ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
'Οπως είπαμε στα " Λαογραφικά μας σημειώματα ", ο Ιούνιος λέγεται απ' το λαό μας και " θεριστής " και για να ..ακριβο..λογήσουμε " θερ'στής ή...θιρ'στής ", γιατί μέσα στον μήνα αυτό γίνεται το θέρισμα , ο θέρος των σταροκρίθαρων, θα μου πείτε που βρεθήκαν αυτά στον τόπο μας , κι' όμως αδέρφια , αυτά τα..βράχια , αυτές οι..ξελάστρες , έθρεψαν και μεγάλωσαν γενιές και γενιές , σπούδασαν παιδιά , προίκισαν ..κορίτσια , κι 'όλα αυτά περήφανα και με το μέτωπο ψηλά , με ιδρώτα και..αίμα , που λέει σοφά ο λαός μας..
Κοίταζα μια μέρα , απέναντι στην Πλέσιβα , ανάμεσα στα βράχια και στις ξερολιθιές , στα πουρνάρια και τις γκρεμίλες , φανταζόμουνα τους Λιδορικιώτες , κάποιους χωριανούς μας , τέλος πάντων , να ξεκινάνε αχάραγα απ' το χωριό , με το ζευγάρι , φορτωμένοι μ'όλα τα..συμπράγκαλα , για ν' ανεβούνε εκεί πάνω να οργώσουν , τι ; να οργώσουν την πέτρα , τα βράχια , να βγάλουν το ψωμί της χρονιάς , κι' όμως , 'άνθιζε κι' η πέτρα εδώ στον τόπο τον ευλογημένο , καλλιεργούσαν την πέτρα κι' αυτή έβγαζε..καρπό..
Κι' όταν έφτανε η ευλογημένη ώρα της σοδειάς , κι' έβλεπες στις ραχούλες της Πλέσιβας , να χρυσίζει η ίδια η ζωή , το στάρι , δεν πίστευες στο θαύμα αυτό της πίστης και της φύσης , γιατί πραγματικά ήταν θαύμα...
Δεν είχα την τύχη , φίλοι μου , να ζήσω αυτές τις σκληρές , όπως λένε , στιγμές , δεν είχα την τύχη να ζήσω την αγροτική ζωή που τόσο ζήλευα , είχαμε βλέπεις το μαγαζί και δεν υπήρχε χρόνος για καλλιέργειες , εγώ όμως ζήλευα τους συμμαθητές μου και τους φίλους μου , όταν μου ‘λεγαν παιδικές ιστορίες , απ' τα χωράφια , τα πρόβατα και τα γίδια , εγώ τότε μαράζωνα , γιατί μου λείπαν όλα αυτά , βέβαια απ' την άλλη μεριά τα παιδιά όλα ζήλευαν εμένα , που ήμουνα ..χωμένος μέσα στα γλυκά , και γλυκό εκείνες τις δύσκολες εποχές , ειδικά για τα παιδιά , ήταν...τουλάχιστον όνειρο ..
Κι' έτσι , τελείως παράδοξα , νοσταλγώ κάτι που δεν ..γνώρισα , κάτι που δεν έζησα και σχεδόν δεν γνωρίζω , κι 'όμως το νοσταλγώ , όσο παράξενο κι' αν ακούγεται και φαίνεται , βέβαια , έχει λογική εξήγηση το φαινόμενο , το εξηγεί η ίδια η ζωή , η καθημερινότητα , είναι φυσικός νόμος , θέλουμε , ζητάμε , ..νοσταλγούμε , αν θέλετε , αυτό που μας λείπει , αυτό που δεν έχουμε , παρ'ότι είναι..παράδοξο να νοσταλγείς κάτι που δεν έζησες , δεν γνώρισες ..
Ξεκίναγαν αχάραγα λοιπόν , για να ‘ναι νωρίς-νωρίς στο χωράφι , να θερίσουν , μέσα στο λιοπύρι , στις μαύρες ερημιές , φορτωμένοι , ταλαιπωρημένοι , θέριζαν , δεμάτιαζαν και κουβάλαγαν με τα ζωντανά τα δεμάτια , στ' αλώνια του χωριού , όσο το αλώνισμα γινόταν παραδοσιακά , απ' τους βαλμάδες και τ' άλογα , κι' αργότερα στα θημωνοστάσια , στις Λάκκες , στο Κοτρώνι , στο Σταυρό , όταν πια υπήρχαν οι αλωνιστικές μηχανές...
Είχα την τύχη να τις ζήσω , και θυμάμαι κατάκαλα , και τις δυο περιπτώσεις , θυμάμαι μάλιστα το μπάρμπα μου το Σπύρο , τη θεια μου τη Βιολέτα κι τις ξαδέρφες μου τη Μαρία τη σχωρεμένη και την Κατίνα , αλά και όλα τα παιδιά της εποχής εκείνης , να κουβαλάνε , με τα “ μπλάρια “ και τα. “.γμάρια” τα δεμάτια , το κοντινότερο αλώνι σε μας , ήταν πάνω απ' το σπίτι του Κόκκινου , δίπλα στου Βαρσοτάσου , και περιμέναμε πως και πως να ‘ρθει η ώρα του αλωνιού να πάμε να παίξουμε με τ' άλογα , κρατώντας τις ουρές τους , αλλά όταν μπήκαν όμως στη..ζωή μας οι μηχανές , οι αλωνιστικές , 'ήταν η καλύτερή μας , γιατί το γήπεδο στις Λάκκες , ήταν γεμάτο θημωνιές και μείς ξημεροβραδιαζόμαστε εκεί παίζοντας πάνω σ' αυτές , παρά το κυνήγι , απ' του ιδιοκτήτες , γιατί κάναμε ζημιά στα ..δεμάτια .
Τις μέρες του “ θέρου “ , του θερισμού δηλαδή , απ’ το πρωί , που χάραζε , μέχρι το..βαθύ σουρούπωμα , έβλεπες τα ζωντανά φορτωμένα με δεμάτια , να έρχονται απ’ τα χωράφια , να πηγαίνουν στο κοντινό τους αλώνι , όπου και ποστιάζονταν , γίνονταν θημωνιές και περίμεναν να έρθει η σειρά τους για το αλώνισμα .
Τον πρώτο λοιπόν καιρό , πριν έρθουν οι..” αλωνιστικές “ , χρησιμοποιούνταν τα αλώνια , τί ήταν τα αλώνια ; Ήταν ένας επίπεδος χώρος , που ήταν στρωμένος συνήθως με πέτρες , και είχε κατά κανόνα στρογγυλό σχήμα και εκεί γίνονταν το παραδοσιακό αλώνισμα με τα ζώα , βόδια παλιά και άλογα μετά , μέχρι που ήρθαν οι αλωνιστικές μηχανές .
Τα αλώνια ήταν μέσα στο χωριό , κοντά , συνήθως , στο σπίτι του ιδιοκτήτη ή και σε κοντινή απόσταση απ’ το χωριό , προπολεμικά δε , υπήρχαν μπόλικα στο χωριό μας . Σύμφωνα με όσα γράφει η αείμνηστη χωριανή μας Σοφία Παλαιολόγου , στο βιβλίο της “ Αναμνήσεις “ , έφταναν τα 37 .
Ιδιοκτήτες τους δε ήταν οι χωριανοί μας : Δεδούσης , Δούκας , Δρόσος Χαράλαμπος , Ζόγκζας Κων/νος , Ζόγκζα Σοφία , Ζώης , Κάγκαλος Αθανάσιος , Κάγκαλος Ανδρέας , Κάγκαλος Γεώργιος , Κάγκαλος Ηλίας η Κουφολιάς ( Κφολιάς ) , Κανδρής , Κάππος , Κιντώνης , Κλώσσας , Κόκκινος η Κορδοπλής , Κολοκύθας , Κρυστάλλω ( Κστάλλω ) , Κωστοπαναγιώτου , Λακαφώσης , Λιάγγουρας , Μαλάμος , Μαργέλλος η Αρπάλης , Μαργέλλος η Σαψαρής , Μάρκος Αλέξανδρος , Μίχος , Ντζιούρας , Πανάγος , Παπαιωάννου , Πέτρου Χαράλαμπος , Π΄λιάνος Κων/νος , Πουρνιάς Αλέξανδρος , Πουρνιάς Γεώργιος , Σκούτας , Σούλιος , Σφέτσος , Σακαρέλλος , Φωτόπουλος .
Απ’ τα Λιδορικιώτικα αλώνια , του παλιού καλού καιρού , κανένα δεν υπάρχει πια , βέβαια όλο και κάποια σημάδια μπορεί να δει κανένας , αλλά “ ατόφιο “ αλώνι δεν υπάρχει . Στη θέση τους χτίστηκαν σπίτια , άλλα έγιναν αυλές και κήπια , και άλλα κόπηκαν από δρόμους .
Με τον ερχομό όμως των αλωνιστικών μηχανών , “ πατόζες “ τις έλεγαν , άλλαξε και η διαδικασία συγκέντρωσης των δεματιών , τώρα πια δημιουργήθηκαν τα “ θημωνοστάσια “ , χώροι που συγκέντρωναν οι χωριανοί τα δεμάτια τους , ποστιασμένα σε “ θημωνιές “ και περίμεναν να έρθει η ώρα και η σειρά τους να αλωνίσουν .
Τα κύρια Λιδορικιώτικα θημωνοστάσια ήταν τρία , ένα στο Σταυρό , μόλις βγαίνουμε απ’ το Λιδορίκι προς Καρούτες , όπου σήμερα η εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου , ένα στο “ Κοτρώνι “ λίγο μετά το Βουνό , πηγαίνοντας προς Λαυκαδίτι και το τρίτο και καλύτερο στις Λάκκες , όπου γινόταν και το τρελό θημωνο..πανήγυρο των παιδιών .
Εκεί , αφού το γήπεδο γέμιζε με θημωνιές , μαζευόμασταν όλα τα παιδιά και παίζαμε χοροπηδώντας πάνω στα ποστιασμένα δεμάτια , γεμίζοντας τα ρούχα μας με αγάνες απ’ τα στάχυα με αποτέλεσμα βέβαια , γυρνώντας στα σπίτια μας να πέφτει..σουλτάν μερεμέτ απ’ τις μανάδες μας .
Όταν λοιπόν τα θημωνοστάσια γέμιζαν , και όλοι οι χωριανοί είχαν αποσώσει το θέρο και το πόστιασμα σε θημωνιές , ερχόταν πια η σειρά της ..” πατόζας “ , το αλώνισμα δηλαδή , αλλά γι΄αυτό θα πούμε στην ώρα του , όταν μπει ο…” αλωνάρης “ ..
Απ’ τα θημωνοστάσια μας δεν υπάρχουν δυστυχώς φωτογραφίες , αλλά για να πάρετε μια…γεύση , απ’ το τι και πως ήταν οι θημωνιές , δημοσιεύουμε κάποιες σχετικές φωτογραφίες .
Καλή σας μέρα ..
'Οπως είπαμε στα " Λαογραφικά μας σημειώματα ", ο Ιούνιος λέγεται απ' το λαό μας και " θεριστής " και για να ..ακριβο..λογήσουμε " θερ'στής ή...θιρ'στής ", γιατί μέσα στον μήνα αυτό γίνεται το θέρισμα , ο θέρος των σταροκρίθαρων, θα μου πείτε που βρεθήκαν αυτά στον τόπο μας , κι' όμως αδέρφια , αυτά τα..βράχια , αυτές οι..ξελάστρες , έθρεψαν και μεγάλωσαν γενιές και γενιές , σπούδασαν παιδιά , προίκισαν ..κορίτσια , κι 'όλα αυτά περήφανα και με το μέτωπο ψηλά , με ιδρώτα και..αίμα , που λέει σοφά ο λαός μας..
Κοίταζα μια μέρα , απέναντι στην Πλέσιβα , ανάμεσα στα βράχια και στις ξερολιθιές , στα πουρνάρια και τις γκρεμίλες , φανταζόμουνα τους Λιδορικιώτες , κάποιους χωριανούς μας , τέλος πάντων , να ξεκινάνε αχάραγα απ' το χωριό , με το ζευγάρι , φορτωμένοι μ'όλα τα..συμπράγκαλα , για ν' ανεβούνε εκεί πάνω να οργώσουν , τι ; να οργώσουν την πέτρα , τα βράχια , να βγάλουν το ψωμί της χρονιάς , κι' όμως , 'άνθιζε κι' η πέτρα εδώ στον τόπο τον ευλογημένο , καλλιεργούσαν την πέτρα κι' αυτή έβγαζε..καρπό..
Κι' όταν έφτανε η ευλογημένη ώρα της σοδειάς , κι' έβλεπες στις ραχούλες της Πλέσιβας , να χρυσίζει η ίδια η ζωή , το στάρι , δεν πίστευες στο θαύμα αυτό της πίστης και της φύσης , γιατί πραγματικά ήταν θαύμα...
