Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

H ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013


Όπως κάθε  χρόνο  , έτσι  και  φέτος η  μπάντα  μας έδωσε  τον  ξεχωριστό  τόνο  στις  εκδηλώσεις για την  Εθνική  Επέτειο  της  28ης Οκτωβρίου , επιτελώντας άψογα  το  καθήκον  της προς  το  χωριό  μας .
   Δείτε τις  φωτογραφίες  απ’ την  παρέλαση και  όχι  μόνον …
2013-10-28 10.39.46
2013-10-28 11.06.42
2013-10-28 10.52.42
2013-10-28 11.06.48
2013-10-28 11.04.04
2013-10-28 11.00.44
2013-10-28 11.05.42
2013-10-28 11.04.04
2013-10-28 11.07.29
Φωτογραφίες  απ’ την  παρέλαση  της  28ης Οκτωβρίου  2013 . Στις  πρώτες  φωτογραφίες  εικονίζονται  τα  παιδιά της  μπάντας  με  τη  σημαία  και  το  λάβαρο  του  ομίλου  μας .
   Οι  φωτογραφίες  είναι  του  φίλου  Αρχιτέκτονα  Θάνου  Κολοκυθά , τον  ευχαριστούμε θερμά .
polidorikiou-sima

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

ΖΗΤΩ Η 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

 

ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ  ΣΕ ΟΛΟΥΣ  ΤΟΥΣ  ΕΛΛΗΝΕΣ

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

TO EΠΟΣ ΤΟΥ ‘40

«Τούτο το λόγο θα σας πω


δεν έχω άλλο κανένα


μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του

Εικοσιένα!»


Κωστής Παλαμάς

 

ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ


Ελύτης Oδυσσέας

 

 

A


Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·
O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!
Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
Γ´
Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!
Δ´
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!

Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
ΣT´
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!

Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
Θ´
Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!

Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
IA´
Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
IB´
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!
IΓ´
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―
Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
IΔ´
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!

TO EΠΟΣ ΤΟΥ 1940

 

polidorikiou-sima

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ “ ΝΙΚΗΣ “ ΤΟΥ ‘40 ..


Η 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΛΙΔΟΡΙΚΙ

 


Παρέλαση 28ης Οκτωβρίου 1957 , τάξη  Η'. Διμοιρίτης ο  Χρήστος Τσέλιος απ' την  Αρτοτίνα , πίσω  στην  πρώτη  σειρά , από  αριστερά Κων. Κρικέλας , απ’ το  Λευκαδίτι ,  πίσω  του ο Γιώργος  Τσιάντας και  δεξιά ο  Γιώργος Μπήλιος .

   Κάθε χρόνο , όσο  πλησιάζει η γιορτή της 28ης Οκτωβρίου  , τόσο ο νους στριφογυρνάει στις παλιές Λιδορικιώτικες δόξες αυτής της μέρας . Ξεχωριστή θέση , στη Λιδορικιώτικη ζωή , είχαν πάντα οι γιορτές , Εθνικές , Σχολικές Θρησκευτικές , οικογενειακές , αλλά αυτές που ξεχώριζαν για τη λαμπρότητά τους ήταν , σίγουρα οι Εθνικές .
   Η 28η Οκτωβρίου και του Ευαγγελισμού , ήταν μέρες αξέχαστες , τα σπίτια όλα σημαιοστολισμένα , τα πεζοδρόμια ασβεστωμένα και πεντακάθαρα , κι’οι αυλές λαμποκόπαγαν απ’την πάστρα ενώ η ευωδιά απ’τα λουλούδια ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα , σε μέθαγε.... ονειρεμένη ζωή.... αξέχαστα χρόνια...
   Οι ετοιμασίες για την  28η Οκτωβρίου  άρχιζαν βδομάδες πριν , Εθνική γιορτή  βλέπεις  , και όλα έπρεπε να ‘ναι στην εντέλεια , στα σχολεία οι προετοιμασίες για την παρέλαση και οι πρόβες για τη θεατρική παράσταση , που ήταν έθιμο πλέον , έδιναν κι’έπαιρναν .
   Τα παιδιά , αγόρια – κορίτσια , είχαν , απο μέρες πριν , καπαρώσει τις στολές τους (τσολιάδες και Αμαλίες ) από συγγενείς και φίλους , τις σιδέρωναν , τις καθάριζαν και περίμεναν την μέρα να τις φορέσουν στην παρέλαση αλλά και στο χορό που επακολουθούσε στη Βαθειά .
   Απ’την άλλη μεριά οι μανάδες , ετοίμαζαν από πριν τα ρούχα των παιδιών , χρονιάρα μέρα βλέπεις , που έπρεπε τις μέρες εκείνες να φορέσουν τα...καλά τους , μπορεί να ήταν βέβαια ..ντρίλινα , αλλά μοσχοβόλαγαν πάστρα και...πράσινο σαπούνι , άστραφταν από καθαριότητα , κι’η τσάκιση στα παντελόνια ...έσκιζε , κυριολεκτικά...σου ‘κοβε το χέρι .

28-10-69

28 Οκτωβρίου  1969 , οι  πρόσκοποι μας  παρελαύνουν μπροστά  απ’ του  Σκούτα το μαγαζί . Διμοιρίτης ο Κ. Λατσούδης , πίσω  ο Γ,Δούκας και  αριστερά  στο πεζοδρόμιο  ο  Γ.Μποβιάτσης .

   Οι πρόσκοποι και τα λυκοπουλάκια ετοίμαζαν τις στολές τους , μ’όλα τα συμπράγκαλα ( άλλος ..γλυκός μπελάς για τις μανάδες ) κι’ έφτιαχναν τα κονταράκια με τα τενεκεδάκια για τη λαμπαδηφορία , όλα έπρεπε να ‘ναι στην ...εντέλεια....
   Στα σχολεία , Γυμνάσιο και Δημοτικό , οι προεργασίες για τη γιορτή είχαν από καιρό   ξεκινήσει , θεατρικό έργο , σκετσάκια , ποιήματα , τραγούδια , χοροί , παρέλαση , όλα προετοιμάζονταν με θρησκευτική ευλάβεια και αφοσίωση , κι’εκτός απ΄τις πρόβες που γίνονταν στο σχολείο , οι μανάδες στα σπίτια δίκην...υποβολέα ,  βόηθαγαν τα παιδιά να μάθουν τα ποιήματα και τους ρόλους τους , χαμός στο...ίσιωμα που λένε .

28  Οκτωβρίου  1954 , παρελαύνουν  οι  πρόσκοποι και  αποδίδουν  τιμές  στους  επισήμους , στη  πρώτη  σειρά , απ'ο  αριστερά Γιαν. Ανδρίτσος , Γ.Λατσούδης , Ν.Ταμβάκης , Γιαν. Παπαδόπουλος , πίσω  του  ο  Λάμπρος  Δελενίκας .

   Η ψυχή όμως των εκδηλώσεων ήταν ο καθηγητής μας της γυμναστικής , ο αξέχαστος Κώστας Παπανδρέου ( πόσα αλήθεια του χρωστάμε .. ) που νυχθημερόν πάσχιζε να μας ....συμμαζέψει και πάντα τα κατάφερνε , ψηλός γεροδεμένος , με καμπανάτη βροντερή φωνή γέμιζε τη Λιδορικιώτικη ατμόσφαιρα με τα παραγγέλματά του , ας είναι αναπαυμένος...ο αγαπημένος δάσκαλός μας , τον θυμόμαστε πάντα με αγάπη .


28η Οκτωβρίου 1957 , κατάθεση στεφάνου στο Αλωνάκι στο  ηρώο , απ' τον  Κώστα  Κρικέλα . Αριστερά ένας  οπλίτης  του ΤΕΑ Λιδορικίου. ( Πάνε χρόνια  που  καταργήθηκαν τα  ΤΕΑ )

   Αυτός είχε την ευθύνη της παρέλασης , των χορών , των τραγουδιών και των εμβατηρίων, κι’ακόμα συγκροτούσε ομάδες μαθητών , που κάθε μια  είχε και συγκεκριμένη αποστολή , είχε εκπληκτικές οργανωτικές ικανότητες , πέρα απ’ την άριστη επαγγελματική του κατάρτιση και πάντα , σ’ότι κι’αν έκανε , είχε άριστα αποτελέσματα .
   Αφού λοιπόν όλα είχαν βρει το ρυθμό τους , 2-3 μέρες πριν τη γιορτή , άρχιζε ο στολισμός του σχολείου , μια  ομάδα μαθητών , επικεφαλής πάντα ο Γυμναστής μας , με τον Εθνικό...μας μεταφορέα τον μπάρμπα Θανάση το Ρέλλο , μακαρίτη πια   από χρόνια , με το κουτσομούρικο φορτηγό του ( με την μεταλλική ξεσκέπαστη καρότσα ) κατέβαινε στην Ερατεινή και γέμιζε τ’αμάξι με κλωνάρια φοίνικα , σκίνα και πικροδάφνες κι’άρχιζε το...πανηγύρι της διακόσμησης , πραγματικό πανηγύρι .

Μετά ή  πριν απ' την  παρέλαση της  28ης Οκτωβρίου  1949 . Η συμμετοχή των  προσκόπων στις  παρελάσεις , με  την ευκαιρία  των  Εθνικών Επετείων , θα  είναι  για  αρκετά  χρόνια μία  απ' τις  κύριες δραστηριότητές  τους .

   Διακοσμητές , εκτός του Γυμναστού μας , κι’άλλοι καθηγητές αλλά κυρίως καθηγήτριες , κατά κανόνα φιλόλογοι , Μπάγια , Πλουμάκη , Λιαπίκου μηδέ εξαιρουμένης και της νεαράς θεολόγου , Λιναρδάκη , οι φιλόλογοι είχαν πάντα και την εν γένει...καλλιτεχνική επιμέλεια των θεατρικών παραστάσεων ( ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί ) , αυτοί επέλεγαν τους ..ηθοποιούς , έκαναν τη διανομή των ρόλων και με τη σκηνοθετική τους...καθοδήγηση γίνονταν και οι πρόβες .
   Τα κριτήρια για την επιλογή ; μάλλον όχι...καλλιτεχνικά , έπρεπε να ‘σαι καλός μαθητής , φρόνιμος , αλλά κυρίως να ‘χεις βροντερή φωνή και φυσικά..παράστημα , αν συγκέντρωνες όλα αυτά τα προσόντα είχες ...εξασφαλισμένο πρωταγωνιστικό ρόλο και κάποιο , ίσως , καλύτερο βαθμό , σε αναγνώριση της προσφοράς σου , το  αν..” τα ‘λεγες “ και  πως  …τα ‘λεγες , κανένας  δεν  το λάμβανε  υπόψη ..

250

Δεκαετία  του  ‘50 , παρέλαση  μαθητών σε  κάποια  Εθνική  γιορτή . Διμοιρίτης ο  Θ. Χαϊδεμένος , απ’ την  Αμυγδαλιά , πίσω δεξιά ο Γ. Καψάλης , η  πομπή  βρίσκεται  στο  Αλωνάκι , δείτε  πίσω  την ουρά της  παρέλασης ..


   Σε λίγες λοιπόν ώρες , όλα άλλαζαν όψη , το προαύλιο , η είσοδος με τα σκαλάκια , δίπλα στο Καραμητσαίϊκο      το σπίτι , και το Σχολείο , έμοιαζαν με καταπράσινο κήπο , κι’όλα πια ήταν έτοιμα για τη μεγάλη γιορτή , ενώ   παντού υπήρχαν ταινίες με στίχους απ’το θούριο του Ρήγα , πατριωτικά συνθήματα :  Ζήτω η Ελλάς , Ζήτω το Εθνος , ΟΧΙ , εικόνες απ’ το  έπος  του  ‘40κ . α. σχετικά ,  το ..τοπίο δε συμπλήρωναν οι αναρίθμητες Ελληνικές σημαίες , σημαιούλες και σημαιάκια που κατείχαν φυσικά και την πρώτη και καλύτερη θέση .

   Αυτό  γινόταν και στις πλατείες , στα κτίρια των Δημοσίων Υπηρεσιών και φυσικά στα σπίτια μας , όλα τα σπίτια είχαν τη σημαία τους , κι' ένιωθες πραγματικά ότι γιορτάζαμε κάποιο σημαντικό γεγονός , το κυριότερο όμως είναι ότι , όποιον κι'άν ρωτούσες γιατί γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου , θα σου απαντούσε σωστά , όχι όπως τώρα που όταν ρωτάς σου απαντούν ότι γιορτάζουμε την  επανάσταση  του..’21 !!  

   Ξεχάσαμε όμως ν'αναφέρουμε ότι παράλληλα με τα Σχολεία και τις Υπηρεσίες έκαναν τα κουμάντα τους και οι καταστηματάρχες της Βαθειάς , κυρίως , μετακαλώντας για το 3ήμερο γλέντι τις..επιφανέστερες τοπικές ορχήστρες ( κομπανίες ) δημοτικής μουσικής .

photo32

Οι  φουστανελάδες  παρελαύνουν  όπου  τώρα  είναι  χτισμένο  το  σπίτι  του  Χορταριά . Συνοδός  καθηγητής  είναι  ο  αξέχαστος Ροζακέας , και δεξιά  στην  πρώτη  τριάδα  ο  Γιάννης Πίτσιος .

Οι γνωστότεροι Δωριείς μουσικοί ( οργανοπαίχτες ) της εποχής ήταν : Πίτσιος Αθαν η Φαλιαμπάρας , απ'το Βελούχι , κλαρίνο , Πανάγος Γεωργ. Λιδορικιώτης , λαούτο-κιθάρα , Μπίρπος Ιωαν, απο Πλέσσα , βιολί , Κλώσσας Γεωργ, Λιδορικιώτης , κλαρίνο κι' ακόμα οι Κακοπουλαίοι , απ'τη Σκαλούλα , σαντούρι-κιθάρα , οι Καρμαίοι, απ'το Σεβεδίκο , κλαρίνο- κιθάρα και αργότερα προστέθηκε κι' ο Καφέτσης Δημ. ( Κοντoκράς ) , Λιδορικιώτης , κιθάρα .

28 κτωβρίου, Λιδορίκι , μάλλον Θαν.Ευσταθίου,Φαλιαμπάρας, ΛαΊνης, κλαρίνα , κιθάρα  Κ.Πίτσιος

Δεκαετία  του  ‘60 , το  γλέντι  στις  28  Οκτωβρίου  είναι  στο..φόρτε  του . Η ορχήστρα μ ημι..ντόπια , από  αριστερά Θαν. Πίτσιος – Φαλιαμπάρας  , κλαρίνο , …Λαίνης , κλαρίνο και  κιθάρα ο  Κ.Πίτσιος , γιος  του  Φαλιαμπάρα .

   Στις κομπανίες βέβαια είχαμε και τις απαραίτητες τραγουδίστριες , που ..μετακαλούνταν φυσικά απ'την Αθήνα , μαζί και με άλλους μουσικούς που συμπλήρωναν τις ορχήστρες , και το μόνο προσόν που δεν διέθεταν ήταν η ...φωνή , ποιός όμως νοιαζόταν γι'αυτή αφού ...διέθεταν τόσα...άλλα προσόντα , που οι Λιδορικιώτες τα ..εκτιμούσαν ιδιαίτερα...και το αποδείκνυαν...εμπράκτως , αφού , πολλές φορές , οι μετακαλούμενες ...αοιδοί παρέμεναν στο Λιδορίκι και μετά τη γιορτή προσφέροντας και άλλες , μη τραγουδιστικές υπηρεσίες ....

IMG

Θαν. Πίτσιος – Φαλιαμπάρας , ..Κακόπουλος , σντούρι , Γ. Πανάγος  , Λαούτο , η  ..ντιζέζα..” διεθνώς “…άγνωστη..

   Όσο λοιπόν πλησίαζε η γιορτή , μεγάλωνε και η ένταση των προετοιμασιών , μια-δυο μέρες πριν έφταναν μουσικοί και τραγουδίστριες και νοίκιαζαν δωμάτια στου Ανδρίτσου , του Γαρδίκη ή του Παπαιωάννου ( του Νάυλον ) , και έρχονταν , συνήθως , και επισκέπτες - γονείς νεοδιορισμένων καθηγητών και καθηγητριών , κυρίως , για  να δούνε τα παιδιά τους και να περάσουν αυτές τις δυο- τρεις μέρες μαζί τους , γιατί την εποχή εκείνη τα σχολεία λειτουργούσαν και τα Σάββατα αφ'ενός και αφ'ετέρου οι μετακινήσεις , ελλείψει ι.χ , ήταν και δύσκολες αλλά και δαπανηρές . 
  Εν  τω μεταξύ , οι πρόβες για   την παρέλαση ήταν στην κορύφωσή τους , Δημοτικό , Γυμνάσιο , πρόσκοποι , λυκόπουλα , τσολιάδες , Αμαλίες , όλοι ήταν πανέτοιμοι γιά τη μεγάλη στιγμή , τις τελευταίες δε μέρες , δεν άκουγες τίποτ'άλλο εκτός από    τύμπανα , σάλπιγγες , τραγούδια , εμβατήρια και φυσικά τη στεντόρεια φωνή του Γυμναστού μας , που έδινε τα παραγγέλματα , εκτός όμως απ'τις πρόβες , είχαμε κι'ένα σωρό άλλες δουλειές να κάνουμε , έπρεπε να κόψουμε κλαδιά βάγιας ( Μυρτιάς ) για   τα στεφάνια του σχολείου αλλά και των προσκόπων και των λυκόπουλων , ευτυχώς ο μπάρμπα Θύμιος ο Πιττάς , ο φαναράς , στη στροφή στο παλιό μονοπώλειο , είχε στην αυλή του ένα μεγάλο δέντρο βάγιας και από  αυτό βολευόμασταν , και ακόμα είχαμε , οι περισσότεροι σχεδόν , να μάθουμε τους ρόλους και τα ποιήματά μας , αυτό που το πας , μας έβγαινε κυριολεκτικά η πίστη εκείνες τις μέρες , το ευχαριστιόμασταν όμως παρ'όλη την κούραση, ήταν αυτό που λέμε , μια πολύ ευχάριστη...ταλαιπωρία...

Kαφενείο Ευσταθίου , Ελένη , Αθ.Πίτσιος - Φαλιαμπάρας ,Θωμάς ΧαΊδος σαντουρι , Κ.Πίτσιος , κιθάρα.Γιαν. Μπίρπος βιολί  ,

Καφενείο  Ευσταθίου , δεκαετία  του  ‘50 , το  γλέντι..καλά  κρατεί , όρθιος ο  Γιαν. Μπίρπος , η  ..αοιδός  Ελένη , Θαν. Πίτσιος – Φαλιαμπάρας , Θωμάς Χάϊδος , σαντούρι  και Κ.Πίτσιος  κιθάρα .

   Tην παραμονή , λοιπόν , όλα ήταν έτοιμα , γινόταν και η τελευταία δοκιμαστική παρέλαση και ταχτοποιούνταν οι μικρολεπτομέρειες , στο στολισμό , στη σκηνή του Θεάτρου , γινόταν και η τελευταία πρόβα και όλοι..ξεθεωμένοι αναμέναμε...
   Τα όργανα , στα μαγαζιά , άρχιζαν απ΄την παραμονή , συνήθως υπήρχαν 3-4 κομπανίες , στου Γαρδίκη , του Κλώσσα , το Κουλοπουλαίϊκο ( το είχαν τότε τα Δελενικάκια ) και καμιά φορά του Ευσταθίου και του Γούρα ( του Ανδρίτσου ) , και όλα τα μαγαζιά γέμιζαν , μέσα - έξω , ενώ υπήρχε πάντα άφθονη..μαρίδα , ολόγυρα , που παρακολουθούσε κρεμασμένη - συνήθως - στα παράθυρα των μαγαζιών , σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο για να έχουν..καλή θέση .
   Η μουσική..πανδαισία άρχιζε με το γνωστό και απαραίτητο..μαρσάκι , ένα κλασσικό εμβατήριο που είχε πλέον καθιερωθεί ως εναρκτήριο...λάκτισμα , σε μια  γωνιά των μαγαζιών είχε κατασκευαστεί , πρόχειρα , μια αυτοσχέδια εξέδρα - πάλκο και εκεί πάνω ...στεγαζόταν η ορχήστρα που συνήθως είχε κλαρίνο , κιθάρα - λαούτο , βιολί , σαντούρι και σπανίως και ακορντεόν , όλοι οι..σολίστες καθήμενοι στις παλιές ωραίες ψάθινες καρέκλες , και πάντα σύμφωνα με το...πρωτόκολλο , στο κέντρο της εξέδρας το κλαρίνο , αριστερά και δεξιά του κιθάρα και βιολί , πίσω το σαντούρι και μπροστά απ' όλους , εις θέσιν... περίοπτον το...αστέρι της κομπανίας , η τραγουδίστρια .


Παρέλαση τσολιάδων σε   Εθνική  γιορτή  στα 1958. Μαθητές της  8ης τάξης  του  Γυμνασίου . Σημαιοφόρος ο Νώντας  Μαντζαβάς , διμοιρίτης  Χρ. Τσέλιος  , αριστερά το  Νακαίϊκο , άχτιστο  ακόμα  και  στο  βάθος η  παλιά Αστυνομία , το  Καψαλαίϊκο .

   Αξίζει , νομίζουμε , τον κόπο να κάνουμε μια   βιαστική ενδυματολογικοκομωτικοαισθητικόσοβατολογική περιγραφή ( !!! ) της αοιδού που , κάθονταν σπάνια στην καρέκλα , κρατώντας το ντέφι τόνωνε το..ηθικό του ανδρικού..πληθυσμού , που κρεμόταν , κυριολεκτικά , απ' τα...πόδια της .
   Το φόρεμα λοιπόν προκλητικό , άφηνε..ακάλυπτα ( συνήθως ) τα επίμαχα σημεία του γυναικείου σώματος , άνω και κάτω άκρων , ξεκινώντας απ' το παλιό φουρό  που σε κάθε , σκόπιμα γενόμενη , αυθόρμητη...περιστροφή οριζοντιωνόταν προκαλώντας τα σφυρίγματα του ..φιλοθεάμονος κοινού καθώς και τα θαυμαστικά επιφωνήματα , όλο...κι' άλλο..πάλι.. όπα κλπ.
   Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ , ότι οι προνομιούχες θέσεις ( πρώτο τραπέζι..πίστα ) είχαν περισσότερες οπτικές..δυνατότητες και απολαύσεις ειδικά όταν η ντιζέζ μερακλωνόταν και στριφογύριζε χορεύοντας , τότε οι μπροστινοί...παρατηρητές έβαζαν μέχρι και..στοιχήματα για το χρώμα των..εσωρούχων ενώ συχνά-πυκνά άκουγες άσπροοο ή κόκκινοοο , μαύρο κλπ.( ο νοών...) .
   Το ρεπερτόριο κλασσικό , η Λιδορικιώτισσα , η Ιτιά κλπ δημοτικά με προεξάρχοντα τα ηρωικά δημώδη άσματα , Εθνικής εορτής ένεκεν , και περνώντας βέβαια η ώρα μπαίναμε σιγά -σιγά και στον χώρο των..παραγγελιών , όπου - οι μερακλήδες χορευταράδες - 'εκλεβαν , κυριολεκτικά , την παράσταση με τα τσαλίμια , τις κολοκαθιές και τις κάθε λογίς φιγούρες , προκαλώντας τον θαυμασμό και τις επευφημίες των θεατών ενώ δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις που η ασχετοσύνη των..χορευτών έκανε το κοινό να ξελιγώνεται στα γέλια .
   Προϊόντος του..χρόνου η..περιρρέουσα (sic) ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο   ζεστή , και όλοι , σχεδόν , γίνονταν μια  παρέα ενώ παράλληλα ο...Διευθυντής της ορχήστρας , ανάλογα με το λαϊκό...αίσθημα , τροποποιούσε και τη ροή του προγράμματος . 

Φαλιαμπάρας, Ελένη, Κ.Πίτσιος και μπροστά , μάλλον,Ι.Στρούζας, Αυγόϊαννος

Δεκαετία του  ‘50 , γλέντι  28ης Οκτωβρίου , εντός …καταστήματος λόγω..καιρού , όπως  φαίνεται  κι’απ’ το  ντύσιμο  των  μουσικών . Αριστερά  , μισο..κομμένος , Θαν.Πίτσιος , Ελένη , Κώστας  Πίτσιος  και  μπροστά  ο  Γιάννης  Στρούζας .

   Αργά , τις μικρές ώρες , η ορχήστρα έπαιζε και κανένα ζεϊμπέκικο -ένας μάγκας στο Βοτανικό συνήθως - για τους πολύ βαρείς και ασήκωτους , εκτελώντας...κυριολεκτικά το έρμο το τραγούδι , που αν δεν σου λέγαν ποιό είναι..δύσκολα το καταλάβαινες .
   Τα τραπέζια όλα ήταν γεμάτα και στις αίθουσες δεν έπεφτε ούτε..καρφίτσα , οι παρέες με την κοινωνικοταξική τους ( συνήθως ) διάκριση , οι καθηγητές ( πάντα ) μαζί , οι τραπεζικοί κλπ σιγά-σιγά      έσμιγαν κι' όλο πια    το μαγαζί ήταν μια       απέραντη παρέα , μια    ωραία..ατμόσφαιρα που έλεγε κι' ο αξέχαστος ο Ηλιόπουλος....
   Ξεχάσαμε να πούμε ότι είχαμε εμβόλιμα..και ευρωπαϊκούς  …   αγκαλιαστούς , ναι , αγκαλιαστούς χορούς , ταγκό και βαλς , σε ..ελευθέριες..συγγνώμη , ελεύθερες εκτελέσεις ανεπανάληπτες , κάτι κομπαρσίτες και κύματα..Δουνάβεως που μόνο σε συναυλίες για  ..κωφαλάλους μπορείς ν' ακούσεις , αλλά εμείς εκεί..όσο για    την ποιότητα του ήχου , είναι πολύ-πολύ δύσκολο να την περιγράψουμε , άθλια , μικρομεγαφωνικές εγκαταστάσεις πρωτόγονες , και η ένταση ; στη διαπασών , σωστό βασανιστήριο , τι να κάνουμε όμως...το τράβαγε , βλέπεις ο...οργανισμός μας...
   Έτσι λοιπόν πέρναγε κι' η παραμονή , τα χαράματα όλοι ξεθεωμένοι , απ'το ξενύχτι και με το κεφάλι κουδούνι απ' το κρασί και τη φασαρία πηγαίναμε για   ύπνο , αφού σε λίγες ώρες είχαμε παρελάσεις και πανηγύρια στην πλατεία κι' έπρεπε να είμαστε σε..φόρμα .
   Θα πρέπει όμως ν' αναφέρουμε εδώ ότι οι μέρες αυτές οι γιορτινές που ήταν κι' ανοιξιάτικες βοηθούσαν πολύ και στην δημιουργία..ειδυλλίων , θες το κλίμα των ημερών , η γιορτινή ατμόσφαιρα και η γενικότερη..χαλαρότητα , έδιναν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων , κάτι που οι νέοι και οι νέες της εποχής δεν το άφηναν...ανεκμετάλλευτο .
   Κι' έφτανε , επί τέλους , η μεγάλη μέρα , το χωριό είχε βάλει τα γιορτινά του , οι δρόμοι πεντακάθαροι , τα πεζοδρόμια φρεσκοασβεστωμένα , οι αυλές παστρεμένες και περιποιημένες και τα μπαλκόνια , με τις σημαίες και τις ευωδιαστές γλάστρες , αρμένιζαν σαν ολοστόλιστα καράβια στον φθιμοπωρινό ουρανό , όλα μοσχοβολούσαν ασβέστη και μαζί με την..ευωδιές απ’ τα φαγητά  που  ψήνονταν  ,  δημιουργούσαν μια   υπέροχη πανδαισία..αρωμάτων , χαρά Θεού.....
   Ανήμερα , το χωριό ήταν στο πόδι απ' τα χαράματα , και να ‘θελες να κοιμηθείς ήταν αδύνατο , οι πρόσκοποι και τα λυκόπουλα άνοιγαν το πρόγραμμα το γιορταστικό με τον εωθινό , κι' όλο   το το χωριό αντιβοούσε τα τραγούδια των παιδιών , ενώ παράλληλα οι μανάδες ήταν από νωρίς ξεσηκωμένες , είχαν να ετοιμάσουν τα παιδιά , να μαγειρέψουν , να περιποιηθούν το σπίτι , χρονιάρα μέρα βλέπεις ,  να ‘ναι έτοιμες για    την εκκλησία , τη δοξολογία και μετά η παρέλαση , να καμαρώσουν τα βλαστάρια τους , και ο χορός στη Βαθειά , οπότε πάει η μέρα δεν έμενε καιρός για τίποτα άλλο . Βέβαια υπήρχαν και οι εορτάζοντες πριν δυο  μέρες , Δημήτρηδες  και  Δήμητρες , που  όσο  να ‘ναι  θα’ καναν  τα  σχετικά τραπεζώματα .
   Περνώντας   η ώρα , οι δρόμοι άρχιζαν να γεμίζουν , τσολιάδες , Αμαλίες , προσκόπους , λυκόπουλα και παιδιά του Δημοτικού και του Γυμνασίου που πηγαινορχόντουσαν παρέες - παρέες μέχρι να συγκεντρωθούν για  τον εκκλησιασμό και την παρέλαση , οι σαλπιγκτές με τους τυμπανιστές , έκαναν τις τελευταίες πρόβες τους , σηκώνοντας το χωριό στο πόδι και λίγο αργότερα , η στεντόρεια φωνή του γυμναστού μας του αξέχαστου Κώστα Παπανδρέου αντιλαλούσε απ' άκρης σ' άκρη στο χωριό , δίνοντας τα παραγγέλματα στους μαθητές που ήταν ακόμα σκόρπιοι . Κορίτσια κι' αγόρια , όλα στολισμένα , με τις καλές τους φορεσιές , φρεσκοσιδερωμένες , άστραφταν από χαρά και καθαριότητα , το ‘ νοιωθαν το ζούσαν και το φχαριστιόνταν , όχι όπως τώρα , τότε το ‘ χαμε τιμή και καμάρι να πάρουμε μέρος στις παρελάσεις , τώρα....
   Όταν όλα ήταν έτοιμα , τα παιδιά κατά σχολείο , Δημοτικό και Γυμνάσιο παρατάσσονταν καθώς και τα υπόλοιπα παρελαύνοντα τμήματα , πρόσκοποι κλπ. η πομπή άρχιζε κάπου απ' το τότε Δημοτικό , σήμερα Μουσείο , και έφτανε σχεδόν μέχρι τις λάκκες, ενώ στο Αλωνάκι , αριστερά και δεξιά στο δρόμο , οι Λιδορικιώτες είχαν αρχίσει να παίρνουν θέσεις για   την παρέλαση , που γινόταν αμέσως μετά    την δοξολογία και οι φωτογράφοι μας , ο αείμνηστος ο Νίκος ο Κολοκύθας ( Πανουργιάς ) κι' ο Σωτήρης ο Γιαλαμάς είχαν ήδη κάνει χρυσές δουλειές φωτογραφίζοντας τη νεολαία που πηγαινορχόταν βγάζοντας αναμνηστικές φωτογραφίες .
   Δεν απόμενε παρά το παράγγελμα του γυμναστού μας , κι' ή καλοκουρδισμένη μηχανή έπαιρνε μπροστά , πρόσκοποι , λυκόπουλα , σχολεία , όλα τα παιδιά άψογα , καλογυμνασμένα , πέρναγαν μπροστά στον κόσμο που τα χειροκροτούσε ασταμάτητα , κουνώντας τις σημαιούλες που κρατούσαν , και ζητοκραυγάζοντας....
   Μετά τον εκκλησιασμό ακολουθούσε η τελετή κατάθεσης στεφάνων στο μνημείο των ηρώων στο Αλωνάκι όπου , από νωρίς οι Λιδορικιώτες , αλλά και γονείς των μαθητών απ' όλα τα χωριά, είχαν πιάσει θέσεις για   να παρακολουθήσουν της εντυπωσιακή , πράγματι , παρέλαση και να καμαρώσουν τα παιδιά τους .

   Η τελετή της κατάθεσης των στεφανιών είχε τη δική της μεγαλοπρέπεια και ομορφιά , οι απαγγελίες των ηρωικών ποιημάτων και η όλη παράσταση των παιδιών σκόρπαγαν συγκίνηση στους παρευρισκόμενους που είχαν κατακλύσει την πλατεία αλλά και τους γύρω χώρους , ενώ ήταν ολοφάνερη σε κάθε κίνηση , σε κάθε στιγμή , η εξαίρετη δουλειά του αξέχαστου γυμναστού μας , στον οποίο πολλά οφείλουμε όλοι μας .
   Τελειώνοντας και η κατάθεση των στεφανιών τα τμήματα παρατάσσονταν πάλι στην αρχική θέση, στο παλιό Δημοτικό και άρχιζε πλέον η παρέλαση , που με τόση αγωνία όλοι περίμεναν , άρχοντας , κυριολεκτικά , της παρέλασης αλλά και ψυχή της , ήταν φυσικά ο Κώστας Παπανδρέου , επιβλητικός , σοβαρός με Ολύμπια ηρεμία και μεγαλοπρέπεια καθοδηγούσε , σαν Δ/ντής ορχήστρας , την όλη τελετή με άριστα πάντα αποτελέσματα .
   Το πέρασμα των παιδιών γινόταν μέσα σε πανδαιμόνιο , εμβατηρίων ( που ακούγονταν απ' τα μεγάφωνα ) , ήχων σαλπίγγων και τυμπάνων και της βοής απ' τις φωνές του κόσμου που κυριολεκτικά παραληρούσε από ενθουσιασμό .
   Τελειώνοντας η παρέλαση , όλος ο κόσμος πήγαινε στη Βαθειά όπου , θα χόρευαν στην αρχή τα παιδιά και στη συνέχεια μέχρι αργά το μεσημέρι γινόταν τρικούβερτο γλέντι , βούλιαζε κυριολεκτικά απ' τον κόσμο η πλατεία , ενώ ο υπέροχος ήχος του κλαρίνου αντιλαλούσε απ'άκρη σ' άκρη στο χωριό μας που γιόρταζε πραγματικά τη λαμπρή αυτή γιορτή .
   Το μεσημέρι , στα σπίτια , επακολουθούσε γερό τσιμπούσι και φυσικά κρασοπότι , μπακαλιάρου και σκορδαλιάς ένεκεν , με  τις λαχταριστές τυρόπιτες και το αρνάκι με πατάτες στο φούρνο , συγγενείς και φίλοι , μαζεύονταν παρέες - παρέες και το γλεντούσαν μέχρι αργά .
   Το απόγευμα είχαμε , πάντα , την απαραίτητη θεατρική παράσταση στο Γυμνάσιο , το σούρουπο την φαντασμαγορική μας λαμπαδηφορία και το βράδυ γλεντοκόπι στα μαγαζιά μέχρι τελικής... πτώσεως , μέχρι πρωίας.....
   Χρόνια μετά , βρέθηκα στο χωριό στις 28  Οκτωβρίου γεμάτος νοσταλγία , να ξαναζήσω ( έτσι πίστευα ) τις όμορφες εκείνες στιγμές , να νοιώσω την ίδια ζεστασιά , την ίδια συγγενική ατμόσφαιρα του τότε , αλλοίμονο....με περίμενε μια   πολύ δυσάρεστη έκπληξη , πίκρα , απογοήτευση , θλίψη αλλά και οργή με πλημμύρισαν , δεν γνώρισα το χωριό μας , δεν είχε καμιά σχέση με το Λιδορίκι που είχα στην ψυχή και τα όνειρά μου , ένοιωσα σαν σε ξένο τόπο , καμιά εικοσαριά άνθρωποι σκόρπιοι στ' Αλωνάκι στην κατάθεση των στεφανιών και μια  ομάδα μαθητών που υποτίθεται ότι έκανε ...παρέλαση , τραγική εμφάνιση που δυστυχώς απεικονίζει μια     θλιβερή , πολύ θλιβερή πραγματικότητα , εάλω η πόλις αδέρφια...δυστυχώς....
   Για τους νοσταλγούς παραθέσαμε μερικές παλιές φωτογραφίες , έτσι για ...βάλσαμο....για... παρηγοριά...

   ‘Ετσι λοιπόν , ή κάπως έτσι , γίνονταν οι παρελάσεις , τον καλό παλιό καιρό , μα σιγά..σιγά .ξέφτισαν , μέχρι που φτάσαμε στο σημείο , οι…θεατές , να παρακαλάμε να μη γίνονται πια , γιατί δεν αντέχουμε να βλέπουμε την αθλιότητα των σημερινών παρελάσεων , που περισσότερο μοιάζει με ..περίπατο παρεών και τίποτα  περισσότερο .

   Τώρα το ποιός και ..τι φταίει για το χάλι αυτό , καλύτερα ας μη το συζητήσουμε , δεν έχει καμία αξία , αφού όλοι γνωρίζουμε πολύ-πολύ καλά .

             Καλό  σας  βράδυ , καλή  αυριανή

polidorikiou-sima