ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Στην προσπάθειά μας , αγαπημένοι μας φίλοι , να σας δώσουμε όσο πιο ..πληρέστερη μπορούμε , εικόνα του παραδοσιακού θέρου – θερισμού , δημοσιεύουμε σχετικά κείμενα , απ’ το βιβλίο : “ Γεωργικά της Ρούμελης “ , του μεγάλου Δωριέα ( απ’ την Αρτοτίνα ) λαογράφου Δημήτρη Λουκόπουλου .
“ Ήμος δε σκολυμός τ’ ανθεί και ηχέται τέττιξ . Δενδρέω εφεζόμενος λιγυρήν κοταχεύετ’ αοιδήν πυκνόν υπό πτερύγων , θέρεος καματώδιος ώραη .”
( Ησιόδου Έργα και ημέραι 582 – 583 )
Η επιτυχία του σταριού .
Απ’ τον καιρό του Ησιόδου δεν άλλαξαν διόλου τα πράγματα του θερισμού , κι’ οι παραπάνω στίχοι του , είναι σαν να ‘γιναν σήμερα κι’ όχι πολλούς αιώνες πΧ.
‘Οταν δηλαδή τσούξει η ζέστα , και κάμει αρχή ο τζίτζικας να χύνει μέσα απ’ τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων το τσιριχτό τραγούδι του , να τος , έφτασε ο Θέρος…
“ ..Επάρατε τους οφθαλμούς ημών και θεάσασθε τας χώρας , ότι λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη , και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει …” ( Ιωαν. δ’ 35 ) .
…γράφει συμβολικά για το θέρο ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του .
Οι Ρουμελιώτες λένε το παρακάτω χαρακτηριστικό τετράστιχο , σε ποίηση διδακτική :
“ Όπου σπέρνει ο πατέρας μ’ και κλαίει ,
θερίζειη μάνα μ’ και γελάει .
Κι’ όπ’ σπέρν’ ο πατέρας μ’ και γελάει ,
θερίζει η μάνα μ’ και κλαίει . “
Εξήγηση :
Στή Ρούμελη σπανιότατα να ιδείς γυναίκα να πιάσει αλέτρι και να κάνει χωράφι . Το κάμωμα και το σπάρσιμο είναι αντρίκειες δουλειές , και σχεδόν μόνο άντρες τις κάνουν . Ιδίως όταν το χωράφι είναι παχύ και πλούσιο σε χώμα , μόνο τα αντρίκια χέρια είναι εκείνα που μπορεί να το δαμάσουν , και μάλιστα με κόπο και με κλάμα που φέρνει η επίμονη προσπάθεια . Έτσι άλλωστε υπάρχει και η ελπίδα να είναι πλούσια η απόδοση που ζητάει ο γεωργός .
Εξάλλου , όπως είναι σπάνιο να ιδείς γυναίκα να οδηγάει βόδια ζεμένα στο ζυγό , το ίδιο σπάνιο είναι να ιδείς κι’ άντρα στη Ρούμελη , να σκύβει και να θερίζει τα στάχυα του σιταριού . Το θέρισμα είναι γυναίκεια δουλειά , σε γυναίκας χέρι πρέπει το αλαφρό δρεπάνι , όπως το εναντίο , σ’ αντρικά χέρια αρμόζει η ..αλετρονουρά .
Κατά το παραπάνω τετράστιχο , όσο πιο παχύ και βαρύ είναι σε χώματα το χωράφι κι’ επομένως πιο πολύς ο κόπος του άντρα , τόσο πιο μεγάλη κι’ η απόδοση του σιταριού . Θερίζει η μάνα μ’ και γελάει . Θερίζει η γυναίκα με χαρά , γιατί τα στάχυα είναι βαριά και πλούσιο “ αμητό “ προμηνύουν .
Εξεναντίας , αν το χωράφι είναι φτωχό , και τ’ όργωμα για τον άντρα είναι παιχνίδι . Γελώντας οδηγεί τα βόδια , καμιά κούραση δεν αισθάνεται απ’ το κάμωμα σε τόσο αδύνατα και φτωχά χώματα .
Λύπη όμως και κλάμα πιάνει τη γυναίκα τον καιρό στο θέρισμα .Τι θερίζει και να μην κλάψει ; Κάτι στάχυα σα μυγόσταχα , δίχως βάρος δίχως ελπίδα πως θα βάλει στο κοφίνι το ψωμί που χρειάζεται σπίτι για να βγάλει πέρα η οικογένεια έναν ολάκερο χρόνο .
Αυτά εννοεί το παραπάνω τετράστιχο , που εικονικά τα λέει τάχα το χωράφι και σαν παροιμία το λένε οι γεωργοί , θέλοντας να δείξουν δογματικά ποιά είναι η θέση του άντρα και ποιά της γυναίκας μέσα στην καλλιέργεια ενός χωραφιού .
Τι χαρά σε πιάνει , όταν σταθείς στην άκρη στο καλοπεριποιημένο σιταροσπαρμένο χωράφι σε ώρα θερισμού ! Τα στάχυα όλα ισόμετρα κι’ απ΄το βάρος του καρπού σαν κεφάλια προσκυνημένα σκυμμένα προς τα κάτω , περιμένουν το δρεπάνι να τα πάρει .
- Σίτα να ρίξεις ! λένε οι γεωργοί , περνάει απ’ άκρη σ’ άκρη της θάλασσας αυτής των σταχυών . Όπου σίτα είναι η αλλού λεγόμενη κρισάρα , το με πανένιο πάτο κόσκινο δηλαδή .
Με τα παραπάνω λόγια , ή κι’ αν ειπούν : είναι κόφτρα το σιτάρι , φανερώνουν την απόλυτη επιτυχία στην καρποφορία του . Κόφτρα είναι δηλαδή σαν να το έκοψες πέρα για πέρα ίσια μ’ ένα πριόνι , κι’ όχι το ένα στάχυ ψηλότερο και τ’άλλο χαμηλότερο , που θα ‘ήταν ένδειξη πως το σιτάρι δεν είναι πετυχημένο .
Το βρέσιμο του δρεπανιού
Το θέρισμα στη Ρούμελη γίνεται μόνο με το δρεπάνι , το γνωστό καμπυλωτό οδοντωτό κοφτερό εργαλείο . Ήταν εποχή όπου το σιτάρι το μάζευαν οι άνθρωποι με τα χέρια , όπως κι ακόμα τώρα κάνουν , όταν τα στάχυα είναι πολύ χαμηλά . Την εποχή αυτή την ακολούθησε άλλη εποχή που έκοβαν με μαχαίρι τα στάχυα , και βέβαια πρέπει να πέρασαν πολλά χρόνια , για να μη πω αιώνες , ώσπου να βρεθεί το δρεπάνι που ευκόλυνε πιο πολύ το θέρισμα .
Ακούεται μια παράδοση που λέει την ιστορία του δρεπανιού .
“ Ήταν , λέει , μια φορά κι’ ένα καιρό κάποιος πατέρας , κι’ αυτός ο πατέρας άλλη περιουσία δεν είχε εξόν από ένα δρεπάνι κι ένα γατάκι , Είχε και δυο παιδιά . Στο ένα παιδί του άφησε κληρονομιά το δρεπάνι και στο άλλο το γατάκι .
Μακρινή εποχή τότε που οι άνθρωποι δεν ήξεραν ακόμα να θερίζουν τα σπαρτά , παρά τα έκοβαν με το ψαλίδι , και να πως : Ένας προχωρούσε στ’ αθέριγο σιτάρι και ψαλίδιζε τα στάχυα , απαράλλαχτα όπως ο κουρέας ψαλιδίζει τα μαλλιά του κεφαλιού . Λεύτερος ακολουθούσε πίσω του και μάζευε τα πεσμένα . Το κόψιμο του σιταριού είχε άργητα και γινόταν με κόπο πολύν και δυσκολία .
Ας αφήσουμε τι γινόταν τότε κι ας έρθουμε και πάλι στα παιδιά .
Ήταν εποχή θερισμού , το παιδί που κληρονόμησε το δρεπάνι , σηκώνεται μια μέρα και πάει σ’ ένα χωράφι γι να ιδεί πως κόβουν τα στάχυα .
Είδε , τι να ιδεί ! έκοβαν τα στάχυα με το ψαλίδι .
- Δε μου λέτε , πως νοματίζεται η δουλειά που κάνετε ; ρώτησε .
- Θέρος , του είπαν .
- Μή λετε θέρος , είπε το παιδί , αυτό που εσείς κάνετε είναι κόφτρας , να ποιός είναι ο θέρος !
Και βγαίνει το παιδί το δρεπάνι , χερώνει μια δραξιά στάχυα και φραπ , τα κόβει μονομιάς . Κόβει κι’ άλλη αδραξιά , κι’ άλλη ..και τις απιθώνει τη μια πάνω στην άλλη καταγής , βάνει έπειτα το δρεπάνι στον ώμο , παίρνει και με τα δυο χέρια του όσες αδραξιές είχε αφήσει κάτω και τις έδεσε , έφτιασε ένα χερόβολο .
Έτσι δρεπάνισε κι’ άλλα στάχυα , έφτασε κι’ άλλες χεριές , έδεσε κι’ άλλα χερόβολα . Μάζεψε καμιά δεκαρία χερόβολα , τα δεσε όλα μαζί και έφτιασε δεμάτι .
- Να ο θέρος τους λέει .
Για πρώτη φορά τότε έβλεπαν οι άνθρωποι πόσο γρήγορα και με πόση ευκολία μπορείς να θερίζεις με το δρεπάνι .
- Δε μας το δίνεις ; σου πλερώνουμε όσα..όσα γι’ αυτό το δρεπάνι , είπαν .
Κείνο που δεν ήθελε το παιδί ! Μοσκοπούλησε το δρεπάνι , πήρε χρήματα και ζούσε σαν άρχοντας .
Αλά και το εύρεμα του δρεπανιού ευκόλυνε τον κόσμο να κάνει το θέρο του με όλη την ανέσια .
Στου θέρου τις παραμονές .
Στα δοσμένα σεμπρικά χωράφια , υποχρεωμένος να κάνει το θέρο είναι ο σ έ μ π ρ ο ς , ο αφεντικός του χωραφιού μόνο από καλή θέληση μπορεί να δώσει χέρι βοηθέιας , ειδάλλως υποχρέωση καμιά δεν έχει .
Στα τριτάρικα το ίδιο , υποχρεωμένος να θερίσει είναι εκείνος που τα πήρε με τη συμφωνία να δώσει το τρίτο.
Τα παρασπόρια τα θερίζει ο αφεντικός τους .
Αρχή στο θέρο κάνουν στα καμποχώρια , γιατί και πρωτύτερα πιάνει ξη ζέστη του καλοκαιριού εκεί . Τέλος του Μάη ή αρχή του Ιουνίου , που τον λένε θεριστή , μπαίνουν ( αρχίζουν ).
Στα βουνίσια χωριά ο θέρος γίνεται ανάλογα με το ύψος των χωραφιών και του τόπου . Στα χαμηλώματα μπαίνουν τέλος του θεριστιού , όσο απάνου είναι τα χωράφια , τόσο μένουν παραπίσω . Έτσι καταντάει τα ψηλώματα να θερίζονται τέλος του Αλωναριού ( Ιουλίου ) . Στα πολύ ψηλά μάλιστα ο θερισμός γίνεται το Δεκαπεντάυγουστο . Σα να πούμε στα ριζώματα του Βελουχιού , των Βαρδουσιών και του Παρνασσού , μόλις της Παναγίας ( 15 Αυγούστου ) ασπρίζουν τα σπαρτά , τότε αρχίζει ο θέρος .
Οι παραμονές του θερισμού βάζουν σε κίνηση τους γεωργούς .
- ΄Πότε θα μπούμε ;
- Είναι για να μπούμε !
- Μπήκαμε !!
Να , το μεγάλο πρόβλημα που όλο το χωριό απασχολεί . Και δος του ετοιμασία και κόντρα ετοιμασία .
Ο ένας εδώ ξεκρεμάει σκουριασμένα δρεπάνια από κει που τα είχε κρεμασμένα και τα τροχάει με τη λίμα του για να κάμει τα δόντια τους κοφτερά . Ο άλλος παραγγέλνει στο γύφτο καινούργια δρεπάνια , τρίτος τ’ αγοράζει από μαγαζί , γιατί και τα δρεπάνια τα εμπορεύονται των χωριών οι μικρέμποροι .
Ο θέρος δεν είναι γενικός όπως ο τρύγος . Γίνηκε το δικό σου σπαρτό , κώλυμα δεν υπάρχει , πας και θερίζεις , εγώ που το σπαρτό μου είναι ακόμα μελίχλωρο , μένω δυο..τρεις μέρες παραπίσω .
Από σύνταχα ( λίαν πρωί ) ακόμα , το σπίτι όλο είναι αναστατωμένο . Ο γεωργός συναρίζει ( ετοιμάζει ) τα δρεπάνια , ετοιμάζει το ζω , το σαμαρώνει , βάνει τη σαμαροτριχιά στο σαμάρι , του ρίχνει τροφή να φάει . Η γυναίκα του βάνει το ψωμί στα σακούλια , παίρνει κρεμμύδια , ελιές απ’ τον τάλαρο , παίρνει τη βαρέλα για το νερό , το τσουκάλι για να πίνουν , το τάσι κι’ ό,τι άλλο .
Κοντά των Αγιαποστόλων τότε , κι ακόμα δεν πάσχασε ο κόσμος στο χωριό . Κόβει και μια αγουρίδα απ’ την κληματαριά να την έχουν για “ ταλατύρι “, κρύβει και λίγο αλάτι σ’ ένα πανάκι .
( Στύβουν την αγουρίδα σε σαγάνι μέσα , ρίχνουν και λίγο αλάτι και βουτούν τις χαψιές το ψωμί και τις τρώνε . Αυτό είναι το “ ταλατύρι “. Σαν ξινό , είναι πολύ δροσιστικό το καλοκαίρι και τρώγεται με πολλή όρεξη . )
Όλα τα φορτώνει στο ζω ο γεωργός , σακούλια κρέμονται μπρός – πίσω , στο σαμάρι του ζώου , και τα δρεπάνια είναι μπημένα στο μπροστάρι του . Πανωσάμαρα , δένει το μικρό παιδί τους , πίσω ακολουθούν τα πιο μεγάλα παιδιά κι’ η γυναίκα του , φορτωμένη κανένα σακούλι και το δρεπάνι της .
Να το ξεκίνημα .
Πριν ακόμα ο ήλιος ξεμυτίσει στων γύρω βουνών τις κορφές , η οικογένεια βρίσκεται στο χωράφι , γιατί έχουν σε νου την παροιμία : Όσο βοηθάει η νύχτα κι’ η αυγή , ούτε πατέρας , ούτε αδερφή .
Κι αρπάζουν τα δρεπάνια : πρώτα η γυναίκα του γεωργού , την ακολουθούν τα κορίτσια της κι’ αυτά με δρεπάνι στο χέρι .
- Ώρα καλή κι ευλογημένη μας !! εύχονται όλοι μαζί και…μπαίνουν ..
- Καλά μπερεκέτια ! ακούς το γεωργό .
Και φραπ – φριπ τα δρεπάνια .
Ανοίγουν ένα δρόμο ίσια πέρα στο σπαρτό μέσα . Παίρνουν κι’ αντίθετα , ανοίγουν κι’ άλλον ένα δρόμο και γίνεται σταυρός για την καλή αρχή .
Με τι χαρά γίνεται ο θέρος το πρωί με τη δροσιά !
Αδράχνει η θερίστρα όσα πιάνει η ζερβιά της χούφτα στάχυα , και φραπ με το δρεπάνι που κρατεί στο δεξί χέρι , τα κόβει . Η πρώτη χεριά αυτή , την αφήνει κάτω . Πιάνει ‘άλλα τόσα , ίσως και περισσότερα στάχυα , τα κόβει κι’ αυτά .
Η δεήυτερη χεριά τούτη , τη βάζει πάνω στην πρώτη . Όταν οι χεριές γίνουν πέντε – έξι , βάζει το δρεπάνι στον ώμο , για να ‘χει λεύτερα τα χέρια της , χουφτώνει και με τα δυο της τ’ απιθωμένα κάτω στάχυα , ξεσέρνει τέσσερα πέντε , τα πιο μακριά καλαμόσταχα , τ’ ακουμπάει στο γόνα , ακουμπάει και τα στάχυα και τα περιδένει .
Έφτιασε το πρώτο “ χερόβολο “ , τ’ αφήνει κάτω .
Με καλά τα χερόβολα γίνονται και καλά τα δεμάτια , κι’ απ’ αυτού προέρχεται η παροιμία : Κι’ εγώ κακά χερόβολα κι’ εσύ κακά δεμάτια , που τη λέμε για να δείξουμε πόσο έχει να κάμει η δουλειά του άλλου , όταν αναδεχόμαστε για να τη φέρουμε σε πέρας .
Όταν το σιτάρι είναι πυκνό και μεστωμένο , τα χερόβολα γίνονται κάθε λίγο και λιγάκι , και τότε η θερίστρα λέει :
- Τα φτιάχνω στον τόπο τα χερόβολα !
Όταν όμως είναι αριά τα στάχυα , πρέπει να θερίσει πολύ διάστημα για να φτάσει ένα χερόβολο , και τότε λέει η θερίστρα :
- Στην αριά και την καρυά τόχει το σιτάρι το χωράφι !
Ενώ οι θερίστρες θερίζουν , όλο θερίζουν , και τα χερόβολα όσο πάνε και γίνονται πιο πολλά στη θερισμένη έκταση του χωραφιού , ο γεωργός έκοψε κάμποσα καλαμόσταχα βρίζας που την είχαν σπαρμένη στην άκρη στο χωράφι και τα φέρνει στο πιο κοντινό νερό που βγαίνει από την πηγή ή και τρέχει στο ρεματάκι . Φτιάνει γούρνα , τα βάζει , πιάνει δεκαριά με το δεξί κι’ άλλα τόσα με το ζερβί και τα κομποθιάζει εκεί που έχουν τα στάχυα , έφτιασε το πρώτο δεματικό .
Φτιάνει κι’ άλλο ..κι’ άλλο , πολλά , τα παίρνει και τα φέρνει στο χωράφι .
Ο ήλιος πήγε γιόμα τώρα , έτσουξε η λαύρα . Ο ιδρώτας σα βροχή τρέχει απ’ τα μέτωπα των θεριστάδων , αλλ’ όσο τρέχει , τόσο και με πιο πολύ ζήλο θερίζουν .
Το ξεμεσημέριασμα
Ωστόσο , το λιοπύρι είναι ανυπόφορο τέτοια ώρα , παραλύει τα χέρια , παραλύει και τη δουλειά . Ήρθε το γιόμα κι είναι καιρός για το φαγί πια .
Πετούν οι θεριστάδες τα δρεπάνια στη γη κάτω και πάνε και πιάνουν τον ίσκιο τους , δέντρου ίσκιο ή ελατιού που βρίσκεται στην άκρη του χωραφιού . Ή πάνε ίσως και πιο πέρα , όπου η βρυσούλα χύνει το κρύο νερό της και μουρμουρίζει κάτω απ’ το βαθύσκιωτο πλατάνι .
Εκεί ξαπλώνουν . Τρώνε τα φτωχικά τους φαγητά με όρεξη που θα τη ζήλευε κι’ ο πιο πλούσιος του κόσμου τούτου , με γέλια , χαρές χωρατά , κάποτε και τραγούδια .
Τρώνε και “ γέρνουν “ ( πλαγιάζουν ). Τι γλυκός ο ύπνος ! Ποιά όνειρα φτερουγίζουν στο στενό ορίζοντα που πετάει των γεωργών η φαντασία ! Εξάπαντος γλυκά όνειρα , το μαρτυράει το μακάριο ρουχνητό του γεωργού και της γυναίκας του .
Κάποια ώρα πετιέται ο γεωργός ..
- Σήκω γυναίκα , λέει , έγειραν τ΄απόσκια .
Κι’ αλήθεια , ο ήλιος τσάκισε κατά τη δύση του .
- Να βρέξω τα μάτια μου , λέει η γυναίκα .
Παίρνει με τις χούφτες νερό απ’ τη βρύση και νίβεται γρήγορα – γρήγορα , ξυπνάει και τα κορίτσια της , αρπάχνουν τα δρεπάνια και πάλι θέρο .
Όταν πάρουν τ ‘ απόσκια και πέσει η δροσιά και πάλι , βάζουν όλα τους τα δυνατά οι θερίστρες για να “ μπιτίσουν .
Ο γεωργός τώρα πια είναι στα νερά του . Δένει τα δεμάτια .
Δέσιμο δεματιών
Ξαπλώνει κάτω ένα δεματικό , παίρνει δυο χερόβολα και λημεριάζει : τα βάνει σταυρωτά , μέσα τα στάχυα , όξω την καλαμιά , ή το ένα με τα στάχυα μέσα και τ’ άλλο με τα στάχυα όξω . Σωρώνει κάτω δέκα , είκοσι , τριάντα χερόβολα , αναλόγως τα χερόβολα , πιάνει το δεματικό απ’ τις άκρες του , γονατίζει πάνω τους και τα ζουλάει να συμμαζευτούν . Σφίγγει όσο μπορεί τις άκρες του και στο ύστερο κομποθιάζει το δεματικό , και τον κόμπο το μπήγει στα στάχυα μέσα . Έφτιασε το πρώτο δεμάτι ..
Φτιάνει το δεύτερο , το τρίτο κι’ άλλα πολλά .
Η γυναίκα με τα κορίτσια του έφτασαν ως εκεί που είχαν να φτάσουν θερίζοντας , ή και τελείωσαν , μα τότε αφήνουν κι’ ένα μικρό τεμάχιο αθέριγο , το “ αποθέρι “ που το λένε , για να φάνε τα πράματα όταν θα μπούνε να βοσκήσουν την καλαμιά , και τούτο το αφήνουν για το καλό .
Και σαν αποθερίσουν , κουβαλούν τα σκορπισμένα εδώ εκεί χερόβολα , τα βάζουν το ένα πάνω στο άλλο και κάνουν τη “ θημωνιά “ .
Φτιάνουν μια θημωνιά εδώ , την άλλη παραπέρα και πάντα τη μια κοντά στην άλλη για να μην τις χαλούν τα πράματα .
Και σαν απομάσουν τα χερόβολα όλα όσα ήταν σκορπισμένα στο χωράφι μέσα , απολάνε το ζω , τις γίδες , κι’ ό,τι άλλο ζώο έχουν , για να βοσκήσουν . Επιτρέπουν να μπει και ο τσοπάνης που περιμένει με τα πράματά του εκεί παραπέρα πότε και πότε να μπει να βοσκήσει την καλαμιά , όπως το έθιμο που απ’ τους παλιούς βρέθηκε το θέλει .
Και σαν μπούνε τα πράματα μέσα , ο τσοπάνης με τη γκλίτσα στέκεται κοντά στις θημωνιές κι’ αμποδίζει τα πράματα να σιμώσουν και τις χαλάσουν , ρίχνει πότε – πότε και καμιά πέτρα , να τα διώξει παραπέρα όταν πλησιάσουν .
Κάποτε δεν είναι εύκολο το ίδιο βράδυ του θέρου να δέσει τα δεμάτια ο γεωργός ή δεν προλαβαίνει , ή τυχαίνει το σιτάρι παραγενωμένο , κριτσιλιάζει ( είναι εύθραυστο και δεν δένεται ) , τ’ αφήνει λοιπόν άδετο ως το πρωί που θα πέσει η δροσιά για να λουρώσει και να μη σπάζουν τα στάχυα .
Αλλά τότε , ανάγκη είναι να νυχτοξημερώσει στο χωράφι ο γεωργός με την οικογένειά του . Κι’αυτό συνήθως γίνεται .
Ωστόσο , η γυναίκα του γυρίζει , δεν μένει εκεί , στο χωριό και στο σπίτι της έχει να “ ζυμοκουλουρίσει “ ( ζυμώσει καμιά κουλούρα ψωμί ) και να μαγειρέψει , να φέρει στους άλλους να φάνε , όταν θα ξημερώσει . Και δεν γυρίζει στο χωριό άδεια , φορτώνεται στην πλάτη της δυο δεμάτια , προσέχοντας στο δρόμο να μη τριφτούν .
Την άλλη μέρα , από νύχτα ακόμα βρίσκεται και πάλι στο χωράφι , κι’ αν είχε μείνει αθέριγο , αρχίζει και πάλι το θέρο απ’ την “ αποθεριά “που ήταν αφημένη την προηγούμενη μέρα .
Έτσι προχωρεί ο θέρος ως το τέλος .
Το νυχτοθέρι
Ο καλύτερος θέρος γίνεται τη νύχτα , μάλιστα αν τύχουν οι φεγγαρόλουστες νύχτες , όπου το φεγγάρι ρίχνει πλούσιο το φως και βλέπει κανείς να κάνει τη δουλειά του σαν να είναι μέρα .
Νυχτοθέρι λοιπόν ονομάζουν τα νυχτερινά τούτα θερίσματα . Η οικογένεια όμως του γεωργού πρέπει να βρίσκεται στο χωράφι αποβραδίς , τον παίρνει όμως για λίγο και πριν απ’ τα μεσάνυχτα ακόμα , νατην , στο πόδι .
Με τι όρεξη θερίζει κανείς τη νύχτα !! Βοηθάει η δροσιά , βοηθάει το μυστήριο της νύχτας κι’ η φεγγαρολουσιά .
Τα νυχτοθέρια τα προτιμάνε γιατί : Όσο βοηθάει η νύχτα κι η αυγή , ούτε μάνα ούτε η αδερφή .
Το κέφι σου δίνει φτερά στη δουλειά , και να , γιατί τη νύχτα μονάχα ακούς κάπου – κάπου και τραγούδια . Του θέρου τραγούδια εξεπιτούτου δεν έχουν , ωστόσο μπορεί κανείς να πει το παρακάτω, είναι θεριάτικο .
“ Παπαδοπούλα θέριζε σ’ ένα δασύ κριθάρι
Έργους , έργους το πάϊνε , έργους κοιλοπονάει.
Η μάνα της τη ρώτησε , η μάνα της της λέει .
- Τ’ έχεις κόρη μ’ και στέκεσαι και δε βαρείς δρεπάνι ;
- Εγώ , μάνα μου , δεν μπορώ , κι δε μπορώ θερίσω .
- Γιατί , κόρη μου δεν μπορείς , και δε μου λες και μένα ;
- Μάνα μου , σα με ρώτησες , θελά στο μολοήσω .
Ν’εγώ , μάνα μ’ , κοιλοπονώ ν γίνει το παιδί μου . “
Αν ο θέρος πέσει σε εποχή που έχει δειπνήσει το φεγγάρι , κι οι νύχτες είναι σκοτεινές , το νυχτοθέρι είναι αδύνατο .
Ωστόσο οι γεωργοί βρήκαν τον τρόπο να θερίζουν και τις ασέληνες νύχτες . Ανάβουν μεγάλες φωτιές στις άκρες του χωραφιού κι οι λαμπάδες τους που ξεπετιούνται τον ανήφορο , ρίχνουν αρκετό φως για να μπορεί κανείς να βλέπει να κόβει τα στάχυα .
Ή ένας απ’ τους θεριστάδες παίρνει αναμμένο δαυλί στο χέρι του και το αιωρεί πέρα – δώθε στον αέρα έτσι που να ζωογονείται η φωτιά του και να φωτίζει σε κείνους που θερίζουν .
τους Ωστόσο , κάποτε η φωτιά του δαυλιού θαλαπώνει ( ωχριά ) και τότε οι θεριστάδες λένε στ’ αστεία :
- Ράψε ράφτη γιατί κάηκαν τ’ άχερα ! παροιμία που
ξηγιέται : Βιαστείτε , γιατί η φωτιά σε λίγο σβήνει και πια δεν βλέπουμε να θερίσουμε .
Η παροιμία προήλθε από τούτη την αιτία :
Παλιά χρόνια , τότε που έραβε ένας ράφτης νύχτα . Τους ραφτάδες τους προσκαλούσαν άλλοτε στα σπίτια κι έραβαν τα ντύματα του σπιτιού , όσα ήταν για να ραφτούν . Κι’ ούτε λυχνάρια δεν υπήρχαν ακόμα εκείνη την εποχή στα χωριά , γι αυτό έκαιαν στη φωτιά κεδρόξυλα , να ξεπετιέται η λαμπάδα τους να φωτίζει το .σπίτι , ή έριχναν άχερα που λαμπαδιάζουν εύκολα κα χύνουν αναλαμπές από στιγμή σε στιγμή .
Έτσι λοιπόν και κείνος ο ράφτης νυχτόραβε με τα άχερα που πετούσαν στη φωτιά , ωστόσο ήταν τεμπέλης και καρφί δεν του καιγόταν , αν οι αναλαμπές περνούσαν τόσο γρήγορα και δεν μπορούσε να κάμει βήμα στη δουλειά του .
- Ράψε ράφτη , καήκαν τα ..άχερα !!
Μένει από τότε για παροιμία .
Όχι σπάνια , ο θέρος γίνεται δανεικός : βοηθάω εγώ σήμερα έναν για να θερίσει το χωράφι του , βοηθάει και κείνος εμέναν , όταν είναι για να θερίσω το δικό μου χωράφι . Έτσι ευκολύνεται ο θέρος στα χωριά , να τι είναι δανεικός θέρος .
Όταν ο γεωργός δέσει όλα τα δεμάτια , αρχίζει τον..κουβάλο τη μεταφορά . Φορτώνει δυο από δω και δυο από κει . στο σαμάρι του μουλαριού του , κάποτε και περισσότερα , και τα φέρνει στο χωριό και τα θημωνιάζει στην άκρη στ’ αλώνι για να αλωνίσει , όταν θα είναι η σειρά του .
Ξαναγυρίζει , ξαναφορτώνει , τα φέρνει , κι έτσι σιγά – σιγά μπιτιζει και τον..κουβάλο .
- Σηκωθήκαμε , λέει , κι εννοεί πως τέλειωσαν το θέρο .
- Και του χρόνου πλειότερο να δώσει ο Θεός , εύχονται όλοι στο γεωργό .
- Μακάρι , λέει , απ’ το στόμα σας και του Θεού τ’ αυτιά , Παναγία μου !
Και τώρα ο θέρος στον κάμπο .
Ο Θέρος στον κάμπο – Το σταχολόγημα
Όταν η χρονιά πάει καλά , τα σιτάρια στους κάμπους θησαυρίζουν . Και τότε με δικά του μονάχα χέρια ο νοικοκύρης δε μπορεί να βγει πέρα στο θέρο , όση καλή θέληση και σβελτάδα κι αν έχει . Δεν του απομένει λοιπόν άλλο τότε παρά να βάλει με πλερωμή ξένους θεριστάδες , να θερίσουν τα σπαρτά του .
Κι είναι η εποχή που βρίσκει θεριστάδες όσους θέλει , γιατί τον καιρό στο θέρο , φτωχολογιές , γυναίκες , κι άντρες κάποτε – πότε , κατεβαίνουν επίτηδες στον κάμπο για να ξενοθερίσουν να βγάλουν το..καρβέλι τους .
Πιάνουν λοιπόν ένα δυο ή περισσότερους από δαύτους οι γεωργοί , πέφτουν σε συμφωνίες και βάζουν ομπρός . Και σαν τελειώσουν το θέρισμα , ένα τόσο τα εκατό απ’ το σιτάρι που θα κάνει το χωράφι , φεύγει απ’ τον αφέντη και μπαίνει στο σακί των θεριστάδων .
Εξόν όμως απ’ την πλερωμή τούτη , οι θεριστάδες παίρνουν και τη φάκνα τους , όσο θερίζουν , πρωί βράδυ , τους φέρνει ο αφεντικός το φαγάκι τους και το ανάλογο κρασάκι .
Στο Ξηρόμερο και Βάλτο , όπως και στου Μεσολογγιού τα μέρη , θεριστάδες έρχονται απ’ τη Λευκάδα . Είναι ξακουστοί θεριστάδες στα μέρη τούτα οι Λευκαδίτες και δουλεύουν μόνο με το μεροκάματο. Ο κάθε θεριστής εδώ είναι υποχρεωμένος να έχει δικό του δρεπάνι , ενώ στ’ άλλα μέρη τους τα δίνει ο αφεντικός του χωραφιού , τα δρεπάνια .
Ξενοθερίστρες και ξενοθεριστάδες , μένουν και δυο κάποτε μήνες στον κάμπο , για δουλειά . Φτιάνουν από πλερωμές δέκα ..είκοσι ..κοιλά εισόδημα .. Το εξασφαλίζουν σε κάποιο φιλικό σπίτι και κατεβαίνοντας έπειτα από καιρό σε καιρό το κουβαλάνε με το ράστι τους στο χωριό .
Είναι κι άλλες φτωχές γυναίκες στα βουνίσια χωριά που λεν : Αντίς να θερίσω , δε σταχολογάω καλύτερα ! Περισσότερο σιτάρι θα μαζέψω , και λιγότερα νταβαντούρια θάχω .
Κατεβαίνουν λοιπόν στους κάμπους , όπου γίνεται θερισμός , κι’ ενώ οι θεριστάδες πάνε ομπρός θερίζοντας , αυτές ακολουθούν μαζεύοντας όσα στάχυα απομένουν . Και είναι πολλά τέτοια , είτε γιατί δεν τα πήρε το δρεπάνι , είτε και μένουν αθέριστα απ’ αναμελιά των θεριστάδων .
Μαζεύουν , μαζεύουν …Κάνουν σωρούς από στάχυα . Είναι οι σταχολόγισσες ή σταχολογίστρες αυτές .
Στουμπούν τα στάχυα τους με ξυλένιο ραβδί , λυχνίζουν και συμποσώνουν κάμποσο σιτάρι , του ιδρώτα τους τον καρπό .
Ο καθαυτός θέρος εδώ τελειώνει , αλλά ο δρόμος του σιταριού είναι πολύ μακρύς ακόμα .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου