Στο προπολεμικό Λιδορίκι , όπως τα θυμάται και τα περιγράφει η αείμνηστη Σοφία Παλαιολόγου στο βιβλίο της .
Όταν ερχόταν η εποχή του “ θέρου “ , θερισμού , όλα έπρεπε να γίνουν με τα χέρια , γιατί δεν υπήρχαν τότε μηχανές . Σκορπούσαν , λοιπόν ο κόσμος απ’ το πρωί ως το βράδυ στα χωράφια και θέριζαν τα στάχυα με τα “ δρεπάνια “ τους . Μ’ αυτά έφτιαχναν μικρά δέματα που συγκρατούσαν δεμένα με το ίδιο χόρτο . Στη συνέχεια , με τα δέματα αυτά έφτιαχναν ένα δέμα μεγαλύτερο , που ονομαζόταν “ δεμάτι “ .
Αυτό το έδεναν με ένα άλλο χόρτο , τη σίκαλη , έπειτα φόρτωναν τα “ δεμάτια “ στα μουλάρια και τα γαϊδουράκια και τα κουβαλούσαν στα αλώνια . Εκεί τα ξεφόρτωναν και τα τοποθετούσαν όλα μαζί σε στοίβες που ονόμαζαν “ θημωνιές “ . Στη συνέχεια έρχονταν οι αλωνάρηδες , “ βαλμάδες “ , οι οποίοι σκορπούσαν τα δεμάτια στο αλώνι και καθοδηγούσαν τα άλογα , ώστε όταν αυτά γυρίζουν γύρω – γύρω , να λιώνουν τα άχυρα με τα πέταλά τους και να βγαίνει το σιτάρι .
Η διαδικασία αυτή κρατούσε απ’ το πρωί μέχρι το μεσημέρι . Ύστερα όλοι μαζί , αγρότες και “ βαλμάδες “ , σήκωναν τα ‘άχυρα στον αέρα πολλές φορές , ώστε να ξεχωρίσουν το σιτάρι απ’ τα στάχυα . Γι’ αυτή τη δουλειά , που τη λέγαν “ λίχνισμα “ , χρησιμοποιούσαν κάτι ξύλινες πιρούνες , τις οποίες ονόμαζαν “ δικούλια “ .
Στο τέλος , μάζευαν το σχεδόν καθαρό σιτάρι στο κέντρο του αλωνιού κοντά στο “ στρίαλο “ και περίμεναν να φυσήξει αέρας , για να καθαρίσει καλύτερα το σιτάρι . Τη σοδειά την μετρούσαν με κάτι τενεκέδες . Μια “ οκά “ ( μονάδα μέτρησης της εποχής ) ισοδυναμούσε με 400 δράμια και ένα κιλό με 1.000 γραμμάρια ή 312,5 δράμια .
( Στο σημείο αυτό η αείμνηστη Σοφία προφανώς από λαθεμένο υπολογισμό γράφει ακριβώς : “ Μία οκά ισοδυναμούσε με 1.000 δράμια . 1 κιλό = 1.000 γραμμάρια = 900 δράμια , εμείς για σωστή ενημέρωση του αναγνώστη , αναφέρουμε πιο πάνω , τα σωστά νούμερα ) .
Οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές και οι αλευρόμυλοι , ήρθαν στο Λιδωρίκι μετά τον πόλεμο . Πρώτος απ’ όλους έφερε ο Τημπέλης Νικόλαος .
Στο θημωνοστάσι στο “ Κοτρώνι “, στη δεκαετία του ‘60 , μια εικόνα που έχει όλο το παραδοσιακό ..” στήσιμο “ των θημωνιών , και μάλλον είναι και απ’ τις τελευταίες τέτοιες εικόνες , γιατί μετά ήρθαν οι..” αλωνιστικές “ ή “ πατόζες “ όπως τις έλεγαν . Σε πρώτο πλάνο , από αριστερά : Λαγιογιώργαινα , Σκραποφροσύνη και Παπαρούκαινα .
Αλώνισμα στις Λάκκες το 1945 , διακρίνονται από αριστερά : Βιολ. Κοκκαλιά , Σοφία Παλούκη , Γ. Γεροδήμου με το γιο της Πάνο , μωρό τότε στα χέρια , Θεοχ.Λ]Καραχάλιος και Χαρ. Γεροδήμος . Παρατηρήστε το “ στρίαλο “ στη μέση και τις θηλιές στους λαιμούς των αλόγων .
Αλώνισμα στις “ Λάκκες “ , στο αλώνι που ήταν εκεί που είναι σήμερα το Δασαρχείο , το 1948 ή 49 , κι’ αυτή η φωτογραφία είναι…ακτινογραφία του αλωνίσματος , τα άλογα , οι βαλμάδες , τα παιδιά που κάνουν..χάζι , και οι γυναίκες με τα “ δικούλια “ στα χέρια , νε τα οποία ανακατώνουν το “ λιώμα “ .Τέταρτος , μετά τον ένστολο , ο Τάσος Ασημακόπουλος , ο Τάσος Γκομόζιας και οι μικροί Γ. Ασημακόπουλος και Γ. Δημητρακόπουλος .
Το “ λίχνισμα “ με τα “ δικούλια “.
Η πρώτη αλωνιστική μηχανή που ήρθε στο χωριό μας , ήταν κάποιου Δρόλαπα , μάλλον απ’ την Αγία Ευθυμία , και απ’ τις πρώτες δε και η εικονιζόμενη , ιδιοκτησίας Στάθη Δρομάζου , απ’ την Ερατεινή . Μπροστά στο τρακτέρ , που μόλις και διακρίνεται , εικονίζονται από αριστερά : Ζωή Δούκα , Μαρ. Κατσώνη , Γιαν. Κανδρής , άγνωστος , Στ. Δρομάζος , με τα λευκά , και Διον. ΄Κούστας .
Αρκετά χρόνια μετά , ο Νίκος Τημπέλης με κάποιο Κατσούλη , απ’ τη Λεύκα , έφεραν την πρώτη Λιδορικιώτικη αλωνιστική μηχανή . Στις δυο φωτογραφίες εικονίζεται ο Ν.Τημπέλης με το τρακτέρ που έσερνε , αλλά έδινε και κίνηση στη μηχανή .
Το μάζεμα του καλαμποκιού
Όταν το καλαμπόκι ήταν έτοιμο για συγκομιδή , πάλι με τα χέρια έπρεπε να γίνει η δουλειά , εφόσον μηχανές , όπως είπα , δεν υπήρχαν . Πήγαιναν λοιπόν στα χωράφια και αφού μάζευαν τα καλαμπόκια σε τσουβάλια , τα κουβαλούσαν στις αυλές των σπιτιών ή στα αλώνια όπου τα άπλωναν σωρό .
Τα βράδια μαζεύονταν όλοι , συγγενείς και φίλοι και ξεφλούδιζαν τις φλούδες των καλαμποκιών . Τη νύχτα που καθάριζαν το καλαμπόκι την ονόμαζαν
παρασπόρι “. Στη συνέχεια το άπλωναν πάλι στις αυλές ή στα αλώνια να ξεραθεί στον ήλιο , ώστε να βγαίνει πιο εύκολα ο καρπός του καλαμποκιού απ’ το “ κότσαλο “.
‘Οταν αυτό γινόταν , τότε με τη βοήθεια κάτι χοντρών ραβδιών που τα έλεγαν “ ρόπαλα “ , χτυπούσαν τα κότσαλα και έβγαινε το καλαμπόκι , που στη συνέχεια μάζευαν μέσα σε κάτι ξύλινα μπαούλα ( αμπάρια ) .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου