού , γίνονται και διάφορα κωμικά..σκετσάκια , προκαλώντας τα γέλια των θεατών..

image

 

  Σε σχετική αναφορά στις αποκριάτικες εκδηλώσεις στα Τρίκαλα , αναφέρονται και τα ακόλουθα ..

    Ακολούθησαν αποκριάτικα, παιχνίδια από το παιδικό χορευτικό . «Το μαντιλάκι», «Ο Ζίζιρος» και «Ο βαλμάς (σχοινί)».

    Αυτό λοιπόν , πάνω-κάτω , ήταν το επάγγελμα του “ βαλμά “ , που έχει..ξεχαστεί , απόπολλά-πολλά χρόνια γιατί βλέπεις ήρθαν οι..αλωνιστικές μηχανές , “ πατόζες “ τις λέγανε , το γιατί όμως , δυστυχώς , δεν το ξέρουμε γιά να σας το πούμε ..δείτε τις όμως..

image

image

 

image

  Η πρώτη αλωνιστική της περιοχής μας , του Στάθη Δρομάζου , απ’ την Ερατεινή , γύρω στα 1935-36..

image

  Ώσπου σήμερα φτάσαμε στις..θεριζοαλωνιστικές , που τα κάνουν..όλα και..συμφέρουν …

                        Καλό  σας ξημέρωμα ……   

polidorikiou-sima

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ Π.Ο.Λ ..

 

   Ο αγαπημένος φίλος του Λιδορικιού , και του Π.Ο.Λ , φυσικά , αφού είναι και μέλος του , Κωνσταντίνος  Ζαραφέτας , Μαθηματικός , Διευθυντής Σπουδών του Φροντιστηρίου  “ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ  ΚΕΝΤΡΟ “ , Κεντρικό : Ηρώων Πολυτεχνείου 8 – Αγία Παρασκευή και  Υποκ/μα : Λ.Κρυονερίου 52 – Κρυονέρι , προσφέρει στα Λιδορικιωτόπουλα γενικά , αλλά και στα παιδιά  του Π.Ο.Λ , υποτροφίες και σημαντικές εκπτώσεις στα δίδακτρα .

  Τηλέφωνα επικοινωνίας :

                                    Αγίας Παρασκευής        210-6012169 

                                    Κρυονερίου                    213-0264054

                                    Κινητό                             6945371949

    Ευχαριστούμε θερμά τον αγαπημένο μας φίλο και του ευχόμαστε τα ..καλύτερα και φυσικά πάντα..τέτοια , όσα Λιδορικιωτόπουλα , λοιπόν , βρίσκονται σε..ακτίνα ..δράσης των δυό φροντιστηρίων , δεν έχουν παρά να επικοινωνήσουν με τον κ .Ζαραφέτα γιά τα ..παραπέρα ..

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

ΔΩΡΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑΤΑ..ΓΛΥΚΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ..ΠΙΟΤΑ..

 
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ   ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

 

   Ταξειδεύοντας στο..παρελθόν μας και ερευνώντας την οικογενειακή και κοινωνική ζωή των ανθρώπων της επαρχίας μας , μπορούμε να μάθουμε πολλά γιά τις τροφές , τα ποτά και τα γλυκίσματα της Δωρίδας ..ας το..επιχειρήσουμε λοιπόν..


          Τ  Ρ  Ο  Φ  Ε  Σ      (  Τ  Ρ  Ο  Φ  Ι  Μ  Α  Τ  Α )


   Πριν απ' το 1940 , οι τροφές ήταν κατά κανόνα γαλακτοκομικές και φυτικές , το ψάρι (..ψαρ') ήταν σχεδόν..άγνωστο η πολύ σπάνιο στο διαιτολόγιο πολλών οικογενειών , ενώ το κρέας έμπαινε στο Δωρικό τραπέζι Χριστούγεννα , Πάσχα και..Απόκριες , στο πανηγύρι του χωριού , στη γιορτή του..νοικοκύρη , του πατέρα , και σε καμιά..κοινωνική εκδήλωση , χαράς ( αρρεβώνες , γάμοι , βαφτίσια ) , η λύπης ( ξενητεμός , θάνατος ).
Βέβαια η τότε κρεοφαγία δεν είχε καμιά σχέση με τη σημερινή , η σημερινή κρεατοϋπερκατανάλωση ήταν τότε ..αδιανόητη .

Γλυκός τραχανάς , Ρουμελιώτικος .

   Ο   τ ρ α χ α ν ά ς  λοιπόν είχε την πρώτη θέση στον πίνακα των τροφών της οικογένειας : " Βράδυ , πρωί και δειλινό , κακομοίρη τραχανό ", έλεγαν οι παλιότεροι , και κάτι..θα 'ξεραν !
   Σε κάθε σπίτι η νοικοκυρά έφκιαχνε μπόλικο τραχανά , κι' αν ήταν και..πολυφαμελίτισσα , κοντά εκατό οκάδες ! Ο συνηθισμένος Δωρικός τραχανάς είναι ο γλυκός , ο βραστός , μι γάλα κι ..μπουλουγούρ' , πληγούρι κατά τους πιό..εξευρωπαϊσμένους , βέβαια κάποιοι έφκιαχναν , όχι όμωσ το Λιδορίκι , και τον άλλο τον ξινό , μ' ασπρόσταρο , που τό άλεθε ο μυλωνάς ειδικά γι' αυτό το σκοπό , κι' έτσι λοιπόν η φαμελιά είχε εξασφαλίσει : πρωινό..ρόφημα ( ...μπρέκφαστ ), την τραχανόπιτα γιά το μεσημέρι , το..γεύμα δηλαδή , και το ζεστό πιάτο τραχανά γιά το βράδυ .
   Εκτός του ότι ο τραχανάς ήταν πρόχειρος , σε ..πρώτο παραχέρι που λένε , είναι εύκολος και στο μαγείρεμά του , ένα βαθύ τηγάνι , δυό χούφτες ..τραχανά και.. έτοιμη η σουπίτσα μας...


   Πάνω μιά υπέροχη σούπα με τραχανά και ..μπόλικο τυρί και κάτω μιά..ξεγυρισμένη..τραχανόπιτα...

   Όλα τα γεύματα τα συνόδευε η μπομπότα , ψωμί φκιαγμένο με καλαμποκάλευρο , καθώς και στο κολατσιό , στη δουλειά , στα χωράφια , στο σκάρο , παντού η μπομπότα είχε την πρώτη θέση , και ..συνόδευε , το τυρί άντε και κανένα αυγό .
Στα χρόνια του μεσοπολέμου , το σταρένιο ψωμί , το " χάσικο " , όπως το λέγανε - για τους πολλούς πάντα - ήταν σπάνιο είδος και πολλές φορές το τρώγανε μαζί με την ..μπομπότα , σαν κάτι..εξαιρετκό , και στη θέση του τυριού ακόμα .

Λαχταριστή..μπομπότα με μπόλικο τυρί !!!

   Μετά τον πόλεμο όμως , με τις συμβουλές των γεωπόνων , τους καινούριους σπόρους , τα λιπάσματα , τα φάρμακα και τις καινούριες μεθόδους καλλιέργειας , ξαπλώθηκε η σιτοκαλλιέργεια , κι' έτσι ανικαταστάθηκε η μπομπότα με το ..καθάριο ψωμί , το χάσικο (..χασ'κου ) όπως είπαμε πιό πανω , το σταρένιο δηλαδή . Η ονομασία του σταρένιου ψωμιού "χάσικο" έχει κι' αυτή την..αιτιολογία της , ήταν λιγοστό βλέπεις και..χανόταν γρήγορα...

   Φρέσκο , ζεστό-ζεστό , " χάσικο" ψωμί μόλις βγαλμένο απ' το φούρνο , είναι να μη..χάνεται αμέσως , νά 'χεις και λίγο τυράκι..τσοπάνικο , περνάς..μπέικα !!

 

 Tσοπάνικο...τραπέζι...

   Η μπομπότα ψηνόταν στη γωνιά ( στο τζάκι ) η στο φούρνο , ριγμένη πάνω στη γωνιά , αφού το καρβελάκι τυλιγόταν πρώτα με φύλλα κουτσουπιάς ( κουτσ'πιάς ) και σκεπαζόταν με ζεστή στάχτη και ανθρακιά , αυτή ήταν η λειψή ( λ'ψή ) μπομπότα .

   Γινόταν όμως και μπομπότα ανεβατή , με προζύμι , μέσα στο ταψί , και σκεπαζόταν τότε με σιδερένια γάστρα .   Μπομπότα καλή γινόταν απ' το ντόπιο ανυδροκαλάμποκο και συνήθως γινόταν περίφημη.."τριψιάνα" , δηλαδή την τρίβανε μέσα σε γάλα , γιδίσιο η πρόβειο , εκαφρά αλατισμένο , και ήταν ένα υπεροχο γεύμα . Εκείνα τα χρόνια , στα ορεινά χωριά μας το λάδι ήταν ελάχιστο , γιά..φάρμακο που λένε , και στο φαί έμπαινε με τ' αδράχτι , κι αυτό βέβαια στο μεσημεριανό φαγητό , που ήταν άλλωστε και το μοναδικό αφού το βράδυ πέρναγε με κάτι..πρόχειρο .

   Άλλο συνηθισμένο φαγητό , στα Δωρικά σπίτια , ήταν οι πίτες , φαί όμως που γινόταν και όταν θέλανε να περιποιηθούν τον καλεσμένο , το μουσαφίρη τους , και ήταν πολλών-πολλών ειδών , και πολλών επίσης ονομασιών , κυρίως απ' το περιεχόμενό τους , π.χ. Τυρόπιτα , λαχανόπιτα (..χορτόπιτα γιά τους..πρωτευουσιάνους ) , τραχανόπιτα , κολοκυθόπιτα κλπ .

   Η πίτα όμως , γενικά , έχει ξεχωριστή θέση στη Λιδορικιώτικη και στη Δωρική ζωή , είναι ένα κομμάτι της ίδιας της ...ζωής τους , είναι φιλοσοφία ,τρόπος ζωής...

   Γι' αυτό λοιπόν θ' αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο και..χώρο , δίνοντάς σας όσες περισσότερες πληροφορίες και φωτογραφίες μπορούμε , και φυσικά έχουμε , αυτά όμως από αύριο , που ..Θεού θέλοντος θα είμαστε στο χωριό μας , στο Λιδορίκι , λιγουλάκι..υπομονή...

             ΤΟ ΚΑΤΣΙΑΜΑΚΙ .
   Πρόχειρο κι' αυτό φαγητό , της..στιγμής , και από υλικά που πάντα υπήρχαν στο σπίτι .
   Αλάτιζαν αλεύρι μπομποτίσιο , καλά " ξαρισμένο " ( κοσκινισμένο ) . Βάζαν κατσαρόλα με νερό να βράζει και έριχναν με τόνα χέρι το μπομποτάλευρο και με τ' άλλο ανακάτεβαν συνέχεια , μέχρι το μείγμα να πήξει .
   Στο τέλος , τόκαιγαν με καυτή με καυτή γλίνα ( γουρνόλιπος ) , και γινόταν ένα ζυμάρι ελαστικό , έκοβαν κατσιαμάκι με το μαχαίρι και το σέρβιραν ( το..κένωναν )στα πιάτα .
   Θα πρέπει να πούμε εδώ πως το κατσιαμάκι , είναι το εθνικό φαγητό των Πομάκων ,΄το φκιάχνουν όπως ακριβώς κι' εμείς μόνο που μ' αυτό οι Πομάκοι συνοδεύουν κρέας βραστό .


               Η ΖΕΜΑΤΟΥΡΑ .


   Κάτι παρόμοιο με το κατσιαμάκι , σε ζεματιστό νερό , που μέσα είχαν ρίξει γουρνόγλινα , έριχναν κομμάτια μπομπότας , κατά προτίμηση ξερής ( ...ξεροκόμματα ) , ανακάτευαν , κι' όταν το μείγμα΄γινόταν κάπως πηχτό , το 'βαζαν στα πιάτα .
   Να ληφθεί υπόψη πως τα φαγητά αυτά , τα πρόχειρα ήταν και...κρασοτραβηχτικά , και εκτός αυτού ήταν και..αντιγριπικά ..καθότι χειμωνιάτικα...


                 ΤΟ ΡΟΥΔΙ .


   Ένα είδος μπαμπανάτσας είναι και το Ρούδι , διάλεγαν αγριολάχανα και τα'ριχναν στο ταψί , αφού πρώτα το είχαν στρώσει μ' ανοιγμένα φύλλα . Τα χ'ορτα σκεπάζονταν με δυό φύλλα , ύστερα έβαζαν το ταψί στην πυρωμένη γωνιά και το σκέπαζαν με τη γάστρα . Σαν ψηνόταν , το 'κοβαν μπακλαβαδωτά και το σέρβιραν .
   Στις επείγουσες ανάγκες της οικογένειας , πολλές φορές ετοίμαζαν και πρόχειρα ψωμιά , μάνι-μάνι . Τέτοια ήταν :


             Η ΜΠ΄ΓΑΤΣΙΑ     ( μπουγάτσα η μπουγούτσα ) .


   Ήταν ζυμάρι από καθάρια αλεύρια ( σταρένια ) ζυμωμένο , χωρίς προζύμι και ψηνόταν στη ζεστή στάχτη ( χόβολη ) με λίγη ανθρακιά από πάνω . Υπήρχαν πολλές παραλλαγές ..μπ'γάτσιας , γινόταν και γλυκειά , με λίγη κανέλλα , κι' ήταν ..αίντε...ντε...αλλά μπορούσες να βάλεις μέσα και τυράκι , ωραίο και γινόταν πεντανόστιμη , και ήταν και..περιζήτητη....

          ΤΟ ΧΑΜΟΚΟΥΚΙ     ( ..χουμπουκούκι..) .


   Ζυμάρι κι' αυτό , αλλά από μπομποτάλευρο , ζυμωμένο χωρίς προζύμι , ψηνόταν στη χόβολη , αφού πρώτα το τύλιγαν σε φύλλα κουτσ'πιάς ( ...κουτσουπιάς ) , λαχανόφυλλα η κολοκυθόφυλλα και το προφύλα΄γαν έτσι απ' το κάψιμο της φωτιάς .
   Οι τσοπάνηδες , έπαιρναν μαζί τους μπομπότα και τυρί , μέσα σε τυροπάνι , που ήταν κατσικίσιο δέρμα , μικρό τουλουμάκι , που διατηρούσε το τυρί μαλακό . ένα άλλο σκεύος που ήταν απαραίτητο ήταν το κλειδοπίνακο , και όπως το λέει και τ' όνομά του ήταν , ένα πιάτο πούκλεινε , και μάλιστα αεροστεγώς . Ήταν ξύλινο , σαν μεγάλο βαθύ πιάτο που όμως σφράγιζε με το καπάκι του , σ' αυτό έβαζαν και τι δεν ..έβαζαν , κομμάτια πίτα , φαγητό , ελίες , ότι μπορεί να φαντασθεί κανείς .

 

             Π Ι Ο Τ Α     ΚΑΙ     Γ Λ Υ Κ Ι Σ Μ Α Τ  Α .


   Κύριο πιοτό στα χωριά μας , που συνόδευε και κάθε φαγητό , ήταν το ευλογημένο κρασάκι του Θεού . Νοστίμευε όλες τις γιορτές , τις σπιτικές αλλά και τις γενικές , τα πανηγύρια , αλλά και κάθε χαρά και λύπη , στα κοινά τραπέζια και στις κοινωνικές εκδηλώσεις ( γάμους , βαφτίσια κλπ.) . Το κρασί ήταν παραγωγή των χωριανών , το κάθε χωριό μας είχε τ΄αμπέλια του , και το κάθε σπίτι είχε τα..βαρελάκια του , ανάλογα με ΄τ' αμπέλι που είχε , και στο σπίτι έπιναν όλοι από ένα ποτηράκι , άντρες , γυναίκες και παιδιά .
   Μετά το κρασί , τα παλιά τα χρόνια , ερχόταν το ρακί , και σιγά-σιγά ήρθαν το ούζο και τα γλυκόπιοτα , τα λικέρ , που έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας , το πίπερμαν ( μέντα ) με το ωραίο πρασινωπό της χρώμα , η μαστίχα , διάφανη κρυσταλένια , το τριαντάφυλλο με το τριανταφυλλί του χρώμα , το κουαντρό , η μπανάνα , το τσέρυ ( κεράσι ) , το βύσσινο , κεράσι και βύσσινο φκιάχναν και μόνες τους οι νοικοκυρές , παίρνοντας τα φρούτα απ' τους Βελουχοβιότες μανάβηδες , όπως επίσης έφκιαχναν και περίφημη βυσσινάδα , που την πρόσφεραν ανακατεμένη με παγωμένο νερό , πολύ δροσιστική το καλοκαιράκι .

 

image

.΄Βάλσαμο , μιά δροσερή βυσινάδα μετά…γλυκού..


   Ένα άλλο αναψυκτικό που δεν έλειπε απ' τα τσοπάνικα σπίτια , ήταν το ξυνόγαλο , και το οποίο ήταν πραγματικά καταπληκτικό , και βέβαια δεν είχε καμιά σχέση με αυτό το "οξύγαλα" , που πουλιέται στο εμπόριο τώρα .
   Θυμάμαι , το 1965 που ήρθαμε στο χωριό πάλι , σαν υπάλληλος της ΑΤΕ πιά , κάπου , σε κάποιο απ' τα ορεινά χωριά μου πρόσφεραν ξυνόγαλο ( ξ'νόγαλο ) και ενθουσιάστηκα , μου άρεσε πάρα πολύ , και μιά μέρα που είχε έρθει στηνΤράπεζα ό κουμπάρος μας ο Γιώργος ο Βώττας , του είχα βαφτίσει την κόρη τη Μαρία , του είπα μεταξύ σοβαρού και..αστείου : κουμπάρε καμιά νταμουζάνα ξυνόγαλο δεν περισσεύει και γιά μένα ; Ο καυμένος ο κουμπάρος το πήρε μάλλον γιά χωρατό , γιατί το θεωρούσε φαίνεται..ευτελές πιοτό , και μου λέει , με κοροιδεύεις βρε κουμπάρε ; τρόμαξα να τον πείσω πως σοβαρολογούσα και πως θα μούκανε χάρη αν μούβρισκε ξυνόγαλο , πράγματι μετά από λίγες μέρες έφτασε η νταμουζάνα , την έβαλα στο ψυγείο και τόχα πρώτο παραχέρι το καλοκαιράκι , και κοντά σε μένα , θυμάμαι , έμαθαν κι' έπιναν ξυνόγαλο και όλοι της παρέας , εκείνη την εποχή .
   Και μιά και ασχοληθήκαμε με το ξυνόγαλο , είναι ευκαιρία , να πούμε και τι είναι το ξυνόγαλο και πως γίνεται , πως παράγεται .
   Το ξυνόγαλο , είναι υποπροιόν του γάλακτος , και προκύπτει μετά από ειδική διαδικασία-επεξεργασία , το καράμπισμα . Μέσα σε ένα είδος ξύλινου δοχείου μακρόστενου , που στενεύει προς τα πάνω , την  κ α ρ ά μ π α , βάζουν το γίδινο το γάλα και με ένα ειδικό ξύλο , κλαρί από δέντρο που στην κάτω άκρη έχει δυό-τρία κοντοκλάδια , κτυπάνε από πάνω προς τα κάτω το γάλα , το..καραμπίζουνε , συνέχεια μέχρι απ' το γάλα ν' αποχωριστεί το βούτυρο , που ανεβαίνει προς τα πάνω , το μαζεύουνε με τον τσιμτσιέ ( κεπσέ ) την τρυπητή κουτάλα , και το υγρό που μένει μετά το βγάλσιμο του βούτυρου είναι το ξυνόγαλο .

Η   κ α ρ ά μ π α  , όπως καταλάβατε , ήταν το...μίξερ της τότε εποχής , όχι..παίζουμε , η διαδικασία αυτή εφαρμοζόταν σ' όλη την Ελλάδα και ήταν μπελαλίδικη , γι' αυτό και το βούτυρο , το γίδινο πάντα , γιατί ήταν και είναι καλύτερο , ήταν πανάκριβο , σε σχέση με το γάλα και το τυρί , σήμερα όμως που η τεχνιλογία έχει κάνει θαύματα , η τιμή του βούτυρου είναι πολύ χαμηλή , και φυσικά κανένας δεν βγάζει βούτυρο , το σκεύος του καραμπίσματος , την καράμπα δηλαδή , μπορεί να τη βρεις σε διάφορα μέρη της πατρίδας μας , με διαφορετικά ονόματα , πχ. στην Ευρυτανία τη λένε " μποτινέλο  “ ( το) .
   Τα γνωστά σήμερα αναψυκτικά , ήταν σχεδόν άγνωστα , τα παλιότερα χρόνια , στη δεκαετία του 50 άρχισαν να εμφανίζονται , οι λεμονάδες ( γκαζόζες ) , πορτοκαλάδες , και βυσινάδες , επίσης τότε κυκλοφορούσαν και αντιστοιχοι χυμοί , συμπυκνωμένοι , σε πολύ μικρα μπουκαλάκια , λεμονάδα , πορτοκαλάδα και βυσινάδα , που σερβίρονταν στα μαγαζιά με ένα ποτήρι νερό κρύο , το ανακάτεβαν και γινόταν ένας χυμός , που βέβαι δεν είχε και πολύ σχέση με το φρέσκο χυμό , ήταν όμως ένα αναψυκτικό .
   Αργότερα εμφανίστηκαν τα..έγχρωμα κοκκινωπά μείγματα , με πρώτο -πρώτο , την " κ ί ν α "που έριχνες λίγο υγρό στο ποτήρι με τη γκαζόζα και άφριζε παίρνοντας μιά όμορφη γεύση , η κίνα ήταν ο..πρόδρομος του..μπυράλ , που ήρθε αργότερα , και φτάσαμε πολύ αργότερα στην κόκα-κόλα κλπ.
  Θα αναρωτηθείτε σίγουρα γιατί δεν αναφερθήκαμε στην μπύρα , γιατί μπήκε κι' αυτή στη Δωρική ζωή , όπως και σε όλη την Ελλάδα , αργότερα και σιγά-σιγά , γιατί θεωρούνταν πιοτό..πολυτελείας , και..επίδειξης , και φυσικά και η τιμή της ήταν ..τσουχτερούλα .
   Γιά πολλά χρόνια η μπύρα είχε σχεδόν ..εκτοπίσει το κρασάκι , και δεν έβλεπες , ειδικά στα πανηγύρια , παρά μόνο μπύρες , ήταν μιά..επιδεικτική μόδα , που υποχώρησε , κάπως , αργότερα , και σήμερα , πιστεύουμε πως το καλό κρασί έχει τον πρώτο λόγο...

   Τελειώνοντας , φίλοι μου την ενότητα αυτή , θ' αναφερθούμε στα γλυκίσματα που υπήρχαν στο Δωρικό...διαιτολόγιο η μάλλον...γλυκολόγιο !
   Τα κυριότερα γλυκά που ..αντάμωνε κανείς στα σπίτια μας την παλιότερη εποχή ήταν : Ο χαλβάς , με αλεύρι κι' αργότερα και με σιμιγδάλι , οι τηγανίτες , τα παραδοσιακά γλυκά του κουταλιού , που τά ‘φκιαχναν οι νοικοκυράδες , στην εποχή τους το καθένα ( κεράσι , σύκο , βύσσινο , κυδώνι , καρυδάκι , ) , η ρυζοριβανή , ο μπακλαβάς και φυσικά οι κουραμπιέδες . Το καθένα βέβαια στην σειρά του , δηλαδή ανάλογα με την περιίπτωση και με τη σοβαρότητά της , αλλά και πάντα σε σχέση με τον ποιό θέλαν να φιλέψουν .
   Σαν..πρόγευση σας δίνουμε ένα παλιότερο σχετικό κομμάτι μας , που δίνει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τα ..γλυκίσματά μας , και θα συνεχίσουμε.....


        TA ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΑ ΓΙΟΡΤΙΝΑ ΓΛΥΚΙΣΜΑΤΑ .

   Πολλοί φίλοι μας , αδέρφια , μας ρωτούν γιατί στα στα Λιδορικιώτικα γλυκά των...γιορτάδων δεν αναφέρουμε τα μελομακάρονα , είναι πολύ απλό αγαπημένοι μου φίλοι , γιατί τα μελομακάρονα δεν υπήρχαν στο..Λιδορικιώτικο , και όχι μόνο , γλυκο...λόγιο .Είναι ...ξενόφερτο , γιά την περιοχή μας , γλυκό με ..προσφυγική , μάλλον , καταγωγή , που μπήκε στη ζωή μας κι' έμεινε .

 

image

   Τα βασικά Λιδορικιώτικα γλυκά , είδικά των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς , ήταν και , πιστεύω εξακολουθούν να , είναι ο Μπακλαβάς , με καρύδι η μύγδαλο , οι κουραμπιέδες και...δευτερότερο η ..ρυζοριβανή .   

 

image

  Μπακλαβάς …πολύφυλλος και..καλογεμισμένος !!!

 

   Ο ..βασιλιάς πάντως ήταν ο μπακλαβάς , με πολλά φύλλα , ανοιγμένα στο χέρι φυσικά , μπόλικη ...γέμιση και λίγο αγνό γίδινο βουτυράκι , ήταν...Θεός , το ίδιο και οι κουραμπιέδες , με τα.. μυγδαλάκια τους και το φρέσκο γίδινο βούτυρο , να ...λειώνουν στο..στόμα , όπως έλεγαν οι μανάδες μας , αυτό ήταν το...τεστ..ποιότητας και..γεύσης …

image

  Παραδοσιακός σπιτικός χαλβάς , με αλεύρι η..σιμιγδάλι .


   Τα μελομακάρονα , μπήκαν σιγά-σιγά στη ζωή μας , απ' τους Αθηναίους , που έφερναν στις γιορτές όταν έρχονταν , και φυσικά οι χωριανές μας κυρίες πήραν τη συνταγή και άρχισε η..παραγωγή . Πάντως προσωπικά , θυμάμαι , λόγω και..ειδικότητας , πως μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 60 , που είχαμε το ζαχαροπλαστείο στ' Αλωνάκι , τα μελομακάρονα ήταν..άγνωστο είδος , και δεν θα μπορούσε να είναι γιατί όπως είπαμε , είναι γλυκό Μικρασιάτικο .

image


   Πέρα όμως απ' τα..κύρια γλυκά , υπήρχαν και τα..επικουρικά , στα οποία εκτός απ' τη ρυζοριβανή , περιλαμβάνονταν και τα..λουκουμάκια , τα φοντανάκια , τα σοκολατάκια αλλά και τα..τυλιχτά , όπως τα λέγαμε , του ζαχαροπλαστείου , ακόμα οι νοικοκυρές , σπάνια όμως , έφτιαχναν και κανταίφι και αργότερα και γαλακτομπούρεκο , βέβαια δεν πρέπει να ξεχάσουμε και το..χαλβά , τον κλασσικό χαλβά , με λάδι , αλεύρι η σιμιγδάλι , που τον λέγανε και μαλαχόζι , και σ' όλα αυτά προσθέστε και τις..τηγανήτες , που ήταν και πολύ νόστιμες αλλά και...εύκολες .

 

 

image

  Το..κερασάκι , που πάει..παντού …

 

image

  ..Λαχταριστό..βύσινο  !!

 

image

Συκαλάκι , σπιτικό..


   Τέλος θα πρέπει να θυμίσουμε πως οι νοικοκυράδες , φρόντιζαν να φτιάξουν , την κατάλληλη εποχή , και τα γλυκά του κουταλιού , κεράσι , βύσσινο , σύκο , κυδώνι , σταφύλι , κ.α , γιά να φιλεύουν τους επισκέπτες , ακολουθώντας την..παράδοση....

  Βέβαια , τον παλιό καλό..καιρό , θα πρέπει να θυμίσουμε και να τονίσουμε , βεβαίως..βεβαίως , πως και το..όλον διαδικαστικόν , του φιλέματος και της εν γένει..περιποίησης του επισκέπτη , του μουσαφίρη , είχε άλλη ..ομορφιά , άλλη ..επισημότητα , άλλη…ζεστασιά , γιατί , κακά τα ψέματα , είναι άλλο να σου φέρνει η ..νοικοκυρά , το βαζάκι με το..γλυκό της , το..χειροποίητο , το..μοσχοφκιαγμένο , και το κουταλάκι σου , να πάρεις όσο θες , με το δροσερό νεράκι σου , στις κεντητές ..πετσέτες , κι’ άλλο , να σου..βάζουν μροστά σου , ένα δίσκο με ..τυλιχτά , του..μαγαζιού , που μπορείς με ένα ..ευρώπουλο να φας και στο..ζαχαροπλαστείο…

   …Άλλα..έθιμα , άλλοι..καιροί , και κυρίως , άλλοι..άνθρωποι…

 

image

  Κυδώνι , το..αξεπέραστο  !!


   Πολλά έχουν αλλάξει αδέρφια , στη Λιδορικιώτικη ζωή , πολλά..ξένα στοιχεία έχουν μπει στη ζωή μας , χωρίς όμως αυτό καθ' αυτό , να είναι κακό , δηλαδή να προσθέτουμε νέα στοιχεία στην ζωή μας , όχι αδέρφια , δεν είναι κακό , το κακό είναι ότι...ξενομανίας ένεκεν διαγράφουμε βασικά στοιχεία της δικής μας ..ζωής , παριστάνοντας...κάποιους..άλλους που δεν είμαστε..

  Ξέρετε τι σημαίνει ..διαγραφή της παράδοσης ; Διαγραφή των..εθίμων μας ; Απλά ..απλά , διαγραφή του..παρελθόνυος μας ..

                Καλό  σας  βράδυ , να είστε όλοι καλά…

polidorikiou-sima

ΔΗΜHTΡΗΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ - Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΩΡΙΕΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΟΣ

 
 
 

 

   Ο Δημήτρης Λουκόπουλος γεννήθηκε στη Αρτοτίνα Δωρίδας , στις 30 Αυγούστου 1874 , εκεί έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια κι' έμαθε και τα πρώτα γράμματα . Ήταν το πρώτο , απ' τα εφτά παιδιά , του Αρτοτινού εμποροκτηματία Νικολάκη Λουκόπουλου και της Φροσύνης , το γένος Κότταρη , απ' το Δάφνο , την παλιά Βοστινίτσα .
   Αφού συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στα Σάλωνα ( Άμφισσα ) , γράφτηκε το 1889 , σε ηλικία δέκα πέντε χρονών στο Διδασκαλείο της Αθήνας . Στα 1892 βγήκε δάσκαλος και διορίστηκε στη Σαλαμίνα , την ίδια δε χρονιά , πήρε μετάθεση γιά το Θέρμο ( Κεφαλόβρυσο ) Τριχωνίδας όπου και υπηρέτησε γιά 33 χρόνια μέχρι το 1925 , με μιά ενδιάμεση διακοπή ενός χρόνου που υπηρέτησε στα Γραβενά σαν Επιθεωρητής Δημοτικών Σχολείων .

   Παντρεύτηκε τη Μαρία Βασιλοπούλου κι' απόκτησαν τέσσερα παιδιά .
   Το 1925 αποσπάσθηκε στο Ιστορικό Λεξικό και πήγε στην Αθήνα , ένα χρόνο αργότερα τοποθετήθηκε στο Λαογραφικό Αρχείο και στα 1930 στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο , μέχρι το θάνατό του , ήταν Γραμματέας της Λαογραφικής Εταιρίας .

   Το Μάη του 1943 αρρώστησε ξαφνικά και στις 30 Ιουνίου 1943 πέθανε σε ηλικία 69 χρονών , πικραμένος γιά τη σκλαβιά της Πατρίδας του .
   Οι Αρτοτινοί , άντρες και γυναίκες , θυμούνται με αγάπη και συγκίνηση τον " Λουκοδάσκαλο " , τον καταδεκτικό , ευγενικό , απλό , καλοσυνάτο χωριανό τους , τον ακαταπόνητο στρατοκόπο και φυσιολάτρη , ΄χωμένο μέσα στα βιβλία και τα χαρτιά του η να κουβεντιάζει και ν' ακούει τις ιστορίες και τα παλιά τραγουδια των ηλικιωμένων χωριανών , κι΄όπου γάμος , πανηγύρι κι' " αρρεβωνιάσματα ", " προζύμια " , " γικώματα " κι' όπου "μετζί " και " ζυγιαφέτι ¨να ξεψαχνίζει τους γεροντότερους γιά παλιά έθιμα , γιά παραδόσεις , προλήψεις , γνωμικά , παροιμίες και γιά όλες τις εκδηλώσεις της " τσοπάνικης " και " γεωργικής " ζωής .

   Ξεσήκωνε τα μοιρολόγια , απ' τις χαροκαμένες μανάδες , γυναίκες κι' αδερφές , κι' όπου πετύχαινε οργανοπαίχτη καλό και τραγουδιστή , καθόταν κι' έγραφε τους " νηχούς " και τα "λόγια " απ' τ' αθάνατα δημοτικά μας τραγούδια .
Έτσι τον θυμούνται οι Αρτοτινοί , κι' αν κανείς τους ρωτούσε τι κάνει ο Δάσκαλος , αυτοί απαντούσαν : " ...γράφ' γιά τα ..τόπια ".

 
       ΤΑ   ΕΡΓΑ    ΤΟΥ .

   Τελειώνοντας το σύντομο αφιέρωμά μας στον μεγάλο Δωριέα Λαογράφο , τον αείμνηστο Δημ. Λουκόπουλο , θ'αναφερθούμε στα , κατά καιρούς , εκδοθέντα βιβλία του .


1) . " Ακολουθία και βίος του Οσιομάρτυρος Ιακώβου του νέου " . 1894 .
2) . " Σύμμεικτα λαογραφικά Μακεδονίας ". 1917 .
3) . " Σύμμεικτα Αιτωλικά λαογραφικά " . 1921 .
4) . " Αιτωλικαί οικήσεις , σκεύη και τροφαί " . 1925 .
5) . " Φως από τους μύθους μας Α' " . 1926 .
6) . " Φως από τους μύθους μας Β' " . 1926 .
7) . " Ποιά παιχνίδια παίζουν τα Ελληνόπουλα ". 1926 .
8) . " Πως υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί ". 1927 .
9) . " Ποιμενικά της Ρούμελης " . 1930 .
10) . " Στ' Άγραφα ". 1930 .
11) . " Ο Ρουμελιώτης καπετάνιος του 1821 Ανδρίτσος Σαφάκας και το αρχείο το ". 1931 .
12) . " Στα βουνά του Κατσαντώνη " . 1934 .
13) . " Σύμμεικτα λαογραφικά Αιτωλίας " . 1937 .
14) . " Γεωργικά της Ρούμελης ". 1938 .
15) . " Νεοελληνική μυθολογία ". 1940 .

   Πέρα απ' τα έργα του που εκδόθηκαν υπάρχουν και πολλά ανέκδοτα , που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας , αλλά και εκτός απ' τα βιβλία , έγραψε πάμπολλα έρθρα και μελέτες που δημοσιεύτηκαν , κατά καιρούς , σε εφημερίδες και περιοδικά .

   Τέλος , με την ευκαιρία , θα αναφέρουμε πως , μιά αδερφή του μεγάλου μας Λαογράφου , είχε παντρευτεί τον Λιδορικιώτη Γιατρό Δημ. Κυριαζή , και έμενε στο χωριό μας …

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ..ΕΣΒΥΣΑΝ ΜΕ ΤΟ..ΧΡΟΝΟ : “ ΟΙ ..(Ν)ΤΕΛΑΛΗΔΕΣ…

1937 - aπό Παιόραγκο .

Το χωριό μας , όπως ήταν το 1937 , σε φωτογραφία παρμένη απ’ τον Παλιόραγκο .

Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα", ο δημόσιος κήρυκας.


Ο (ν) τελάλης διαλαλούσε τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις αρχές ή για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες , ο πιό ..γνωστός μας “ ντελάλης “ , είναι ο ..ήρωας των παιδικών μας χρόνων , ο..κολλητός του αγαπημένου μας ..Καραγκιόζη , ο..Χατζηαβάτης ΄..

Γιά θυμηθείτε τη σκηνή..εισόδου στο..μπερντέ του Χατζηαβάτη :..Ακουουούσατε ..ακουουούσατε..έτσι δεν ξεκίναγε ;

….«Ακούσατε, ακούσατε, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Έλληνες και Οθωμανοί,..». Έτσι χώνεται στη σκηνή, καλώντας τους απανταχού υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ουχί μόνον, ο Χατζηαβάτης, ο τελάλης του Πασά, Ο «άσπονδος» φίλος του Καραγκιόζη …

Kατάλοιπο , λοιπόν , της ..Τουρκοκρατίας , η συμπαθής ..φυσιογνωμία του “ντελάλη “ η “ τελάλη “ , που ..έμεινε πιά στην μετέπειτα Ελληνική ζωή και..κοινωνία..

115

Και η..προπολεμική Βαθειά μας , την εποχή των..(ν)τελάληδων !!!

Τα παλιά τα χρόνια , που δεν είχαν ανακαλυφτεί το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και το μεγάφωνο , οι αρχές είχαν πρόβλημα να επικοινωνήσουν με τους κατοίκους και να τους πουν για κάποια πράγματα ή αποφάσεις που τους αφορούσαν. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό.

Τα νεώτερα χρόνια τους πλήρωνε ηΚοινότητα ή μια ομάδα κατοίκων. Ο ντελάλης ήταν ο ενημερωτής της πόλης για το τι γινόταν και το τι θα γίνει. Τους έλεγε για τις μεγάλες εκδηλώσεις. Με λίγα λόγια ήταν μια κινητή εφημερίδα.

Σήμερα που υπάρχουν τα μεγάφωνα δε χρειάζεται ο ντελάλης. Τους συναντάμε στις λαϊκές εγορές, που βροντοφωνάζουν την πραμάτεια ή τα προϊόντα τους.

Αλλοιώς τους λέγανε και "κράχτες". Ντελάλης (= κήρυκας = διαλαλητής = μορφές προφορικής διαφήμισης και προβολής).

ΖΗΣΙΜΟΣ ΚΑΙ ΜΑΛΑΜΟΣ - ΟΙ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΕΣ ΝΤΕΛΑΛΗΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙΡΟΥ .

Αρχή δεκαετίας 60 , μπροστά στην ταβέρνα του Καπποθανάση.... ξεροσφυρίζοντας , Γιάννης Φωτόπουλος - Μπακόιαννος , Γιάννης Κούστας - Καρατζιάν , ο περί ου ο ..λόγος , Γιώργος Καραμήτσος - Μαλάμος , Θύμιος Κάππος - Σύρμω και Δημ. Κούστας - Αρματάκης , με επίσημον , φυσικά...ένδυμα , όσο από...παρατσούκλια , να φάνε κι οι...κότες....δυστυχώς φωτογραφία του μπάρμπα Ζήσιμου , δεν βρήκαμε .

Βαθειά δ.30 Βιβλιοπ. Μπήλιου

Προπολεμική Λιδορικιώτικη..καθημερινότητα..


Δυό απ' τους χαρακτηριστικότερους τύπους του προπολεμικού Λιδορικιού ήταν κι' οι ντελάληδές του - γνωστοί σ' όλη την Επαρχία : Οι μακαρίτες Ζήσιμος Καραγιώργος κι' ο Γιώργος Καραμήτσος , κατά κόσμον Μαλάμος . Έντιμοι φαμελιάρηδες , άκακοι , καλόκαρδοι , κατάφεραν να ζήσουν χωρίς να κάνουν ουτ' ένα εχθρό κι' άφησαν πεντακάθαρο όνομα στα παιδιά τους και μιά αγαθή ανάμνηση στους Λιδορικιώτες .
Ο Μαλάμος ήταν Σαλωνίτης , σώγαμπρος στο Λιδορίκι κι' ο Ζήσιμος απ' την Κωστάριτσα . Κι' οι δυό τους όμως ζυμώθηκαν και δέθηκαν τόσο πολύ με το Λιδορίκι , που είναι αδύνατο να τους πεις ξένους . Και ο Μαλάμος και ο Ζήσιμος είχαν συντρόφισσές τους πανάξιες και ξεχωριστές σε εξυπνάδα και προκοπή . Και τους συμπαραστάθηκαν ως τη στερνή τους πνοή , με πίστη κι' αφοσίωση υποδειγματική .
Η θειά Θυμιούλα - η Μαλαμαινα - έριχνε τα χαρτιά . Συνέχιζε την παράδοση της ΄" πάλαι ποτέ ανά το πανελλήνιον διαλαμψάσης " περιβόητης Μαλαχαβιούς , απ' τη Γρανίτσα , κι' απ' το σπίτι της περνούσαν όλες οι ερωτοχτυπημένες κι' " αμποδεμένες " χωριατοπούλες των απάνω χωριών, ζητώντας π' αυτήν να τους ρίξει τα χαριά η να τους " λύσει τα μάγια ". Και της έφερναν γιά πληρωμή δυό τουλούπες ξασμένο μαλλί η ένα μαύρο κόκορα !
Κάποτε δυό Μουσουνιτσιώτισσες ρωτούσαν τον ίδιο το Μαλάμο - χωρίς να ξέρουν ποιός ήταν - μπροστά στην ταβέρνα του του Καππο- Θανάση , να τους πει ποιό ήταν το σπίτι της Μαλάμως . Ο Μαλάμος τους έδειξε του Καραβάνα το γεφύρι και τους είπε πως να βρουν το σπίτι της . Σαν έφυγαν οι γυναίκες ρώτησε ο Λιάγκουρας τι θέλανε οι γυναίκες . Κι' ο Μαλάμος απάντησε : " Τίποτε ! Κόκορα θάχουμε το μεσημέρι " , εννοώντας τον κόκορα που θάφερναν οι γυναίκες γιά πληρωμή , γιά το ρίξιμο των χαρτιών .
Η Γαριφαλιά του Ζήσιμου όμως ήταν άλλος τύπος . Κρατούσε από νησί και στα νιάτα της αγάπησε τον λεβέντη της ανακτορικής φρουράς Ζήσιμο και τον ακολούθησε στο Λιδορίκι , πιστή σ' αυτόν , αλλ' αναφομοίωτη στο τραχύ και βαρύ Δωρικό περιβάλλον . Αράδιασε πάνω από 10 παιδιά , έζησε στο χωριό πάνω από 70 χρόνια κι' όμως τη νησιώτικη προφορά της , ποτέ δεν την άλλαξε .
Αυτή έζησε και μεγάλωσε τα παιδιά της , έφτιασε τριώροφο σπίτι , με τα χρυσά της χέρια . Και τι δεν έκανε , μέχρι και την οδοντογιάτρισσα . Κάπου είχε βρει μιά πραγματική δοντάγρα και μ' αυτή - τότε που ακόμα δεν υπήρχαν επιστήμονες οδοντογιατροί - ξερίζωνε τα πονεμένα δόντια των χωριανών , ιδίως αυτά της νεογιλούς οδοντοφυίας των παιδιών . Κι'η πληρωμή της ένα πιάτο καθαρισμένη φακή η τραχανά .
Δοκίμασα κι' εγώ την τανάλια της , γιατί δεν ήθελα να πάω στον Δημητράκη το Μαργέλλο . Και σας διαβεβαιώνω πως δεν αισθάνθηκα τον παραμικρό πόνο . Ίσως γιατί πριν πα' την εξαγωγή , βλέποντάς την να'ρχεται με τη φοβερή της τανάλια , κατάπια όλο το ούζο , που μούχε δώσει να γεμίσω το στόμα μου , γιά να μουδιάσει το " αναθεματισμένο ".
Μου τόβγαλε ακαριαία και μου τόδωσε λέγοντας με την ιδιάζουσα νησιώτικη προσφορά της : " Πάρ' το βρε , και πέτα το στα κεραμίδια σου και να πεις τρεις φορές : Πάρε κουρούνα κόκκαλο και φέρ'το μου ασημένιο " . Η βασική της όμως ασχολία ήταν η αποκλειστική παραγωγή και εκμετάλλευση των πασίγνωστων ζαχαρωτών της . Τα περίφημα " κοκοτάκια " της , που τα λαχτάρησε και τα γεύτηκε όλη η κάτω των 70 ετών Δωρίδα .
Η παρασκευή τους ήταν το " μυστικό " της οικογένειας Καραγιώργου και φυλάχτηκε καλύτερα κι απ' το μυστικό της ..βόμβας υδρογόνου . Κι όμως εγώ σκαλίζοντας μιά Χημεία του Γυμνασίου , τ' ανακάλυψα . Το σιρόπι πήζει όταν ρίξεις μέσα μιά χημική ουσία που λέγεται " κρεμόριουμ ". Τό 'πα στον μπάρπα Ζήσιμο κι' εκείνος σαστισμένος μου είπε :
- Παιδί μου , Αλέκο , μ' αυτό το μαραφέτι έζησα και ζω τη φαμελιά μου . Εσένα ο πατέρας σου και χωράφια και μαγαζί έχει . Εγώ μ' αυτό ζω . Μην το πεις πουθενά .
Πραγματικά δεν τό 'πα . Κι η θειά Γαρουφαλιά κι ο μπάρμπα Ζήσιμος γύριζαν με τη γλυκιά τους πραμάτεια , πρώτοι και καλύτεροι , σ' όλα τα πανηγύρια της άνω Δωρίδα . Δεν γινόταν πανηγύρι χωρίς αυτούς , ιδίως στα φτωχοχώρια και στα φτωχοπανήγυρα , γιατί στ'άλλα έρχονταν κι άλλοι με πλουσιότερο εμπόρευμα . Με κοκοτάκια , καλαθάκια και βραχιολάκια ( ωραία τριανταφυλλόχρωμα γλειφιτζούρια και τα τρία αυτά ) και με καραμέλες γάλακτος " φλόκα " ο γερο Ζήσιμος γύριζε και φώναζε " ο πενήντας " ( γιατί ό,τι έπαιρνες είχε 50 λεπτά ) στα πανηγύρια , στο χωριό , στα διαλείμματα των σχολείων κι έβγαζε το ψωμάκι του .
Το καλοκαίρι έκανε και το μανάβη μόνος του η συνεργαζόμενος με τον Παναγιώτη Μπήλιο η τον Βασίλη Καραμήτσο και συναγωνιζόταν επαγγελματικά τον πατέρα μου , χωρίς όμως να μπορούν να τον φτάσουν , γιατί ο μακαρίτης ο πατέρας μου ήταν " έμπορος " γεννημένος με φαντασία κι έμφυτο εμπορικό δαιμόνιο .

Αι Νικόλας 10ετία 50

Ο ..πρωτο(ν)τελάλης του Λιδορικιού , ο μπάρμπα Ζήσιμος Καραγιώργος , καθιστός με το κοφίνι με τα περίφημα..κοκοτάκια του , σε κάποιο πανηγύρι στον Άι Νικόλα τον Καλό , αυτή είναι , νομίζουμε και η μοναδική φωτογραφία του που περισώθηκε...

Ο Mαλάμος δούλευε κυρίως αχθοφόρος στα φορτηγά , που και που έβγαζε και καμιά ρίζα από 'να χωράφι , πούχε κοντά στου Σερεντέλου το καμίνι . Ακόμα ήταν ο καλύτερος πρακτικός κτηνίατρος και μοναδικός να " διαλέγει " τα ζώα - αυτά που είχαν βγάλει στα μάτια - μεταχειριζόμενος νισαντήρι η σουπιοκόκκαλο .

Ο Ζήσιμος - αντίθετα - δν είχε δουλέψει ποτέ στη γη ούτε είχε καμιά σχέση μαζί της . Ούτε χωράφια ούτε αμπέλια . Μόνος του έπινε το κρασάκι του , δεν ήθελε υποχρεώσεις . Πήγαινε στην ταβέρνα , μόνος του κερνούσε τον εαυτό του , τσουγκρίζοντας το ποτήρι με το κατοστάρι κι' έλεγε :

- Στην υγειά σου , Ζήσιμε !

- Εβίβα , Καραγιώργο !

Ήταν δηλαδή άνθρωπος κάπως μονόχνωτος , δεν ήθελε νταραβέρια με τους άλλους . Πολύ δε περισσότερο δεν ήθελε χρέη . Γι' αυτό , την ώρα που έφευγε από τούτο τον κόσμο , έδινε εντολή στην πιστή του Γαριφαλιά να στείλη τη Νίτσα την κόρη του να δώσει μιά (1) δραχμή στον Καραμήτσο , που του χρωστούσε από'να κουτί σπίρτα . Να μη φύγει και λένε πίσω του πως " άφησε χρέη ! "

Ο Μαλάμος όμως ήταν άλλος τύπος . Εύχαρης , καλαμπουρτζής , κοινωνικός , χρυσή καρδιά , ανεπίληπτος σε ήθος . Αγαπούσε τα παιδιά και το συνηθισμένο του αστείο ήταν να τους κάνει το χαχαμίκο , τραγουδώντας το πασίγνωστο " βίζο λε βίζο , όσπερε λε μοζά ", του Καραγκιόζη .

Τώρα το ντελάλισμα κι' οι δυό τους τό 'χαν σαν επικουρικό , θα λέγαμε , επάγγελμα η μάλλον απασχόληση . Δεν ζούσαν απ' αυτό , αλλά όλο και κάτι έβγαζαν ιδίως με τα " κηρύκεια τέλη " των δημοπρασιών , που γίνονταν κάτω απ' τον πλάτανο της Βαθειάς κάθε Κυριακή . Χαρτιά , μελάνια , στυπόχαρτα πάνω σ'ένα τραπέζι και δίπλα ο δημόσιος υπάλληλος η ο πρόεδρος - αν ήταν κοινοτική δημοπρασία - και απαραίτητος ο " δημόσιος κήρυξ " ( Ζήσιμος η Μαλάμος ) να φωνάζει :

-Άρχεται η δημοπρασία ...οι ενδιαφερόμενοι να ...κυρ-κοπιάσουνε . (Αυτό το ..κυρ-κοπιάσουνε είχε την έννοια ότι όποιος κύριος είχε την ευγενή καλοσύνη μπορούσε να έλθει κι' ο εκφωνητής το'λεγε με Λιδωρικιώτικο τακτ , τέτοιο που ούτε ο σπήκερ του οίκου Σοθμπυ στο Λονδίνο δεν έχει ).

- Έχει άλλος κύριος ...ένε..δύο ...Η ώρα πλησιάζει ...έχει άλλος ; Η δημοπρασία θα κατακυρωθείειειειειε...

Κι' όταν τέλειωνε η δημοπρασία οι κήρυκες έπαιρναν τα νόμιμα κηρύκεια τέλη , αλλά κι ο τελευταίος πλειοδότης όλοκαι κάτι τους άφηνε . Κι ήταν τα κηρύκεια καλό..χαρτζιλίκι , μόνο που δεν ήταν συχνά .

Ακόμα είχαν και το εμπορικό , το ιδιωτικό , το συγκοινωνιακό ντελάλι και σπάνια και το καλλιτεχνικό .

Αν κάποιος έμπορος άνοιγε ένα κουτί σαρδέλες , κανένα βαρέλι τυρί , μπακαλιάρο η γενικά κάτι που λόγω της έλλειψης ψυγείων , εκείνη την εποχή , δεν κρατούσε κι έπρεπε να καταναλωθεί σύντομα , έβγαιναν οι ντελάληδες και διαλαλούσαν το εμπόρευμα .

Αν ένα αυτοκίνητο άλλαζε δρομολόγιο η έφευγε κάποιο γιά την Αθήνα , πάλι στο ντελέλη κατέφευγαν να το μάθουν οι ενδεχόμενοι επιβάτες .

Στο καλοκαίρι ξέπεφτε και κανένα μπουλούκι ηθοποιών . Πάλι οι ντελάληδες θά 'διναν το χαμπέρι . Στα παλιότερα χρόνια , 30-35 , ερχόταν ο περίφημος καραγκιοζοπαίχτης Βασίλαρος κι είχε μόνιμο στέκι στο καφενείο του Ανδρίτσου . Αυτός έβαζε και τους δυό να εκφωνούν την παράσταση .

Ο τρόπος της εκφώνησης του κηρύγματος ήταν ο ίδιος και γιά τους δύο . Άλλαζε όμως στην κατακλείδα , την επωδό . Ο Ζήσιμος τέλειωνε πάντα με τη φράση : " χούμα , ύσκα , πριόβολος " και τα πιτσιρίκια του απαντούσαν " εν χορώ " " μπαρούτττττ " . Ο Μαλάμος τέλειωνε με τη λέξη " ίσιουμααααα " και οι πιτσιρικάδες του απαντούσαν " γκρεμός , σάρραααα " .

Τώρα γιατί τα 'λεγαν αυτά , κανένας ποτέ δεν τό 'μαθε . Εκείνο όμως που πρέπει να ειπωθεί είναι ότι κι οι δυό τους έκαναν ευσυνείδητα τη δουλειά τους . Γύριζαν από την μιάν άκρη του χωριού ως την άλλη διαλαλώντας το νέο ώστε να τ' ακούσουν όλοι . Κι επειδή στέγνωνε το λαρύγγι τους απ' την εκφώνηση έκαναν κι ορισμένες λογικές στάσεις στις 13 ταβέρνες , που υπήρχαν τότε , να το βρέξουν .

Κι οι δυό τους όμως διαφέρανε ριζικά από το συνάδελφό τους της Αγγλικής Βουλής η τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μας η τον Πρωθυπουργό μας στις εκφωνήσεις τους . Ποτέ τους δεν προτάξανε τις γυναίκες στη σειρά των ανδρών . Αυτοί δεν ξέρανε από ισότητες των φύλων , φεμινισμούς και τέτοια . Δεν είπαν ποτέ λαίηντυς εντ ντζέντλεμεν η Ελληνίδες - Έλληνες . ( Άκου πράματα , να βάζουν τις γυναίκες μπροστά ..τις γυναίκες !" Πάντοτε φώναζαν :

- Ακούσατε κύριοι και κυρίες !!

Καμιά φορά φώναζαν και σκέτα " ακούσατε κύριοι ". Στις κυρίες δεν έπεφτε δα και λόγος !

Φυσικά τις εκφωνήσεις τους τις διανθίζανε με ωραία κοσμητικά επίθατε , υπερβολικό θαυμασμό , ποιητικές εκφράσεις λαικής μορφής κλπ. Το τυρί , λόγου χάρη , που άνοιξε ο τάδε έμπορος , ήταν να τρώει η μάνα , και του παιδιού της να μη δίνει " η ήταν μοσχοβόλιστο , ολόπαχο κλπ η η παράσταση του Βασίλαρου στου Ανδρίτσου ήταν πατριωτική , λεβέντικη , εθνωφελής κ.λ.π. Κι έτσι περνούσε ο καιρός ώσπου έρχονταν οι εκλογές . Η χρυσή γι αυτούς περίοδος ήταν η προεκλογική με τον αδυσώπητον αγώνα μεταξύ Βενιζελικών και Λαικών . Φανατισμός τρομερός και τα πάθη εξημμένα σ' απίστευτο βαθμό .

Το χωριό μας , δεν το χώριζε στα δύο μόνο το σκατόρεμα , αλλά κι η πολιτική . Ο Ζήσιμος ήταν κι έμεινε αχρωμάτιστος ως το τέλος της ζωής του . Η Γαριφαλιά του όμως , έκανε ομοίωμα του Βενιζέλου με τη Μπαζομαρία και το 'δωσε στα παιδιά να το κάψουν . Γι αυτό , όμως , είμαι σίγουρος πως ο Ζήσιμος είχε άγνοια . Ήταν κι έμεινε απολιτικός πάντα και κανένας δεν έμαθε τα φρονήματά του .

Ο Μαλάμος ήταν κρυφοβασιλικός , φανερά δεν ήταν με κανένα . Το 35 όμως , όταν φάνηκε πως θα γύριζε ο Βασιλιάς , αποκαλύφθηκε , και μας μάθαινε το πολυχρόνιο και τα βασιλικά κάλαντα , που μίλαγαν γιά την Αγιά Σοφιά , το μαρμαρωμένο βασιλιά , τους Τούρκους κλπ .

Κι’ οι δυό τους , στην προεκλογική περίοδο οργίαζαν φωνητικά , αλλά πολιτικά μετατοπίζονταν " άπαξ της εβδομάδος " απ' τό 'να κόμμα στο άλλο , και να πως :

Οι διάφοροι κομματικοί παράγοντες του χωριού τους έδιναν κάνα σακί αλεύρι η κάνα πεντακοσάρικο και αυτοί γύριζαν ολημερίς φωνάζοντας στο δρόμο " Ζήτω ο Χλωρός , η Ζήτω ο Παπαιωάννου " , ανάλογα με το από που είχαν πληρωθεί . Αυτό βέβαια ίσχυε γιά μιά βδομάδα κι οι ντελάληδες το εφάρμοζαν πιστά . Περνούσαν μάλιστα κι απ' όλες τις ταβέρνες κι οι ομόφρονές τους τους κερνούσαν . Τζάμπα λοιπόν κρασί και μεζέ και άγιος ο Θεός .

Την άλλη βδομάδα όμως μεταπηδούσαν στ' άλλο κόμμα . Τους επευφημούσαν οι νέοι ομόφρονες ενώ οι τέως - και ιδιαίτερα η κομματικοποιημένη μαρίδα του χωριού - τους έβριζε , απογοητευμένη κι οργισμένη από την αλλαξοπιστία τους !!

Αυτοί βέβαια παρακαλούσαν να τραβήξει όσο περισσότερο γινόταν η προεκλογική περίοδος , να φωνάζουν στο δρόμο , ν' ακούνε τα γύρω χωριά , που κατέβαιναν στο Λιδωρίκι , και να νομίζουν πως ο τόπος βράζει γιά τον Παπαιωάννου η τον Χλωρό και ναπερνάνε κι οι δυό τους όμορφα κι ωραία . Όσο γιά τους πολιτικούς ; δεκάρα δεν δίνανε . Μόλις τελείωναν οι εκλογές ο Μαλάμος θα συνέχιζε να ξεφορτώνει αυτοκίνητα κι ο Ζήσιμος να φτιάχνει και να πουλάει κοκοτάκια , και να βγαίνει και στη γωνία του Χάρτα να σφυρίζει και να φωνάζει στη Γαριφαλιά του να στείλει τη Νίτσα στο Σφέτσο το χασάπη να πάρει τα πατσιοπόδαρα κι έτσι να μάθει όλο το χωριό πως το μεσημέρι η πολυμελέστατη φαμελιά Ζήσιμου Καραγιώργου θα 'χει πατσά και ποδαράκια !

img

Άλλη , μιά όμορφη Λιδορικιωτο..παρέα της..αγοράς , της..πιάτσας , π’ λένι , Μαλάμος , Λούκας και..Καπποθανάσης

Αυτοί ήταν λοιπόν οί ντελάληδες του χωριού μας , προπολεμικά , αλλά και για αρκετά μεταπολεμικά χρόνια , τα... ΜΜΕ της εποχής , δυό ωραίοι χωριανοί και άνθρωποι , που όσοι τους γνώρισαν τους θυμούνται με πολλή αγάπη , ας είναι αναπαυμένοι ..........Κ.-

Σημειώνουμε ότι η όμορφη αυτή ..ανάμνηση , είναι του αγαπημένου φίλου - Λιδορικιώτη , του αξέχαστου Αλέκου Κωστάκη - Καφτανιαλέκου , κι' είχε δημοσιευτεί στο " ΛΙΔΩΡΙΚΙ " αριθ. φύλ. 13 , του Δεκεμβρίου 1982 .

Kαλό σας..ξημέρωμα..

polidorikiou-sima

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΣΒΥΣΑΝ ΜΕ ΤΟ..ΧΡΟΝΟ : KAΛΑΝΤΖΗΣ – ΓΑΝΩΤΗΣ

 
 

image

 

   Όλοι , αγαπημένοι μου φίλοι , θυμόμαστε , απ’ τα παιδικά μας χρόνια , και ειδικά όσοι μεγαλώσαμε στην επαρχία , τους πλανώδιους , συνήθως ,  “ μαστόρους ” , που με τα..μαυρισμένα , λόγω..δουλειάς , ρούχα ,και τις..λερές τραγιάσκες ,  γυρόφερναν στις γειτονιές διαλαλώντας τη..μαστοριά τους , τι έκαναν ; Γάνωναν τα “ μπακιρένια “ μαγειρικά σκεύη .

image

   Κατσαρολικά , τηγάνια , μπρίκια , ταψιά , καζάνια όλων των μεγεθών , και όλα γενικά τα ..χαλκώματα , έτσι έλεγαν παλιότερα τα χάλκινα σκεύη , που απ’ τη χρήση είχαν χάσει την κασσιτεροεπίστρωσή τους , το..γάνωμά τους δηλαδή , και ήταν επικίνδυνα να προκαλέσουν δηλητηριάσεις ..

   Σε πολλά μέρη , υπήρχαν και ντόπιοι καλατζήδες , γανωματήδες δηλαδή , αλλά συνήθως ήταν ξένοι , περαστικοί , που σεργιάνιζαν τις γειτονιές και μάζευαν τα μπακίρια , τα έπαιρναν απ’ τις νοικοκυρές , μέσα σε ένα ..τσουβάλι , που κράταγαν στον ώμο τους , και τα ‘φερναν , μετά από 2-3 μέρες έτοιμα , αστραφτερά , ολοκάθαρα , έτοιμα γιά τη..φωτιά , γιά μαγείρεμα ..

 

   Καλαντζής – Καλαϊντζής - Γανωτής – Γανωματής : είναι αυτός που γανώνει χάλκινα σκεύη .

   Η τέχνη του γανωματή χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι από τα πιο παλιά επαγγέλματα που υπάρχουν. Αν και η χρήση του κασσίτερου είναι γνωστή από την αρχαιότητα, το επάγγελμα καθιερώθηκε στα τέλη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και γνώρισε την ακμή του στην εποχή του Βυζαντίου.

   Γάνωμα χρειάζονται όλα τα χάλκινα σκεύη (τεντζερέδες, τηγάνια, κουτάλια και πιρούνια, ταψιά και μπρίκια κλπ.) Το εργαστήριό του γανωτή είχε όλα τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία: Το καλάι, κασσίτερος, το σπίρτο Υδροχλωρικό Οξύ, το αμόνι, η μασιά με την οποία κρατά το σκεύος πάνω από τη φωτιά και ο ταβάς, ένα μεγάλο ταψί, που μέσα ρίχνει τα περισσεύματα από το καλάι, για να τα ξαναχρησιμοποιήσει. Σε μια άκρη υπάρχει το καμίνι, όπου θερμαίνονται τα σκεύη.

   Για την συντήρηση ή επισκευή των χάλκινων αντικειμένων χρησιμοποιούνται ράβδοι από κασσίτερο, οι οποίες πριν λιώνονται στο καμίνι και με ειδικά σφυριά απλώνονται πάνω στο σκεύος και καλύπτουν τα βαθουλώματα. Η επιφάνεια του σκεύους με το πέρασμα του χρόνου παίρνει ένα χρώμα που μοιάζει με ασήμι.

 

image

   Ο γανωτής πρώτα καθαρίζει καλά τα σκεύη από τις σκουριές και τις πράσινες σκιές. Το μέσα μέρος το καθαρίζει με το σπίρτο κεζάπι κι έπειτα το τρίβει με άμμο ή με κουρασάνι (=τριμμένο κρεμμύδι). Μετά κρατά το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και ρίχνει μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Στη συνέχεια, το σκουπίζει καλά και μετά απλώνει το λιωμένο καλάι σε όλη την επιφάνεια του σκεύους με τη βοήθεια ενός χοντρού βαμβακερού υφάσματος. Για να παγώσει πιο γρήγορα το καλάι ρίχνει κρύο νερό και το σκουπίζει με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.

 

image

 

   Ετυμολογία λέξης: Το μεσαιωνικό ρήμα γανώνω (= επικαλύπτω χάλκινο σκεύος με κασσίτερο για να το προφυλάξω από την οξείδωση), το οποίο προέρχεται από το ρήμα της αρχαίας γανόω, -ώ (= γυαλίζω, στιλπνώνω, επικασσιτερώνω). Γάνα ονομάζεται η, συνήθως πρασινωπή, σκουριά που επικαλύπτει τα σκεύη που δεν έχουν γανωθεί, γαλβανιστεί & γανωματάς/ γανωματής/ γανωτής ή γανωτζής αυτός που γανώνει τα σκεύη.

Άλλες ονομασίες:

Στην Πρέβεζα: Καλατζής ή Κασαρωτής.

Στην Κεφαλλονιά/Κέρκυρα: Σταγκωτής.

Καλαϊτζής = γανωματής < τουρκ. kalayci < από το καλάι = κασσίτερος που χρησιμοποιείται για το γάνωμα χάλκινων ειδών < τουρκ. kalay = κασσίτερος < από το αραβ. qala.

Κατά Μ. Στεφανίδη από το κάλαϊς (λίθος) < από το λατιν. callais = είδος γαλάζιας πέτρας

   Ο πιο γνωστός γανωτής: Tο 1839, ένας γανωματής από το Kονέκτικατ ονόματι Charles Goodyear εφηύρε το βουλκανισμό του ελαστικού και ίδρυσε την ομώνυμη γνωστή εταιρία ελαστικών που πήρε το όνομά του.

   Τα παλιά χρόνια, τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα στη μαγειρική ήταν χάλκινα [μπακιρένια]. Αυτά με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γινόταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Τότε, ήταν υποχρεωτικό το γάνωμα, δηλαδή έπρεπε να σκεπαστεί όλη η επιφάνεια του σκεύους με ειδικό μέταλλο. Αυτό ήταν το "καλάι", ο κασσίτερος δηλαδή. Το γάνωμα γινόταν από τους ειδικούς τεχνίτες, τους γανωτήδες ή καλαϊτζήδες, στην τουρκική γλώσσα.

   Το επάγγελμα του γανωτή είναι από τα πιο παλιά που υπάρχουν. Λένε ότι καθιερώθηκε στην εποχή του Βυζαντίου και ήταν χρήσιμη η δουλειά τους, γιατί έσωζαν τους ανθρώπους από το θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. Οι περισσότεροι γανωτήδες ήταν αυτοδίδακτοι ή συνέχιζαν τη δουλειά από γενιά σε γενιά.Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι - κασσίτερος). Έτσι προστατεύονταν από τα δηλητηριώδη οξείδια του χαλκού.

Τα εργαλεία του Γανωτή


   Η διαδικασία αυτή γίνονταν από ειδικούς τεχνίτες, συνήθως γυρολόγους, τους γανωτήδες. Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι).

   Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα... Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει. .

   Στο  χωριό μας , εκτός απ’ τους πλανόδιους , τους ..περαστικούς καλαντζήδες  , που ήταν κυρίως τσιγγάνοι (..γύφτοι , όπως τους έλεγαν ) , υπήρχαν  και ντόπιοι , όπως π.χ. γιά πολλά-πολλά χρόνια , τη δουλειά αυτή έκαναν , ο Γιώργος Ξυλάγκουρας και ο Θανάσης Κουτσαύτης , ήταν και οι δυό από άλλα χωριά , σώγαμπροι στο Λιδορίκι , αφού ΄παντρεύτηκαν χωριανές μας . Ο μπάρμπα Γιώργος , καταγόταν απ΄το Τρίστενο , αν δεν κάνουμε λάθος , και είχε παντρευτεί Πλιανοπούλα , απ’ το Βαρούσι , και ο μπαρμπα Θανάσης , απ’ τη Στύλια η την Περιθιώτισσα , και είχε παντρευτεί κόρη του Βαρσοτάσου , τη Μαρία .

  Η πολλή καλαντζήδικη δουλειά , έπεφτε συνήθως εκεί κοντά στις..γιορτάδες , και ήταν απολύτως φυσικό , αφού τότε..δούλευαν τα κατσαρολικά στο…φουλ , γιατί , κακά τα ψέματα , γιορτάδες στο Λιδορίκι , χωρίς ..σαρμάδες , κοκκινιστό , πίτες και..αρνί στο φούρνο με ..πατάτες , δεν γίνονταν , έτσι λοιπόν οι νοικοκυράδες , έκαναν ..έλεγχο στα..τετζερεδικά τους , και φρόντιζαν στις γιορτές να..λαμποκοπάνε..

   Βέβαια , με τα χρόνια και με την καθιέρωση του αλουμίνιου , τα ..μπακίρια έγιναν πλέον ..μουσειακό ΄..είδος , φυσικά όλα τα σπίτια έχουν μπακιρένια σκεύη , αλλά όχι , πιά , γιά..μαγείρεμα , σπάνια μαγειρεύουν σ’ αυτά , αλλά  τα’χουν γιά..στολίδια του σπιτιού , τα καλογυαλίζουν οι κυράδες , με..Brasso , τρίβοντάς τα με ένα ..φανελένιο πανί και γίνονται..άϊντε ..ντε , πρώτης τάξεως διακοσμητικά..

   Φυσικό και..επόμενο , λοιπόν , ήταν , και το..καλαντζήδικο επάγγελμα , σιγά – σιγά να..σβύσει , αφού η δουλειά ..έπεσε πολύ , έτσι μετά την ..αποστρατεία των δυό μας καλαντζήδων , δεν βγήκε πιά κανένας καινούριος συη δουλειά , καλαντζής , βέβαια , τα καλοκαίρια , συνήθως , αλλά και στις γιορτάδες , ψευτοπερνάνε κάποιοι..πλανόδιοι , αλλά ..αραιά και..που…

  Έτσι λοιπόν έσβυσε το παραδοσιακό αυτό επάγγελμα , όπως και πολλά..άλλα , π.χ. σαμαράδες (..σαγματοποιοί )..βαρελάδες , όπως και οι..παραδοσιακοί..σιδηρουργοί , οι..γύφτοι , όπως τους λέγαμε , γιατί ποιός φκιάχνει τώρα φίλοι μου..σαμάρια , τσαπιά και..κασμάδες ; Υπάρχει ακόμα , ένας βαρελάς , κάπου στη Μηλιά η στη ..Μάκρυση , αλλά κι’ αυτός..δουλεύει..βαρετά , κουράστηκε…

   Κάποιο άλλο ..βράδυ , θα ..θυμηθούμε και τους παλιούς μας..σαμαράδες , το Χρήστο και Θανάση Παλούκη και τον Γιάννη Μποβιάτση , που  έφυγαν , όχι μόνο απ’ το..επάγγελμα , αλλά , δυστυχώς , κι’ απ’ τη..ζωή…

                        Καλό  σας ξημέρωμα..

 

polidorikiou-sima