Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

AΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ " ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ " ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ - ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ

 ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
IMG

   Πολλές  φορές  , παλιότερα , είχαμε  αναφερθεί , αποσπασματικά  όμως , στο  βιβλίο  της  αείμνηστης  Σοφίας  Παλαιολόγου , ένα  βιβλίο  που  διαβάζοντάς  το ανασαίνεις , κυριολεκτικά , τον  καθάριο  αέρα  του  προπολεμικού  Λιδορικιού .
   Βιβλίο..” έκπληξη “ ήταν για  μας , και  φαντάζομαι  και  σε  όλους  όσους  το  διάβασαν , απλά  και  μόνο  για  το ..τόλμημα , γιατί  κακά  τα  ψέματα , στον  τομέα  αυτό  δεν  είμαστε  δα  και  πολύ…προχωρημένοι ..
   Οι προσωπικές  εκτιμήσεις και  ..αναμνήσεις , της  Σοφίας , μαζί  με  όποιες  εικόνες υπήρχαν   καταγραμμένες  στο παιδικό  μυαλό  της αλλά  και  εικόνες  της  καθημερινότητας , που  έζησε  στην  παιδική της  ηλικία και  βέβαια  και  οι  αφηγήσεις  συγγενικών της  προσώπων , έδεσαν  κι  έτσι  δημιουργήθηκε  αυτό  το  βιβλίο , που  προσωπικά  το  θεωρούμε  πολύ  χρήσιμο , με όποιες αδυναμίες  κι’ αν  έχει .
  Η δομή  του  βιβλίου , δεν  είναι..” επαγγελματική ” , αλλά αυθόρμητη  και  ..ερασιτεχνική , όπως  και  το  ύφος  και  η  γλώσσα , χωρίς  βέβαια  να  υστερεί  σε  τίποτα  από  άλλα σχετικά  βιβλία .
  Θα  πρέπει  να  αναφέρουμε εδώ , πως  για  το  χωριό  μας , το Λιδορίκι , δεν  υπάρχουν  καταγραμμένες , σχετικές  πληροφορίες , για  μαγαζιά , επαγγέλματα , συνήθειες των  χωριανών , έθιμα  και ήθη , οικογενειακή και  κοινωνική  ζωή , γάμο , βαφτίσια , θάνατο , αρρεβώνες ( ισιάσματα ) και  γι’ αυτό η  συμβολή  των  “ Αναμνήσεων “ της  αείμνηστης  Σοφίας , είναι  σημαντική .
   Αφιερώστε  κάποιο  χρόνο και  διαβάστε  το , αξίζει  τον  κόπο , γιατί  θα  πάρετε  μια  εικόνα , ίσως  με  κάποιες  ατέλειες ή  υπερβολές , που  είναι  όμως  απολύτως ..αυθεντική …
  Σήμερα , λόγω  των  γιορτάδων  που πέρασαν και  ήταν  και πολλές , θα  αναφερθούμε  σ’ αυτές , διαβάζοντας  πως  τις  θυμλαται  η  αείμνηστη  Σοφία , επίσης θα  δούμε  πως πληρώνονταν τα  χρόνια  εκείνα  οι  παπάδες και ποια  ήταν αλλά  πως  προσδιοριχόταν  η αμοιβή  τους , το “ παπαδικό “ δηλαδή , όπως  αναφέρεται  και  στο  βιβλίο ..
Οι   ιερείς  ( παπάδες )

   Οι  ιερείς  της  εποχής δεν  ήταν  μισθωτοί όπως  σήμερα . Η  αμοιβή  τους ήταν  κάτι από  το  εισόδημα των  χωραφιών . Είχαν  κανονίσει μια  αναλογία  κατ’ άτομο , τα  χρόνια  εκείνα , και πήγαινε ο  παπάς από σπίτι  σε  σπίτι με  το μουλάρι και  κάτι “ σακιά “ , τσουβάλια , για  να  το  φορτώσει . Αυτή  ήταν όλη  κι’ όλη  η  αμοιβή του για  ενα  ολόκληρο  χρόνο και  την  ονόμαζαν “ παπαδικό “ .


   ΟΙ   ΓΙΟΡΤΑΔΕΣ


  Τα  Χριστούγεννα

   Τα χρόνια  εκείνα , είχανε σε  κάθε  σπίτι “ μανάρια “ , αρνιά και γουρούνια , χοιρίδια και  σαν  έφταναν  τα  Χριστούγεννα , τα  έσφαζαν για  να  έχουν  κρέας για  τις  γιορτές . Οι  νοικοκυρές , άρχιζαν τις προετοιμασίες , πολύ καιρό πριν και  για την  παραμονή των  Χριστουγέννων , ζύμωναν ψωμιά και  τα  έψηναν  στους  φούρνους , καίγοντας  ξύλα . Τα  ψωμιά αυτά , τα  στόλιζαν με  ένα  σταυρό από  ζυμάρι και με τα  χείλη  ενός μικρού  ποτηριού , έφτιαχναν κύκλους , που  συμβόλιζαν μικρά  αρνάκια . Έβαζαν επάνω τους και  αμύγδαλα και  στο  εσωτερικό τους  ένα  νόμισμα .
   Όποιος  έβρισκε  το  νόμισμα , ήταν ο  τυχερός  της  χρονιάς . Τα ψωμιά  τα  έλεγαν “ Χριστόψωμα “ . ΄’Εφτιαχναν  και  κάτι  κουλούρες , για  τα μικρά  παιδιά και  τα  βαφτιστήρια , τις  στόλιζαν κι’ αυτές  με  διάφορα σχέδια , “ κεντήματα “ , βάζοντας  στη μέση ένα  αυγό και  ρίχνοντας  επάνω  ζάχαρη . Θυμάμαι πως  τα  παιδιά έκαναν  σαν  τρελά για  τις  κουλούρες .
   Την  παραμονή των  Χριστουγέννων , πήγαιναν τα  παιδιά να  πούνε  τα  κάλαντα στις  διάφορες  γειτονιές , ώστε με  τα λίγα  χρήματα που  κέρδιζαν να  αγοράσουν κανένα παιχνιδάκι  της  εποχής . Την ημέρα των  Χριστουγέννων , μαζεύονταν όλοι  μαζί , συγγενείς και  φίλοι , έτρωγαν και  γλεντούσαν ,  τραγουδώντας  δημοτικά  τραγούδια .

Η   πρωτοχρονιά

Όλες οι  νοικοκυρές , ετοίμαζαν για  την  Πρωτοχρονιά παραδοσιακά  γλυκά όπως : το “ μπακλαβά “ με  αμύγδαλα ή  καρύδια , και  τη “ ρυζοριβανή “ κι’ απ’ ό,τι  θυμάμαι , μοσχοβολούσε  ο  τόπος απ’ τη  μυρωδιά . Το  πρωί της  Πρωτοχρονιάς , έστελναν τα  μικρά  παιδιά , με ένα κανάτι  στη  βρύση μ για  να  πάρουν  νερό , το  οποίο  έπρεπε να  πάνε “ αμίλητο “ στο  σπίτι , δίχως δηλαδή να  μιλήσουν με  κανένα  στο  δρόμο . Όταν τα  παιδιά  έφερναν το νερό , τότε έλεγαν  οι  νοικοκύρηδες  τη  φράση : “ Όπως  τρέχει το  νερό στη  βρύση , έτσι  να τρέχει και  το “ βιο “ , ζωή  στο  σπίτι “.
   Στέλναν και  γλυκά , σκεπασμένα σ’ ένα  πιάτο με  μια  πετσέτα , στους  συγγενείς , οι  οποίοι με  τη  σειρά  τους  έστελναν  κι’ αυτοί .

                  ΟΙ   ΓΙΟΡΤΑΔΕΣ


Του   σταυρού

   Όταν ερχόταν στις  5 του  Γενάρη η  γιορτή του  Σταυρού , όλο το  χωριό περίμενε τον  παπά να  περάσει απ’ τα  σπίτια των  χωρικών και να τα  ευλογήσει , με  ένα  κλαδί βασιλικού με  το  οποίο ράντιζε  τον  αγιασμό . Έβαζε και  σε  ένα ποτηράκι , ο παπάς , λίγο  αγιασμό , ώστε να  πιεί  η  οικογένεια , νηστική , το  επόμενο  πρωί .

Τα   Θεοφάνεια       ( των  Φώτων )


   Στις  6  του Γενάρη , ήταν  η  γιορτή των  Θεοφανείων ή  Φώτων . Εκείνη την ημέρα γινόταν  ο  μεγάλος αγιασμός των  υδάτων , ώστε όλα  τα  νερά να  είναι  αγιασμένα . Πήγαιναν τότε  και  ράντιζαν με  αγιασμό τα  σπίτια , τα  χωράφια και  τ’ αμπέλια  τους , για να  είναι ευλογημένα και  να  έχουν  καλή  σοδειά . Όσοι είχαν  φτιάξει κρασί , την  ημέρα αυτή  το  δοκίμαζαν να  δουν ποιό  είναι  το  καλύτερο !
Πηγή
www.lidoriki.com 

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

ΣΤΑ ΚΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ :ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

Στα μονοπάτια του παλιού καιρού: Παραμονή Θεοφανείων


Ξημέρωνε παραμονή Θεοφανείων του 1965.
Η κυρα-Αγγέλω η Τσουρίχω ξύπνησε. «Πρέπει ν’ ασκωθώ για να προκάμω» συλλοΐστηκε. Αγάλια-αγάλια ασκώθηκε από το κροβάτι της και μάζωξε όπως όπως τα ξέπλεκα μαλλιά της.
Έβαλε την μπελαμάνα της, φόρεσε το ροκέτο της, πήρε την ποδιά του κεφαλιού της στα χέρια και βγήκε από την κάμαρή της.
Προχώρησε αθόρυβα στην πίσω κάμαρη που κοιμότανε τα δύο της παιδιά. Η Μαριγούλα, κορίτσι της παντρειάς και ο μικρός Αντρέας.
Προσπαθώντας να μην ξυπνήσει τον κανακάρη της, έσκυψε πάνω στο κροβάτι της κόρης της και της είπε ψιθυριστά στ’ αυτί:
-Άστα, κόρη μου, να με βοηθήσεις. Δε θα προκάμω να τα κάμω όλα μοναχή μου. Άστα να σιάξεις λίγο το σπίτι μας, γιατί θα ‘ρθει ο παπα-Γληγόρης να καλατζουρίσει.
-Ναι μάνα θ’ ασκωθώ, απάντησε νυσταγμένα η Μαριγούλα.
Από τότε που την άφησε χήρα την κυρα-Αγγέλω ο μακαρίτης ο Κώτσος, έπεσαν όλα πάνω της. Πάνε πέντε χρόνια που πέθανε και η κυρά Αγγέλω  δεν παύει να τον μελετάει και στη θύμησή του να δακρύζει.
Της στοίχισε πάρα πολύ ο χαμός του αλλά ήταν όμως και πάρα πολύ δυνατή γυναίκα. Αναγκάστηκε να ξενοδουλεύει για να τρώνε ένα μπουκούνι ψωμί. Δε γνοιαζότανε για λόου της, αλλά για τα δυο παιδιά της. Δεν ήθελε να τους λείπει τίποτα. Και κουτσά στραβά τα κατάφερνε.


«Ας έχουνε καλή τύχη» σκέφτηκε καθώς κατέβαινε την παλιά ξύλινη σκάλα για να πάει στο κουζινί της. Αφού νίφτηκε και σφογγίστηκε με την ποδιά που κρατούσε ακόμα στα χέρια της, άναψε στια στην αουνίστρα της  και έβαλε πάνω το μπουρούκι να κάμει μια στάλα καφέ και για τις δυο τους.
Αφού ήπιε μια γουλιά, έβαλε στην ποδιά της κάτι κουκουτσολάχανα που είχε μαζώξει και άρχισε να τα καθαρίζει. Τα ‘πλυνε ρίτα ρίτα, έβαλε τον τζέτζερη με το νερό πάνω στη στια και τα ‘ριξε μέσα. Ωστόσο ασκώθηκε και η Μαριγούλα.
-Να κοιτάζεις τα λάχανα Μαριγούλα μου. Πάω να ταΐσω τα ρνίθια μας και μετά πρέπει να γυρίσω για να κάμω το προζύμι. Βλέπεις, είναι Θεοφάνεια αύριο και θα πρέπει να κάμουμε τηγανίτες.
-Πήγαινε μάνα και μη σκιάεσαι. Θα τα κοιτάζω εγώ.
-Σιάξε και λίγο το σπίτι μας κόρη μου, μην έρθει ο παπα-Γληγόρης και το ‘βρει ασυγύριγο.
-Εντάξει μάνα, πήγαινε, είπε η Μαριγούλα, ακουμπώντας στα χείλη της την κύκαρη με τον καφέ.
Η κυρα-Αγγέλω ασκώθηκε να φύγει. Ξαφνικά θυμήθηκε… Γυρνάει στην κόρη της και της λέει:
-Α… Μαριγούλα, θυμήσου απόψε ν’ αδειάσουμε όλα τ’ αγγιά που έχουμε για νερό για να τα γιομίσουμε αύριο με το βλοημένο.
Και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Τάισε τα ρνίθια της και τα ζα της και έπειτα κίνησε ίσια για το σωχωρέλι της να αυγατίσει λίγη δουλειά.
Ο ήλιος είχε ανέβει μπόλικο στον ουρανό, όταν γύρισε στο σπίτι της. Έτρεξε αμέσως στο κουζινί. Έβαλε την ξύλινη σκάφη πάνω σε δυο παλιοκαρέκλες, έριξε μέσα αλεύρι και νερό και άρχισε να ζυμώνει.
Χτύπαγε με τόση δύναμη το ζυμάρι πως θαρρείς ότι ήθελε να διώξει τα βάσανα που έκρυβε μέσα στα στήθια της.
Ένα πόνο ανυπόφορο για το    χαμό των γονέων της και του αντρός της. Αφού το ζύμωσε αρκετά, το σκέπασε με τα άσπρα πανιά του ψωμιού και το άφηκε να γένει.

Κόντευε να μεσημεριάσει, όταν ακούστηκε η φωνή του παπα-Γληγόρη.«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…». Μόλις ο σεβάσμιος παπάς ιορδάνισε το σπίτι της, η κυρα-Αγγέλω πρόσχαρα του είπε:

-Κάτσε παπά μου να φάμε. Λάχανα έχουμε βέβαια…
-Να ‘σαι καλά Αγγέλω μου, αλλά έχω κι άλλα σπίτια που περιμένουνε.
-Να πας στο καλό παπά μου… και έριξε μερικά φράγκα μέσα στην μπουκαλίνα που κράταγαν τα παιδιά, ενώ διακριτικά κάτι έδωκε και του παπά που πεισματικά αρνήθηκε να το πάρει.
-Τ’ Άγια Θεοφάνεια βοήθειά σας, πρόσθεσε ο παπα-Γληγόρης και έφυγε.
Μεσημέριασε. Η κυρα-Αγγέλω έκατσε με τα βλαστάρια της να φάνε.
-Πάλε λάχανα έχουμε μάνα; ρώτησε ο δεκάχρονος Αντρέας.
-Τσώπασε γιε μου, μη βαρυγκομάς. Να δοξάζεις και το Θεό που τα ‘χουμε και αυτά τα βλοημένα. Μετά θα φας και τηγανίτες και αύριο που ‘ναι γιορτή θα φάμε κρέας.


Αφού φάγανε, η Μαριγούλα άσκωσε τα πιάτα και η Αγγέλω πήγε ίσια στο κουζινί της για να δει τι γίνηκε με το ζυμάρι.
-Κοντεύουμε Μαριγούλα μου. Λίγο ακόμα να φουσκώσει το ζυμάρι και θα τις κάμουμε, είπε στην κόρη της.
‘Ητανε απόγιομα πια, όταν ο Αντρέας της είπε:
-Μάνα, πάω να πω τα κάλαντα. Με τα λεφτά που θα μαζώξω θα μου πάρεις εκείνα τα παπούτσια που σου ΄λεγα! Έχει και ο Κωστής τα ίδια.
-Να πας γιόκα μου, στην ευκή μου και να ‘σαι ευγενικός με τους ανθρώπους. Να λες και «Χρόνια Πολλά», τον συμβούλεψε η κυρα-Αγγέλω.
-Έννοια σου μάνα και ξέρω, απάντησε εκείνος.
Όταν η κυρα-Αγγέλω έβαλε το τηγάνι με το λάδι πάνω στην πυροστιά, είχε πια βραδιάσει. Η Μαριγούλα είχε ρίξει πάνω στο τραπέζι αλεύρι, έκοβε λίγο ζυμάρι και έπλαθε τις τηγανίτες σαν σκοινί.
Καθώς η κυρα-Αγγέλω της έριχνε στο καυτό λάδι, συλλοΐστηκε το μακαρίτη τον άντρα της, που του άρεσαν πολύ οι τηγανίτες.
Οι φωνές των παιδιών της έδιωξαν τη σκέψη.

-Να τα πούμε; ακούστηκαν κάποιες παιδικές φωνές έξω από το κουζινί της.
-Να τα πείτε παιδιά μου, τους αποκρίθηκε.
«Ήρθανε τα Φώτα κι οι Φωτισμοί…» έψαλλαν τα παιδιά και εκείνη δάκρυσε. Τι να συλλοΐστηκε άραγε;
-Και του χρόνου παιδιά μου, είπε συγκινημένη η κυρα-Αγγέλω και έσκυψε να τα φιλήσει. Ελάτε πάρτε και μια τηγανίτα για το καλό.
Και γυρίζοντας τα παιδιά να φύγουν, τα ρώτησε:
-Τον Αντρέα μου τον είδατε;
-Ναι, τον συναντήσαμε λίγο πιο κάτω. Είναι με τον Κωστή και τον Μπάμπη. Ευχαριστούμε θεια-Αγγέλω και του χρόνου.
-Να πάτε στο καλό παιδιά μου και του χρόνου να ήσαστε καλά,τους ευκήθηκε, καθώς τα παιδιά έφευγαν από την αφοδιά της.

Ο Αντρέας άργησε να γυρίσει σπίτι. Τους φίλους του τους μάζεψαν οι πατεράδες τους για να πάνε στα σπίτια τους.
Ο Αντρέας πικράθηκε πάρα πολύ. Βλέπεις αυτός δεν είχε πατέρα! Σχεδόν δεν τον γνώρισε καθόλου, αφού ήτανε μόλις πέντε χρονών όταν πέθανε. Θα ήταν γύρω στις δέκα και μισή όταν με κόκκινα μάτια και δακρυσμένος γύρισε σπίτι.
Ανήσυχες, η μάνα και η αδερφή του, έτρεξαν πάνω του και τον αγκάλιασαν, βλέποντάς τον σ’ αυτήν την κατάσταση. Τότε η μάνα του κατάλαβε. «Πάλε για τον πατέρα του κλαίει», σκέφτηκε.

-Τσώπα ψυχούλα μου, τσώπα, του είπε. Εγώ θα σου πάρω τα παπούτσια που μου γύρεψες. Τώρα φάε και πήγαινε κοιμήσου, γιατί θ’ ασκωθείς νωρίς να πας στην εκκλησιά.

Όταν τα παιδιά έπεσαν στα κροβάτια τους για να κοιμηθούνε, έπεσε κι η κυρα-Αγγέλω στο δικό της. Τότε άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Όμως έκαμε ατσάλι την καρδιά της.
«Πρέπει να κρατηθώ όρθια στη ζωή», συλλοΐστηκε. «Έχω να παντρέψω την κόρη μου και να μεγαλώσω το γιο μου».
Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν μ’ αυτές τις σκέψεις την πήρε γλυκά-πικρά ο ύπνος.

Μ.Α.
.
Πηγή: Νεοχώρι Λευκίμμης Κέρκυρας Το ιστολόγιο του Xωριού μας

https://oikohouse.wordpress.com/

 Πίσω στα παλιά 
polidorikiou.blogspot.com