Δεν είχα την τύχη , φίλοι μου , να ζήσω αυτές τις σκληρές , όπως λένε , στιγμές , δεν είχα την τύχη να ζήσω την αγροτική ζωή που τόσο ζήλευα , είχαμε βλέπεις το μαγαζί και δεν υπήρχε χρόνος για καλλιέργειες , εγώ όμως ζήλευα τους συμμαθητές μου και τους φίλους μου , όταν μου ‘λεγαν παιδικές ιστορίες , απ' τα χωράφια , τα πρόβατα και τα γίδια , εγώ τότε μαράζωνα , γιατί μου λείπαν όλα αυτά , βέβαια απ' την άλλη μεριά τα παιδιά όλα ζήλευαν εμένα , που ήμουνα ..χωμένος μέσα στα γλυκά , και γλυκό εκείνες τις δύσκολες εποχές , ειδικά για τα παιδιά , ήταν...τουλάχιστον όνειρο ..
Κι' έτσι , τελείως παράδοξα , νοσταλγώ κάτι που δεν ..γνώρισα , κάτι που δεν έζησα και σχεδόν δεν γνωρίζω , κι 'όμως το νοσταλγώ , όσο παράξενο κι' αν ακούγεται και φαίνεται , βέβαια , έχει λογική εξήγηση το φαινόμενο , το εξηγεί η ίδια η ζωή , η καθημερινότητα , είναι φυσικός νόμος , θέλουμε , ζητάμε , ..νοσταλγούμε , αν θέλετε , αυτό που μας λείπει , αυτό που δεν έχουμε , παρ'ότι είναι..παράδοξο να νοσταλγείς κάτι που δεν έζησες , δεν γνώρισες ..
Ξεκίναγαν αχάραγα λοιπόν , για να ‘ναι νωρίς-νωρίς στο χωράφι , να θερίσουν , μέσα στο λιοπύρι , στις μαύρες ερημιές , φορτωμένοι , ταλαιπωρημένοι , θέριζαν , δεμάτιαζαν και κουβάλαγαν με τα ζωντανά τα δεμάτια , στ' αλώνια του χωριού , όσο το αλώνισμα γινόταν παραδοσιακά , απ' τους βαλμάδες και τ' άλογα , κι' αργότερα στα θημωνοστάσια , στις Λάκκες , στο Κοτρώνι , στο Σταυρό , όταν πια υπήρχαν οι αλωνιστικές μηχανές...
Είχα την τύχη να τις ζήσω , και θυμάμαι κατάκαλα , και τις δυο περιπτώσεις , θυμάμαι μάλιστα το μπάρμπα μου το Σπύρο , τη θεια μου τη Βιολέτα κι τις ξαδέρφες μου τη Μαρία τη σχωρεμένη και την Κατίνα , αλά και όλα τα παιδιά της εποχής εκείνης , να κουβαλάνε , με τα “ μπλάρια “ και τα. “.γμάρια” τα δεμάτια , το κοντινότερο αλώνι σε μας , ήταν πάνω απ' το σπίτι του Κόκκινου , δίπλα στου Βαρσοτάσου , και περιμέναμε πως και πως να ‘ρθει η ώρα του αλωνιού να πάμε να παίξουμε με τ' άλογα , κρατώντας τις ουρές τους , αλλά όταν μπήκαν όμως στη..ζωή μας οι μηχανές , οι αλωνιστικές , 'ήταν η καλύτερή μας , γιατί το γήπεδο στις Λάκκες , ήταν γεμάτο θημωνιές και μείς ξημεροβραδιαζόμαστε εκεί παίζοντας πάνω σ' αυτές , παρά το κυνήγι , απ' του ιδιοκτήτες , γιατί κάναμε ζημιά στα ..δεμάτια .
Τις μέρες του “ θέρου “ , του θερισμού δηλαδή , απ’ το πρωί , που χάραζε , μέχρι το..βαθύ σουρούπωμα , έβλεπες τα ζωντανά φορτωμένα με δεμάτια , να έρχονται απ’ τα χωράφια , να πηγαίνουν στο κοντινό τους αλώνι , όπου και ποστιάζονταν , γίνονταν θημωνιές και περίμεναν να έρθει η σειρά τους για το αλώνισμα .
Τον πρώτο λοιπόν καιρό , πριν έρθουν οι..” αλωνιστικές “ , χρησιμοποιούνταν τα αλώνια , τί ήταν τα αλώνια ; Ήταν ένας επίπεδος χώρος , που ήταν στρωμένος συνήθως με πέτρες , και είχε κατά κανόνα στρογγυλό σχήμα και εκεί γίνονταν το παραδοσιακό αλώνισμα με τα ζώα , βόδια παλιά και άλογα μετά , μέχρι που ήρθαν οι αλωνιστικές μηχανές .
Τα αλώνια ήταν μέσα στο χωριό , κοντά , συνήθως , στο σπίτι του ιδιοκτήτη ή και σε κοντινή απόσταση απ’ το χωριό , προπολεμικά δε , υπήρχαν μπόλικα στο χωριό μας . Σύμφωνα με όσα γράφει η αείμνηστη χωριανή μας Σοφία Παλαιολόγου , στο βιβλίο της “ Αναμνήσεις “ , έφταναν τα 37 .
Ιδιοκτήτες τους δε ήταν οι χωριανοί μας : Δεδούσης , Δούκας , Δρόσος Χαράλαμπος , Ζόγκζας Κων/νος , Ζόγκζα Σοφία , Ζώης , Κάγκαλος Αθανάσιος , Κάγκαλος Ανδρέας , Κάγκαλος Γεώργιος , Κάγκαλος Ηλίας η Κουφολιάς ( Κφολιάς ) , Κανδρής , Κάππος , Κιντώνης , Κλώσσας , Κόκκινος η Κορδοπλής , Κολοκύθας , Κρυστάλλω ( Κστάλλω ) , Κωστοπαναγιώτου , Λακαφώσης , Λιάγγουρας , Μαλάμος , Μαργέλλος η Αρπάλης , Μαργέλλος η Σαψαρής , Μάρκος Αλέξανδρος , Μίχος , Ντζιούρας , Πανάγος , Παπαιωάννου , Πέτρου Χαράλαμπος , Π΄λιάνος Κων/νος , Πουρνιάς Αλέξανδρος , Πουρνιάς Γεώργιος , Σκούτας , Σούλιος , Σφέτσος , Σακαρέλλος , Φωτόπουλος .
Απ’ τα Λιδορικιώτικα αλώνια , του παλιού καλού καιρού , κανένα δεν υπάρχει πια , βέβαια όλο και κάποια σημάδια μπορεί να δει κανένας , αλλά “ ατόφιο “ αλώνι δεν υπάρχει . Στη θέση τους χτίστηκαν σπίτια , άλλα έγιναν αυλές και κήπια , και άλλα κόπηκαν από δρόμους .
Με τον ερχομό όμως των αλωνιστικών μηχανών , “ πατόζες “ τις έλεγαν , άλλαξε και η διαδικασία συγκέντρωσης των δεματιών , τώρα πια δημιουργήθηκαν τα “ θημωνοστάσια “ , χώροι που συγκέντρωναν οι χωριανοί τα δεμάτια τους , ποστιασμένα σε “ θημωνιές “ και περίμεναν να έρθει η ώρα και η σειρά τους να αλωνίσουν .
Τα κύρια Λιδορικιώτικα θημωνοστάσια ήταν τρία , ένα στο Σταυρό , μόλις βγαίνουμε απ’ το Λιδορίκι προς Καρούτες , όπου σήμερα η εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου , ένα στο “ Κοτρώνι “ λίγο μετά το Βουνό , πηγαίνοντας προς Λαυκαδίτι και το τρίτο και καλύτερο στις Λάκκες , όπου γινόταν και το τρελό θημωνο..πανήγυρο των παιδιών .
Εκεί , αφού το γήπεδο γέμιζε με θημωνιές , μαζευόμασταν όλα τα παιδιά και παίζαμε χοροπηδώντας πάνω στα ποστιασμένα δεμάτια , γεμίζοντας τα ρούχα μας με αγάνες απ’ τα στάχυα με αποτέλεσμα βέβαια , γυρνώντας στα σπίτια μας να πέφτει..σουλτάν μερεμέτ απ’ τις μανάδες μας .
Όταν λοιπόν τα θημωνοστάσια γέμιζαν , και όλοι οι χωριανοί είχαν αποσώσει το θέρο και το πόστιασμα σε θημωνιές , ερχόταν πια η σειρά της ..” πατόζας “ , το αλώνισμα δηλαδή , αλλά γι΄αυτό θα πούμε στην ώρα του , όταν μπει ο…” αλωνάρης “ ..
Απ’ τα θημωνοστάσια μας δεν υπάρχουν δυστυχώς φωτογραφίες , αλλά για να πάρετε μια…γεύση , απ’ το τι και πως ήταν οι θημωνιές , δημοσιεύουμε κάποιες σχετικές φωτογραφίες .
Καλή σας μέρα ..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου