ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΧΩΡΙΑΝΩΝ ΜΑΣ
“ Ανάληψη “ 26-5-1955 , στ’ “ Μπαχατούρ “ , στη στρούγκα του μπάρμπα Χαράλαμπου Μαργέλλου – Αρπάλη . Γιώργος Αρβανίτης , Δημ. Καφέτσης – Κοντοκράς , ..Παλούκης , ο ..λαναράς , Δημ. Βούλγαρης – Τσελεμεντές , Αθαν. Μοναχογιός , υπάλληλος ΑΤΕ και Γιώργος Καψάλης .
Έφτασε και η γιορτή “ Τ’ς ..Αναλήψεως “ , βαρειά ..γιορτή , για τους τσοπάνηδες , αλλά και τα τσοπανοχώρια , του παλιότερου καλού καιρού , τώρα βέβαια είναι σχεδόν..μισοξεχασμένη , κι’ απ’ τις μεγάλες “ δόξες “ της μέρας αυτής , τίποτα σχεδόν , δεν έχει απομείνει , την τελευταία πενταετία , κάναμε προσπάθεια , να ..” βρούμε “ κάποια στρούγκα , στην περιοχή μας , που να γιορτάζει , παραδοσιακά , την Ανάληψη , μα ..στάθηκε αδύνατο , μας είπαν για κάποια , εκτός της περιοχής μας , αλλά και να πηγαίναμε , δεν θα ‘χε , νομίζουμε , ιδιαίτερη σημασία , σημασία έχει πως η όμορφη γιορτή της “ Ανάληψης “ , στα χωριά μας , έπαψε να ..υπάρχει , όπως τουλάχιστον την ξέραμε ..
Η απάντηση όλων σχεδόν των κτηνοτρόφων που ρωτήσαμε , αν θα γιορτάσουν και θα..ψήσουν στη..στρούγκα , ήταν :…” Μπα..στο φούρνο θα το…ψήσουμε …”
Προσπαθώντας , να περισώσουμε , έστω και..αναμνήσεις , απ’ τις παλιές μας γιορτές που..ξεθώριασαν με το χρόνο , βρήκαμε και δημοσιεύουμε , μια όμορφη “ Νοσταλγική “ ανάμνηση , από μια “ Ανάληψη “ του 1937 , του αείμνηστου χωριανού μας Αθαν. Κοκκαλιά , που δημοσιεύτηκε στο “ Λιδωρίκι” το 1982 .
Απολαύστε τη…
Ανάληψη του 1937 , στο “ Πασσόρεμα “ , στη στρούγκα του Πολυμενάκου . Κάτω σειρά , από αριστερά : Η Ειρηνούλα Παπασάββα , κόρη του τότε τηλεγραφητή , Ιωάννης Μπουλούμπασης – Καρατσαμπόγιαννος , Παπανικολάου , Ευθ. Δούκας , με το όπλο , Ιωαν. Κατσώνης , Κάγκαλος – Σγάϊας , Κ. Σακαρέλλος , Κατίνα Δρόσου , Ματίνα Σακαρέλλου , Τασία Δρόσου , Κούλα Κατσώνη , πάνω σειρά : Η κόρη του Συκιώτη που φύλαγε τα γελάδια , Παρ.Γ. Δούκα , Ζωίτσα Ι. Δούκα , Κούλα Ζ. Κούστα , Γεωργ. Ι . Παπαδοπούλου , ο Συκιώτης που φύλαγε τα γελάδια , Κων . Ι. Δούκας , εκτελέστηκε απ’ τους Γερμανούς στην Κόρινθο το 1944 , Σοφία Ι. Δρόσου , Δημ. Δρόσος – Πολυμενάκος , , ο γέρο Σιδέρης . Τα παιδιά στη μέση είναι : Γ.Κατσώνης , Λεων . Παπασάββας , Σπυρ. Σουρμελής , Νικ. Σουρμελής . Τη φωτογραφία έβγαλε ο Ι. Παπαδόπουλος , που είχε έρθει τότε απ’ την Αμερική .
*****************
Σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση , έγινε η Ανάληψη του Σωτήρος , που γιορτάζεται , σαν μια απ’ τις μεγαλύτερες γιορτές , και μάλιστα στην ύπαιθρο , επειδή η Ανάληψη έγινε στο “ Ορος των Ελαιών “.
Στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας , οι τσοπάνηδες , την έκαναν γιορτή καθαρά ποιμενική και τη γιόρταζαν στις στρούγκες , μαζί με τους προσκεκλημένους τους και τους κατοίκους των χωριών , μιας και ήταν καλοκαιρία και ο κόσμος μπορούσε να κινηθεί άνετα .
Το έθιμο κρατήθηκε , και, προπολεμικά , ήταν κάτι ξεχωριστό .
Σε νια τέτοια γιορτή , είμαστε καλεσμένοι , η οικογένειά μου και εγώ , στις “ Κορομπλιές “ , ένα απ’ τα καλοκαιρινά λειβάδια του Λιδορικιού . Μαζί μας , ήταν σχεδόν όλο το χωριό , που ήταν καλεσμένο και αυτό από τους κτηνοτρόφους της περιοχής , για να κάνουν “ Ανάληψη “ .
Η χαρά μας ήτανε πολύ μεγάλη , αφού εκείνη την εποχή – πριν πενήντα χρόνια , απ’ όσο θυμάμαι – δεν υπήρχε άλλη ψυχαγωγία , ούτε γιορτή , ούτε πανηγύρι..
Ανάληψη 26-5-1955 , στη Μπαχατούρ , το χορό σέρνει η Κρίνα Σουρμελή , την κρατάει ο γαμπρός της , Δημ. Βούλγαρης , Χαρ. Μαργέλλος , Βασ. Καραμήτσος , και γιαουρτωμένοι , ο Γιώργος Καψάλης και Θαν. Παλιολόγος .
*******************8
Την παραμονή της γιορτής , όλο το Λιδορίκι ήταν ανάστατο , το Βαρούσι είχε την τιμητική του . Όλοι οι φούρνοι ..κάπνιζαν , πίτες , τυπόπιτες , λαχανόπιτες , αυγόπιτες , με φρέσκο βούτυρο και αυγά μοσχοβολούσαν και οι μυρωδιές τους γέμιζαν την ατμόσφαιρα . Έπρεπε ο τσοπάνης , αυτή τη μέρα , να φάει φρέσκο ..αφράτο ψωμί , πίτες και σαρμάδες τυλιγμένους σε ξερά κληματόφυλλα , για να μπορέσει να πιεί πολύ κρασί και λίγο νερό , γιατί με το γάλα και το γιαούρτι , που ήταν το καθημερινό του διαιτολόγιο , δεν του ‘κανε όρεξη για νερό..
Αυτά βέβαια , δεν ισχύουν για τους σημερινούς τσοπάνηδες , αλλά γι’ αυτούς εκείνης της εποχής . Σήμερα , είναι λίγοι αυτοί που μένουν τις νύχτες έξω απ’ το χωριό και κοιμούνται κοντά στα πρόβατα .
Ξημέρωσε η Πέμπτη , και οι ράχες στις Καρουτιανές “ Κορομπλιές “, και ο “ Πλατός “ , φόρεσαν ένα ρόδινο φωτεινό στεφάνι . Ο Αυγερινός , ανέβαινε δυο βουκέντρες απάνω . Πριν ακόμα σταματήσουν τα κοκόρια να διαλαλούν το ξημέρωμα , τα ζώα ήταν κι’όλας φορτωμένα με τα σακκούλια γεμάτα πράματα , και τα πανωσάμαρα φορτωμένα μικρά παιδιά , δυο και τρία πολλές φορές , δεμένα το ‘να πίσω απ’ τα’λλο με τη σαμαροτριχιά . Στο ξεκίνημα , οι γεροντότεροι επέβλεπαν αν όλα φορτώθηκαν καλά , και πρόσεχαν μη και λείπει το “ μπομποτάλευρο “ , για το νόστιμο , παραδοσιακό και ..λιχουδάτο “ κοσμάρι “ .
Ανάληψη 1956 , στο Κόκκινο χούμα , στη λούστρα , Βουλγαραίοι και Κωστοπαναγιωταίοι απολαμβάνουν τη λιακάδα ..
*******************
Κρατώντας τα ζώα , απ’ το καπίστρι , πέρασαν στον Κατρέλη και πήραν το δρόμο που οδηγούσε στα Καλτεζιά . Έτσι , σχηματίστηκε ένα μεγάλο καραβάνι , ανθρώπων και ζώων , που έπρεπε να φτάσουν με τη δροσιά στις στρούγκες , για να βοηθήσουν τους τσοπάνηδες στο ψήσιμο των σφαχτών και τα κοκορέτσια .
Δεν είχε ακόμα φέξει καλά , και άκουσα τη γριά Μουσκέταινα να φωνάζει : “ Μη ξεχάσ’τε να βάλετε τίποτα στο στόμα σας για τον κούκο , τον κούκο δεν κάνει να τον ακούσ’τε νηστ’κοί , θα σας..κουμπώσει …”
Ποιός άκουγε όμως τις γριές ..Μπήκε κι’η Κατζαδελάκαινα στη μέση , η Καφετσοθανασία , κοπελίτσα τότε πολύ όμορφη , που άρχισε με τις φιλενάδες της , το τραγούδι …
” ..τώρα τα πουλιά , τώρα τα χελιδόνια …” κι’ ούτε τον κούκο λογάριαζε , ούτε και την τρυγόνα , τον Λιαπόγιαννο μόνο είχε στο νου της , που τον αγαπούσε κι’ αργότερα τον παντρεύτηκε ...
Φτάσαμε στα Καλτεζιά , στη βρύση , πρώτη στάση για νερό , για ζώα και ανθρώπους , και μια ανάσα για τους πεζούς . Πολλοί όμως , δεν έπιναν νερό , γιατί , όπως ήταν ακόμα θαμπά , φοβόντουσαν μη καταπιούν καμιά βδέλλα , απ’ τις πολλές που ‘χε αυτή η βρύση . Από δω και πέρα , το καραβάνι λιγόστευε , οι Καγκαλαίοι , Δροσαίοι και άλλοι , λόξευαν για τις στρούγκες που έπεφταν στη Μπουλιάνα , στο Κθαράκι , και τον Πλατό . Ο κύριος όγκος της πομπής προχωρούσε κατά το Πασσόρεμα , ενώ πολλοί ήτανε εκείνοι που τραβούσαν για το Βραχλάκι , της Μάρως τα Χωράφια , τις Τσουκνίδες , το Κόκκινο Χούμα , τις Κορομπλιές και τα Σπιθάρια , γιατί ήταν όψιμη εκείνη τη χρονιά η Ανάληψη και τα κοπάδια , είχαν ανεβεί στη Γκιώνα , στα καλοκαιρινά λιβάδια .
Οι Μαρκαίοι , Κουτουλαίοι , Πουρναίοι , Δροσαίοι , Κατσικάδερος , Βελίας , Πολυμενάκος , Κοκκιναίοι , Τσιάντας , Λιάπης και άλλοι πολλοί , γέμιζαν τα γούπατα και τις πλαγιές , με πρόβατα και γίδια . Οι Καφετσαίοι , Παναγαίοι , Φουσκαίοι , Πετραίοι , πηγαίναν κατά τη Φτελιά , τα Σανιδαριά , το μόνιμο στέκι του γερο Φέρσαλλου και Μπαχατούρ , το στέκι του Μουσκέττα , ο δε Καρατσαμπόγιαννος , έπιανε κάθε χρόνο , την “ Απάνω μηλιά “. Οι κάτω Μαχαλιώτες , έπιαναν Χάρμαινα , Καλανάκι , Πλέσιβα , οι δε Γεροδημαίοι , τον Ασ’μένιο Πλάτανο και τον Άι Νικόλα .
“ Ανάληψη “ στον Αρδίνη , το 1938 …
Προτού ακόμα βαρέσει ο ήλιος καλά , είχαμε σκαρφαλώσει στην απότομη ανηφοριά στο Βραχλάκι , και μέσα σε μιά υπέροχη διαδρομή , ανάμεσα σε πανύψηλα γέρικα έλατα που μοσχοβολούσαν , φτάσαμε στις “ Κορομπλιές “, στη στρούγκα του Κοκκινοβασίλη , πρώτου ξεδέρφου της μάνας μου , του Βελία και του Λάγιου , που θα περνούσαμε τη μέρα μας . Τα μάτια μας πέσανε στην καταπράσινη , απ’ τη μαραβίτσα , Λάκκα , και τη λιθόστρωτη και πισσωμένη Λούστρα , που ποτέ δεν κράτησε νερό για τις ανάγκες των κοπαδιών , παρ’ όλες τις προσπάθειες του τότε πρόεδρου Κλωσσογιώργου . Δίπλα στη Λούστρα , είχε στήσει μια μεγάλη τραμπάλα , ο Κωστής , ο “ Κουτλοκώστας “ , για να ψυχαγωγούνται τα παιδιά και οι μεγάλοι .
Προπολεμική “ Ανάληψη “ στην Μπελεσίτσα .
Τα κοπάδια , που είχαν κατακλύσει όλη την ισιάδα , “ στρώσαν “ το καθένα για τη στρούγκα του . Ήρθε η ώρα για το άρμεγμα και μαζεύτηκαν στο στάλο , από φουντωτό κέδρο , να ξεμεσημεριάσουν . Μπροστά τα γκεσέμια με τα βαριά κύπρια και τις χοντρές κουδούνες , πίσω το υπόλοιπο κοπάδι με τα λιανοκούδουνα .
Ανάμερα , και λίγο πίσω , ακολουθούσε ο τσοπάνης , με την κάπα κρεμασμένη στη μια πλάτη του , και στο άλλο χέρι την αγκλίτσα από αγριελιά , να στηρίζεται και να οδηγεί τα πράτα . Τα λυκόσκυλα ακολουθούσαν κι’ αυτά , καμαρωτά , τα πλευρά του κοπαδιού , ικανοποιημένα που φέρναν πίσω το κοπάδι σώο και ακέριο , γαυγίζοντας χαρούμενα , που βλέπαν τόσο κόσμο , αλλά και που θα τρώγαν κάτι το ξεχωριστό , απ’ το συνηθισμένο σκυλόψωμο .
Η πρώτη στρούγκα που συναντήσαμε , ήταν του Μήτρου του Λούτου , , δε θυμάμαι όμως , ποιόν είχε σμειχτάρη , ίσως τον Κωσταρίδα , που ήταν ξαδέρφια . Ο Μήτρος λοιπόν , όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν οι τσοπάνηδες , ήταν ένας απ’ τους πολλούς γραφικούς τύπους των τσοπάνηδων , που έζησε όλα του τα χρόνια τσοπανεύοντας στο “ Πασσόρεμα “ , πότιζε όμως το κοπάδι του , στον Αρδίνη και την Τρουπ’ και το πολύ καλοκάιρι , με τις μεγάλες ζέστες , ξεπετιόταν μέχρι του Αραποκώτση το Κονάκι ή στο Καπισάκι , που “ πέφταν “ στρούγκες .
Είχε όμως , ένα μεγάλο προνόμιο , που αμφιβάλλω αν το ‘χαν άλλοι τσοπάνηδες της εποχής εκείνης . Είχε περάσει τον ωκεανό και ξενητεύτηκε στην Αμερική για καζάντι , όμως δεν βρήκε κεθρίτσες και κακαρέντζες εκεί , δεν τουάρεσε και μόλις κονόμησε το είσιτήριό του , γύρισε πάλι στα Καλτεζιά και στη Μπουλιάνα . Θάτανε τότε εβδομήντα πέντε χρόνων , μα όντας παλιό , γερό κόκκαλο , κράταγε γερά . Μόλις έφτασε στη στρούγκα , κρέμασε την πουρναρίσια γκλίτσα του , στη τζατνόρα , έξω απ’ την ταράτσα και κοντά στον στρογκόλιθο , πέταξε τη χοντρή πατατούκα του την αργαλίσια και φουσκωμένη στις ντρεστίλες του Λαλαγιάννη το Βελούχι , πάνω στ’ απόκλαρα , που έφραζαν τη στρούγκα , να μη πηδάνε έξω τα “ ζαβατάρικα “, και κάθισε να μας γνωρίσει .
Ο Μήτρος , φορούσε μια σκούρα – γαλάζια σκούφια με πολλά σειρίτια , γυρισμένη λίγο , προς το δεξί αυτί , ήταν ντυμένος με τη γιορτινή του ντρίλινη πουκαμίσα , ραμμένη απ’ την Τουρκοβάσιω , μοδίστρα με μεγάλο ταλέντο και ειδικότητα στις πουκαμίσες , που καμιά απ’ τις μετέπειτα μοδίστρες δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ή να συναγωνιστεί .
Φορούσε άσπρες κάλτσες με μαύρες τεσγιέτες , σφιχτά δεμένες κάτω απ’ τα γόνατα και πάνω απ’ τις μπάκες . Τσουράπια δεν φορούσε , ήταν περιττά , τα τσαρούχια του , τριμμένα απ’ τα τρόχαλα και τους χαλιάδες , καλλιγωμένα με πρόκες , για να μη βρίσκουν τα πετσώματα οι πέτρες . Απ’ το πρόσωπό του , φαίνονταν τα χοντρά άσπρα μουστάκια του , πεσμένα προς τα κάτω , και καφετιά γύρω απ’ τα χείλια , απ’ το λαθραίο τσιγάρο , στριμμένο με μπούλτσα . Τα φρύδια του, πυκνά και άσπρα , ενώ τα μάτια του μισόκλειστα , δεν διακρίνονταν σχεδόν .
Έγειρε το κεφάλι και το σώμα του μπροστά , βάζοντας και την παλάμη του πάνω απ’ τα φρύδια , σαν να τον εμπόδιζε ο ήλιος , μας κοίταξε ερευνητικά και μας είπε μια “ καλημέρα “ κοφτή και βροντερή . Δεν προλάβαμε να ξεκαλημερίσουμε , και έψαχνε να βρει τον κούτλα , να μας βάλει ψιμοτύρι να κολατσίσουμε . “ Θα είστε πεινασμένοι κι’ αποσταμένοι “ , μας λέει , “ πάρτε μια χαψιά , ώσπου ν’ αρμέξουμε τα πρόβατα να πιείτε και γάλα . Δεν πρέπει να φύγετε νηστικοί απ’ το κονάκι τέτοια χρονιάρα μέρα “.
“ Όπου να ‘ναι , θαρθεί κι’ ο γιός μου ο Αντρέας , βρήκε κάτι περδικόπ’λα , πάνω στην τσούκα και χάθ’κε το παλιόπαιδο κοντά , να τα κυνηγάει “. Πεινασμένοι όπως είμαστε και κουρασμένοι , καθίσαμε σε πέτρες , διαλεγμένες για κάθισμα , κι’ εκείνος έστρωσε το σακκούλι και έβαλε πάνω το καθάριο ψωμί . Φέρνει και μια βεδούρα γιαούρτι , πηγμένη αποβραδίς , και το ξύλινο κλειδοπίνακο , γεμάτο ψιμοτύρι . Μας δίνει μετά κι’ από ένα ξύλινο κουτάλι με γυριστή ουρά , όλα ήταν φρεσκοπελεκημένα και φυλαγμένα μέσα στο καποταμάνικο .
Φάγαμε καλά , ευχαριστήσαμε το μπάρμπα Μήτρο , του ευχηθήκαμε “ και του χρόνου καλύτερα “ και τραβήξαμε για τη στρούγκα , που ήμασταν καλεσμένοι . Οι άλλοι της παρέας μας είχαν φτάσει με τα ζώα , και ξεφόρτωναν σακκούλια και μπαρδάκες , με νερό και κρασί και τα κρέμαγαν στον κέδρο .
Οι τσοπάνηδες , είχαν αρμέξει κιόλας τα κοπάδια και τα όρμωσαν για το στάλο στα πλατά . Είχαν ανάψει και τις φωτιές , με γερά κούστουρα , ελατίσια και κέδρινα , για να γίενει γερή θράκα να ψηθούν οι στέρφες και οι παχιές μπλιόρες και τα κοκορέτσια . Σαν πρώτη δόση , μας κέρασαν από ένα κούτλα φρέσκο και κρύο χιονόγαλο , με χιόνι που είχε προμηθευτεί ο Δρόσος Βελίας , απ’ τον Κάρκαρο Τσουκνίδας , που είχε μαζευτεί εκεί απ’ το χειμώνα . Μ’ αυτή την ευκαιρία , και για όσους δεν ξέρουν , λέω , πως ο κάρκαρος Τσουκνίδας , είναι πολύ απότομος και επικίνδυνος να τον κατεβεί κανέις και λίγοι ήταν αυτοί που το αποτολμούσαν . Μέσα σ’ αυτούς ο Ασ’μακόγιαννος , ο Γιώργος Πουρνιάς και εφώ , που κατεβαίναμε και πιάναμε αγριοπερίστερα .
Ήπιαμε λοιπόν , το παγωμένο γάλα , δροσιστήκαμε και ριχτήκαμε στη λάκκα και τις γειτονικές κεθρίτσες παίζοντας και κυνηγώντας ξεπεταγμένα αετομαχόπουλα , αλλά που να τα..πιάσουμε !! Μόνο ο Λουταντρέας , που ήταν “ μάνα..καημένη “ με το λάστιχο .. Οι μεγάλοι , βάλθηκαν όλοι για το ψήσιμο των σφαχτών και οι γυναίκες για τις υπόλοιπες προετοιμασίες , για το αναμενόμενο φαγοπότι . Δεν πέρασε πολλή ώρα , και λίγο παραπέρα , σε μια μικρότερη φωτιά έβαλαν τα κοκορέτσια , που θα τρωγόντουσαν πρώτα . Μοσχοβόλησε η λάκκα , πήρε και μας η μυρωδιά , και αφήνοντας τα παιχνίδια και το ψάξιμο για τις φωλιές , “ στρώσαμε “ και μεις στη στρούγκα , στο σίγουρο και έτοιμο μεζέ ..
Ανάληψη 1939 , στη Γκιώνα .
Πράγματι , τα κοκορέτσια είχαν ψηθεί , ο Κοκκινοβασίλης , τα έκοψε σε μεγάλα κομμάτια και τα ‘βαλε σε δυο τρία καπάκια και πέσαμε όλοι επάνω , σαν …νηστικοί , χωρίς να σκεφτόμαστε αν έχουμε άλλη δραχμή , για να πάρουμε κοκορέτσι στους μακαρίτες Γιαλακιδαίους , Σφετσόγιαννο , Βελούλα και Ζόγκζα . Φάγαμε σχεδόν καλά με τα κοκορέτσια και το χλωρό τυρί με το καθάριο ψωμί .
Αυτά όμως , δεν στάθηκαν εμπόδιο , όυταν σε καμιά ώρα ψήθηκαν οι προβατίνες , που τις είχαν κιόλας ακουμπήσει στον τοίχο της ταράτσας , για να στεγνώσουν και να κρυώσουν λιγάκι , για να λιανίζονται πιο εύκολα .
Τις λιάνισαν , λοιπόν , πάνω σε χοντρά κούτσουρα , με τις μακριές μαχαίρες και σκόρπισαν τα κομμάτια πάνω στα άσπρα τραπεζομάντηλα , που οι γυναίκες είχαν στρώσει καταγής με προσοχή . Καθώς τα πιάτα δεν έφταναν για όλους , οι πίτες σερβιρίστικαν σε πιατέλες και άρχισε το φαγοπότι μέσα σε ευχές για “ χρόνια πολλά “ και..” αρσενικά παιδιά και..θηλυκά αρνιά “ για τους τσοπάνηδες , που με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση στο πρόσωπό τους , φιλοξενούσαν στη μεγάλη τους γιορτή , συγγενείς και φίλους .
Ανάληψη κάτω απ’ τον ίσκιο των πλατανιών στον Καλανάκη , στη στρούγκα του Χαρ. Μαργέλλου – Αρπάλη .
Καταναλώθηκε και αρκετό κρασί , που αύξησε το κέφι μικρών και μεγάλων , οι πιό ηλικιωμένοι άρχισαν τα παραδοσιακά τραγούδια “ του τραπεζιού “ , σερβιρίστηκε και η πρόβεια ολόπαχη γιαούρτη της “ ποταμούλας “ , και αφού φάγαμε και το λιχουδάτο μπομποτένιο κοσμάρι , φκιαγμένο με χλωρό ανάλατο τυρί , ξεχυθήκαμε στη καταπράσινη λάκκα , κοντά στη λούστρα , αρχίζοντας το χορό και τυο τρικούβερτο γλέντι , μέχρι την ώρα που’πεφταν τ’ απόσκια . Κι’ αφού πήραμε όλοι οι φιλοξενούμενοι , από μια βεδούρα γιαούρτη πρόβεια , κατηφορίσαμε , μέσα απ’ τον ελατιά της Τσουκνίδας , για το Πασσόρεμα , αφού πρώτα , ευχαριστήσαμε τους τσοπάνηδες για τη φιλοξενία και την ευχάριστη μέρα που μας χάρισαν , ευχόμενοι ..” και του..χρόνου “.
Με το σούρουπο , είχαμε φτάσει στο χωριό…
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και του ΧΡΟΝΟΥ !!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου