Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ

 

ΑΛΩΝΙΣΤΙΚΗ..ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ  ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ  ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΔΗΜΗΤΡΗ  ΣΤΑΜΕΛΟΥ

T' αλώνισμα του παλιού καλού καιρού στα Ρουμελιώτικα χωριά , ένα πραγματικό πανηγύρι για μεγάλους , μα και...παιδιά.......

 

Απ' τα " ΛΙΔΩΡΙΚΙΩΤΙΚΑ " 1983 , του αξέχαστου Λιδορικιώτη Γιώργου Καψάλη , ας δούμε πως θυμάται και καταγράφει ο αείμνηστος Δημήτρης Σταμέλος , καλός-καλός φίλος , το Ρουμελιώτικο παλιοκαιρίτικο αλώνισμα , απολαύστε το :

Εδώ πέρα στ' αντίπερα , στα πέτρινα τ' αλώνια

όπ' αλωνίζουν δώδεκα και δέκα τρεις λιχνάνε ,

η Μάρω με τη βάβα της αργοκοιτάει τον ήλιο .

- Μάρω μ', της λέει η βάβα της , κάτσε κατά τον ίσκιο ,

να μη σε βρει ο κουρνιαχτός , μη σε μαυρίσει ο ήλιος .

Κι' η Μάρω στέκει ολόστητη κι' αυτό το λόγο λέει :

- Κι' αν με 'ραχνιάσει ο κουρνιαχτός

κι' αν με ραχνιάσει ο ήλιος

εγώ τον πρώτο λιχνιστή άντρα μου θα τον πάρω .

   Το δημοτικό αυτό τραγούδι δείχνει πόσο δεμένο με την ομορφιά και τη βαθύτερη συναισθηματική γοητεία του ανθρώπου , ήταν το αλώνισμα , σε παλιότερους καιρούς , στα χωριά μας . Τότε που μέσα στο στρώσιμο των χρυσών δεματιών , στο λίχνισμα , στων αλόγων και του βαλμά το ξάναμα , ανυψώνονταν μελωδική η ευχαριστήρια φωνή για του καρπού το θησαύρισμα . Ήταν η ανταμοιβή του μόχθου κι' ήταν ο ανασασμός της ελπίδας που ξάνοιγε καινούργιες χαρές στους δαντελλένιους ορίζοντες , στην ομορφιά της γης και στην απλοχωριά της καρδιάς τους .

   Το αλώνισμα σε κείνους τους καιρούς , είχε μια μορφή ποιητικής εξιδανίκευσης κι' ομορφιάς ξεχωριστής , έτσι καθώς γίνονταν με τ' άλογα που τα φέρναν στο χωριό οι βαλμάδες η αλωνισταραίοι καθώς τους έλεγαν . Ετούτοι ήταν βλάχοι που ξεκαλοκαίριαζαν στα κοντινά βουνά και κάθε χρόνο έκαναν συντροφιές και γύριζαν από χωριό σε χωριό κι' αλώνιζαν , παίρνοντας , συνήθως , την αμοιβή τους σε καρπό . Κάθε βαλμάς είχε τους δικούς του νοικοκυραίους που θ' αλώνιζε την παραγωγή τους , σχεδόν τους ίδιους κάθε χρόνο .

   'Οσο για τ' αλώνια , αυτά ήταν καμωμένα είτε με όμορφη καλοπελεκημένη πέτρα η και με σκέτο χώμα που τ' άλειβαν στην επιφάνειά του με γελαδοσβουνιά , γιατί καθώς ξηραίνονταν η λάσπη δεν υπήρχε κίνδυνος να σκάσει το χώμα και ν' ανακατευθεί με το σιτάρι . Φυσικά τα πιο εξυπηρετικά ήταν τα πετράλωνα που χρειάζονταν να καθαρισθούν μονάχα μια φορά το χρόνο , από τα χόρτα που έβγαιναν ανάμεσα στις χαραμάδες που άφηναν οι πέτρες . Τα πετράλωνα τα κατασκεύαζαν ειδικοί μαστόροι . Στο κέντρο του αλωνιού υπήρχε , καλά μπηγμένο ένα γερό ξύλο , που το λεγαν στρίγερο ή στρουιρό . Από κει έδεναν τις τριχιές με τις οποίες ήταν δεμένα κι' έφερναν γύρες μέσα στ' αλώνι τ' άλογα .

   Πιο πέρα απ' τ' αλώνι υπήρχε ένας χερσότοπος , όπου και στήνανε οι χωριανοί τις θημωνιές τους , μια που τ' αλώνια ήταν συνήθως κοινοτικά και τα χρησιμοποιούσαν με τη σειρά . Κάθε φορά που ένας αλώνιζε και τελείωνε με το ξανέμισμα και μάζευε τον καρπό του , όποιος προλάβαινε κι' έστηνε δίπλα στο στρίγερο ένα δεμάτι σταριού , εκείνος θ' αλώνιζε . Κανένας δεν χάλαγε τη σειρά , γιατί πίστευαν πως αυτό θα ήταν κακό για την επόμενη σοδειά τους .           

   Επίσης μαλώματα , την περίοδο του αλωνίσματος και μάλιστα κοντά στ' αλώνια , τα θεωρούσαν κακοσημαδιά και τ' απέφευγαν με κάθε τρόπο . Τώρα που ήταν η ώρα του καρπού , έπρεπε , περισσότερο , να υπάρχει αγάπη ανάμεσά τους .

   Η ατμόσφαιρα αυτή του αλωνίσματος είχε κάτι από την ομορφιά και την ποίηση των " Ειδυλλίων " του Θεοκρίτου , με την θάλασσα των χρυσών σταριών που γιόμιζαν τ' αλώνια , με τους νοικοκυραίους όλο χαμόγελο και κέφι , με τους βλάχους ντυμένους με τα βαρειά σκουτιά τους , το στριφτό μουστάκι , τα σελάχια και το τραγούδι το λεβέντικο . Ήταν να καμαρώνεις και να χαίρεσαι αυτή τη γοητευτική ατμόσφαιρα . Αντιβούιζε το χωριό κι' οι ρεματιές και τα σύρραχα απ' τις φωνές των βαλμάδων που έτρεχαν από κοντά στα σπαθάτα τους άλογα, καθώς εκείνα κομμάτιαζαν το στάρι . Δεμένο γερά με χοντρές τριχιές από τον στρίγερο , φρούμαζαν και πηδούσαν μέσα στο απλωμένο χρυσάφι του σταριού , κι' οι νοικοκυραίοι από γύρα με τα ειδικά σύνεργα , τα ξύλινα η σιδερένια δικούλια , πρόσεχαν μην ξεχειλίσει το στάρι από τις άκρες τ' αλωνιού . Κι όλοι , αλωνιστάδες και νοικοκυραίοι , είχαν κέφι στην καρδιά και το τραγούδι στα χείλη ,ένα τραγούδι που μιλούσε για την πληρωμή του ανθρώπινου μόχθου , για την αμοιβή του κόπου τους , για τον καρπό που θα γιόμιζε τ' αμπάρια του σπιτιού .

image

   Θα γνωρίσουμε στη συνέχεια , αυτή την ατμόσφαιρα της προετοιμασίας για τ' αλώνισμα σε ρουμελιώτικο χωριό . εδώ και κάμποσα χρόνια . Στο πετράλωνο ένα αντρόγυνο στρώνει τα δεμάτια κι' ετοιμάζεται για το πανηγύρι του αλωνίσματος , καθώς αχνοροδίζει , στις κοντινές κορφούλες , η ανάσα της καλοκαιριάτικης αυγής . Είναι δυο ηλικιωμένοι χωριάτες . Ο άντρας πλησιάζει τα εξήντα ενώ η γυναίκα του κάπου δέκα χρόνια μικρότερή του .Καθώς το έργο κινάει το χαρούμενο δρόμο του , κινάει κι' ο λόγος , λόγος απαντοχής κι' ελπίδας στην καρδιά τους , ένας λόγος που συνδυάζεται και με τη χαρακτηριστική ομορφιά του εθίμου .

-- Χάραξε για καλά γυναίκα , και λόγου μας δε στρώσαμε ακόμα τ' αλώνι . Όπου να ‘ναι θα φανούνε κι' οι βαλμάδες .

-- Όλα θα τα προλάβουμε , αφέντη . Έχει ο Θεός . Έτσι μπόλικος που είναι ο καρπός , μεγαλώνει πιότερο κι η λαχτάρα της καρδιάς μας . Όσο για τους βαλμάδες δεν είναι δα και τόσο εύκολο να φτάσουν από τα τσοπάνικα λημέρια , νωρίς - νωρίς . Ο δρόμος είναι κάμποσος και δεν πρέπει να κουραστούνε κι ίδιοι και τ' άλογά τους .

image

-- Να κουραστεί ο Τριτσιμπίδας κι' ο Λιαροκάπης , γυναίκα ; Αυτοί παίρνουν περαταριά χωριά και χωριά με τ' άλογά τους . Οι καλύτεροι αλωνιστάδες . Και ξέρεις σόι πάει το βαλμαλίκι . Αλωνιστάδες πάππου προς πάππου . Άξιοι , χεροδύναμοι κι άνθρωποι με μπέσα . Έτσι και σου πουν την τάδε ώρα , τη τάδε μέρα , θα ρθούνε , να μη κρατήσουν το λόγο τους δε γίνεται . Ο κόσμος , που λέει ο λόγος , να χαλάσει , θα 'ρθούνε . Με το φεσάκι τους στραβά , μόλις που να κρύβει τα κατσαρά τους τα μαλλιά , με τη φέρμελη , το σελάχι , τη σκαλισμένη γκλίτσα και το κοντοκάπι .Ετούτοι την κρατάνε τη λεβέντικη , τη ρωμαίικη τη φορεσιά . Και με τι καμάρι , αληθινά όπως της ταιριάζει . Μιλάω για βιασύνη κι απολησμονήθηκα στην κουβέντα . Μα έτσι όμορφα που είναι όλα τριγύρω μας . Τόση ομορφιά και τόση καλοσύνη ! Ο Θεός που σκόρπισε μ' απλοχεριά την ομορφιά ολόγυρά μας , δίνει τώρα περίσσια και τη χαρά στην καρδιά μας , με τον πλούσιο καρπό . Να κόψω ένα ξύλο σταυρωτό να το μπήξουμε στο στροϊρό , καταμεσής στ' αλωνιού το χρυσαφένιο πλάτος όλα να πάνε καλά στην ευλογημένη τούτη μέρα .

-- Να το μπήξεις αφέντη , κι' απέ να βάλουμε στη ρίζα του , κάτω από τα τρία πρώρα δεμάτια , μπόλικο λιβάνι , ένα τριμμένο δαφνόφυλλο από τα βάγια που κρατάμε στο εικονοστάσι και τρία μεγάλα σκόρδα , με την πλεξούδα τους . Μάτι να μην πιάσει τ' άλογα . Θυμάσαι δα τι έπαθαν , πρόπερσι , οι Κωστακαίοι που χασαν πάνω στ' αλώνι την καλύτερη σαρακατσάνικη φοράδα ;

-- Αν θυμάμαι λες , γυναίκα . Μπορεί ν' απολησμονήσει κανένας το μεγάλο το κακό , να σκάσει το πράμα μέσα στ' αλώνι από το μάτι . Μα τι φοράδα ήτανε εκείνη ! Τεφαρίκι ολάκερο . Χλιμίντραγε σα να τραγούδαγε . Σπαθάτο , άξιο , πρώτο στ' ασκέρια των βαλμάδων . Έλεγα πολλές φορές στον αφέντη του : " Μωρέ συμπέθερε , ρίχνε καμιά φορά κι' από λίγο αγιασμό στη φοράδα να μην την πιάσει τι κακό μάτι . Κρέμασέ του και κανένα χαϊμαλί με το κοκαλάκι της νυχτερίδας μέσα σε χρυσοκλωστές " . Που ν' ακούσει ο βλάχος . Ώσπου ήρθε η κακή η μέρα που να μη δευτερώσει . Είχανε φτάσει στη μεσιά τ' αλωνιού , ότι τσάκιζε η καλαμιά , σαν πέρασε από κει η κακίστρα η γριά Λούτινα , το κακό μάτι του χωριού . " Η ώρα η καλή είπε ξερά ". Κι' από μέσα της " Μωρέ τι φοράδα είναι τούτη ! ". Κι'έφυγε κατά το κεφαλάρι . Και το κακό δεν άργησε . Φρένιασε το πράμα , πέφτει κάτου , σπαρταράει . Πριν προλάβουμε να του διαβάσουμε το ξόρκι και να το σταυρώσουμε , έσκασε . Μάτι να σου πετύχει ! Σκόρδο και λιβάνι στα μάτια σου κακίστρα γριά Λούτινα , μακριά από τ' αλώνι και την προκοπή μας . Να βάλεις σταυρωτά τα πέντε πρώτα δεμάτια .

 

   Κοιτώντας κατά την ανατολή , δοξολογώντας το Θεό για τη χαρά που μας δίνει με τον μπόλικο καρπό . Ν' αποσώσουμε , αφέντη , το στρώσιμο κι' απέ σα φτάσουν οι βλάχοι με τα πράματα , να κοιτάξω την ετοιμασία του μεσημεριάτικου . Πάντα κάτου από την πυκνή των δέντρων φυλλωσιά φρέσκο και δροσερό θα ‘ναι το νερό και παραδίπλα το παγούρι με το τσίπουρο . Οι βλάχοι το τραβάνε το τσίπουρο .
   Μη δα το ‘χουνε και στα κονάκια τους , γυναίκα . Εκεί άλλο από μυζήθρα , ξυνόγαλο και χλωροτύρι μη δα κι' έχουνε και τίποτες άλλο . Σαν κατεβαίνουν στα χωριά το ρίχνουν στο πιοτό . Κρασί θα ‘χουμε βέβαια ακόμα στο μεγάλο βαγένι . Να τραβήξουμε καμιά νταμιζάνα , το μεσημέρι , σαν αποσώσουμε τ' αλώνισμα .
   Και βέβαια έχουμε , αφέντη . Κι' έτσι πλούσιο θα ναι το τραπέζι της τρανής γιορτής . Πίττες και σαλάτες και τυριά και μεζεκλίκια μπόλικα .
Όσο για την πίττα θα την θυμούνται κι' από πέρυσι , γυναίκα , τόσο καλή που βγαίνει από τα χέρια σου . Καλά συρμένο το πέτρο , με το τυρί και το βούτυρο στην κανονική τους αναλογία , ροδοψημένη στη γάστρα . Να τρως και να γλείφεις και τα δάχτυλά σου . Λέω να φωνάξουμε και την ανηψιά μας , τη Λαμπρινή , να μας βοηθήσει σα θ' απλώσει το στάρι και θα γιομίσει το πετράλωνο , καρπό κι' άχυρο .
Θα τα βόλέψουμε μοναχοί μας , Θανάση . Μη χολοσκάς . Μπορεί λιγάκι να μας βοηθήσει στο πρωτογύρισμα . Βάνω σταυρωτά τα πρώτα δεμάτια . " Η ώρα η καλή , αφέντη , κι' ο Χριστός κι' οι άγιοι κοντά μας ".
   Αμήν . Τι βλέπω , Διαμάντω . Να σαι καλά που όλα τα θυμάσαι και τα προσέχεις καθώς ταιριάζει . Έβαλες κιόλας στην ασημένια κούπα τρία κομμάτια μοσχολίβανο να σταυρώσεις τον στρίγερο και τα πρώτα δεμάτια και το μπουκάλι με τον αγιασμό να ρίξεις στο σιτάρι , για το καλό .
   Όλα πρέπει να γίνουν , αφέντη . Για το καλό το δικό μας , για τη σοδειά και την πρκοπή μας . Για το καλό του χωριού ολάκερου . Του λόγου σου μην απολησμονήσεις το σταυρόχορτο και το μαυρομάνικο το μαχαίρι στο στρίγερο .
   Το σταυρόχορτο είναι από χτες κομμένο , γυναίκα . Να του βάλω μια άσπρη κλωστή κι' απέ θα το στήσω στην κορφή του στρίγερου . Παραδίπλα καρφωτό το μαυρομάνικο μαχαίρι με την ολοκέντητη λαβή , ν' αποδιώχνει το κακό το μάτι απ' τη χαρά τ' αλωνιού . Όπου να ναι θα φανεί κι' ο Λιαροκάπης με το Ντορή και το Μούρκο . Μονάχα του λόγου του απόμεινε να φοράει τη φουστανέλα από το βλάχικο συνάφι που κατεβαίνει στο χωριό για τ' αλώνισμα . Οι άλλοι του συναφιού φοράνε μονάχα τη φέρμελη , το γιλέκο και τη μακριά τη μπουραζάνα , ίδια φουσκωμένη βράκα .

    Ο Λιαροκάπης όμως δεν αποχωρίζεται τη φουστανέλα κι' έτσι καθώς τρέχει από κοντά στ' άλογα κι' ανεμίζει στο αλαφρό τ' αεράκι , νοιώθεις την ομορφάδα και τη λεβεντιά της φορεσιάς που μοσχοβολάει παλληκαριά . Άργεψε λιγάκι να φανεί , μα πρέπει ξημερώματα να βοσκήσει λιγάκι στο τρανό λιβάδι και τ' άλογα . Λιγάκι , καθώς λέει κι' ο ίδιος . Μη βαρύνουν πολύ και δεν έχουν την αλαφράδα να πετάνε πάνω στο χρυσάφι τ' αλωνιού . Σκέψου , γυναίκα , . Τόσο χρυσάφι απλωμένο μπροστά μας . Πόσος κόπος χρειάστηκε να γίνει δεμάτι και καρπός . Σπαρμουδιά , βοτάνισμα , θέρισμα , κουβάλημα , θημώνιασμα . Και τώρα το πανηγύρι τ' αλωνιού . Ο μεγάλος κόπος γίνεται τραγούδι και τ' όνειρο που το θερμαίναμε τόσο καιρό στην καρδιά μας , γίνεται καρπός , η χαρά κι' η ομορφιά της ζωής μας .
   Έτσι είναι αφέντη . Προσμένοντας και δουλεύοντας με την πίστη στην καρδιά , τ' όνειρο παίρνει το δρόμο του . Γίνεται από πράσινο χορτάρι , χρυσάφι και καρπός . Ευλογημένο τ' όνομα του Θεού , που μας αξίωσε και φέτος πάλι την ίδια χαρά να δοκιμάσουμε ! Χρόνια τώρα λαχταράμε τούτη την ώρα . Φοβόμαστε μην ανοχέψει το χωράφι . Από κοντά μην του λείψει η έγνοια κι' η φροντίδα μας . Με τη λαχτάρα μη δεν έχει στην ώρα του τη βροχή για να μεστώσει ο καρπός . Μην το κάψει ο λίβας . Κι' όμως όλα γίνονται κάθε φορά , τόσο καλά , με την βοήθεια του Παντοδύναμου . Ακούω τραγούδια από το Μεγάλο Διάσελο . Του λόγου σου , που γνωρίζεις καλύτερα τη φωνή του Λιαροκάπη , για αφουγκράσου , μην έρχεται να συνταρχίσουμε περσότερο και των δεματιών το στρώσιμο , μην έρθει κι άστρωτο τ' αλώνι το βρει .
   Τι όμορφο και περήφανο τραγούδι ! Του λόγου του είναι . Δε φαίνεται , γιατί τα πυκνά τα ελάτια κρύβουν βαλμά κι' άλογα . Είναι βέβαια κάμποσος δρόμος ως εδώ κι' έτσι που 'ρχεται με το ραχάτι του , τραγουδώντας , θα κάμει ως μισή ώρα πάνου κάτου . Κι' έτσι προλαβαίνουμε , γυναίκα . Όλα θα γίνουν καθώς πρέπει , όμορφα και καλοσυνάτα . Θα ρθει και λόγου του , άντρας που τα πέρασε τα πενήντα πέντε κι' όμως έχει την ελαφράδα δωδεκάχρονου παιδιού . Ισιόκορμος , δυνατός , περήφανος . Άνθρωπος με τόσες έγνοιες , πρωτοτσέλιγκας δα τι άλλο . Κι' όμως βαστιέται κι' αντέχει σ' όλα . Στη δουλειά και το τραγούδι . Εκείνος στα διάσελα και τα κοπάδια , εμείς στα χωράφια , τους ποτιστάδες και τα μποστάνια .

   Ο καθένας στη δουλειά του . Να ναι καλά και λόγου του με γερό μαξούλι από τα πράματά του και λόγου μας με μπόλικο καρπό στ' αμπάρια μας .
   Πάντα με τη βοήθεια του Μεγαλοδύναμου , αφέντη . Πάντα για την προκοπή , για τη χαρά και την απαντοχή της ομορφιάς που με τον καρπό τον περίσσιο δένεται . Πάντα με το τραγούδι . Με το χαρακτηριστικό αυτό εθιμογραφικό τρόπο στρώνονταν τα δεμάτια στ' αλώνι . Σε λίγο φτάναν οι βαλμάδες κι' άρχιζε τ' αλώνισμα . Με τις ευχές : " Η ώρα η καλή " και " Καλά μπιρικέτια " βάζαν τ' άλογα στ' αλώνι , ενώ ο ήλιος που πύρωνε , βοηθούσε να λιώσουν γρήγορα τα δεμάτια και τα χειρόβολα .

    Οι αλωναραίοι , αν ήταν δυο , άλλαζαν κάθε τόσο για να παίρνουν μια ανάσα στον ίσκιο των δέντρων που βρίσκονταν εκεί κοντά , πίνοντας κι' από κανένα τσίπουρο . ως το μεσημέρι το στάρι τσακίζονταν κι' ήταν για γύρισμα . Γύριζαν τότε το σιτάρι κι' ύστερα κάθονταν , σταυροπόδι η σε καμιά ξύλινη τάβλα , και το ρίχναν στο φαγοπότι . Το μεσημεριάτικο αυτό φαγητό είχε πραγματικά τη μορφή μικρού πανηγυριού . Κύριο φαγητό η κολοκυθόπιτα , με τυρί και αρκετό φρέσκο βούτυρο . Από κοντά οι σαλάτες , με τυρί και μπόλικα φρούτα . Καινούργια δουλειά σαν τέλειωναν το φαγητό . 

   Ύστερα το μάζεμα του καρπού και του άχυρου και τελευταία το ξανέμισμα η λίχνισμα , κυρίως το βράδυ που ο άνεμος βοηθούσε σε τούτο περίσσια . Έτσι ολοκληρώνονταν το αλώνισμα του σιταριού , σε μια ιδιαίτερα γραφική ατμόσφαιρα , όπου η λαχτάρα της καρδιάς έπαιρνε τη λάμψη και την ομορφιά του φυσικού χώρου σ' ένα παράλληλο συνδυασμό του έθιμου του παλιού καλού καιρού “ .

   Έτσι λοιπόν , είδε , θυμόταν και κατέγραψε το αλώνισμα , με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο , στα χωριά της Ρούμελης , ο αξέχαστος φίλος του Λιδορικιού , λογοτέχνης και δημοσιογράφος Δημήτρης Σταμέλος , απ' το Μαραθιά Ευρυτανίας .
   Για ενημέρωσή σας , σας δίνουμε μερικές ακόμα σχετικές φωτογραφίες , απ' το αλώνισμα , το λίχνισμα , έτσι για να ‘χετε μια εικόνα αυτού του μικρού πανηγυριού , όπως έγραφε κι' ο αείμνηστος , αγαπημένος φίλος Δημήτρης , που είχε έρθει πάρα πολλές φορές στο χωριό μας , και σαν ομιλητής αλλά και σαν φίλος-επισκέπτης , με μια πάντα ..καλοκαιρινή απαίτηση , έλεγε στη μάνα μας : Θειά Κικούλα , όχι..κρεατικά , για φαγητό , ..φασουλάκια , ξέρεις εσύ..με μπόλ’κο λαδάκ’ και…ντουματούλα.….(..Καρπενησιώτης βλέπετε ο αξέχαστος Δημήτρης ..γνήσιος..) .

                                       Καλό σας βράδυ

polidorikiou-sima

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

“ O KATAΚΛΥΣΜΟΣ “ ή “ ΤΟΥ ΑΪ ΓΙΑΛΟΥ “ …

 
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

 

image

image

Είχαμε πει αγαπημένοι μου φίλοι , πως του Αγίου Πνεύματος , στην Κύπρο μας , έχουν μια εθιμική γιορτή , τη γιορτή του “ Κατακλυσμού “. Αυτή η γιορτή όπως και πολλά άλλα έθιμα , μας έρχονται σαν κληρονομιά και σαν συνέχεια από τις πανάρχαιες λατρευτικές δοξασίες που , κι’ αν δεν κράτησαν την πρωταρχική τους μορφή , η επιβίωσή τους εξακολούθησε  σαν παράδοση με συμβολική σημασία μέσα απ’ τους αιώνες , παίρνοντας τις ανάλογε μεταλλαγές που άφησαν πάνω τους του χρόνου τα περάσματα . Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα , που δεν υπάρχει σε κανένα άλλο Ελληνικό τόπο , παρά μόνο στην Κύπρο , είναι το έθιμο του “ Κατακλυσμού “ , που έχει τις πρώτες ρίζες του στη λατρεία της αρχαίας πολιούχου της Κύπρου , της Παφίας Αφροδίτης .

image

Πάφος

   Μας είναι γνωστό από το σχετικό θρύλο και από την ιστορία , με πόση λαμπρότητα γιόρταζαν κάθε άνοιξη οι αρχαίοι Κύπριοι τα “ Αφροδίσια “ και τα “ Αδώνια “ στην Πάφο , καθώς και στην Αμαθούντα , όπου έρχονταν απ’ την Ελλάδα και από όλες τις γύρω χώρες , πλήθος προσκυνητές να πανηγυρίσουν την αναγέννηση της φύσης , που προμηνούσε τη γονιμότητα και την καρποφορία της γης κάτω απ’ το θερμό ερωταγκάλιασμα της θεάς με το φλογερό έφηβο , το λατρευτό της ‘Αδωνη . Είδαμε ακόμα πως αυτές οι γιορτές , που είχαν θρησκευτικό  χαρακτήρα με τις τελετές του καθαρμού , συνοδεύονταν από γλέντια , χορούς τραγούδια , από αθλητικούς , ποιητικούς και μουσικούς αγώνες , όπου ο νικητής λάβαινε ανάλογο με την αξία του έπαθλο .

image

Λάρνακα

   Τι έχει απομείνει σήμερα απ’ το προγονικό αυτό έθιμο , που είχε τόσο δοξάσει την Πάφο , μεταβάλλοντάς την σε κέντρο πανελλήνιας λατρείας μέσα στην “ μηδεμιάς των νήσων λειπομένην “ Κύπρο ;

   Ύστερα απ’ την επικράτηση της Χριστιανικής θρησκείας στις χώρες της Ανατολής , ο υπερβολικός φανατισμός των Χριστιανών , που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους πιστούς της θρησκείας του Ναζωραίου Θεανθρώπου ενάντια στις ειδωλολατρικές δοξασίες , ήρθε να σαρώσει τους αρχαίους ναούς και τα είδωλά τους , καταστρέφοντας ένα πλήθος αριστουργήματα της αρχαίας τέχνης όπως και άλλα σημαντικά πνευματικά έργα της ανθρώπινης δημιουργίας , που χάθηκαν για πάντα στο χάος των αιώνων .

image

Αμμόχωστος

   Όμως , παρ’ όλα  αυτά , οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας , ο Μέγας  Βασίλειος , ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος , ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κ.α. που μελετούσαν τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς , το Σωκράτη , τον Πλάτωνα κλπ , στις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών , θαύμαζαν κι’ εκτιμούσαν την αθάνατη ομορφιά και τις ακατάλυτες αλήθειες του αρχαίου Ελληνικού  πνεύματος , μεταλαμπαδεύοντας οι ίδιοι τα φώτα του στους λαούς της Ανατολής , για να γεννηθεί απ’ αυτά ο νεώτερος ελληνοχριστιανικός  πολιτισμός . Έτσι , με τον καιρό , οι νεοφώτιστοι Χριστιανοί δεν σπούδαζαν παράλληλα με το κήρυγμα του Χριστού , μόνο τα αριστουργήματα της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας , πλουτίζοντας με αυτά σε πλατύτερη ακτίνα το πνεύμα τους , αλλά συνέχιζαν , κατά ένα διαφορετικό βέβαια τρόπο , τις ειδωλολατρικές γιορτές των προγόνων τους αποβάλλοντας απ’ αυτές κάθε παγανιστικό στοιχείο και δίνοντάς τους χαρακτήρα Ελληνοχριστιανικό .

image

  Κερύνεια

   Τα Αφροδίσια όπως και τα Αδώνια της Κύπρου ήταν φυσικό να καταλυθούν και να χάσουν πάρα πολλά απ’ τα πρωταρχικά και βασικά λατρευτικά τους στοιχεία . Με το πέρασμα των αιώνων πήραν καθαρά παλλαϊκό χαρακτήρα , ο Κυπριακός λαός , συνεχίζοντας , πολύ βέβαια παραλλαγμένη , την παράδοση , γιορτάζει κάθε  χρόνο το έθιμο του Κατακλυσμού που , όπως είπαμε , είναι άγνωστο έξω απ’ τη Μεγαλόνησο .

   Ο Κατακλυσμός – το γιατί ονομάστηκε έτσι το έθιμο τούτο δεν είναι εξακριβωμένο – πανηγυρίζεται επί δύο ημέρες σε όλες τις παραθαλάσσιες πόλεις της Κύπρου , στην Πάφο , στην Κερύνια . τη Λεμεσό , στη Λάρνακα , στη Αμμόχωστο κ.α , αρχίζοντας πάντα από την Κυριακή της Πεντηκοστής , που όλοι οι κάτοικοι από τα χωριά και τις μεσόγειες  πολιτείες κατεβαίνουν στον “ Άι  Γιαλό “ για να παραβρεθούνε στις χαρούμενες ετήσιες αυτές γιορτές . Από το πρωί συνηθίζουν , για την καλή χρονιά , να αλληλοραντίζονται  με νερό , μέσα από καλαμένιους σωλήνες λεγόμενους “ πιτσίκλες “ , τραγουδώντας με γέλια και με αστεία .

   Το λαϊκό τούτο έθιμο , συμβολίζει τον “ αγνισμό “ της ψυχής και του σώματος , όπως και την ανανέωση της ζωής με τον εμβαπτισμό του ανθρώπου στην  καθαρτήρια δύναμη του “ ζώντος ύδατος “, που οι αρχαίοι το θεωρούσαν στοιχείο θεϊκό . Είναι μεγάλη τύχη να μπορέσει κανείς να παρακολουθήσει από κοντά το ωραίο αυτό λαϊκό πανηγύρι του Κατακλυσμού .

  Ας δούμε πως περιγράφει η Αθηνά Ταρσούλη τον διήμερο πανηγυρισμό του Κατακλυσμού στη Λεμεσό της δεκαετίας  του ΄50 .

  Σε όλο το μάκρος του παραλιακού δρόμου στήνονται πρόχειρα μαγαζάκια κάτω απ’ τις τέντες όπου ο κοσμάκης που κατεβαίνει απ’ τα γύρω χωριά στον “ Άι Γιαλό “ πουλάει κι’ αγοράζει κάθε λογής πραμάτειες σε χρήσιμα  είδη αλλά και σε άχρηστα μπιχλιμπίδια .

   Παρέκει , προς το μέρος της θάλασσας , κάνουν την εγκατάστασή τους , κάτω από μικρές παράγκες τα υπαίθρια ποτοπωλεία – κόκα  κόλα , λεμονατζίδικα – λουκουματζίδικα κ.α . μαζί με πρόχειρα ζαχαροπλαστεία , όπου οι πανηγυριώτες δροσίζονται με ποικιλόμορφα παγωτά και ικανοποιούν τη λαιμαργία τους με τα διάφορα τερψιλαρύγγια .

   Τις δυο αυτές γιορτάσιμες  μέρες , Πεντηκοστής και Αγ.Πνεύματος ,  ο πλατύς όρμος της Λεμεσού γεμίζει από άσπρα φτερωτά κότερα και από πολύχρωμες  βάρκες , που με φουσκωμένα τα  πανιά τον αυλακώνουν πέρα – δώθε στοιβαγμένα από  λαϊκά πλήθη . Όλοι διασκεδάζουν με όργανα και με τραγούδια , λικνιζόμενοι στα απαλά κυματάκια του πελάγου που αντηχεί από τους ήχους των βιολιών , των λαγούτων και της κιθάρας ανακατεμένους με τα δροσοφιλήματα  του μπάτη .

   Το γλέντι του Άι Γιαλού διαρκεί δυο μερόνυχτα . Η θάλασσα γεμίζει με φωτεινούς φωσφορισμούς από τα παιχνιδίσματα των πράσινων , κόκκινων και άλλων χρωματιστών φαναριών , θυμίζοντας Ενετική γιορτή .Στα ταβερνάκια της παραλίας , οι χαροκόποι χορεύουν τους  μερακλίδικους Κυπριώτικους χορούς – τον καρσιλαμά , τον ζεϊμπέκικο , τον καροτσέρη – ή σκαρώνουν τα αυτοσχέδια “ τσιαττίσματα “ γεμάτα κέφι και αλληλοπειράγματα ανάμεσα από διαλογικούς έξυπνους στίχους που ακούοντάς τους , οι παρακαθήμενοι ξεκαρδίζονται στα  γέλια , χτυπώντας ζωηρά παλαμάκια και τσουγγρίζοντας ορμητικά  τα ποτήρια τους .

                    Καλό σας  βράδυ

polidorikiou-sima

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Ο ΘΕΡΟΣ–ΘΕΡΙΣΜΟΣ

 
  ΟΣΑ..ΘΥΜΑΜΑΙ..


'Οπως είπαμε  στα " Λαογραφικά μας σημειώματα ", ο Ιούνιος λέγεται  απ' το λαό μας και " θεριστής " και για να ..ακριβο..λογήσουμε " θερ'στής  ή...θιρ'στής ", γιατί μέσα στον μήνα αυτό γίνεται το θέρισμα , ο θέρος των σταροκρίθαρων, θα μου πείτε που βρεθήκαν αυτά στον τόπο μας , κι' όμως αδέρφια , αυτά τα..βράχια , αυτές οι..ξελάστρες , έθρεψαν και μεγάλωσαν γενιές και γενιές , σπούδασαν παιδιά , προίκισαν ..κορίτσια , κι 'όλα αυτά περήφανα και με το μέτωπο ψηλά , με ιδρώτα και..αίμα , που λέει σοφά ο λαός μας..

Κοίταζα μια μέρα , απέναντι στην Πλέσιβα , ανάμεσα στα βράχια και στις ξερολιθιές , στα πουρνάρια και τις γκρεμίλες , φανταζόμουνα τους Λιδορικιώτες , κάποιους χωριανούς μας , τέλος πάντων , να ξεκινάνε αχάραγα απ' το χωριό , με το ζευγάρι , φορτωμένοι μ'όλα τα..συμπράγκαλα , για ν' ανεβούνε εκεί πάνω να οργώσουν , τι ; να οργώσουν την πέτρα , τα βράχια , να βγάλουν το ψωμί της χρονιάς , κι' όμως , 'άνθιζε κι' η πέτρα εδώ στον τόπο τον ευλογημένο , καλλιεργούσαν την πέτρα κι' αυτή έβγαζε..καρπό..

Κι' όταν έφτανε η ευλογημένη ώρα της σοδειάς , κι' έβλεπες στις ραχούλες της Πλέσιβας , να χρυσίζει η ίδια η ζωή , το στάρι , δεν πίστευες στο θαύμα αυτό της πίστης και της φύσης , γιατί πραγματικά ήταν θαύμα...

Δεν είχα την τύχη , φίλοι μου , να ζήσω αυτές τις σκληρές , όπως λένε , στιγμές , δεν είχα την τύχη να ζήσω την αγροτική ζωή που τόσο ζήλευα , είχαμε βλέπεις το μαγαζί και δεν υπήρχε χρόνος για καλλιέργειες , εγώ όμως ζήλευα τους συμμαθητές μου και τους φίλους μου , όταν μου ‘λεγαν παιδικές ιστορίες , απ' τα χωράφια , τα πρόβατα και τα γίδια , εγώ τότε μαράζωνα , γιατί μου λείπαν όλα αυτά , βέβαια απ' την άλλη μεριά τα παιδιά όλα ζήλευαν εμένα , που ήμουνα ..χωμένος μέσα στα γλυκά , και γλυκό εκείνες τις δύσκολες εποχές , ειδικά για τα παιδιά , ήταν...τουλάχιστον όνειρο ..
Κι' έτσι , τελείως παράδοξα , νοσταλγώ κάτι που δεν ..γνώρισα , κάτι που δεν έζησα και σχεδόν δεν γνωρίζω , κι 'όμως το νοσταλγώ , όσο παράξενο κι' αν ακούγεται και φαίνεται , βέβαια , έχει λογική εξήγηση το φαινόμενο , το εξηγεί η ίδια η ζωή , η καθημερινότητα , είναι φυσικός νόμος , θέλουμε , ζητάμε , ..νοσταλγούμε , αν θέλετε , αυτό που μας λείπει , αυτό που δεν έχουμε , παρ'ότι είναι..παράδοξο να νοσταλγείς κάτι που δεν έζησες , δεν γνώρισες ..

Ξεκίναγαν αχάραγα λοιπόν , για να ‘ναι νωρίς-νωρίς στο χωράφι , να θερίσουν , μέσα στο λιοπύρι , στις μαύρες ερημιές , φορτωμένοι , ταλαιπωρημένοι , θέριζαν , δεμάτιαζαν και κουβάλαγαν με τα ζωντανά τα δεμάτια , στ' αλώνια του χωριού , όσο το αλώνισμα γινόταν παραδοσιακά , απ' τους βαλμάδες και τ' άλογα , κι' αργότερα στα θημωνοστάσια , στις Λάκκες , στο Κοτρώνι , στο Σταυρό ,  όταν πια υπήρχαν οι αλωνιστικές μηχανές...
Είχα την τύχη να τις ζήσω , και θυμάμαι κατάκαλα , και τις δυο περιπτώσεις , θυμάμαι μάλιστα το μπάρμπα μου το Σπύρο , τη θεια μου τη Βιολέτα κι τις ξαδέρφες μου τη Μαρία τη σχωρεμένη και την Κατίνα , αλά και όλα τα παιδιά της εποχής εκείνης , να κουβαλάνε , με τα “ μπλάρια “ και τα. “.γμάρια” τα δεμάτια , το κοντινότερο αλώνι σε μας , ήταν πάνω απ' το σπίτι του Κόκκινου , δίπλα στου Βαρσοτάσου , και περιμέναμε πως και πως να ‘ρθει η ώρα του αλωνιού να πάμε να παίξουμε με τ' άλογα , κρατώντας τις ουρές τους , αλλά όταν μπήκαν όμως στη..ζωή μας οι μηχανές , οι αλωνιστικές , 'ήταν η καλύτερή μας , γιατί το γήπεδο στις Λάκκες , ήταν γεμάτο θημωνιές και μείς ξημεροβραδιαζόμαστε εκεί παίζοντας πάνω σ' αυτές , παρά το κυνήγι , απ' του ιδιοκτήτες , γιατί κάναμε ζημιά στα ..δεμάτια .
   Τις  μέρες  του  “ θέρου “ , του  θερισμού  δηλαδή , απ’ το  πρωί , που  χάραζε , μέχρι το..βαθύ  σουρούπωμα , έβλεπες τα  ζωντανά  φορτωμένα με  δεμάτια , να  έρχονται  απ’ τα χωράφια , να  πηγαίνουν  στο  κοντινό τους  αλώνι , όπου  και ποστιάζονταν , γίνονταν  θημωνιές και  περίμεναν  να  έρθει  η  σειρά  τους   για    το  αλώνισμα .
  Τον  πρώτο  λοιπόν  καιρό , πριν  έρθουν  οι..” αλωνιστικές “ , χρησιμοποιούνταν τα  αλώνια , τί  ήταν  τα  αλώνια ; Ήταν ένας  επίπεδος  χώρος , που  ήταν  στρωμένος  συνήθως  με  πέτρες , και  είχε  κατά  κανόνα  στρογγυλό σχήμα και  εκεί  γίνονταν  το παραδοσιακό  αλώνισμα  με  τα  ζώα , βόδια  παλιά και  άλογα μετά , μέχρι  που  ήρθαν  οι  αλωνιστικές  μηχανές .
   Τα αλώνια  ήταν μέσα  στο  χωριό , κοντά , συνήθως , στο  σπίτι  του  ιδιοκτήτη ή  και  σε κοντινή  απόσταση απ’ το  χωριό , προπολεμικά δε  , υπήρχαν μπόλικα  στο  χωριό  μας . Σύμφωνα  με όσα  γράφει η αείμνηστη  χωριανή  μας  Σοφία  Παλαιολόγου , στο  βιβλίο της “ Αναμνήσεις “ , έφταναν τα  37 .
   Ιδιοκτήτες  τους  δε ήταν οι  χωριανοί μας : Δεδούσης , Δούκας , Δρόσος Χαράλαμπος , Ζόγκζας Κων/νος , Ζόγκζα Σοφία , Ζώης , Κάγκαλος Αθανάσιος , Κάγκαλος Ανδρέας , Κάγκαλος Γεώργιος , Κάγκαλος Ηλίας η Κουφολιάς ( Κφολιάς ) , Κανδρής , Κάππος , Κιντώνης , Κλώσσας , Κόκκινος η Κορδοπλής , Κολοκύθας , Κρυστάλλω ( Κστάλλω ) , Κωστοπαναγιώτου , Λακαφώσης , Λιάγγουρας , Μαλάμος , Μαργέλλος η Αρπάλης , Μαργέλλος η Σαψαρής , Μάρκος Αλέξανδρος , Μίχος , Ντζιούρας , Πανάγος , Παπαιωάννου , Πέτρου Χαράλαμπος , Π΄λιάνος Κων/νος , Πουρνιάς Αλέξανδρος , Πουρνιάς Γεώργιος , Σκούτας , Σούλιος , Σφέτσος , Σακαρέλλος , Φωτόπουλος .
   Απ’ τα Λιδορικιώτικα  αλώνια , του παλιού  καλού  καιρού , κανένα  δεν υπάρχει  πια , βέβαια όλο  και  κάποια  σημάδια  μπορεί  να δει  κανένας , αλλά “ ατόφιο “ αλώνι  δεν υπάρχει . Στη  θέση  τους  χτίστηκαν  σπίτια , άλλα έγιναν  αυλές  και  κήπια , και  άλλα κόπηκαν  από  δρόμους .
   Με τον ερχομό  όμως  των  αλωνιστικών  μηχανών , “ πατόζες “ τις  έλεγαν , άλλαξε  και  η διαδικασία συγκέντρωσης  των  δεματιών , τώρα  πια δημιουργήθηκαν τα “ θημωνοστάσια “ , χώροι που  συγκέντρωναν οι  χωριανοί  τα  δεμάτια  τους , ποστιασμένα  σε “ θημωνιές “ και  περίμεναν να  έρθει  η  ώρα και  η  σειρά  τους να  αλωνίσουν .
   Τα  κύρια Λιδορικιώτικα  θημωνοστάσια ήταν  τρία , ένα  στο  Σταυρό , μόλις  βγαίνουμε  απ’ το  Λιδορίκι προς  Καρούτες , όπου  σήμερα  η  εκκλησία  του Αγ. Κωνσταντίνου , ένα  στο  “ Κοτρώνι “ λίγο  μετά  το  Βουνό , πηγαίνοντας  προς  Λαυκαδίτι και το  τρίτο  και  καλύτερο  στις  Λάκκες , όπου  γινόταν  και  το  τρελό θημωνο..πανήγυρο των  παιδιών .
   Εκεί , αφού  το  γήπεδο γέμιζε  με  θημωνιές , μαζευόμασταν όλα  τα  παιδιά και  παίζαμε χοροπηδώντας  πάνω  στα  ποστιασμένα  δεμάτια , γεμίζοντας  τα  ρούχα  μας  με  αγάνες  απ’ τα  στάχυα  με  αποτέλεσμα  βέβαια , γυρνώντας  στα  σπίτια  μας  να  πέφτει..σουλτάν μερεμέτ απ’ τις  μανάδες  μας .
   Όταν λοιπόν  τα  θημωνοστάσια  γέμιζαν , και  όλοι οι  χωριανοί  είχαν  αποσώσει το  θέρο και  το  πόστιασμα σε  θημωνιές , ερχόταν  πια  η  σειρά  της ..” πατόζας “ , το  αλώνισμα  δηλαδή , αλλά  γι΄αυτό  θα  πούμε  στην  ώρα  του , όταν  μπει    ο…” αλωνάρης “ ..
  Απ’ τα  θημωνοστάσια  μας δεν υπάρχουν  δυστυχώς φωτογραφίες , αλλά για  να  πάρετε  μια…γεύση , απ’ το  τι  και  πως  ήταν οι  θημωνιές , δημοσιεύουμε  κάποιες  σχετικές  φωτογραφίες .


IMG_77571a_thimonia
1b_thimonia
Θημωνιά

polidorikiou-sima

ΘΕΡΟΣ - ΘΕΡΙΣΜΟΣ

 
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

 

   Στην προσπάθειά  μας , αγαπημένοι  μας  φίλοι ,  να  σας  δώσουμε όσο πιο  ..πληρέστερη  μπορούμε , εικόνα του  παραδοσιακού  θέρου – θερισμού , δημοσιεύουμε σχετικά  κείμενα , απ’ το  βιβλίο : “ Γεωργικά  της  Ρούμελης “ , του  μεγάλου Δωριέα ( απ’ την  Αρτοτίνα ) λαογράφου Δημήτρη Λουκόπουλου .

8
“ Ήμος δε  σκολυμός τ’ ανθεί και  ηχέται  τέττιξ . Δενδρέω εφεζόμενος λιγυρήν κοταχεύετ’ αοιδήν πυκνόν  υπό  πτερύγων , θέρεος καματώδιος ώραη .”
          (  Ησιόδου Έργα και  ημέραι  582 – 583 )

Η επιτυχία  του  σταριού .

   Απ’ τον  καιρό  του  Ησιόδου δεν  άλλαξαν διόλου τα  πράγματα  του  θερισμού , κι’ οι  παραπάνω  στίχοι του , είναι σαν  να ‘γιναν σήμερα κι’ όχι  πολλούς  αιώνες  πΧ.
   ‘Οταν  δηλαδή τσούξει  η  ζέστα , και κάμει  αρχή  ο τζίτζικας να  χύνει μέσα απ’ τις πυκνές  φυλλωσιές των  δέντρων  το  τσιριχτό  τραγούδι  του , να τος , έφτασε  ο Θέρος…
   “ ..Επάρατε τους  οφθαλμούς  ημών  και  θεάσασθε τας  χώρας , ότι λευκαί εισι προς  θερισμόν ήδη , και  ο θερίζων μισθόν  λαμβάνει …” ( Ιωαν. δ’ 35 ) .
…γράφει συμβολικά για το  θέρο ο Ιωάννης  στο  Ευαγγέλιό  του .
   Οι  Ρουμελιώτες λένε  το  παρακάτω  χαρακτηριστικό  τετράστιχο , σε  ποίηση  διδακτική :
            “ Όπου σπέρνει ο  πατέρας μ’ και  κλαίει ,
               θερίζειη  μάνα μ’ και  γελάει .
               Κι’ όπ’ σπέρν’ ο  πατέρας  μ’ και  γελάει ,  
               θερίζει  η  μάνα μ’ και  κλαίει . “
   Εξήγηση :
   Στή Ρούμελη σπανιότατα να  ιδείς γυναίκα να  πιάσει  αλέτρι και  να  κάνει  χωράφι . Το  κάμωμα και  το  σπάρσιμο είναι  αντρίκειες δουλειές , και  σχεδόν μόνο  άντρες  τις  κάνουν . Ιδίως  όταν  το  χωράφι είναι  παχύ και  πλούσιο σε  χώμα , μόνο  τα  αντρίκια  χέρια είναι  εκείνα που  μπορεί  να το  δαμάσουν , και  μάλιστα με  κόπο και  με  κλάμα που  φέρνει η  επίμονη  προσπάθεια .  Έτσι άλλωστε  υπάρχει και  η  ελπίδα να  είναι  πλούσια η  απόδοση που  ζητάει ο γεωργός .
   Εξάλλου , όπως είναι  σπάνιο να  ιδείς γυναίκα να  οδηγάει βόδια ζεμένα στο  ζυγό , το  ίδιο σπάνιο είναι να  ιδείς κι’ άντρα  στη  Ρούμελη , να σκύβει και  να  θερίζει τα  στάχυα  του  σιταριού . Το   θέρισμα είναι  γυναίκεια δουλειά , σε  γυναίκας  χέρι  πρέπει το αλαφρό  δρεπάνι , όπως το εναντίο , σ’ αντρικά  χέρια αρμόζει  η ..αλετρονουρά .
   Κατά  το παραπάνω τετράστιχο , όσο  πιο παχύ  και  βαρύ είναι  σε  χώματα το  χωράφι κι’ επομένως πιο  πολύς ο κόπος του  άντρα , τόσο πιο  μεγάλη κι’ η  απόδοση  του  σιταριού . Θερίζει  η  μάνα μ’ και  γελάει . Θερίζει η  γυναίκα με  χαρά , γιατί  τα  στάχυα είναι  βαριά και  πλούσιο  “ αμητό “ προμηνύουν .
   Εξεναντίας , αν  το  χωράφι είναι  φτωχό , και  τ’ όργωμα για  τον  άντρα  είναι  παιχνίδι .  Γελώντας οδηγεί  τα  βόδια , καμιά  κούραση δεν  αισθάνεται απ’ το  κάμωμα σε  τόσο αδύνατα  και  φτωχά  χώματα .
   Λύπη  όμως  και  κλάμα πιάνει  τη  γυναίκα τον  καιρό  στο θέρισμα .Τι  θερίζει και  να μην  κλάψει ; Κάτι  στάχυα  σα μυγόσταχα , δίχως  βάρος δίχως ελπίδα πως  θα  βάλει στο  κοφίνι το  ψωμί που  χρειάζεται σπίτι για  να βγάλει  πέρα η  οικογένεια έναν  ολάκερο  χρόνο .
   Αυτά εννοεί το  παραπάνω  τετράστιχο , που  εικονικά τα  λέει  τάχα  το  χωράφι και  σαν  παροιμία το  λένε  οι  γεωργοί , θέλοντας να  δείξουν  δογματικά ποιά  είναι  η  θέση του  άντρα και ποιά  της  γυναίκας μέσα στην  καλλιέργεια ενός χωραφιού .
   Τι  χαρά  σε  πιάνει , όταν  σταθείς στην  άκρη στο  καλοπεριποιημένο σιταροσπαρμένο χωράφι σε  ώρα  θερισμού ! Τα στάχυα όλα  ισόμετρα κι’ απ΄το  βάρος  του  καρπού σαν  κεφάλια προσκυνημένα σκυμμένα προς  τα  κάτω , περιμένουν  το  δρεπάνι να  τα  πάρει .
   - Σίτα να  ρίξεις ! λένε  οι  γεωργοί , περνάει απ’ άκρη σ’ άκρη της  θάλασσας  αυτής  των  σταχυών . Όπου  σίτα  είναι η  αλλού  λεγόμενη  κρισάρα , το με  πανένιο πάτο  κόσκινο  δηλαδή .
   Με  τα  παραπάνω  λόγια , ή κι’ αν  ειπούν : είναι  κόφτρα το  σιτάρι , φανερώνουν την  απόλυτη επιτυχία στην  καρποφορία  του . Κόφτρα είναι  δηλαδή σαν  να  το έκοψες πέρα  για  πέρα ίσια μ’ ένα  πριόνι , κι’ όχι το  ένα  στάχυ ψηλότερο και τ’άλλο  χαμηλότερο , που θα  ‘ήταν  ένδειξη πως  το  σιτάρι δεν  είναι  πετυχημένο .
5
          Το  βρέσιμο  του δρεπανιού

   Το  θέρισμα στη  Ρούμελη γίνεται  μόνο  με  το  δρεπάνι , το  γνωστό καμπυλωτό οδοντωτό κοφτερό  εργαλείο . Ήταν εποχή όπου το  σιτάρι το  μάζευαν οι  άνθρωποι με  τα  χέρια , όπως κι ακόμα  τώρα  κάνουν , όταν  τα  στάχυα είναι  πολύ χαμηλά . Την  εποχή  αυτή την  ακολούθησε άλλη  εποχή που  έκοβαν με  μαχαίρι τα στάχυα , και  βέβαια πρέπει να  πέρασαν  πολλά  χρόνια , για να  μη πω  αιώνες , ώσπου να  βρεθεί  το  δρεπάνι που  ευκόλυνε πιο  πολύ  το  θέρισμα .
   Ακούεται  μια  παράδοση που  λέει την ιστορία  του  δρεπανιού .
   “ Ήταν  , λέει , μια  φορά  κι’ ένα  καιρό κάποιος  πατέρας , κι’ αυτός  ο  πατέρας άλλη  περιουσία δεν  είχε εξόν από  ένα  δρεπάνι κι ένα  γατάκι , Είχε και  δυο  παιδιά . Στο  ένα  παιδί  του  άφησε  κληρονομιά το  δρεπάνι και  στο  άλλο  το  γατάκι .
   Μακρινή  εποχή  τότε που  οι  άνθρωποι δεν  ήξεραν  ακόμα να θερίζουν  τα  σπαρτά , παρά τα έκοβαν  με  το  ψαλίδι , και  να  πως : Ένας προχωρούσε στ’ αθέριγο σιτάρι και ψαλίδιζε τα  στάχυα , απαράλλαχτα όπως  ο  κουρέας ψαλιδίζει τα  μαλλιά του  κεφαλιού . Λεύτερος ακολουθούσε πίσω του και μάζευε  τα  πεσμένα . Το  κόψιμο του  σιταριού είχε άργητα και  γινόταν με  κόπο πολύν και  δυσκολία .
   Ας  αφήσουμε  τι  γινόταν  τότε κι ας  έρθουμε και  πάλι  στα  παιδιά .
   Ήταν  εποχή  θερισμού , το  παιδί που κληρονόμησε το  δρεπάνι , σηκώνεται μια  μέρα και  πάει  σ’ ένα  χωράφι γι  να  ιδεί πως  κόβουν  τα  στάχυα .
   Είδε , τι  να  ιδεί  ! έκοβαν  τα  στάχυα  με  το  ψαλίδι .
   - Δε  μου  λέτε , πως νοματίζεται η  δουλειά  που  κάνετε ; ρώτησε .
   - Θέρος , του  είπαν .
   - Μή  λετε  θέρος , είπε  το  παιδί , αυτό  που  εσείς  κάνετε είναι  κόφτρας , να  ποιός  είναι  ο  θέρος  !
   Και  βγαίνει το  παιδί το  δρεπάνι , χερώνει μια  δραξιά  στάχυα και  φραπ , τα  κόβει  μονομιάς . Κόβει κι’ άλλη  αδραξιά , κι’ άλλη ..και τις απιθώνει τη  μια  πάνω  στην  άλλη καταγής , βάνει έπειτα  το δρεπάνι στον  ώμο , παίρνει και με τα  δυο  χέρια του όσες  αδραξιές είχε  αφήσει κάτω και  τις έδεσε , έφτιασε  ένα  χερόβολο .
   Έτσι  δρεπάνισε κι’ άλλα  στάχυα , έφτασε κι’ άλλες  χεριές , έδεσε κι’ άλλα  χερόβολα . Μάζεψε καμιά  δεκαρία  χερόβολα , τα δεσε όλα  μαζί και έφτιασε δεμάτι .
   - Να ο  θέρος τους  λέει .
   Για  πρώτη  φορά τότε έβλεπαν οι  άνθρωποι πόσο γρήγορα και με  πόση ευκολία μπορείς να  θερίζεις  με το  δρεπάνι .
   - Δε μας  το  δίνεις ; σου  πλερώνουμε όσα..όσα γι’ αυτό  το  δρεπάνι , είπαν .
   Κείνο  που  δεν  ήθελε  το  παιδί  ! Μοσκοπούλησε το  δρεπάνι , πήρε χρήματα και  ζούσε  σαν  άρχοντας .
  Αλά  και το εύρεμα του  δρεπανιού ευκόλυνε τον κόσμο να  κάνει το  θέρο του  με  όλη  την  ανέσια .

9

Στου  θέρου  τις παραμονές .
Στα δοσμένα σεμπρικά χωράφια , υποχρεωμένος να  κάνει  το  θέρο είναι ο   σ έ μ π ρ ο ς  , ο  αφεντικός του  χωραφιού μόνο από  καλή θέληση μπορεί να  δώσει χέρι  βοηθέιας , ειδάλλως υποχρέωση καμιά  δεν  έχει .
   Στα  τριτάρικα το  ίδιο , υποχρεωμένος να  θερίσει είναι  εκείνος που  τα πήρε με  τη  συμφωνία να  δώσει το τρίτο.
   Τα παρασπόρια τα  θερίζει ο  αφεντικός  τους .
   Αρχή στο  θέρο κάνουν στα  καμποχώρια , γιατί και  πρωτύτερα πιάνει ξη  ζέστη του  καλοκαιριού  εκεί . Τέλος  του  Μάη ή  αρχή  του  Ιουνίου , που  τον  λένε θεριστή , μπαίνουν ( αρχίζουν ).
   Στα  βουνίσια χωριά ο  θέρος  γίνεται ανάλογα με  το  ύψος των  χωραφιών και  του  τόπου . Στα χαμηλώματα μπαίνουν τέλος  του θεριστιού , όσο απάνου είναι  τα  χωράφια , τόσο  μένουν  παραπίσω . Έτσι  καταντάει τα  ψηλώματα να  θερίζονται  τέλος του  Αλωναριού ( Ιουλίου ) . Στα πολύ ψηλά  μάλιστα ο θερισμός  γίνεται το Δεκαπεντάυγουστο . Σα να  πούμε στα ριζώματα του  Βελουχιού , των  Βαρδουσιών και  του  Παρνασσού , μόλις  της  Παναγίας ( 15 Αυγούστου ) ασπρίζουν τα  σπαρτά , τότε  αρχίζει  ο  θέρος .
   Οι παραμονές  του θερισμού βάζουν σε  κίνηση τους  γεωργούς .
   - ΄Πότε  θα  μπούμε ;
   - Είναι  για  να μπούμε !
   - Μπήκαμε  !!
   Να , το  μεγάλο πρόβλημα που  όλο  το  χωριό  απασχολεί . Και  δος του ετοιμασία και  κόντρα  ετοιμασία .
   Ο ένας εδώ  ξεκρεμάει σκουριασμένα  δρεπάνια από  κει  που  τα  είχε κρεμασμένα και  τα  τροχάει με  τη  λίμα  του για  να κάμει  τα  δόντια  τους κοφτερά . Ο άλλος παραγγέλνει στο  γύφτο καινούργια  δρεπάνια , τρίτος  τ’ αγοράζει από  μαγαζί , γιατί και  τα  δρεπάνια τα  εμπορεύονται των  χωριών  οι  μικρέμποροι .
   Ο θέρος δεν  είναι  γενικός  όπως ο τρύγος . Γίνηκε το  δικό  σου  σπαρτό , κώλυμα δεν  υπάρχει , πας  και  θερίζεις , εγώ που  το  σπαρτό μου είναι  ακόμα μελίχλωρο , μένω δυο..τρεις  μέρες  παραπίσω .

7
Ο  θέρος .

   Από σύνταχα ( λίαν  πρωί ) ακόμα , το  σπίτι όλο  είναι  αναστατωμένο .  Ο γεωργός  συναρίζει ( ετοιμάζει ) τα  δρεπάνια , ετοιμάζει το  ζω , το  σαμαρώνει , βάνει τη  σαμαροτριχιά στο  σαμάρι , του  ρίχνει  τροφή να  φάει . Η γυναίκα  του βάνει  το  ψωμί στα  σακούλια , παίρνει κρεμμύδια , ελιές  απ’ τον  τάλαρο , παίρνει  τη  βαρέλα για  το  νερό , το  τσουκάλι για  να  πίνουν , το  τάσι κι’ ό,τι  άλλο .

   Κοντά  των Αγιαποστόλων τότε , κι ακόμα δεν  πάσχασε  ο  κόσμος  στο  χωριό . Κόβει και  μια  αγουρίδα απ’ την  κληματαριά να  την  έχουν  για  “ ταλατύρι “, κρύβει  και  λίγο  αλάτι σ’ ένα  πανάκι .

   ( Στύβουν την  αγουρίδα σε  σαγάνι μέσα , ρίχνουν  και  λίγο  αλάτι και  βουτούν τις  χαψιές  το  ψωμί και  τις  τρώνε . Αυτό  είναι  το  “ ταλατύρι “. Σαν ξινό , είναι πολύ δροσιστικό το  καλοκαίρι και  τρώγεται  με  πολλή  όρεξη . )

   Όλα  τα  φορτώνει στο  ζω ο  γεωργός , σακούλια κρέμονται μπρός – πίσω , στο  σαμάρι  του  ζώου , και  τα  δρεπάνια είναι  μπημένα  στο  μπροστάρι  του . Πανωσάμαρα , δένει  το μικρό  παιδί τους , πίσω  ακολουθούν τα πιο  μεγάλα  παιδιά κι’ η  γυναίκα του , φορτωμένη κανένα  σακούλι και  το  δρεπάνι  της .

   Να  το  ξεκίνημα .

   Πριν  ακόμα  ο  ήλιος ξεμυτίσει στων  γύρω  βουνών τις  κορφές , η  οικογένεια βρίσκεται στο  χωράφι , γιατί έχουν  σε  νου  την  παροιμία : Όσο βοηθάει η  νύχτα  κι’ η  αυγή , ούτε  πατέρας  , ούτε  αδερφή .

   Κι αρπάζουν τα  δρεπάνια : πρώτα  η  γυναίκα  του  γεωργού , την  ακολουθούν τα  κορίτσια  της κι’ αυτά με  δρεπάνι  στο  χέρι .

   - Ώρα  καλή κι ευλογημένη  μας  !! εύχονται  όλοι  μαζί και…μπαίνουν ..

    - Καλά μπερεκέτια ! ακούς  το  γεωργό .

   Και  φραπ – φριπ τα  δρεπάνια .

   Ανοίγουν  ένα  δρόμο ίσια  πέρα στο  σπαρτό  μέσα . Παίρνουν  κι’ αντίθετα , ανοίγουν κι’ άλλον  ένα δρόμο και  γίνεται  σταυρός για  την  καλή  αρχή .

   Με τι  χαρά γίνεται  ο  θέρος  το  πρωί  με  τη  δροσιά !

   Αδράχνει η θερίστρα όσα  πιάνει  η ζερβιά  της  χούφτα στάχυα , και  φραπ  με  το  δρεπάνι που  κρατεί  στο  δεξί  χέρι , τα  κόβει . Η πρώτη  χεριά αυτή , την  αφήνει κάτω . Πιάνει  ‘άλλα  τόσα , ίσως  και  περισσότερα στάχυα , τα  κόβει κι’ αυτά .

   Η δεήυτερη  χεριά  τούτη , τη  βάζει πάνω στην  πρώτη  . Όταν οι  χεριές  γίνουν  πέντε – έξι , βάζει το δρεπάνι  στον  ώμο , για  να ‘χει λεύτερα  τα  χέρια της , χουφτώνει και  με  τα  δυο  της τ’ απιθωμένα κάτω  στάχυα , ξεσέρνει τέσσερα  πέντε , τα πιο μακριά καλαμόσταχα , τ’ ακουμπάει  στο  γόνα , ακουμπάει και τα  στάχυα και  τα  περιδένει .

   Έφτιασε το  πρώτο  “ χερόβολο “ , τ’ αφήνει  κάτω .

   Με  καλά  τα  χερόβολα γίνονται και  καλά  τα  δεμάτια , κι’ απ’ αυτού προέρχεται η  παροιμία : Κι’ εγώ κακά  χερόβολα κι’ εσύ  κακά δεμάτια , που  τη  λέμε για  να  δείξουμε πόσο  έχει να  κάμει η  δουλειά του  άλλου , όταν  αναδεχόμαστε για να  τη  φέρουμε  σε  πέρας .

   Όταν  το  σιτάρι είναι  πυκνό και  μεστωμένο , τα  χερόβολα γίνονται κάθε  λίγο  και  λιγάκι , και τότε η  θερίστρα  λέει :

   - Τα φτιάχνω  στον  τόπο τα  χερόβολα  !

   Όταν όμως  είναι  αριά τα  στάχυα , πρέπει να θερίσει πολύ  διάστημα για  να  φτάσει ένα  χερόβολο , και  τότε  λέει η  θερίστρα :

   - Στην  αριά και  την  καρυά τόχει το  σιτάρι  το  χωράφι  !

   Ενώ  οι θερίστρες  θερίζουν , όλο  θερίζουν , και  τα  χερόβολα όσο  πάνε και  γίνονται  πιο  πολλά στη  θερισμένη  έκταση  του  χωραφιού , ο  γεωργός έκοψε κάμποσα  καλαμόσταχα βρίζας που  την  είχαν  σπαρμένη στην  άκρη στο  χωράφι και τα  φέρνει στο  πιο  κοντινό νερό που  βγαίνει από  την  πηγή ή και  τρέχει στο  ρεματάκι . Φτιάνει  γούρνα , τα  βάζει , πιάνει δεκαριά με  το  δεξί κι’ άλλα  τόσα με  το  ζερβί και  τα  κομποθιάζει εκεί που  έχουν τα  στάχυα , έφτιασε  το  πρώτο  δεματικό .

   Φτιάνει  κι’ άλλο ..κι’ άλλο , πολλά , τα  παίρνει  και  τα  φέρνει  στο  χωράφι .

   Ο ήλιος πήγε  γιόμα τώρα , έτσουξε  η  λαύρα . Ο ιδρώτας σα  βροχή τρέχει απ’ τα  μέτωπα των  θεριστάδων , αλλ’ όσο τρέχει , τόσο και  με  πιο  πολύ  ζήλο θερίζουν .

         Το   ξεμεσημέριασμα

   Ωστόσο , το  λιοπύρι είναι  ανυπόφορο τέτοια  ώρα , παραλύει τα  χέρια , παραλύει  και  τη  δουλειά . Ήρθε το  γιόμα κι είναι  καιρός για  το  φαγί  πια .

   Πετούν  οι θεριστάδες  τα  δρεπάνια στη  γη  κάτω και  πάνε και  πιάνουν τον  ίσκιο  τους , δέντρου  ίσκιο ή  ελατιού  που  βρίσκεται στην  άκρη  του  χωραφιού . Ή  πάνε ίσως  και  πιο  πέρα , όπου  η  βρυσούλα χύνει το  κρύο  νερό  της και  μουρμουρίζει κάτω  απ’ το  βαθύσκιωτο  πλατάνι .

   Εκεί  ξαπλώνουν . Τρώνε τα  φτωχικά  τους  φαγητά με όρεξη που  θα  τη  ζήλευε κι’ ο  πιο  πλούσιος του  κόσμου  τούτου , με  γέλια , χαρές χωρατά , κάποτε  και  τραγούδια .

   Τρώνε  και  “ γέρνουν “ ( πλαγιάζουν ). Τι  γλυκός ο  ύπνος  ! Ποιά  όνειρα  φτερουγίζουν στο  στενό  ορίζοντα που  πετάει των  γεωργών  η  φαντασία  ! Εξάπαντος γλυκά  όνειρα , το  μαρτυράει το  μακάριο  ρουχνητό του  γεωργού και  της  γυναίκας  του .

   Κάποια  ώρα  πετιέται  ο  γεωργός ..

   - Σήκω   γυναίκα , λέει , έγειραν  τ΄απόσκια .

   Κι’ αλήθεια , ο ήλιος  τσάκισε κατά  τη  δύση  του .

    - Να βρέξω τα  μάτια  μου , λέει  η  γυναίκα .

   Παίρνει με  τις χούφτες νερό απ’ τη βρύση και  νίβεται  γρήγορα – γρήγορα , ξυπνάει  και  τα κορίτσια  της , αρπάχνουν τα  δρεπάνια και  πάλι  θέρο .

   Όταν  πάρουν  τ ‘ απόσκια και  πέσει η  δροσιά και πάλι , βάζουν όλα  τους  τα  δυνατά οι  θερίστρες για  να  “ μπιτίσουν .

   Ο γεωργός  τώρα πια είναι  στα  νερά  του . Δένει  τα  δεμάτια .

            Δέσιμο  δεματιών

   Ξαπλώνει κάτω ένα  δεματικό , παίρνει δυο  χερόβολα και  λημεριάζει : τα  βάνει  σταυρωτά , μέσα  τα  στάχυα , όξω  την  καλαμιά , ή  το ένα  με τα  στάχυα  μέσα και τ’ άλλο με τα  στάχυα όξω . Σωρώνει  κάτω  δέκα , είκοσι , τριάντα  χερόβολα , αναλόγως  τα  χερόβολα , πιάνει  το  δεματικό απ’ τις  άκρες  του , γονατίζει πάνω  τους  και  τα  ζουλάει να  συμμαζευτούν . Σφίγγει όσο μπορεί τις  άκρες  του και  στο  ύστερο κομποθιάζει το  δεματικό , και τον  κόμπο το  μπήγει στα  στάχυα μέσα . Έφτιασε  το  πρώτο  δεμάτι ..

   Φτιάνει  το  δεύτερο , το  τρίτο κι’ άλλα  πολλά .

   Η  γυναίκα με  τα  κορίτσια του έφτασαν  ως  εκεί που  είχαν  να  φτάσουν θερίζοντας , ή  και  τελείωσαν , μα  τότε αφήνουν κι’ ένα  μικρό τεμάχιο αθέριγο , το  “ αποθέρι “ που  το  λένε , για  να  φάνε τα  πράματα όταν  θα  μπούνε να  βοσκήσουν  την  καλαμιά , και  τούτο  το  αφήνουν  για  το  καλό .

   Και σαν  αποθερίσουν , κουβαλούν τα  σκορπισμένα εδώ εκεί χερόβολα , τα  βάζουν το  ένα  πάνω  στο  άλλο και κάνουν τη  “ θημωνιά “ .

   Φτιάνουν  μια  θημωνιά εδώ , την  άλλη  παραπέρα και  πάντα  τη  μια  κοντά στην  άλλη για  να  μην  τις  χαλούν  τα πράματα .

   Και  σαν  απομάσουν τα  χερόβολα όλα όσα  ήταν  σκορπισμένα στο  χωράφι  μέσα , απολάνε το ζω , τις  γίδες , κι’ ό,τι άλλο  ζώο έχουν , για  να  βοσκήσουν . Επιτρέπουν να  μπει και  ο  τσοπάνης που  περιμένει με  τα πράματά του εκεί  παραπέρα πότε  και  πότε να  μπει  να  βοσκήσει την  καλαμιά , όπως το  έθιμο που  απ’ τους  παλιούς   βρέθηκε  το  θέλει .

   Και σαν  μπούνε  τα  πράματα  μέσα , ο  τσοπάνης με  τη  γκλίτσα στέκεται κοντά στις  θημωνιές κι’ αμποδίζει τα  πράματα  να  σιμώσουν και  τις  χαλάσουν , ρίχνει  πότε – πότε και  καμιά  πέτρα , να τα  διώξει παραπέρα όταν  πλησιάσουν .

   Κάποτε δεν  είναι  εύκολο το  ίδιο  βράδυ του θέρου να  δέσει  τα  δεμάτια ο  γεωργός ή  δεν  προλαβαίνει , ή τυχαίνει το  σιτάρι παραγενωμένο , κριτσιλιάζει ( είναι  εύθραυστο  και  δεν δένεται ) , τ’ αφήνει λοιπόν  άδετο ως  το  πρωί που  θα πέσει  η  δροσιά για  να  λουρώσει και να  μη  σπάζουν τα στάχυα .

   Αλλά τότε , ανάγκη είναι να  νυχτοξημερώσει στο  χωράφι ο  γεωργός με  την  οικογένειά  του . Κι’αυτό  συνήθως  γίνεται .

   Ωστόσο , η  γυναίκα  του γυρίζει , δεν  μένει  εκεί  , στο  χωριό και  στο  σπίτι  της έχει  να “ ζυμοκουλουρίσει “ ( ζυμώσει  καμιά  κουλούρα  ψωμί ) και  να  μαγειρέψει , να  φέρει  στους  άλλους  να  φάνε , όταν θα  ξημερώσει . Και δεν  γυρίζει  στο  χωριό  άδεια , φορτώνεται στην  πλάτη της  δυο  δεμάτια , προσέχοντας  στο  δρόμο να μη  τριφτούν .

   Την  άλλη  μέρα , από  νύχτα ακόμα  βρίσκεται και  πάλι  στο  χωράφι , κι’ αν είχε  μείνει  αθέριγο , αρχίζει  και  πάλι το  θέρο απ’ την “ αποθεριά “που  ήταν  αφημένη την  προηγούμενη μέρα .

   Έτσι προχωρεί  ο  θέρος ως  το  τέλος .

     Το   νυχτοθέρι

   Ο καλύτερος θέρος γίνεται  τη  νύχτα , μάλιστα αν  τύχουν οι  φεγγαρόλουστες  νύχτες , όπου  το φεγγάρι ρίχνει  πλούσιο το  φως και  βλέπει  κανείς να  κάνει  τη  δουλειά του  σαν  να  είναι  μέρα .

   Νυχτοθέρι λοιπόν ονομάζουν τα  νυχτερινά  τούτα  θερίσματα . Η οικογένεια  όμως  του  γεωργού πρέπει να βρίσκεται στο  χωράφι αποβραδίς , τον  παίρνει  όμως  για  λίγο και  πριν  απ’ τα μεσάνυχτα  ακόμα , νατην , στο  πόδι .

   Με τι  όρεξη θερίζει  κανείς τη  νύχτα !! Βοηθάει  η  δροσιά , βοηθάει το  μυστήριο  της  νύχτας κι’ η  φεγγαρολουσιά .

   Τα νυχτοθέρια τα  προτιμάνε γιατί : Όσο  βοηθάει η  νύχτα κι η  αυγή , ούτε  μάνα  ούτε η  αδερφή .

Το κέφι  σου  δίνει φτερά  στη  δουλειά , και  να , γιατί  τη  νύχτα μονάχα  ακούς κάπου – κάπου  και  τραγούδια . Του  θέρου   τραγούδια εξεπιτούτου  δεν  έχουν , ωστόσο μπορεί κανείς να  πει το  παρακάτω, είναι  θεριάτικο .

    “  Παπαδοπούλα  θέριζε σ’ ένα  δασύ  κριθάρι

     Έργους , έργους το  πάϊνε , έργους κοιλοπονάει.

     Η μάνα  της τη  ρώτησε , η  μάνα  της  της  λέει .

   - Τ’ έχεις κόρη μ’ και  στέκεσαι  και  δε βαρείς δρεπάνι ;

   - Εγώ , μάνα  μου , δεν μπορώ , κι δε μπορώ θερίσω .

   - Γιατί , κόρη μου δεν  μπορείς , και  δε  μου  λες  και  μένα ;

    - Μάνα  μου , σα  με  ρώτησες , θελά  στο  μολοήσω .

       Ν’εγώ , μάνα μ’ , κοιλοπονώ ν  γίνει  το  παιδί μου . “

   Αν  ο θέρος πέσει  σε  εποχή που  έχει δειπνήσει  το φεγγάρι , κι οι  νύχτες  είναι  σκοτεινές , το νυχτοθέρι  είναι  αδύνατο .

   Ωστόσο  οι  γεωργοί βρήκαν τον  τρόπο να  θερίζουν και  τις  ασέληνες  νύχτες . Ανάβουν μεγάλες  φωτιές στις  άκρες του  χωραφιού κι οι  λαμπάδες τους που  ξεπετιούνται τον ανήφορο , ρίχνουν αρκετό  φως για  να  μπορεί κανείς  να  βλέπει να  κόβει  τα  στάχυα .

   Ή ένας απ’ τους  θεριστάδες παίρνει  αναμμένο δαυλί στο  χέρι του και  το  αιωρεί πέρα – δώθε στον  αέρα έτσι που  να  ζωογονείται η  φωτιά του και  να  φωτίζει σε  κείνους  που  θερίζουν .

τους    Ωστόσο , κάποτε  η  φωτιά του  δαυλιού  θαλαπώνει ( ωχριά ) και  τότε  οι  θεριστάδες  λένε  στ’ αστεία :

   - Ράψε ράφτη  γιατί κάηκαν  τ’ άχερα ! παροιμία  που 

ξηγιέται : Βιαστείτε , γιατί η  φωτιά σε  λίγο  σβήνει και  πια  δεν  βλέπουμε  να  θερίσουμε .

   Η παροιμία  προήλθε  από  τούτη  την  αιτία :

  Παλιά  χρόνια , τότε που  έραβε ένας  ράφτης  νύχτα . Τους  ραφτάδες τους  προσκαλούσαν άλλοτε  στα  σπίτια κι  έραβαν τα  ντύματα του  σπιτιού , όσα ήταν για  να  ραφτούν . Κι’ ούτε λυχνάρια δεν  υπήρχαν ακόμα  εκείνη  την  εποχή στα  χωριά , γι αυτό έκαιαν  στη  φωτιά κεδρόξυλα , να  ξεπετιέται η  λαμπάδα τους να  φωτίζει το  .σπίτι , ή  έριχναν άχερα  που  λαμπαδιάζουν εύκολα κα  χύνουν αναλαμπές από  στιγμή  σε  στιγμή .

   Έτσι λοιπόν και  κείνος ο  ράφτης νυχτόραβε με  τα  άχερα που  πετούσαν στη  φωτιά , ωστόσο ήταν τεμπέλης και  καρφί  δεν του  καιγόταν , αν οι  αναλαμπές περνούσαν  τόσο γρήγορα και  δεν  μπορούσε να  κάμει  βήμα στη  δουλειά  του .

    - Ράψε   ράφτη , καήκαν τα  ..άχερα  !!

Μένει  από  τότε  για  παροιμία .

   Όχι  σπάνια , ο θέρος  γίνεται δανεικός : βοηθάω εγώ  σήμερα έναν για  να  θερίσει το  χωράφι  του , βοηθάει και  κείνος  εμέναν , όταν είναι  για  να  θερίσω το  δικό  μου  χωράφι . Έτσι  ευκολύνεται  ο  θέρος στα  χωριά , να  τι  είναι  δανεικός  θέρος .

   Όταν ο  γεωργός δέσει όλα  τα  δεμάτια , αρχίζει τον..κουβάλο τη μεταφορά . Φορτώνει δυο από  δω και  δυο  από  κει . στο  σαμάρι του  μουλαριού του , κάποτε και  περισσότερα , και  τα  φέρνει  στο  χωριό και  τα  θημωνιάζει στην  άκρη  στ’ αλώνι για  να  αλωνίσει , όταν  θα  είναι  η  σειρά του .

   Ξαναγυρίζει , ξαναφορτώνει , τα  φέρνει , κι έτσι σιγά – σιγά μπιτιζει και  τον..κουβάλο .

   - Σηκωθήκαμε , λέει , κι εννοεί πως  τέλειωσαν  το  θέρο .

    - Και του  χρόνου πλειότερο να  δώσει  ο Θεός  , εύχονται  όλοι  στο  γεωργό .

   - Μακάρι , λέει , απ’ το  στόμα σας και του  Θεού  τ’ αυτιά , Παναγία  μου !

   Και  τώρα  ο  θέρος  στον  κάμπο .

Ο  Θέρος  στον  κάμπο – Το σταχολόγημα

   Όταν η  χρονιά πάει  καλά , τα  σιτάρια στους  κάμπους θησαυρίζουν . Και  τότε με  δικά του  μονάχα χέρια ο  νοικοκύρης δε  μπορεί να βγει πέρα  στο θέρο , όση  καλή  θέληση  και  σβελτάδα  κι αν  έχει . Δεν  του απομένει  λοιπόν άλλο τότε παρά  να  βάλει με  πλερωμή ξένους θεριστάδες , να  θερίσουν  τα  σπαρτά  του .

   Κι είναι η  εποχή που  βρίσκει  θεριστάδες όσους  θέλει , γιατί τον  καιρό στο  θέρο , φτωχολογιές , γυναίκες , κι άντρες  κάποτε – πότε , κατεβαίνουν επίτηδες στον  κάμπο για  να ξενοθερίσουν να  βγάλουν το..καρβέλι  τους .

   Πιάνουν λοιπόν ένα  δυο ή περισσότερους  από  δαύτους οι  γεωργοί , πέφτουν σε  συμφωνίες και  βάζουν ομπρός . Και  σαν  τελειώσουν το  θέρισμα , ένα  τόσο τα  εκατό  απ’ το  σιτάρι  που  θα  κάνει το  χωράφι , φεύγει απ’ τον  αφέντη και  μπαίνει στο  σακί  των  θεριστάδων .

   Εξόν  όμως  απ’ την  πλερωμή  τούτη , οι  θεριστάδες  παίρνουν και  τη φάκνα  τους , όσο θερίζουν , πρωί  βράδυ , τους  φέρνει  ο αφεντικός το  φαγάκι τους  και  το  ανάλογο  κρασάκι .

   Στο  Ξηρόμερο και  Βάλτο , όπως  και  στου  Μεσολογγιού  τα  μέρη , θεριστάδες έρχονται  απ’ τη  Λευκάδα . Είναι  ξακουστοί  θεριστάδες στα  μέρη τούτα οι  Λευκαδίτες  και  δουλεύουν μόνο  με  το  μεροκάματο. Ο κάθε  θεριστής εδώ  είναι  υποχρεωμένος να  έχει  δικό  του  δρεπάνι , ενώ στ’ άλλα μέρη τους τα δίνει  ο  αφεντικός  του χωραφιού , τα  δρεπάνια .

   Ξενοθερίστρες και  ξενοθεριστάδες , μένουν και  δυο κάποτε  μήνες στον  κάμπο , για  δουλειά . Φτιάνουν από πλερωμές δέκα ..είκοσι ..κοιλά εισόδημα .. Το εξασφαλίζουν σε  κάποιο  φιλικό  σπίτι και κατεβαίνοντας έπειτα από  καιρό σε  καιρό το  κουβαλάνε με το  ράστι τους στο  χωριό .

   Είναι κι άλλες φτωχές  γυναίκες στα  βουνίσια χωριά  που  λεν :  Αντίς  να  θερίσω , δε  σταχολογάω  καλύτερα  ! Περισσότερο  σιτάρι θα  μαζέψω , και  λιγότερα νταβαντούρια  θάχω .

   Κατεβαίνουν λοιπόν  στους  κάμπους , όπου  γίνεται  θερισμός , κι’ ενώ οι  θεριστάδες πάνε  ομπρός θερίζοντας , αυτές ακολουθούν μαζεύοντας όσα στάχυα απομένουν . Και είναι  πολλά  τέτοια , είτε γιατί δεν τα  πήρε το  δρεπάνι , είτε και  μένουν  αθέριστα απ’ αναμελιά των  θεριστάδων .

   Μαζεύουν , μαζεύουν …Κάνουν σωρούς από  στάχυα . Είναι  οι   σταχολόγισσες ή σταχολογίστρες  αυτές .

   Στουμπούν τα  στάχυα τους  με ξυλένιο  ραβδί , λυχνίζουν και συμποσώνουν κάμποσο  σιτάρι , του  ιδρώτα  τους  τον  καρπό .

   Ο  καθαυτός θέρος εδώ  τελειώνει , αλλά  ο  δρόμος  του  σιταριού είναι  πολύ  μακρύς  ακόμα .           polidorikiou-sima

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

ΑΝΑΛΗΨΗ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΔΩΡΙΔΑΣ ..

 

Μια γλυκιά  ανάμνηση του  αξέχαστου  Θαν. Κοκκαλιά

047

Ανάληψη “ 26-5-1955 , στ’ “ Μπαχατούρ “ , στη στρούγκα του μπάρμπα Χαράλαμπου Μαργέλλου – Αρπάλη . Γιώργος Αρβανίτης , Δημ. Καφέτσης – Κοντοκράς , ..Παλούκης , ο ..λαναράς , Δημ. Βούλγαρης – Τσελεμεντές , Αθαν. Μοναχογιός , υπάλληλος ΑΤΕ και Γιώργος Καψάλης .

   “ Τ’ς ..Αναλήψεως “ σήμερα  αγαπημένοι μου φίλοι , , βαρειά ..γιορτή , για τους τσοπάνηδες , αλλά και τα τσοπανοχώρια , του παλιότερου καλού καιρού , τώρα βέβαια είναι σχεδόν..μισοξεχασμένη , κι’ απ’ τις μεγάλες “ δόξες “ της μέρας αυτής , τίποτα σχεδόν , δεν έχει απομείνει , περύσι , κάναμε προσπάθεια , να ..” βρούμε “ κάποια στρούγκα , στην περιοχή μας , που να γιορτάζει , παραδοσιακά , την Ανάληψη , μα ..στάθηκε αδύνατο , μας είπαν γιά κάποια , εκτός της περιοχής μας , αλλά και να πηγαίναμε , δεν θα ‘χε , νομίζουμε , ιδιαίτερη σημασία , σημασία έχει πως η όμορφη γιορτή της “ Ανάληψης “ , στα χωριά μας , έπαψε να ..υπάρχει , όπως τουλάχιστον την ξέραμε ..

Η απάντηση όλων σχεδόν των κτηνοτρόφων που ρωτήσαμε , αν θα γιορτάσουν και θα..ψήσουν στη..στρούγκα , ήταν :…” Μπά..στο φούρνο θα το…ψήσουμε …”

Προσπαθώντας , να περισώσουμε , έστω και..αναμνήσεις , απ’ τις παλιές μας γιορτές που..ξεθώριασαν με το χρόνο , βρήκαμε και δημοσιεύουμε , μια όμορφη “ Νοσταλγική “ ανάμνηση , από μια “ Ανάληψη “ του 1937 , του αείμνηστου χωριανού μας Αθαν. Κοκκαλιά , που δημοσιεύτηκε στο “ Λιδωρίκι” το 1982 .

Απολαύστε τη…

Ανάληψη

Ανάληψη του 1937 , στο “ Πασσόρεμα “ , στη στρούγκα του Πολυμενάκου . Κάτω σειρά , από αριστερά : Η Ειρηνούλα Παπασάββα , κόρη του τότε τηλεγραφητή , Ιωάννης Μπουλούμπασης – Καρατσαμπόγιαννος , Παπανικολάου , Ευθ. Δούκας , με το όπλο , Ιωαν. Κατσώνης , Κάγκαλος – Σγάϊας , Κ. Σακαρέλλος , Κατίνα Δρόσου , Ματίνα Σακαρέλλου , Τασία Δρόσου , Κούλα Κατσώνη , πάνω σειρά : Η κόρη του Συκιώτη που φύλαγε τα γελάδια , Παρ.Γ. Δούκα , Ζωίτσα Ι. Δούκα , Κούλα Ζ. Κούστα , Γεωργ. Ι . Παπαδοπούλου , ο Συκιώτης που φύλαγε τα γελάδια , Κων . Ι. Δούκας , εκτελέστηκε απ’ τους Γερμανούς στην Κόρινθο το 1944 , Σοφία Ι. Δρόσου , Δημ. Δρόσος – Πολυμενάκος , , ο γέρο Σιδέρης . Τα παιδιά στη μέση είναι : Γ.Κατσώνης , Λεων . Παπασάββας , Σπυρ. Σουρμελής , Νικ. Σουρμελής . Τη φωτογραφία έβγαλε ο Ι. Παπαδόπουλος , που είχε έρθει τότε απ’ την Αμερική .

Σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση , έγινε η Ανάληψη του Σωτήρος , που γιορτάζεται , σαν μια απ’ τις μεγαλύτερες γιορτές , και μάλιστα στην ύπαιθρο , επειδή η Ανάληψη έγινε στο “ Ορος των Ελαιών “.

Στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας , οι τσοπάνηδες , την έκαναν γιορτή καθαρά ποιμενική και τη γιόρταζαν στις στρούγκες , μαζί με τους προσκεκλημένους τους και τους κατοίκους των χωριών , μιας και ήταν καλοκαιρία και ο κόσμος μπορούσε να κινηθεί άνετα .

Το έθιμο κρατήθηκε , και, προπολεμικά , ήταν κάτι ξεχωριστό .

Σε νια τέτοια γιορτή , ε’ιμαστε καλεσμένοι , η οικογένειά μου και εγώ , στις “ Κορομπλιές “ , ένα απ’ τα καλοκαιρινά λειβάδια του Λιδορικιού . Μαζί μας , ήταν σχεδόν όλο το χωριό , που ήταν καλεσμάνο και αυτό από τους κτηνοτρόφους της περιοχής , για να κάνουν “ Ανάληψη “ .

Η χαρά μας ήτανε πολύ μεγάλη , αφού εκείνη την εποχή – πριν πενήντα χρόνια , απ’ όσο θυμάμαι – δεν υπήρχε άλλη ψυχαγωγία , ούτε γιορτή , ούτε πανηγύρι..

092

Ανάληψη 26-5-1955 , στη Μπαχατούρ , το χορό σέρνει η Κρίνα Σουρμελή , την κρατάει ο γαμπρός της , Δημ. Βούλγαρης , Χαρ. Μαργέλλος , Βασ. Καραμήτσος , και γιαουρτωμένοι , ο Γιώργος Καψάλης και Θαν. Παλιολόγος .

Την παραμονή της γιορτής , όλο το Λιδορίκι ήταν ανάστατο , το Βαρούσι είχε την τιμητική του . Όλοι οι φούρνοι ..κάπνιζαν , πίτες , τυπόπιτες , λαχανόπιτες , αυγόπιτες , με φρέσκο βούτυρο και αυγά μοσχοβολούσαν και οι μυρωδιές τους γέμιζαν την ατμόσφαιρα . Έπρεπε ο τσοπάνης , αυτή τη μέρα , να φάει φρέσκο ..αφράτο ψωμί , πίτες και σαρμάδες τυλιγμένους σε ξερά κληματόφυλλα , για να μπορέσει να πιεί πολύ κρασί και λίγο νερό , γιατί με το γάλα και το γιαούρτι , που ήταν το καθημερινό του διαιτολόγιο , δεν του ‘κανε όρεξη για νερό..

Αυτά βέβαια , δεν ισχύουν για τους σημερινούς τσοπάνηδες , αλλά γι’ αυτούς εκείνης της εποχής . Σήμερα , είναι λίγοι αυτοί που μένουν τις νύχτες έξω απ’ το χωριό και κοιμούνται κοντά στα πρόβατα .

Ξημέρωσε η Πέμπτη , και οι ράχες στις Καρουτιανές “ Κορομπλιές “, και ο “ Πλατός “ , φόρεσαν ένα ρόδινο φωτεινό στεφάνι . Ο Αυγερινός , ανέβαινε δυο βουκέντρες απάνω . Πριν ακόμα σταματήσουν τα κοκόρια να διαλαλούν το ξημέρωμα , τα ζώα ήταν κι’όλας φορτωμένα με τα σακκούλια γεμάτα πράματα , και τα πανωσάμαρα φορτωμένα μικρά παιδιά , δυο και τρία πολλές φορές , δεμένα το ‘να πίσω απ’ τ’λλο με τη σαμαροτριχιά . Στο ξεκίνημα , οι γεροντότεροι επέβλεπαν αν όλα φορτώθηκαν καλά , και πρόσεχαν μη και λείπει το “ μπομποτάλευρο “ , για το νόστιμο , παραδοσιακό και ..λιχουδάτο “ κοσμάρι “ .

Ανάληψη 1956-Κ.Χούμα

Ανάληψη  1956 , στο Κόκκινο  χούμα , στη λούστρα , Βουλγαραίοι και Κωστοπαναγιωταίοι απολαμβάνουν τη λιακάδα ..

Κρατώντας τα ζώα , απ’ το καπίστρι , πέρασαν στον Κατρέλη και πήραν το δρόμο που οδηγούσε στα Καλτεζιά . Έτσι , σχηματίστηκε ένα μεγάλο καραβάνι , ανθρώπων και ζώων , που έπρεπε να φτάσουν με τη δροσιά στις στρούγκες , για να βοηθήσουν τους τσοπάνηδες στο ψήσιμο των σφαχτών και τα κοκορέτσια .

Δεν είχε ακόμα φέξει καλά , και άκουσα τη γριά Μουσκέταινα να φωνάζει : “ Μη ξεχάσ’τε να βάλετε τίποτα στο στόμα σας για τον κούκο , τον κούκο δεν κάνει να τον ακούσ’τε νηστ’κοί , θα σας..κουμπώσει …”

Ποιός άκουγε όμως τις γριές ..Μπήκε κι’η Κατζαδελάκαινα στη μέση , η Καφετσοθανασία , κοπελίτσα τότε πολύ όμορφη , που άρχισε με τις φιλενάδες της , το τραγούδι …
” ..τώρα τα πουλιά , τώρα τα χελιδόνια …” κι’ ούτε τον κούκο λογάριαζε , ούτε και την τρυγόνα , τον Λιαπόγιαννο μόνο είχε στο νου της , που τον αγαπούσε κι’ αργότερα τον παντρεύτηκε ...

7

Φτάσαμε στα Καλτεζιά , στη βρύση , πρώτη στάση για νερό , για ζώα και ανθρώπους , και μια ανάσα για τους πεζούς . Πολλοί όμως , δεν έπιναν νερό , γιατί , όπως ήταν ακόμα θαμπά , φοβόντουσαν μη καταπιούν καμιά βδέλλα , απ’ τις πολλές που ‘χε αυτή η βρύση . Από δω και πέρα , το καραβάνι λιγόστευε , οι Καγκαλαίοι , Δροσαίοι και άλλοι , λόξευαν για τις στρούγκες που έπεφταν στη Μπουλιάνα , στο Κθαράκι , και τον Πλατό . Ο κύριος όγκος της πομπής προχωρούσε κατά το Πασσόρεμα , ενώ πολλοί ήτανε εκείνοι που τραβούσαν για το Βραχλάκι , της Μάρως τα Χωράφια , τις Τσουκνίδες , το Κόκκινο Χούμα , τις Κορομπλιές και τα Σπιθάρια , γιατί ήταν όψιμη εκείνη τη χρονιά η Ανάληψη και τα κοπάδια , είχαν ανεβεί στη Γκιώνα , στα καλοκαιρινά λιβάδια .

Οι Μαρκαίοι , Κουτουλαίοι , Πουρναίοι , Δροσαίοι , Κατσικάδερος , Βελίας , Πολυμενάκος , Κοκκιναίοι , Τσιάντας , Λιάπης και άλλοι πολλοί , γέμιζαν τα γούπατα και τις πλαγιές , με πρόβατα και γίδια . Οι Καφετσαίοι , Παναγαίοι , Φουσκαίοι , Πετραίοι , πηγαίναν κατά τη Φτελιά , τα Σανιδαριά , το μόνιμο στέκι του γερο Φέρσαλλου και Μπαχατούρ , το στέκι του Μουσκέττα , ο δε Καρατσαμπόγιαννος , έπιανε κάθε χρόνο , την “ Απάνω μηλιά “. Οι κάτω Μαχαλιώτες , έπιαναν Χάρμαινα , Καλανάκι , Πλέσιβα , οι δε Γεροδημαίοι , τον Ασ’μένιο Πλάτανο και τον Άι Νικόλα .

1938 Αν'αληψη στον Αρδίνη

  “ Ανάληψη “ στον Αρδίνη , το 1938 …

Προτού ακόμα βαρέσει ο ήλιος καλά , είχαμε σκαρφαλώσει στην απότομη ανηφοριά στο Βραχλάκι , και μέσα σε μιά υπέροχη διαδρομή , ανάμεσα σε πανύψηλα γέρικα έλατα που μοσχοβολούσαν , φτάσαμε στις “ Κορομπλιές “, στη στρούγκα του Κοκκινοβασίλη , πρώτου ξεδέρφου της μάνας μου , του Βελία και του Λάγιου , που θα περνούσαμε τη μέρα μας . Τα μάτια μας πέσανε στην καταπράσινη , απ’ τη μαραβίτσα , Λάκκα , και τη λιθόστρωτη και πισσωμένη Λούστρα , που ποτέ δεν κράτησε νερό για τις ανάγκες των κοπαδιών , παρ’ όλες τις προσπάθειες του τότε πρόεδρου Κλωσσογιώργου . Δίπλα στη Λούστρα , είχε στήσει μια μεγάλη τραμπάλα , ο Κωστής , ο “ Κουτλοκώστας “ , για να ψυχαγωγούνται τα παιδιά και οι μεγάλοι .

3

Προπολεμική “ Ανάληψη “ στην Μπελεσίτσα .

   Τα κοπάδια , που είχαν κατακλύσει όλη την ισιάδα , “ στρώσαν “ το καθένα για τη στρούγκα του . Ήρθε η ώρα για το άρμεγμα και μαζεύτηκαν στο στάλο , από φουντωτό κέδρο , να ξεμεσημερι’άσουν . Μπροστά τα γκεσέμια με τα βαριά κύπρια και τις χοντρές κουδούνες , πίσω το υπόλοιπο κοπάδι με τα λιανοκούδουνα .

   Ανάμερα , και λίγο πίσω , ακολουθούσε ο τσοπάνης , με την κάπα κρεμασμένη στη μια πλάτη του , και στο άλλο χέρι την αγκλίτσα από αγριελιά , να στηρίζεται και να οδηγεί τα πράτα . Τα λυκόσκυλα ακολουθούσαν κι’ αυτά , καμαρωτά , τα πλευρά του κοπαδιού , ικανοποιημένα που φέρναν πίσω το κοπάδι σώο και ακέριο , γαυγίζοντας χαρούμενα , που βλέπαν τόσο κόσμο , αλλά και που θα τρώγαν κάτι το ξεχωριστό , απ’ το συνηθισμένο σκυλόψωμο .

   Η πρώτη στρούγκα που συναντήσαμε , ήταν του Μήτρου του Λούτου , , δε θυμάμαι όμως , ποιόν είχε σμειχτάρη , ίσως τον Κωσταρίδα , που ήταν ξαδέρφια . Ο Μήτρος λοιπόν , όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν οι τσοπάνηδες , ήταν ένας απ’ τους πολλούς γραφικούς τύπους των τσοπάνηδων , που έζησε όλα του τα χρόνια τσοπανεύοντας στο “ Πασσόρεμα “ , πότιζε όμως το κοπάδι του , στον Αρδίνη και την Τρουπ’ και το πολύ καλοκαίρι , με τις μεγάλες ζέστες , ξεπετιόταν μέχρι του Αραποκώτση το Κονάκι ή στο Καπισάκι , που “ πέφταν “ στρούγκες .

IMG

   Είχε όμως , ένα μεγάλο προνόμιο , που αμφιβάλλω αν το ‘χαν άλλοι τσοπάνηδες της εποχής εκείνης . Είχε περάσει τον ωκεανό και ξενητεύτηκε στην Αμερική για καζάντι , όμως δεν βρήκε κεθρίτσες και κακαρέντζες εκεί , δεν τουάρεσε και μόλις κονόμησε το είσιτήριό του , γύρισε πάλι στα Καλτεζιά και  στη Μπουλιάνα . Θάτανε τότε εβδομήντα πέντε χρόνων , μα όντας παλιό , γερό κόκκαλο , κράταγε γερά . Μόλις έφτασε στη στρούγκα , κρέμασε την πουρναρίσια γκλίτσα του , στη τζατνόρα , έξω απ’ την ταράτσα και κοντά στον στρογκόλιθο , πέταξε τη χοντρή πατατούκα του την αργαλίσια και φουσκωμένη στις ντρεστίλες του Λαλαγιάννη το Βελούχι , πάνω στ’ απόκλαρα , που έφραζαν τη στρούγκα , να μη πηδάνε έξω τα “ ζαβατάρικα “, και κάθισε να μας γνωρίσει .

   Ο Μήτρος , φορούσε μια σκούρα – γαλάζια σκούφια με πολλά σιρίτια , γυρισμένη λίγο , προς το δεξί αυτί , ήταν ντυμένος με τη γιορτινή του ντρίλινη πουκαμίσα , ραμμένη απ’ την Τουρκοβάσιω , μοδίστρα με μεγάλο ταλέντο και ειδικότητα στις πουκαμίσες , που καμιά απ’ τις μετέπειτα μοδίστρες δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ή να συναγωνιστεί .

    Φορούσε άσπρες κάλτσες με μαύρες τεσγιέτες , σφιχτά δεμένες κάτω απ’ τα γόνατα και πάνω απ’ τις μπάκες . Τσουράπια δεν φορούσε , ήταν περιττά , τα τσαρούχια του , τριμμένα απ’ τα τρόχαλα και τους χαλιάδες , καλλιγωμένα με πρόκες , για να μη βρίσκουν τα πετσώματα οι πέτρες . Απ’ το πρόσωπό του , φαίνονταν τα χοντρά άσπρα μουστάκια του , πεσμένα προς τα κάτω , και καφετιά γύρω απ’ τα χείλια , απ’ το λαθραίο τσιγάρο , στριμμένο με μπούλτσα . Τα φρύδια του, πυκνά και άσπρα , ενώ τα μάτια του μισόκλειστα , δεν διακρίνονταν σχεδόν .

9

    Έγειρε το κεφάλι και το σώμα του μπροστά , βάζοντας και την παλάμη του πάνω απ’ τα φρύδια , σαν να τον εμπόδιζε ο ήλιος , μας κοίταξε ερευνητικά και μας είπε μια “ καλημέρα “ κοφτή και βροντερή . Δεν προλάβαμε να ξεκαλημερίσουμε , και έψαχνε να βρει τον κούτλα , να μας βάλει ψιμοτύρι να κολατσίσουμε . “ Θα είστε πεινασμένοι κι’ αποσταμένοι “ , μας λέει , “ πάρτε μια χαψιά , ώσπου ν’ αρμέξουμε τα πρόβατα να πιείτε και γάλα . Δεν πρέπει να φύγετε νηστικοί απ’ το κονάκι τέτοια χρονιάρα μέρα “.

  “ Όπου να ‘ναι , θαρθεί κι’ ο γιός μου ο Αντρέας , βρήκε κάτι περδικόπ’λα , πάνω στην τσούκα και χάθ’κε το παλιόπαιδο κοντά , να τα κυνηγάει “. Πεινασμένοι όπως είμαστε και κουρασμένοι , καθίσαμε σε πέτρες , διαλεγμένες για κάθισμα , κι’ εκείνος έστρωσε το σακούλι και έβαλε πάνω το καθάριο ψωμί . Φέρνει και μια βεδούρα γιαούρτι , πηγμένη αποβραδίς , και το ξύλινο κλειδοπίνακο , γεμάτο ψιμοτύρι . Μας δίνει μετά κι’ από ένα ξύλινο κουτάλι με γυριστή ουρά , όλα ήταν φρεσκοπελεκημένα και φυλαγμένα μέσα στο καποταμάνικο .

290

   Φάγαμε καλά , ευχαριστήσαμε το μπάρμπα Μήτρο , του ευχηθήκαμε “ και του χρόνου καλύτερα “ και τραβήξαμε για τη στρούγκα , που ήμασταν καλεσμένοι . Οι άλλοι της παρέας μας είχαν φτάσει με τα ζώα , και ξεφόρτωναν  σακκούλια και μπαρδάκες , με νερό και κρασί και τα κρέμαγαν στον κέδρο .

   Οι τσοπάνηδες , είχαν αρμέξει κιόλας τα κοπάδια και τα όρμωσαν για το στάλο στα πλατά . Είχαν ανάψει και τις φωτιές , με γερά κούτσουρα , ελατίσια και κέδρινα , για να γείνει γερή θράκα να ψηθούν οι στέρφες και οι παχιές μπλιόρες και τα κοκορέτσια . Σαν πρώτη δόση , μας κέρασαν από ένα κούτλα φρέσκο και κρύο χιονόγαλο , με χιόνι που είχε προμηθευτεί ο Δρόσος Βελίας , απ’ τον Κάρκαρο Τσουκνίδας , που είχε μαζευτεί εκεί απ’ το χειμώνα . Μ’ αυτή την ευκαιρία , και για όσους δεν ξέρουν , λέω , πως ο κάρκαρος Τσουκνίδας , είναι πολύ απότομος και επικίνδυνος να τον κατεβεί κανείς και λίγοι ήταν αυτοί που το αποτολμούσαν . Μέσα σ’ αυτούς ο Ασ’μακόγιαννος , ο Γιώργος Πουρνιάς και εγώ , που κατεβαίναμε και πιάναμε αγριοπερίστερα .

   Ήπιαμε λοιπόν , το παγωμένο γάλα , δροσιστήκαμε και ριχτήκαμε στη λάκκα και τις γειτονικές κεθρίτσες παίζοντας και κυνηγώντας ξεπεταγμένα αετομαχόπουλα , αλλά που να τα..πιάσουμε  !! Μόνο ο Λουταντρέας , που ήταν “ μάνα..καημένη “ με το λάστιχο .. Οι μεγάλοι , βάλθηκαν όλοι για το ψήσιμο των σφαχτών και οι γυναίκες για τις υπόλοιπες προετοιμασίες , για το αναμενόμενο φαγοπότι . Δεν πέρασε πολλή ώρα , και λίγο παραπέρα , σε μια μικρότερη φωτιά έβαλαν τα κοκορέτσια , που θα τρωγόντουσαν πρώτα . Μοσχοβόλησε η λάκκα , πήρε και μας η μυρωδιά , και αφήνοντας τα παιχνίδια και το ψάξιμο για τις φωλιές , “ στρώσαμε “ και μεις στη στρούγκα , στο σίγουρο και έτοιμο μεζέ ..

Ανάληψη 1939

Ανάληψη 1939 , στη Γκιώνα .

   Πράγματι , τα κοκορέτσια είχαν ψηθεί , ο Κοκκινοβασίλης , τα έκοψε σε μεγάλα κομμάτια και τα ‘βαλε σε δυο τρία καπάκια και πέσαμε όλοι επάνω , σαν …νηστικοί , χωρίς να σκεφτόμαστε αν έχουμε άλλη δραχμή , για να πάρουμε κοκορέτσι στους μακαρίτες Γιαλακιδαίους , Σφετσόγιαννο , Βελούλα και Ζόγκζα . Φάγαμε σχεδόν καλά με τα κοκορέτσια και το χλωρό τυρί με το καθάριο ψωμί .

   Αυτά όμως , δεν στάθηκαν εμπόδιο , όταν σε καμιά ώρα ψήθηκαν οι προβατίνες , που τις είχαν κιόλας ακουμπήσει στον τοίχο της ταράτσας , για να στεγνώσουν και να κρυώσουν λιγάκι , για να λιανίζονται πιο εύκολα .

   Τις λιάνισαν , λοιπόν , πάνω σε χοντρά κούτσουρα , με τις μακριές μαχαίρες και σκόρπισαν τα κομμάτια πάνω στα άσπρα τραπεζομάντηλα , που οι γυναίκες είχαν στρώσει καταγής με προσοχή . Καθώς τα πιάτα δεν έφταναν για όλους , οι πίτες σερβιρίστικαν σε πιατέλες και άρχισε το φαγοπότι μέσα σε ευχές για “ χρόνια πολλά “ και..” αρσενικά παιδιά και..θηλυκά αρνιά “ για τους τσοπάνηδες , που με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση στο πρόσωπό τους , φιλοξενούσαν στη μεγάλη τους γιορτή , συγγενείς και φίλους .

ανάληψη Καλανάκη

Ανάληψη κάτω απ’ τον ίσκιο των πλατανιών στον Καλανάκη , στη στρούγκα του Χαρ. Μαργέλλου – Αρπάλη .

   Καταναλώθηκε και αρκετό κρασί , που αύξησε το κέφι μικρών και μεγάλων , οι πιο ηλικιωμένοι άρχισαν τα παραδοσιακά τραγούδια “ του τραπεζιού “ , σερβιρίστηκε και η πρόβεια ολόπαχη γιαούρτη της “ ποταμούλας “ , και αφού φάγαμε και το λιχουδάτο μπομποτένιο κοσμάρι , φκιαγμένο με χλωρό ανάλατο τυρί , ξεχυθήκαμε στη καταπράσινη λάκκα , κοντά στη λούστρα , αρχίζοντας το χορό και τυο τρικούβερτο γλέντι , μέχρι την ώρα που’πεφταν τ’ απόσκια . Κι’ αφού πήραμε όλοι οι φιλοξενούμενοι , από μια βεδούρα γιαούρτη πρόβεια , κατηφορίσαμε , μέσα απ’ τον ελατιά της Τσουκνίδας , για το Πασσόρεμα , αφού πρώτα , ευχαριστήσαμε τους τσοπάνηδες για τη φιλοξενία και την ευχάριστη μέρα που μας χάρισαν , ευχόμενοι ..” και του..χρόνου “.

     Με το σούρουπο , είχαμε φτάσει στο χωριό…”

      polidorikiou-sima